ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D484
(2015) 1 ΑΑΔ 1538
7 Ιουλίου, 2015
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964
ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ,
KAI
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΤΕΜΗ (ΑΡ. 2), ΔΙ' ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙ' ΕΚΔΟΣΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 32370/2014 ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17.06.2015.
(Πολιτική Αίτηση Aρ. 82/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο θα επιδιωκόταν η ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Κακουργιοδικείου ― Απορριπτική κατάληξη ― Απουσία συζητήσιμης υπόθεσης, διαθέσιμο εναλλακτικό μέσο και επιδίωξη ελέγχου της ορθότητας και όχι της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εφαρμοστέες αρχές ― Εξαιρετικές περιστάσεις ― Επανειλημμένα έχει τονισθεί ότι δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τι συνιστά εξαιρετική περίσταση ― Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.
Ο αιτητής μαζί με πέντε άλλους κατηγορούμενους αντιμετωπίζει στην υπόθεση 32370/14 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας δύο κατηγορίες. Η δεύτερη σχετική με την παρούσα αίτηση, αφορούσε χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση του Άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από τα Άρθρα 20(2) και 23(3) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2009 (116(1)/2005) και του Άρθρου 4(δ)(iv) της σχετικής οδηγίας 116-2005-03 του 2011 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Στις 16.6.15 όταν η Κατηγορούσα Αρχή ήταν έτοιμη να προχωρήσει στην παρουσίαση της μαρτυρίας της ο συνήγορος του αιτητή έθεσε στο Κακουργιοδικείο, ότι η ΚΔΠ 406/11 επί της οποίας, κατά την εισήγησή του, στηρίχθηκε η 2η κατηγορία, κατηργήθη και δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της και συμπαρασύρει ως αποτέλεσμα και την πρώτη κατηγορία που αφορά την κατηγορία της συνωμοσίας.
Το Κακουργιοδικείο ζήτησε τότε να εξετασθεί δικονομικά κατά πόσο ενδείκνυτο στο στάδιο εκείνο, μετά που οι κατηγορούμενοι είχαν απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, να εξετάσει τέτοιο θέμα. Αφού αγόρευσαν οι συνήγοροι των ενδιαφερόμενων κατηγορουμένων (αιτητή και κατηγορούμενου 4), στις 17.6.2015 εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία απεφάνθη ότι ακόμα και να ευσταθούσε η εισήγηση ότι η Κ.Δ.Π. 406/11 δεν είχε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο (πράγμα που θα εξεταζόταν στο κατάλληλο στάδιο), αυτό δεν θα οδηγούσε αυτόματα σε κατάληξη περί ανυπαρξίας ποινικού αδικήματος, αφού στην έκθεση αδικήματος περιλαμβάνεται και το Άρθρο 19.
Δεδομένων των πιο πάνω, έκρινε ότι εκείνο το στάδιο δεν ήταν το κατάλληλο για να εξετάζονταν τα εγερθέντα ζητήματα.
Ο αιτητής αιτήθηκε αδείας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση Διατάγματος Certiorari με το οποίο θα επιδιωκόταν ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 17.6.15 και Διατάγματος αναστέλλοντος πάσα περαιτέρω ενέργεια και/ή διαδικασία στην πιο πάνω ποινική υπόθεση.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
α) Υπήρχε έκδηλη παραβίαση των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθ' ότι το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απεφάσισε τα επίδικα ζητήματα, όχι μόνο χωρίς να δώσει την δυνατότητα στους Δικηγόρους του Αιτητή να τοποθετηθούν αλλά κατ' ακρίβεια εμποδίζοντας και/ή απαγορεύοντας τους να το πράξουν.
β) Υπήρχε έκδηλο νομικό σφάλμα επί του πρακτικού και/ή του κειμένου της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας το οποίο συνίσταται εις το ότι το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας καθ' ότι δια της ρηθείσης απόφασης του αφήνει «ανοικτό» χωρίς να αποφαίνεται με οιονδήποτε τρόπο σε σχέση με την ουσία της εισήγησης, ενώ η διαδικασία ευρίσκεται εις το στάδιο εκείνο που ο Αιτητής καλείται να καθορίσει τη γραμμή υπεράσπισης του και/ή να αντεξετάσει τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Αυτό συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του Αιτητού με βάση το Άρθρο 12 του Συντάγματος που επιβάλλει να γνωρίζει επακριβώς τη νομιμότητα και ισχύ των Νομοθετημάτων επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στα περιστατικά της παρούσης αίτησης αναγνωρίζει ο αιτητής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εφέσιμη πλην όμως σύμφωνα με την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή, υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που είναι η παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης, των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή.
2. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του αιτητή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως εμφαίνεται στην απόφασή του το μόνο που έκανε ήταν να καλέσει τους δικηγόρους ν' αγορεύσουν επί του κατά πόσο εκείνο το στάδιο της διαδικασίας ήταν ή όχι κατάλληλο στάδιο να εξετασθεί το θέμα που ηγέρθη από τον αιτητή.
3. Η απόφασή του ήταν αρνητική και τόνισε εμφαντικά ότι το εγερθέν από τον αιτητή θέμα παραμένει ανοικτό ν' αποφασιστεί στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας στο τέλος της δίκης και αφού φυσικά τοποθετηθούν οι συνήγοροι επ' αυτού. Το έπραξε αυτό μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και αφού άκουσε και τις δύο πλευρές (σχετική η απόφαση Δημοκρατία ν. Ford κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 232) όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωμάτευσε αναφορικά με το στάδιο της δίκης όπου εξετάζεται ισχυρισμός κατηγορούμενου για παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη.
4. Σύμφωνα με αυτή, οι αποφάσεις στην Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225 δεν υποστηρίζουν την αρχή ότι ισχυρισμοί για την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου εξετάζονται, ανεξάρτητα από τη φύση και την εμβέλειά τους, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ήθελε κρίνει πρόσφορο το εκδικάζον την ποινική υπόθεση δικαστήριο.
5. Ο λόγος της Φάντη (απόφαση πλειοψηφίας) είναι ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργησή της.
6. Ακόμη και λάθος να είναι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτό θα ήταν σφάλμα εντός της δικαιοδοσίας του, υποκείμενο σε έφεση και όχι κατάλληλο δια έλεγχο διά προνομιακού εντάλματος.
7. Όλα τα στοιχεία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποδείκνυαν ότι εκείνο που επιδιωκόταν με την αίτηση ήταν η υπαγόρευση στο Κακουργιοδικείο του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.
8. Εκείνο δηλαδή που τίθετο υπό αμφισβήτηση από τον αιτητή, παρ' όλη την περί αντιθέτου εισήγηση, ήταν η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και όχι η νομιμότητά της ήτοι στην ουσία πρόκειτο περί καμουφλαρισμένης έφεσης στο μανδύα της διαδικασίας του Certiorari, πράγμα ανεπίτρεπτο.
9. Ούτε ήταν πειστική η εισήγηση του αιτητή ότι με δεδομένη την πρωτόδικη απόφαση θα προχωρήσει στον καθορισμό της γραμμής υπεράσπισής του και/ή αντεξέτασης των μαρτύρων της Κατηγορούσης Αρχής, χωρίς να γνωρίζει επακριβώς τη νομιμότητα και ισχύ των νομοθετημάτων επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Στο κατηγορητήριο, στο οποίο να σημειωθεί απάντησε ήδη ο αιτητής/κατηγορούμενος, εμφαίνονται τόσο η νομική βάση των κατηγοριών, όσο και οι λεπτομέρειες τους.
10. Ακόμα και εάν είχε κριθεί ότι απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση και πάλι ο αιτητής δεν θα μπορούσε να επιτύχει καθ' ότι δεν κατεδείχθησαν εις τα περιστατικά της παρούσης αίτησης εξαιρετικές περιστάσεις.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Base Metal Trading v. Fastact Dev. Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Κρασοπούλης (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 492,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,
Δημοκρατία ν. Ford κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,
Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225,
Marewave Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116.
