ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:D435
(2015) 1 ΑΑΔ 1354
19 Ιουνίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΕΞ ΠΑΡΤΕ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ
ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΩΣ ΠΛΗΡEΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΜΟΥΤΕΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΥΖΑΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ ΑΠΑΙΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΠΩΛΗΤΗΡΙΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ
2/08/2012 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΗΜΕΡ. 4/5/2012, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ
ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ,
ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883 Θ. 59,
Κ. 3(2) (ORDER 59, R. 3(2)),
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΕΙΝΑΙ:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΜΟΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΥΖΑΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ.
Αιτητής-Εφεσείων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 495/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus, με την οποία θα επιδιωκόταν όπως διαταχθεί το Κτηματολόγιο να αποδεχθεί αίτημα για καταχώρηση πωλητηρίων εγγράφων ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση ― Μη απόδειξη συζητήσιμης υπόθεσης, ένεκα παράλειψης παρουσίασης στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, των απαραίτητων στοιχείων προκειμένου να διαπιστωνόταν, ή όχι, η κατ' ισχυρισμό, παράλειψη καθήκοντος του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού να τα αποδεχτεί.
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Εφαρμοστέες αρχές ― Eφόσον εκδοθεί, απευθύνεται είτε προς κάποιο κατώτερο Δικαστήριο, είτε προς κάποιο δημόσιο όργανο, και το διατάζει να προβεί στην εκτέλεση συγκεκριμένου καθήκοντος, το οποίο του επιβάλλει κάποιος νόμος, πλην, όμως, αυτό παραλείπει, μετά που του ζητείται, να συμμορφωθεί ― Η εν λόγω εξουσία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου και ασκείται, εφόσον έχει, προηγουμένως, διαπιστωθεί ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση προς τούτο.
Η έφεση στράφηκε κατά απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό και με αυτή απορρίφθηκε αίτημα του εφεσείοντος για παραχώρηση άδειας, προς το σκοπό υποβολής αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Μandamus.
Με την αίτηση θα επιδιωκόταν όπως διαταχθεί «... το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας και/ή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών και/ή ο αρμόδιος λειτουργός του να εκτελέσουν εντός 7 ωρών από την έκδοση και επίδοση του διατάγματος Mandamus το αίτημα των απαιτητών για καταχώρηση πωλητηρίων εγγράφων όπως προνοείται από τον Περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Άρθρο 3.»
Προέκυπτε από τα τεθέντα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το παράπονο του εφεσείοντος, εξετάστηκε στη βάση ισχυρισμών του, περί μη αποδοχής του αιτήματός του για κατάθεση τεσσάρων πωλητηρίων εγγράφων, το οποίο ο ίδιος είχε υποβάλει στις 31.1.2012, για το λόγο, όπως του ελέχθη, και τον αναφέρει στην έκθεση γεγονότων της αίτησης για άδειας ότι δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του Ν. 81(Ι)/2011.
Σύμφωνα με την πρωτοβάθμια κρίση, υπήρχε ασάφεια ως προς τα βασικά γεγονότα που συνέθεταν την άρνηση του Κτηματολογίου να δεχθεί κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων.
Εάν η άρνηση, επισημαίνεται στην πρωτοβάθμια απόφαση του Ανωτάτου, σχετίζεται με πρόνοιες του Νόμου, όφειλε ο Αιτητής να τις προσδιορίσει με ακρίβεια, μέσα στα πλαίσια της υποχρέωσης του να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Προηγουμένως, διαπιστώθηκε, συναφώς, πως ο αιτητής δεν κατέθεσε, μαζί με την αίτησή του, όλα τα σχετικά έγγραφα και παρέλειψε να παρουσιάσει όπως επισημάνθηκε, επίσης, τα γεγονότα που ήταν σχετικά με το λόγο για τον οποίο δεν έγινε αποδεκτό, στις 31.1.2012, το αίτημά του για κατάθεση των υπό αναφορά πωλητηρίων εγγράφων.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Δεν υπήρχε υποχρέωση του αιτητή να προσκομίσει οποιαδήποτε τέτοια μαρτυρία, την οποία υπέδειξε το εκδικάσαν Δικαστήριο.
