ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:D430

(2015) 1 ΑΑΔ 1336

16 Ιουνίου, 2015

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

ΑΡΤΕΜΗ (ΑΡ. 1), ΔΙ' ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΔΙ' ΕΚΔΟΣΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 32370/2014 ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/5/2015.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 74/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα που είχε υποβάλει ο αιτητής, προς το σκοπό επιφύλαξης νομικού ζητήματος για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148(1) του Κεφ. 155 ― Απορριπτική κατάληξη ― Προέκυπτε ορθή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Κακουργιοδικείου και απουσία νομικού σφάλματος.

 

Με την αίτηση επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση απόφασης Μόνιμου Κακουργοδικείου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα που είχε υποβάλει ο αιτητής, προς το σκοπό επιφύλαξης νομικού ζητήματος για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Τα νομικό ζήτημα για το οποίο είχε ζητηθεί η επιφύλαξη του για γνωμάτευση ως άνω, αφορούσε άλλη απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία απέρριψε αίτημα του δικηγόρου του αιτητή για απαλλαγή του από συγκεκριμένες κατηγορίες λόγω της ειδικής απάντησης που είχε υποβάλει, επικαλούμενος το δόγμα του autrefois acquit δυνάμει του Άρθρου 69(1)(β) του Κεφ. 155.

 

Συγκεκριμένα, αυτός ισχυρίστηκε ότι, για τα ίδια γεγονότα, στα οποία βασίζονται οι κατηγορίες 1 και 2 που αντιμετωπίζει στην εν λόγω ποινική υπόθεση, ο ίδιος είχε προηγουμένως, στις 11.11.2013, αθωωθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε υπόθεση, η οποία εξετάστηκε εναντίον του δυνάμει του Άρθρου 48(4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005, (Ν. 116(Ι)/2005), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

 

Το νομικό ζήτημα, που ζητήθηκε, ακολούθως, να επιφυλαχθεί για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, αφορούσε άμεσα την απορριπτική απόφαση του Κακουργοδικείου της 5.5.2015, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή. Όταν δε, στις 26.5.2015, απορρίφθηκε και το αίτημα αυτό, καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση, με την οποία ζητείτο άδεια, με σκοπό την επιδίωξη της ακύρωσης της τελευταίας απόφασης του Κακουργιοδικείου.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του Άρθρου 148(1), υπό το φως των κριτηρίων τα οποία καθιέρωσε η σχετική νομολογία για την άσκηση της προβλεπόμενης σε αυτό διακριτικής εξουσίας· και

 

β)  Έσφαλε στην απόφασή του ότι το θέμα, το οποίο είχε εγερθεί, με επίκεντρο την αρχή ne bis in idem και τη σχετική με αυτό προαναφερθείσα νομολογία, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν καινοφανές.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Κακουργοδικείο, ασχολήθηκε εκτενώς με τις σχετικές εισηγήσεις, εξετάζοντας και αναλύοντας τη σχετική νομολογία. Ειδικά, σε σχέση με το Άρθρο 148(1), αναφέρθηκε σε κάποιες καθοριστικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες ασχολήθηκαν με το θέμα και έθεσαν τα κριτήρια για την εφαρμογή του.

 

2.  Ενασχολήθηκε περαιτέρω και με την υπόθεση Grande Stevens a.ο. v. Italy (κατωτέρω) όσο και με προηγούμενη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. επί του ιδίου θέματος. Έκρινε ότι το θέμα το οποίο αποφάσισε στην απόφασή του της 5.5.2015, σε σχέση με την αρχή του ne bis in idem, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε πρωτοτυπία, δηλαδή, δεν ήταν «καινοφανές», όπως ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, οι οποίες αφορούσαν τον αιτητή, ως κατηγορούμενο στην εν λόγω ποινική υπόθεση.

 

3.  Η πρωτοτυπία ενός ζητήματος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αποτελεί αυτοτελές κριτήριο για επίκληση του Άρθρου 148(1).

 

4.  Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος "novel" χρησιμοποιήθηκε από τον Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση The Republic v. Sampson, ανωτέρω, ο οποίος, στη σελίδα 72, σε σχέση με την επιφύλαξη νομικού ζητήματος, παρατήρησε: "It is in the province of trial Courts to determine points of law, whether novel or not, ...". Αργότερα, στην υπόθεση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, παρατήρησε, στη σελίδα 48, ότι: "Recourse to Article 148(1) may be had, where the point of law involved is not covered by authority and its resolution is of crucial importance to the progress of a criminal case."