Aίτηση.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο αιτητής μαζί με πέντε άλλους κατηγορούμενους αντιμετωπίζει στην υπόθεση 32370/14 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας δύο κατηγορίες. Η δεύτερη που αφορά και την παρούσα αίτηση έχει ως ακολούθως:
«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Δεύτερη Κατηγορία
Χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση των Άρθρων 19, ως εξειδικεύεται από το Άρθρο 20(2) και 23(3) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (116(1)/2005) και του Άρθρου 4(δ)(iv) της σχετικής οδηγίας 116-2005-03 του 2011 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Λεπτομέρειες Αδικήματος
Οι κατηγορούμενοι 1-6 μεταξύ 14/06/2012 και 26/06/2012, στη Λευκωσία χειραγώγησαν την αγορά, δηλαδή ενώ οι κατηγορούμενοι 2-6 ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της 1ης κατηγορούμενης, της οποίας οι τίτλοι ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, παρέλειψαν να προβούν στις δέουσες ενέργειες έτσι ώστε να εκδοθεί από την 1η κατηγορούμενη δημόσια ανακοίνωση σημαντικού γεγονότος, δηλαδή ότι οι κεφαλαιουχικές ανάγκες της είχαν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το ποσό των €200 εκ που είχε ανακοινωθεί στις 10/05/2012.»
Στις 16.6.15 ότε η Δημοκρατία (κατήγορος) ήταν έτοιμη να προχωρήσει στην παρουσίαση της μαρτυρίας της ο συνήγορος του αιτητή έθεσε στο Κακουργιοδικείο ότι η ΚΔΠ 406/11 επί της οποίας, κατά την εισήγησή του, στηρίζεται η 2η κατηγορία κατηργήθη και δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της και συμπαρασύρει ως αποτέλεσμα και την πρώτη κατηγορία που αφορά την κατηγορία της συνωμοσίας.
Το Κακουργιοδικείο ζήτησε τότε να εξετασθεί δικονομικά κατά πόσο ενδείκνυτο στο στάδιο εκείνο, μετά που οι κατηγορούμενοι είχαν απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, να εξετάσει τέτοιο θέμα. Αφού αγόρευσαν οι συνήγοροι των ενδιαφερόμενων κατηγορουμένων (αιτητή και κατηγορούμενου 4), στις 17.6.2015 εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του όπου στη σελίδα 5 καταλήγει ως ακολούθως:
«Συνεπώς, ακόμα και να ευσταθεί η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων ότι η Κ.Δ.Π. 406/11 δεν είχε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο (πράγμα που θα εξεταστεί στο κατάλληλο στάδιο), αυτό δεν θα οδηγούσε αυτόματα σε κατάληξη περί ανυπαρξίας ποινικού αδικήματος, αφού στην έκθεση αδικήματος περιλαμβάνεται και το Άρθρο 19. Η ερμηνεία και το πλαίσιο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου θα εξεταστεί εν πάση περιπτώσει σε μεταγενέστερο στάδιο μέσα στα πλαίσια της δίκης. Τονίζουμε ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό χωρίς να αποφαινόμαστε με οποιονδήποτε τρόπο σε σχέση με την ουσία της εισήγησης, αφού τελική κατάληξη επί του ζητήματος θα προκύψει στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας στο τέλος της δίκης, και αφού φυσικά τοποθετηθούν όλοι οι συνήγοροι των διαδίκων.
Εν πάση περιπτώσει αισθανόμαστε την ανάγκη να σημειώσουμε και το ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον όλα όσα ανέφερε ο κ. Τριανταφυλλίδης ως πραγματικό υπόβαθρο είναι όντως ζητήματα για τα οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση, ζήτημα για το οποίο δεν αποφαινόμαστε.
Δεδομένων των πιο πάνω δεν θεωρούμε ότι το παρόν είναι το κατάλληλο στάδιο για να εξεταστούν τα εγερθέντα ζητήματα.»
Ο αιτητής με την υπό εξέταση αίτηση αιτείται αδείας διά καταχώρηση αίτησης δι' έκδοση Διατάγματος Certiorari δι' ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 17.6.15 και Διατάγματος αναστέλλοντος πάσα περαιτέρω ενέργεια και/ή διαδικασία στην πιο πάνω ποινική υπόθεση (αρ. 32370/14) η οποία είναι ορισμένη δι' ακρόαση στις 8.7.15 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας μέχρι και του πέρατος της παρούσης διαδικασίας.