β) Το γεγονός ότι ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, ενεργοποίησε, το καθήκον του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού για αποδοχή τους και, έτσι, ικανοποιήθηκε το προαναφερθέν κριτήριο. Πέραν τούτου, επαφιόταν, πλέον, στην αρμόδια Κτηματολογική Αρχή να καταδείξει τους λόγους, για τους οποίους το σχετικό αίτημα δεν είχε γίνει αποδεκτό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Για να παραχωρηθεί άδεια προς το σκοπό καταχώρισης αίτησης διά κλήσεως, σε σχέση με οποιοδήποτε από τα προνομιακά διατάγματα που αναφέρονται στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι έχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» ή «συζητήσιμη υπόθεση».
2. Έχει θεωρηθεί πως οι δύο αυτές φράσεις, όταν απαντώνται, είτε η μια είτε η άλλη, στο πλαίσιο διαδικασίας όπως η προαναφερθείσα, έχουν, βασικά, την ίδια σημασία. Αναφέρονται στο βαθμό, κατά τον οποίο ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το εκδικάζον δικαστήριο περί της ύπαρξής τους, στη βάση αναμφισβήτητων γεγονότων, εκλαμβανομένων ως αυτά έχουν στην όψη τους, προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια προς επιδίωξη του επόμενου στόχου του, που είναι η έκδοση συγκεκριμένου προνομιακού εντάλματος.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων, βασικά, περιορίστηκε να αναφέρει ότι, στις 31.1.2012, υπέβαλε αίτημα για κατάθεση των προαναφερθέντων τεσσάρων πωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας και ότι ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός το απέρριψε, επειδή δεν πληρούνταν κάποιες πρόνοιες του Άρθρου 3 του Ν. 81(Ι)/2011.
4. Ο εφεσείων, ανεξάρτητα του αν είχε υποχρέωση να αναφέρει τους λόγους οι οποίοι είχαν δοθεί για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματός του, οπωσδήποτε, θα έπρεπε να είχε αναφέρει, για κάθε ένα πωλητήριο έγγραφο ξεχωριστά, το λόγο που ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός είχε καθήκον και, άρα, όφειλε να το αποδεχτεί, προς κατάθεση, αφού, όπως φέρεται να πιστεύει, πληρούσαν και τα τέσσερα τις απαιτήσεις του Άρθρου 3 του εν λόγω νόμου.
5. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, ήταν απαραίτητη και η παρουσίαση των προς κατάθεση πωλητηρίων εγγράφων, προκειμένου να διαπιστωνόταν, από το περιεχόμενό τους, η κατ' ισχυρισμό, παράλειψη καθήκοντος του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού να τα αποδεχτεί.
6. Ο εφεσείων παρέλειψε να θέσει ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου τα πιο πάνω γεγονότα και, επομένως, ορθά η αίτησή του για άδεια απορρίφθηκε. Χωρίς αυτά, δεν μπορούσε να αποδειχτεί και δεν αποδείχτηκε συζητήσιμη υπόθεση.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In re S. & G. Colocassides Co. Ltd. (1977) 1 C.L.R. 59,
In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381,
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Χατζησάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 168/2012), ημερομ. 22/11/2012.
Λ. Δήμου (κα), μαζί με Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα του εφεσείοντος για παραχώρηση άδειας, προς το σκοπό υποβολής αίτησης για έκδοση εντάλματος mandamus. Η επιδίωξη του ήταν όπως, με το εν λόγω ένταλμα, διαταχθεί:-
«... το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας και/ή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών και/ή ο αρμόδιος λειτουργός του να εκτελέσουν εντός 7 ωρών από την έκδοση και επίδοση του διατάγματος MANDAMUS το αίτημα των απαιτητών για καταχώρηση πωλητηρίων εγγράφων όπως προνοείται από τον Περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο Άρθρο 3.»
