ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A469
(2015) 1 ΑΑΔ 1440
29 Ιουνίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ HARVEY,
Εφεσείων - Καθ' ου η Αίτηση 3,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΑΒΑΛΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Πολιτική Έφεση Αρ. E17/2013)
Έφεση ― Τροποποίηση λόγων έφεσης ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης επί τω ότι, δεν προτεινόταν έγκυρος λόγος έφεσης οπότε δεν παρίστατο ανάγκη να εξεταστεί αν μπορούσε να εγκριθεί η προσθήκη του ― Εφαρμοστέες αρχές και νομολογία.
Έφεση ― Η ειδοποίηση έφεσης η οποία δεν στοιχειοθετείται από έγκυρο λόγο ή λόγους έφεσης, είναι θνησιγενής.
Η παρούσα ενδιάμεση διαδικασία αφορούσε αίτηση, εκ μέρους του εφεσείοντος, για προσθήκη νέου λόγου έφεσης, ως δεύτερου, στον ήδη υφιστάμενο πρώτο λόγο. Με αυτόν, όπως ήταν διατυπωμένος στο αιτητικό μέρος, θα εγειρόταν ως θέμα, η έλλειψη καθ' ύλην δικαιοδοσίας του εκδώσαντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εν λόγω διαδικασία συνάντησε την ένσταση του εφεσίβλητου/καθ' ου η αίτηση.
Όπως αναφερόταν στην ένορκη δήλωση η οποία υποστήριζε την αίτηση, η ανάγκη για την προσθήκη του προτεινόμενου λόγου έφεσης προέκυψε με την εξασφάλιση των πρακτικών και της απόφασης και κατά τη μελέτη τους, προς ετοιμασία και σύνταξη του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντος. Περαιτέρω, στην παράγραφο 5 της εν λόγω ενόρκου δηλώσεως, προστίθετο ότι: «Ο λόγος αυτός ήταν αδύνατο να προβλεφθεί, να διαπιστωθεί και να καθοριστεί κατά τον χρόνο της καταχώρησης της Έφεσης», επειδή, όπως διευκρινιζόταν, δεν ήταν, τότε, ακόμα διαθέσιμα τα πρακτικά της δίκης και το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης.
Κατά την αγόρευσή της, η συνήγορος του τελευταίου, τόνισε, ιδιαίτερα, ότι με την αίτηση επιχειρείτο, καθυστερημένα, η εισαγωγή νέου λόγου έφεσης, ενώ δε δινόταν και οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση, γιατί ο προτεινόμενος λόγος έφεσης δεν περιλήφθηκε, από την αρχή, στην Ειδοποίηση Έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προκαλούσε εντύπωση η προχειρότητα, με την οποία υποστηρίχθηκε, από απόψεως γεγονότων, η αναγκαιότητα για την προσθήκη του προαναφερθέντος νέου λόγου έφεσης, στο προχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας της έφεσης.
2. Συγκεκριμένα, ενώ δε φαινόταν να ήταν απαραίτητα τα πρακτικά της δίκης για τη διατύπωση του πρώτου λόγου έφεσης, ο οποίος, ασχολείτο αποκλειστικά με τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εντούτοις αναφερόταν ότι αυτά ήταν αναγκαία για τη διατύπωση ενός, ουσιαστικά, αμιγώς νομικού λόγου έφεσης· όταν, μάλιστα, το θέμα που αυτός θα πραγματεύεται, δηλαδή, η καθ' ύλην αρμοδιότητα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ήταν γνωστό στην πλευρά του εφεσείοντος, από το στάδιο της γνωστοποίησης του προβληματισμού, σχετικά, της Δικαστού, πριν από την έκδοση της απόφασής της και, μετέπειτα, με την ίδια την απόφασή της.
3. Ανεξάρτητα με το αν υπήρξε ή όχι καθυστέρηση στην υποβολή της υπό εξέταση αίτησης, η αιτιολογία, η οποία προβαλλόταν προς υποστήριξή της, ήταν περαιτέρω αντιφατική και, κατά συνέπεια, ανεπαρκής, ώστε ο λόγος που προβαλλόταν για την έγκρισή της να μην ευσταθούσε.
4. Οι λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στην Ειδοποίηση Έφεσης αποτελούν την αποκλειστική πηγή διαπίστωσης των παραπόνων εφεσείοντος κατά εκκαλούμενης απόφασης.
5. Η σαφής διατύπωσή τους, όπου κρίνεται αναγκαίο και με σχετική τροποποίηση της Ειδοποίησης, κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, συμβάλλει τα μέγιστα στην αποφυγή καθυστέρησης στην εκδίκαση της έφεσης.