Το αίτημα του αιτητή στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:
1. «Υπάρχει έκδηλη παραβίαση των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθ' ότι το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απεφάσισε τα ζητήματα που αναφέρονται εις τας παραγράφους (i) και (ii) κατωτέρω χωρίς όχι μόνο να δώσει την δυνατότητα εις τους Δικηγόρους του Αιτητού να αγορεύσουν και/ή τοποθετηθούν και/ή εκφράσουν τις θέσεις των επ' αυτών αλλά κατ' ακρίβεια εμποδίζοντας και/ή απαγορεύοντας τους να το πράξουν. Δεδομένου ότι απεφάσισε και/ή κατέληξε το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας εμμέσως πλην σαφώς θετικά επί του ερωτήματος το οποίο έθεσε εις τη σελίδα 2 της απόφασής του - ίδε τις σελίδες 4 και 5 της απόφασης - προχώρησε και απεφάσισε:-
(i) Την καταλληλότητα του σταδίου εις το οποίο ο Αιτητής ηδύνατο να εγείρει το θέμα της νομιμότητας και ισχύος κατά τον ουσιώδη χρόνο, της ΚΔΠ 406/2011 η οποία δημοσιεύθηκε εις την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 17/10/2011 δηλαδή από το στάδιο της διαδικασίας εις το οποίο αυτή ευρίσκετο την 16/6/2015 μέχρι και του πέρατος της ακροαματικής διαδικασίας (ως αναφέρεται εις τη σελίδα 6 της απόφασης), και
(ii) Ότι το παρόν στάδιο δεν ήτο το κατάλληλο στάδιο, αναφέροντας ότι ανεξάρτητα από τη νομιμότητα και ισχύ ή μη της ΚΔΠ 406/2011 κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτό δεν θα οδηγούσε αυτόματα σε κατάληξη περί ανυπαρξίας ποινικού αδικήματος αφού στην έκθεση αδικήματος περιλαμβάνεται και το Άρθρο 19 - ίδε τις σελίδες 5 και 6 της απόφασης.
2. Υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα επί του πρακτικού και/ή του κειμένου της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 17/6/2015 (Παράρτημα Α της παρούσης (error of Law on the face of the Record) το οποίο συνίσταται εις το ότι:
Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας καθ' ότι δια της ρηθείσης απόφασης του αφήνει «ανοικτό» χωρίς να αποφαίνεται με οιονδήποτε τρόπο σε σχέση με την ουσία της εισήγησης - ίδε τη σελίδα 6 της απόφασης - (επί της οποίας εις τους Δικηγόρους του Αιτητού δεν επετράπη να τοποθετηθούν και να θέσουν εις το Δικαστήριο τις απόψεις και θέσεις των) - η οποία αφορά τη νομιμότητα και ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο της ΚΔΠ 406/2011, ενώ η διαδικασία ευρίσκεται εις το στάδιο εκείνο που ο Αιτητής καλείται να καθορίσει τη γραμμή υπεράσπισης του και/ή να αντεξετάσει τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Αυτό συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του Αιτητού με βάση το Άρθρο 12 του Συντάγματος που επιβάλλει να γνωρίζει επακριβώς τη νομιμότητα και ισχύ των Νομοθετημάτων επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε με αναφορά σε νομολογία τις θέσεις του αιτητή.
Έχει κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αίτηση της φύσεως υπό εξέταση, εγκρίνεται με φειδώ ακριβώς για το λόγο ότι η τυχόν χορήγηση της άδειας και αργότερα ενδεχομένως του προνομιακού εντάλματος, αποτελούν ένα προνόμιο. Ο αιτητής προκειμένου να επιτύχει θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτη όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης». Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης ούτε μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια πάγια νομολογιακή αρχή εκεί που στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, όπως αυτό της έφεσης, τότε ο παράγοντας αυτός επιδρά καταλυτικά στην άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η ύπαρξη τέτοιου ένδικου μέσου εκμηδενίζει τις οποιεσδήποτε πιθανότητες υπάρχουν για έγκριση της αίτησης, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα (βλ. Base Metal Trading v. Fastact Dev. Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Κρασοπούλης (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 492). Επανειλημμένα έχει τονισθεί ότι δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τι συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης (βλ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).
Εις τα περιστατικά της παρούσης αίτησης αναγνωρίζει ο αιτητής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εφέσιμη πλην όμως σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που είναι η παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης, των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή και το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν του επέτρεψε ν' αγορεύσει επί του εγερθέντος θέματος με αποτέλεσμα να οδηγηθεί τούτο στη λανθασμένη απόφαση του διά τους λόγους που αναφέρει στην αίτησή του.