 

5.  Επομένως, παρόλο ότι ένα ζήτημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως καινοφανές, εντούτοις, αν δεν πληρούνται τα κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία για την εφαρμογή του Άρθρου 148(1), δε δικαιολογείται επιφύλαξη νομικού ζητήματος για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

6.  Προφανώς, το καινοφανές ενός ζητήματος αποτελεί, απλώς, ένα παράγοντα, ο οποίος προσμετρά στην άσκηση της συγκεκριμένης διακριτικής εξουσίας και όχι αυτοτελές κριτήριο για εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου.

 

7.  Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος certiorari, που προβλέπει το Άρθρο 155.4, είναι διακριτικής φύσεως και, εν πάση περιπτώσει, ασκείται αποκλειστικά προς το σκοπό ελέγχου της νομιμότητας απόφασης κατώτερου δικαστηρίου και όχι της ορθότητάς της, η οποία εμπίπτει στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του.

 

8.  Εν προκειμένω, το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, εξέτασε με μεγάλη προσοχή τις πρόνοιες του Άρθρου 148(1), εντοπίζοντας κάθε συστατικό στοιχείο του.

 

9.  Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε σε ό,τι αποτελεί το βασικό κριτήριο για την εφαρμογή του, ενδιατρίβοντας και στη σχετική επί τούτου νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έκρινε δε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δε συνέτρεχε και ότι μπορούσε να προχωρήσει απρόσκοπτα η ποινική δίκη στην υπόθεση η οποία είναι ενώπιόν του.

 

10. Η κρίση, ανωτέρω, του Κακουργοδικείου ήταν, ειδικά, σε σχέση με το ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής ne bis in idem. Σημείωσε δε, συναφώς, εφαρμόζοντας το πιο πάνω κριτήριο, ότι η μη επίλυση του ζητήματος αυτού σε εκείνο το στάδιο, δεν παρεμβάλλεται στην ορθή και δίκαιη διεξαγωγή της ποινικής δίκης και ότι αυτό είναι δυνατό να εξεταστεί μετά το πέρας της, στο πλαίσιο έφεσης, η οποία μπορεί να υποβληθεί, ανάλογα, βέβαια, και με την κατάληξη της υπόθεσης.

 

11. Η απόφασή του ήταν πλήρως αιτιολογημένη και νομικά τεκμηριωμένη και δε διαπιστωνόταν να υπήρχε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα σε αυτή, σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα, τοσούτω μάλλον αυτό να είναι και καταφανές στο πρακτικό της.

 

12. Διαφορετική αντιμετώπιση του υπό εξέταση θέματος και υιοθέτηση της σχετικής εισήγησης των συνηγόρων του αιτητή θα ισοδυναμούσε με καθιέρωση δικαιώματος ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης κατώτερου δικαστηρίου αναφορικά με τις ειδικές απαντήσεις του Άρθρου 69(1)(β) του Κεφ. 155 και του Άρθρου 4.1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, σε σχέση με την οποία δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης και αυτό, στο πλαίσιο επίκλησης του Άρθρου 148(1), για επιφύλαξη νομικού ζητήματος, σχετικά, για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

13. Η πρόβλεψη δικαιώματος έφεσης υπέρ κατηγορουμένου προσώπου, ειδικά υπό το φως και του προαναφερθέντος Άρθρου 4.1, εναπόκειται στο νομοθέτη.

 

14. Με βάση το σύνολο των περιστάσεων, το Κακουργοδικείο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, απορρίπτοντας το αίτημα για επιφύλαξη του προταθέντος νομικού ζητήματος, προς το σκοπό γνωμάτευσης από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

15. Επομένως, δεν διαπιστωνόταν απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ώστε να δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Stevens a.ο. v. Italy, Αίτηση Αρ. 18640/2010, 7.7.2014, ΕΔΑΔ,

 

In re Charalambous a.ο. (1974) 2 C.L.R. 37,

 

Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,

 

The Republic v. Sampson (1977) 2 C.L.R. 1,

 

Πατίκκη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 175,

 

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

 

In re Kakos (1985) 1 C.LR. 250,

 

Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828.