6. Επομένως, κάθε λόγος έφεσης και η αιτιολογία του πρέπει να διατυπώνονται με ακρίβεια, ώστε να μην υπάρχει ασάφεια και, εν τέλει, αμφιβολία ως προς το αντικείμενό τους, συναρτημένο, πάντοτε, όπως πρέπει να είναι, με συγκεκριμένη πτυχή της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.
7. Στην προκειμένη περίπτωση, βασικά, εγειρόταν θέμα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, με δεδομένο το γεγονός αναφορικά με την αξία των επιδίκων κτημάτων, έκρινε την καθ' ύλην δικαιοδοσία του, κατ' αντίθεση με τη νομολογία. Η θέση, όμως, αυτή δεν είναι, ασφαλώς, ορθή, αφού το εκδικάσαν Δικαστήριο αποφάσισε το θέμα, ακριβώς, στη βάση της υφιστάμενης και δεσμευτικής γι' αυτό νομολογίας.
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς, αποφάσισε το πιο πάνω θέμα, στη βάση του ακόλουθου αποσπάσματος από τη σχετική νομολογία στην οποία αναφέρθηκε: «Είναι σαφές από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού του Κεφ. 62, πως σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης είναι εκείνο που έχει εκδικάσει τη σχετική αγωγή ή άλλη διαδικασία.»
9. Το πιο πάνω απόσπασμα παρατέθηκε, για να καταδειχθεί ότι η διατύπωση του προτεινόμενου λόγου έφεσης είναι λανθασμένη και ουδόλως αντιμετώπιζε το θέμα της καθ' ύλην δικαιοδοσίας, όπως αυτό είχε επιλυθεί από το εκδικάσαν Δικαστήριο, δηλαδή στη βάση της υφιστάμενης νομολογίας.
10. Διαφορετικά τεθέντος του θέματος, ο προτεινόμενος λόγος έφεσης έπρεπε να λάμβανε ως δεδομένη την υφιστάμενη νομολογία και να εισηγείτο είτε διάκριση είτε παρέκκλιση από αυτήν.
11. Όπως επισημαίνεται δε στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002, στη σελίδα 1004: «Η ειδοποίηση έφεσης η οποία δεν στοιχειοθετείται από έγκυρο λόγο ή λόγους έφεσης είναι θνησιγενής».
12. Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, διαπιστωνόταν ότι δεν προτεινόταν έγκυρος λόγος έφεσης και, επομένως, η αίτηση δεν μπορούσε, και στη βάση αυτή, οπότε δεν παρίστατο ανάγκη να εξεταστεί αν μπορούσε να εγκριθεί η προσθήκη του, ως νέος λόγος, στην Ειδοποίηση Έφεσης.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηκυπρή ν. Γιωργαλλή κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 1239,
Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112,
Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002.
Έφεση - Αίτηση.
Αίτηση για τροποποίηση και προσθήκη λόγου έφεσης στα πλαίσια της Έφεσης εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7934/2006), ημερομ. 28/1/2013.
Ν. Ανδρέου, για τον Αιτητή - Εφεσείοντα.
Ελ. Σατράκη (κα), για τον Καθ' ου η Αίτηση - Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα ενδιάμεση διαδικασία αφορά αίτηση, εκ μέρους του εφεσείοντος, για προσθήκη νέου λόγου έφεσης, ως δεύτερου, στον ήδη υφιστάμενο πρώτο λόγο. Με αυτόν, όπως είναι διατυπωμένος στο αιτητικό μέρος, θα εγείρεται, ως θέμα, η έλλειψη καθ' ύλην δικαιοδοσίας του εκδώσαντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εν λόγω διαδικασία έχει βρει αντίθετο τον εφεσίβλητο, καθ' ου η αίτηση, ο οποίος καταχώρισε, προς τούτο, σχετική ειδοποίηση ένστασης.
Με την προαναφερθείσα απόφαση, ημερομηνίας 28.1.2013, έχει κριθεί ότι η μεταβίβαση δύο κτημάτων επ' ονόματι του εφεσείοντος, από τη μητέρα του, ήταν δόλια, σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62. Τα ευρήματα επί των γεγονότων, στα οποία κατέληξε το εκδικάσαν Δικαστήριο και τα οποία το οδήγησαν στην πιο πάνω απόφαση, προσβάλλονται με τον πρώτο λόγο έφεσης. Στο πλαίσιο, όμως, της απόφασής του, το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ως γεγονός, ότι η αξία των δύο μεταβιβασθέντων κτημάτων, μαζί, υπολογίζεται στις €307.000,00.