Το τι σφάλματα αποδίδονται εις την πρωτόδικη απόφαση έχουν αναφερθεί νωρίτερα στην απόφαση και αναλύθηκαν στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου. Δεν συμμερίζομαι την άποψή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως εμφαίνεται στην απόφασή του το μόνο που έκανε ήταν να καλέσει τους δικηγόρους ν' αγορεύσουν επί του κατά πόσο σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας ήταν ή όχι κατάλληλο στάδιο να εξετασθεί το θέμα που ηγέρθη από τον αιτητή. Η απόφασή του ήταν αρνητική και τόνισε εμφαντικά ότι το εγερθέν από τον αιτητή θέμα παραμένει ανοικτό ν' αποφασιστεί στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας στο τέλος της δίκης και αφού φυσικά τοποθετηθούν οι συνήγοροι επ' αυτού. Το έπραξε αυτό μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και αφού άκουσε και τις δύο πλευρές (βλ. Δημοκρατία ν. Ford κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 232) όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωμάτευσε αναφορικά με το στάδιο της δίκης όπου εξετάζεται ισχυρισμός κατηγορούμενου για παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη.
Σύμφωνα με αυτή, οι αποφάσεις στην Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225 δεν υποστηρίζουν την αρχή ότι ισχυρισμοί για την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου εξετάζονται, ανεξάρτητα από τη φύση και την εμβέλειά τους, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ήθελε κρίνει πρόσφορο το εκδικάζον την ποινική υπόθεση δικαστήριο. Ο λόγος της Φάντη (απόφαση πλειοψηφίας) είναι ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργησή της. Επίσης στην Ηρακλέους τέθηκε το κάτωθι ερώτημα:
«Το ερώτημα ... που πρέπει ν' απαντήσουμε αφορά αποκλειστικά το Άρθρο 113.2 και αν οι πρόνοιες του περιορίζουν τις εξουσίες του ποινικού δικαστηρίου ως προς το στάδιο της διαδικασίας το οποίο ισχυρισμοί για παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, βάσει του Άρθρου 30.2 μπορεί να εξεταστούν.».
Στο ερώτημα αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση. Καταλήγοντας η Ολομέλεια γνωμάτευσε ότι:
«Τα δικαιώματα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με την διεξαγωγή της δίκης. Παραβίασή τους δε συνεπάγεται, είτε την διαγραφή της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου, ή την κατάργηση της δίκης. Η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρ. 30(3)(δ) συναρτάται με την διεξαγωγή δίκαιης δίκης και όχι τον αποκλεισμό της δίκης ως του μέσου για την διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται.»
Ακόμη και λάθος να είναι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτό θα ήταν σφάλμα εντός της δικαιοδοσίας του, υποκείμενο σε έφεση και όχι κατάλληλο δι' έλεγχο διά προνομιακού εντάλματος. Όλα τα στοιχεία ενώπιόν μου υποδεικνύουν ότι εκείνο που επιδιώκεται με την αίτηση είναι η υπαγόρευση στο Κακουργιοδικείο του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του (βλ. Marewave Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116, 121). Εκείνο δηλαδή που τίθεται υπό αμφισβήτηση από τον αιτητή, παρ΄ όλη την περί αντιθέτου εισήγηση, είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και όχι η νομιμότητά της ήτοι στην ουσία πρόκειται περί καμουφλαρισμένης έφεσης στο μανδύα της διαδικασίας του Certiorari, πράγμα ανεπίτρεπτο. Ούτε ασφαλώς είναι πειστική η εισήγηση του αιτητή ότι με δεδομένη την πρωτόδικη απόφαση θα προχωρήσει στον καθορισμό της γραμμής υπεράσπισής του και/ή αντεξέτασης των μαρτύρων της Κατηγορούσης Αρχής χωρίς να γνωρίζει επακριβώς τη νομιμότητα και ισχύ των νομοθετημάτων επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Στο κατηγορητήριο, στο οποίο να σημειωθεί απάντησε ήδη ο αιτητής/κατηγορούμενος, εμφαίνονται τόσο η νομική βάση των κατηγοριών, όσο και οι λεπτομέρειες τους. Αυτά έχει ν' αντιμετωπίσει ο αιτητής.
Εν' όψει των πιο πάνω κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας.
Εκ του περισσού αναφέρεται ότι και αν ακόμη έκρινα ότι απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση και πάλιν ο αιτητής δεν θα μπορούσε να επιτύχει καθ' ότι δεν κατεδείχθησαν εις τα περιστατικά της παρούσης αίτησης εξαιρετικές περιστάσεις.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.