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι προσπάθειες του εφεσείοντος, οι οποίες άρχισαν από τις 30.1.2012, να προβεί στην κατάθεση τεσσάρων παλαιών πωλητηρίων εγγράφων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας απέβησαν άκαρπες. Προφανώς, επρόκειτο για πωλητήρια έγγραφα που είχαν καταρτιστεί πριν από την έναρξη της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011, (Ν. 81(Ι)/2011), των οποίων η κατάθεση κατέστη εφικτή δυνάμει του Άρθρου 16 αυτού. Η πρόθεση δε του εφεσείοντος ήταν να τα καταθέσει δυνάμει του Άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσής τους, εφόσον κάτι τέτοιο ήθελε καταστεί αναγκαίο. Ο εφεσείων κατέβαλε την τελευταία τέτοια προσπάθεια στις 8.10.2012, μετά από υποδείξεις, σχετικά, του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Είχε αποταθεί προς αυτόν με ιεραρχική προσφυγή σε σχέση με τις προηγούμενες περιπτώσεις, κατά τις οποίες παρόμοιες προσπάθειές του είχαν απορριφθεί από τον αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό.
Η απάντηση του Γενικού Διευθυντή, ημερομηνίας 2.8.2012, προς το δικηγόρο του εφεσείοντος, ρίχνει φως στα γεγονότα που είχαν προηγηθεί σε σχέση με τις προσπάθειες του εφεσείοντος να καταθέσει τα τέσσερα πωλητήρια έγγραφα στο εν λόγω κτηματολογικό γραφείο, προσπάθειες οι οποίες δεν έχουν αμφισβητηθεί. Στο σημείο δε αυτό, είναι χρήσιμο, όσο και ευχερές, όπως το περιεχόμενο της εν λόγω απάντησης παρατεθεί ως έχει:-
«Θέμα: Ιεραρχική προσφυγή εναντίον της Απόφασης του
Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ημερ. 29 Μαρτίου 2012
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στις τέσσερεις επιστολές σας με ημερομηνία 4.5.2012, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα: Σύμφωνα με σχετική έρευνα που έχει διεξαχθεί από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, παρόλο που ο κ. Χαραλαμπίδης όντως βρισκόταν εντός του κτιρίου του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας στις 30.1.2012 και ώρα 12:23, όταν προσήλθε για την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων στον πάγκο υποδοχής, ο χρόνος παραλαβής εγγράφων από το κοινό είχε παρέλθει.
2. Αναφορικά με την απόφαση και τους λόγους να αποδεχτεί ή όχι τα πωλητήρια έγγραφα που παρουσιάστηκαν την επόμενη μέρα, 31.1.2012, καθώς και τα δικαιώματα των επηρεαζομένων, σχετικές είναι οι προς αυτούς επιστολές της υπεύθυνης του Κλάδου Αναγκαστικών Πωλήσεων και Επιβαρύνσεων στο εν λόγω Γραφείο, κας Λουΐζας Μαλαή, ημερομηνίας 29.3.2012, αντίγραφα των οποίων επισυνάπτονταν στις επιστολές σας.
3. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τις 6.4.2012 έχει δοθεί νέα προθεσμία για την κατάθεση παλαιών πωλητηρίων εγγράφων (τα οποία παραμένουν σε ισχύ αλλά συνομολογήθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου αρ. 32(Ι)/2012) στο Κτηματολόγιο, μέχρι τις 5.10.2012. Ως εκ τούτου, ο κ. Χαραλαμπίδης έχει το δικαίωμα, εάν το επιθυμεί, να προσέλθει εκ νέου στο εν λόγω Γραφείο για την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, νοουμένου ότι έχουν γίνει οι απαραίτητες διορθώσεις που του έχουν υποδειχθεί από την αρμόδια Κτηματολογικό Λειτουργό.
4. Είμαι στη διάθεση σας για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία τυχόν χρειαστεί.»
Παρά την υπόδειξη, ανωτέρω, του Γενικού Διευθυντή ότι ο χρόνος κατάθεσης παλαιών πωλητηρίων εγγράφων είχε επεκταθεί μέχρι τις 5.10.2012, ο εφεσείων επισκέφτηκε, τελικώς, το προαναφερθέν Κτηματολογικό Γραφείο στις 8.10.2012. Ήταν, όμως, ήδη αργά και η κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, που ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι αιτήθηκε να κατατεθούν, δεν ήταν, πλέον, επιτρεπτή κατά την πιο πάνω ημερομηνία· δεν το επέτρεπε ο ίδιος ο Ν. 81(Ι)/2011*. Ο ισχυρισμός δε του εφεσείοντος ότι, κατά την εν λόγω ημερομηνία, επετράπη η κατάθεση ενός πωλητηρίου εγγράφου από τα τέσσερα που είχε στην κατοχή του, το οποίο αυτός είχε επιλέξει στην τύχη, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε έγγραφη μαρτυρία. Ως τέτοια θα ήταν η απόδειξη κατάθεσης, που εκδίδεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, με την καταβολή και του σχετικού τέλους.