Η πιο πάνω διαπίστωση προκάλεσε τον προβληματισμό της Δικαστού που εξέδωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η καθ' ύλην γενική δικαιοδοσία της, ως Επαρχιακός Δικαστής, σύμφωνα με το Άρθρο 22(3)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), δεν ξεπερνούσε τις €100.000,00. Αυτή, παρόλο ότι είχε, ήδη, επιφυλάξει την απόφασή της, όταν αντιλήφθηκε το εν λόγω γεγονός, κάλεσε τους δικηγόρους των δύο πλευρών και τους εξέθεσε τον προβληματισμό της, χωρίς, όμως, να τους καλέσει να εκθέσουν τις απόψεις τους, σχετικά. Προχώρησε δε και εξέδωσε την απόφασή της, διαπιστώνοντας, συγχρόνως, πως, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Κεφ. 62, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην υπόθεση Χατζηκυπρή ν. Γιωργαλλή κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 1239, η ίδια κέκτητο δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης.
Ο λόγος έφεσης, τον οποίο ο εφεσείων επιθυμεί να προσθέσει στην Ειδοποίηση Έφεσης, είναι εντελώς νέος και ανεξάρτητος από τον, ήδη, υφιστάμενο. Με αυτόν, όπως είναι διατυπωμένος στην αίτηση, θα προβληθεί ότι:-
«Εσφαλμένα, υπό προφανή πλάνη, αντιδικονομικά και αντίθετα στη Νομολογία έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε τη δικαιοδοσία και/ή την καθ' ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί, να εκδικάσει και να αποφασίσει επί της ένδικης Αίτησης, ενώ θα έπρεπε να κρίνει εαυτό αναρμόδιο.
Αιτιολογία:
Τούτο γιατί η αξία του αντικειμένου της διαφοράς αναφορικά με το μερίδιο του Εφεσείοντα/Καθ' ου η Αίτηση αρ. 3, βάσει εκτίμησης η οποία αποτέλεσε το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7, ανήρχετο σε €307,000.00 σεντ και τούτο στερούσε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο να εκδικάσει την ένδικη Αίτηση, αφού η δικαιοδοσία και/ή καθ' ύλην αρμοδιότητα του ήταν μέχρι €100,000,00 σεντ.»
Η έφεση, με δεδομένο ότι αφορά απόφαση σε αίτηση, θεωρήθηκε ως επειγούσης φύσεως και, στις 26.5.2014, τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, οπότε δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση περιγραμμάτων αγόρευσης. Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρίστηκε ενάμιση, περίπου, μήνα μετά, στις 8.7.2014. Όπως δε αναφέρεται στην παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως, η οποία την υποστηρίζει, η ανάγκη για την προσθήκη του προτεινόμενου λόγου έφεσης προέκυψε με την εξασφάλιση των πρακτικών και της απόφασης και κατά τη μελέτη τους, προς ετοιμασία και σύνταξη του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντος. Περαιτέρω, στην παράγραφο 5 της εν λόγω ενόρκου δηλώσεως, προστίθεται ότι: «Ο λόγος αυτός ήταν αδύνατο να προβλεφθεί, να διαπιστωθεί και να καθοριστεί κατά τον χρόνο της καταχώρησης της Έφεσης», επειδή, όπως διευκρινίζεται, δεν ήταν, τότε, ακόμα διαθέσιμα τα πρακτικά της δίκης και το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε τη βασιμότητα της αίτησης, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, απαντώντας, έτσι, και στους λόγους ένστασης, που έχει προβάλει, σχετικά, η πλευρά του εφεσίβλητου. Κατά την αγόρευσή της, η συνήγορος του τελευταίου, τόνισε, ιδιαίτερα, ότι με την αίτηση επιχειρείται, καθυστερημένα, η εισαγωγή νέου λόγου έφεσης, ενώ δε δίνεται και οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση, γιατί ο προτεινόμενος λόγος έφεσης δεν περιλήφθηκε, από την αρχή, στην Ειδοποίηση Έφεσης.