 

Αίτηση.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης και Δ. Αραούζος, για τον Αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση, ζητείται η παραχώρηση άδειας, για να επιδιωχθεί, στη συνέχεια, μέσω πρωτογενούς αίτησης, η έκδοση εντάλματος certiorari, κατ' επίκληση του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Ο σκοπός του εντάλματος θα είναι η ακύρωση απόφασης του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λευκωσίας, ημερομηνίας 26.5.2015, στη βάση καταφανούς νομικού σφάλματος, το οποίο εμφαίνεται σε αυτή. H αναφορά είναι στο σκεπτικό και την τελική κρίση του Κακουργοδικείου στην εν λόγω απόφαση, σε σχέση με αίτημα του εδώ αιτητή, κατηγορουμένου 3 στην ποινική υπόθεση αρ. 32370/2014. Συγκεκριμένα, με αυτήν, αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος που είχε υποβάλει ο αιτητής, προς το σκοπό επιφύλαξης νομικού ζητήματος για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Τα ανωτέρω αναφέρονται στην παρούσα αίτηση, ή προκύπτουν εμμέσως από αυτή.

 

Επιπρόσθετα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η οποία υποστηρίζει την αίτηση, στις 5.5.2015, το Κακουργοδικείο εξέδωσε και μια άλλη απόφαση στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και τον αιτητή. Στο πλαίσιο εκείνης της απόφασης, εξετάστηκε ισχυρισμός του αιτητή, υπό τη μορφή της ειδικής απάντησης autrefois acquit, ο οποίος είχε υποβληθεί δυνάμει του Άρθρου 69(1)(β) του Κεφ. 155. Συγκεκριμένα, αυτός ισχυρίστηκε ότι, για τα ίδια γεγονότα, στα οποία βασίζονται οι κατηγορίες 1 και 2 που αντιμετωπίζει στην εν λόγω ποινική υπόθεση, ο ίδιος είχε προηγουμένως, στις 11.11.2013, αθωωθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε υπόθεση, η οποία εξετάστηκε εναντίον του δυνάμει του Άρθρου 48(4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005, (Ν. 116(Ι)/2005), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, ως διοικητικού συμβούλου συγκεκριμένης εταιρείας, εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, σε σχέση με παράβαση, από αυτήν, του Άρθρου 11(1)(α) του Ν. 116(Ι)/2005. Για το λόγο δε αυτό, ζήτησε την απόρριψη των πιο πάνω κατηγοριών.

 

Στο πλαίσιο της τελευταίας, πιο πάνω, διαδικασίας ενώπιον του Κακουργοδικείου, ο αιτητής επικαλέστηκε, ειδικά, και την παρόμοια αρχή ne bis in idem, την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 4.1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών* μεταφέρθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με τον ομώνυμο κυρωτικό Νόμο 18(ΙΙΙ)/2000. Σε σχέση δε με την εφαρμογή της, έγινε αναφορά και στη, σχετικά, πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Grande Stevens a.ο. v. Italy, Αίτηση Αρ. 18640/2010, 7.7.2014, αφού θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν άμεσα σχετική και βοηθητική για την εξέταση της προαναφερθείσας πτυχής. Το Κακουργοδικείο δε δέχτηκε την εισήγηση του αιτητή περί εφαρμογής, στην περίπτωσή του, της πιο πάνω αρχής και, έτσι, απέρριψε το αίτημά του για απαλλαγή του από τις κατηγορίες 1 και 2, που αυτός αντιμετωπίζει στην ενώπιόν του διαδικασία.

 

Το νομικό ζήτημα, που ζητήθηκε, ακολούθως, να επιφυλαχθεί για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148(1) του Κεφ. 155**, αφορούσε άμεσα την απορριπτική απόφαση του Κακουργοδικείου της 5.5.2015, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή. Όταν δε, στις 26.5.2015, απορρίφθηκε και το αίτημα αυτό, καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση, με την οποία ζητείται άδεια, με σκοπό την επιδίωξη της ακύρωσης της τελευταίας απόφασης του Κακουργοδικείου, για τους ακόλουθους δύο λόγους, ότι το Κακουργοδικείο:-

 

1. Εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του Άρθρου 148(1), υπό το φως των κριτηρίων τα οποία καθιέρωσε η σχετική νομολογία για την άσκηση της προβλεπόμενης σε αυτό διακριτικής εξουσίας· και

 

2. Έσφαλε στην απόφασή του ότι το θέμα, το οποίο είχε εγερθεί, με επίκεντρο την αρχή ne bis in idem και τη σχετική με αυτό προαναφερθείσα νομολογία, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν καινοφανές.