Η σημασία των πιο πάνω παρατηρήσεων είναι για να διασαφηνιστεί πως ο εφεσείων δεν παραπονείται, στην πραγματικότητα, σε σχέση με τη, δήθεν, άρνηση του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού να αποδεχτεί, στις 8.10.2012, την κατάθεση των υπολοίπων τριών πωλητηρίων εγγράφων. Περαιτέρω, δε διαπιστώνεται αυτός να παραπονείται και για τη μη αποδοχή των εν λόγω πωλητηρίων εγγράφων, προηγουμένως, στις 30.1.2012. Ο λόγος, τότε, ήταν ότι ο εφεσείων προσήλθε στον πάγκο υποδοχής, αφού είχε παρέλθει, κατά την ημέρα εκείνη, ο χρόνος κατάθεσης εγγράφων από το κοινό. Προφανώς, ήταν σημαντικό το εκδικάσαν Δικαστήριο να γνώριζε για ποια περίπτωση παραπονείτο ο εφεσείων στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησής του για άδεια, προς το σκοπό προσδιορισμού του καθήκοντος το οποίο, κατ' ισχυρισμό, δεν ασκήθηκε από τον αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό. Το παράπονο του εφεσείοντος, μάλλον, αφορά στη μη αποδοχή του αιτήματός του για κατάθεση των τεσσάρων πωλητηρίων εγγράφων, το οποίο ο ίδιος είχε υποβάλει στις 31.1.2012, για το λόγο, όπως του ελέχθη, και τον αναφέρει στην έκθεση γεγονότων, (παράγραφος 2), ότι δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του Ν. 81(Ι)/2011· εννοεί, προφανώς, του Άρθρου 3 αυτού, το οποίο αναφέρεται στο αιτητικό της μονομερούς αίτησης.
Είναι φανερό πως η υπό αναφορά αίτηση εξετάστηκε στη βάση των τελευταίων πιο πάνω ισχυρισμών. Ο ευπαίδευτος δε Δικαστής, αφού εξέτασε όλες τις σχετικές παραμέτρους, καθοριστικές της φύσης της υπόθεσης, εμπίπτουσας, όπως ορθώς διαπίστωσε, στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, κατέληξε στα εξής, καθοριστικά για την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας:-
«Υπό τις περιστάσεις, υπάρχει κατά την άποψή μου ασάφεια ως προς τα βασικά γεγονότα που συνθέτουν την άρνηση του Κτηματολογίου να δεχθεί κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων. Εάν η άρνηση σχετίζεται με πρόνοιες του Νόμου, όφειλε ο Αιτητής να τις προσδιορίσει με ακρίβεια, μέσα στα πλαίσια της υποχρέωσης του να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.»
Προηγουμένως, είχε διαπιστώσει, συναφώς, πως ο αιτητής δεν κατέθεσε, μαζί με την αίτησή του, όλα τα σχετικά έγγραφα και παρέλειψε να αναφέρει, επίσης, τα γεγονότα που είναι σχετικά με το λόγο για τον οποίο δεν έγινε αποδεκτό, στις 31.1.2012, το αίτημά του για κατάθεση των υπό αναφορά πωλητηρίων εγγράφων.
Ο εφεσείων, με τους τρεις λόγους έφεσης που προβάλλει, σχολιάζει, από διάφορες απόψεις, την εν λόγω πτυχή της πρωτόδικης απόφασης, προωθώντας τη θέση πως ο ίδιος δεν είχε υποχρέωση να προσκομίσει οποιαδήποτε τέτοια μαρτυρία, την οποία υπέδειξε το εκδικάσαν Δικαστήριο. Ο δε ευπαίδευτος συνήγορός του, κατά την αγόρευσή του, υποστήριξε, συναφώς, ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο παρερμήνευσε τη σημασία του κριτηρίου «συζητήσιμη υπόθεση» (arguable case). Αναπτύσσοντας, περαιτέρω, τη θέση αυτή, εξήγησε πως το γεγονός ότι ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, ενεργοποίησε, κατά την έκφρασή του, το καθήκον του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού για αποδοχή τους και, έτσι, ικανοποιήθηκε το προαναφερθέν κριτήριο. Πέραν τούτου, επαφιόταν, πλέον, στην αρμόδια Κτηματολογική Αρχή να καταδείξει τους λόγους, για τους οποίους το σχετικό αίτημα δεν είχε γίνει αποδεκτό.