Πραγματικά, προκαλεί εντύπωση η προχειρότητα, με την οποία υποστηρίχθηκε, από απόψεως γεγονότων, η αναγκαιότητα για την προσθήκη του προαναφερθέντος νέου λόγου έφεσης, στο προχωρημένο αυτό στάδιο της διαδικασίας της έφεσης. Συγκεκριμένα, ενώ δε φαίνεται να ήταν απαραίτητα τα πρακτικά της δίκης για τη διατύπωση του πρώτου λόγου έφεσης, ο οποίος, να σημειωθεί, ασχολείται αποκλειστικά με τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εντούτοις αναφέρεται ότι αυτά ήταν αναγκαία για τη διατύπωση ενός, ουσιαστικά, αμιγώς νομικού λόγου έφεσης· όταν, μάλιστα, το θέμα που αυτός θα πραγματεύεται, δηλαδή, η καθ' ύλην αρμοδιότητα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ήταν γνωστό στην πλευρά του εφεσείοντος, από το στάδιο της γνωστοποίησης του προβληματισμού, σχετικά, της Δικαστού, πριν από την έκδοση της απόφασής της και, μετέπειτα, με την ίδια την απόφασή της. Δεν υπάρχει δε καμιά αμφιβολία ότι η πλευρά του εφεσείοντος είχε στην κατοχή της αντίγραφο αυτής, πριν από την καταχώριση της Ειδοποίησης Έφεσης, αφού, στο τέλος του μοναδικού λόγου έφεσης, υπάρχει και η εξής επιφύλαξη: «Περαιτέρω λόγοι δύναται να δοθούν μετά την λήψη των Πρακτικών». Εξαιτίας της αναφοράς αυτής, τίθεται, εύλογα, το ερώτημα γιατί όχι και μετά τη λήψη της απόφασης; αφού, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, ούτε και αυτής είχε ληφθεί αντίγραφο μέχρι τότε. Βέβαια, η απάντηση έχει δοθεί από την ίδια την πλευρά του εφεσείοντος, στην αγόρευση του συνηγόρου του, όπου αναφέρεται και εκεί ότι η προσθήκη του δεύτερου λόγου έφεσης κατέστη αναγκαία μετά τη λήψη των πρακτικών του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά όχι και της απόφασης. Επομένως, ανεξάρτητα με το αν υπήρξε ή όχι καθυστέρηση στην υποβολή της υπό εξέταση αίτησης, η αιτιολογία, η οποία προβάλλεται προς υποστήριξή της, είναι αντιφατική και, κατά συνέπεια, ανεπαρκής, ώστε ο λόγος που προβάλλεται για την έγκρισή της να μην ευσταθεί.
Οι λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στην Ειδοποίηση Έφεσης αποτελούν την αποκλειστική πηγή διαπίστωσης των παραπόνων εφεσείοντος κατά εκκαλούμενης απόφασης. Η σαφής διατύπωσή τους, όπου κρίνεται αναγκαίο και με σχετική τροποποίηση της Ειδοποίησης, κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, συμβάλλει τα μέγιστα στην αποφυγή καθυστέρησης στην εκδίκαση της έφεσης. Επομένως, κάθε λόγος έφεσης και η αιτιολογία του πρέπει να διατυπώνονται με ακρίβεια, ώστε να μην υπάρχει ασάφεια και, εν τέλει, αμφιβολία ως προς το αντικείμενό τους, συναρτημένο, πάντοτε, όπως πρέπει να είναι, με συγκεκριμένη πτυχή της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, (βλ. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, σελίδα 116).
Στην προκειμένη περίπτωση, βασικά, εγείρεται θέμα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, με δεδομένο το γεγονός αναφορικά με την αξία των επιδίκων κτημάτων, έκρινε την καθ' ύλην δικαιοδοσία του, κατ' αντίθεση με τη νομολογία. Η θέση, όμως, αυτή δεν είναι, ασφαλώς, ορθή, αφού η εδικάσασα Δικαστής αποφάσισε το θέμα, ακριβώς, στη βάση της υφιστάμενης και δεσμευτικής γι' αυτήν νομολογίας, η οποία, όπως αναφέρεται στην απόφασή της, είναι η υπόθεση Χατζηκυπρή ν. Γιωργαλλή κ.ά., ανωτέρω. Η Δικαστής, προφανώς, αποφάσισε το πιο πάνω θέμα, στη βάση του ακόλουθου αποσπάσματος από τη σελίδα 1244:-
«Είναι σαφές από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού του Κεφ. 62, πως σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης είναι εκείνο που έχει εκδικάσει τη σχετική αγωγή ή άλλη διαδικασία.»
Το πιο πάνω απόσπασμα παρατίθεται, για να καταδειχθεί ότι η διατύπωση του προτεινόμενου λόγου έφεσης είναι λανθασμένη και ουδόλως αντιμετωπίζει το θέμα της καθ' ύλην δικαιοδοσίας, όπως αυτό έχει επιλυθεί από το εκδικάσαν Δικαστήριο, δηλαδή στη βάση της υφιστάμενης νομολογίας. Διαφορετικά τεθέντος του θέματος, ο προτεινόμενος λόγος έφεσης έπρεπε να λάμβανε ως δεδομένη την υφιστάμενη νομολογία και να εισηγείτο είτε διάκριση είτε παρέκκλιση από αυτήν. Όπως επισημαίνεται δε στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002, στη σελίδα 1004: «Η ειδοποίηση έφεσης η οποία δεν στοιχειοθετείται από έγκυρο λόγο ή λόγους έφεσης είναι θνησιγενής». Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, διαπιστώνεται ότι δεν προτείνεται έγκυρος λόγος έφεσης και, επομένως, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, και στη βάση αυτή, οπότε δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί αν μπορεί να εγκριθεί η προσθήκη του, ως νέος λόγος, στην Ειδοποίηση Έφεσης.
Η αίτηση, λοιπόν, απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος. Αυτά να καταβληθούν με το πέρας της έφεσης, αφού υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.