Το ένταλμα mandamus εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει της εξουσίας που του παρέχει το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία διεξάγεται inter partes, ήτοι του μέρους που αιτείται το ένταλμα και του μέρους στο οποίο αυτό, ενδεχόμενα, να αφορά. Τούτο δε, εφόσον εκδοθεί, απευθύνεται είτε προς κάποιο κατώτερο Δικαστήριο, (βλ. In re S. & G. Colocassides Co. Ltd. (1977) 1 C.L.R. 59), είτε προς κάποιο δημόσιο όργανο, (βλ. In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381), αναλόγως της περίπτωσης, και το διατάζει να προβεί στην εκτέλεση συγκεκριμένου καθήκοντος, το οποίο του επιβάλλει κάποιος νόμος, πλην, όμως, αυτό παραλείπει, μετά που του ζητείται, να συμμορφωθεί. Η εν λόγω εξουσία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και ασκείται, εφόσον έχει, προηγουμένως, διαπιστωθεί ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση προς τούτο. Το στάδιο αυτό προηγείται της εξέτασης η οποία διεξάγεται inter partes. Είναι δε το στάδιο το οποίο, εν προκειμένω, αναλήφθηκε με τη μονομερή αίτηση του εφεσείοντος, η οποία απορρίφθηκε, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Για να παραχωρηθεί άδεια προς το σκοπό καταχώρισης αίτησης διά κλήσεως, σε σχέση με οποιοδήποτε από τα προνομιακά διατάγματα που αναφέρονται στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι έχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» ή «συζητήσιμη υπόθεση». Έχει θεωρηθεί πως οι δύο αυτές φράσεις, όταν απαντώνται, είτε η μια είτε η άλλη, στο πλαίσιο διαδικασίας όπως η προαναφερθείσα, έχουν, βασικά, την ίδια σημασία. Αναφέρονται στο βαθμό, κατά τον οποίο ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το εκδικάζον δικαστήριο περί της ύπαρξής τους, στη βάση αναμφισβήτητων γεγονότων, εκλαμβανομένων ως αυτά έχουν στην όψη τους, προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια προς επιδίωξη του επόμενου στόχου του, που είναι η έκδοση συγκεκριμένου προνομιακού εντάλματος, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 και Χατζησάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, στη σελίδα 108).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων, βασικά, περιορίστηκε να αναφέρει ότι, στις 31.1.2012, υπέβαλε αίτημα για κατάθεση των προαναφερθέντων τεσσάρων πωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας και ότι ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός το απέρριψε, επειδή δεν πληρούνταν κάποιες πρόνοιες του Άρθρου 3 του Ν. 81(Ι)/2011. Ο εφεσείων, ανεξάρτητα του αν είχε υποχρέωση να αναφέρει τους λόγους οι οποίοι είχαν δοθεί για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματός του, οπωσδήποτε, θα έπρεπε να είχε αναφέρει, για κάθε ένα πωλητήριο έγγραφο ξεχωριστά, το λόγο που ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός είχε καθήκον και, άρα, όφειλε να το αποδεχτεί, προς κατάθεση, αφού, όπως φέρεται να πιστεύει, πληρούσαν και τα τέσσερα τις απαιτήσεις του Άρθρου 3 του εν λόγω νόμου. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, ήταν απαραίτητη και η παρουσίαση των προς κατάθεση πωλητηρίων εγγράφων, προκειμένου να διαπιστωνόταν, από το περιεχόμενό τους, η, κατ' ισχυρισμό, παράλειψη καθήκοντος του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού να τα αποδεχτεί. Ο εφεσείων παρέλειψε να θέσει ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου τα πιο πάνω γεγονότα και, επομένως, ορθά η αίτησή του για άδεια απορρίφθηκε. Χωρίς αυτά, δεν μπορούσε να αποδειχτεί και δεν αποδείχτηκε συζητήσιμη υπόθεση.
Η έφεση απορρίπτεται, για το λόγο που έχει προαναφερθεί. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.