 

Το πρακτικό, στο οποίο εντοπίζονται οι χαρακτηρισθέντες, ως άνω, χειρισμοί του Κακουργοδικείου, είναι η απόφασή του της 26.5.2015, το μέρος αυτής που πραγματεύεται το αίτημα του αιτητή για επιφύλαξη, προς γνωμάτευση, νομικού ζητήματος. Κατά την εξέταση δε της παρούσας αίτησης και προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή ανέπτυξαν τις θέσεις τους, με αναφορά στη νομολογία η οποία ερμήνευσε τον τρόπο εφαρμογής του Άρθρου 148(1), αλλά και στην υπόθεση Stevens a.ο. v. Italy, ανωτέρω, σε σχέση με τον τρόπο που το Ε.Δ.Α.Δ. εφάρμοσε την υπό αναφορά αρχή, σε υποθέσεις με περιστατικά παρόμοια με αυτά της παρούσας υπόθεσης.

 

Το Κακουργοδικείο, όπως προκύπτει από την υπό κρίση απόφαση, ασχολήθηκε εκτενώς και με τις δύο πιο πάνω πτυχές, εξετάζοντας και αναλύοντας τη σχετική με αυτές νομολογία. Ειδικά, σε σχέση με το Άρθρο 148(1), αναφέρθηκε σε κάποιες καθοριστικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες ασχολήθηκαν με το θέμα και έθεσαν τα κριτήρια για την εφαρμογή του. Παρέθεσε δε σχετικά αποσπάσματα από αυτές, τα οποία υιοθετήθηκαν από μεταγενέστερη νομολογία, ως αποδίδοντα το ακριβές νόημα των προνοιών και το σκοπό του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, από την υπόθεση In re Charalambous a.ο. (1974) 2 C.L.R. 37, παρέθεσε, από την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Π., στη σελίδα 42, το απόσπασμα που ακολουθεί και στο οποίο, βασικά, στηρίχθηκε όλη η μεταγενέστερη επί του θέματος νομολογία:-

 

"...; in our view 'a question of law arising during the trial'means only a question of law arising during the trial at a stage at which it has to be decided in order to enable the trial to proceed further in accordance with the law and rules of practice relating to criminal procedure; ...; what is envisaged under the said subsection (1) is a situation where a question of law is, so to speak, obtruding itself upon the trial Court and demanding an answer straightway."

 

Σχετική αναφορά έκαμε και στην υπόθεση Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, όπου ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, αφού αναφέρθηκε επιδοκιμαστικά στην πιο πάνω υπόθεση, επεσήμανε πως, σύμφωνα με το σκεπτικό της, δεν ενδείκνυται η επιφύλαξη νομικού ζητήματος, "unless necessary for the outcome or progress of the case". Το Κακουργοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην υπόθεση The Republic v. Sampson (1977) 2 C.L.R. 1, όπου ο Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε, υιοθετώντας την προαναφερθείσα βασική απόφαση και σημειώνοντας ότι η εξουσία που παρέχει το Άρθρο 148(1) είναι διακριτικής φύσεως, παρατήρησε, σε σχέση με αυτή, στις σελίδες 71 έως 72, με γενικούς όρους, εστιάζοντας, ιδιαίτερα, στις αρχές προστασίας του δικαιώματος της υπεράσπισης, ότι:-

 

"It is a discretion to be exercised, when an application at the instance of the defence is made only for the sake of doing justice in a case and particularly for the sake of saving an accused person from embarrassment in the conduct of his defence and from the likelihood of the detrimental consequences which a ruling given against an accused may bring."

 

Τέλος, το Κακουργοδικείο, αναφέρθηκε, σε κάποια έκταση, και στην υπόθεση Πατίκκη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 175, η οποία, ουσιαστικά, ακολούθησε την προαναφερθείσα υπόθεση In re Charalambous a.ο. και στην οποία παραφράστηκε στα Ελληνικά το απόσπασμα, ανωτέρω, από την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Π. Στην απόφασή του δε, αφού εντόπισε το κρίσιμο ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί σε σχέση με το αίτημα που υπήρχε ενώπιόν του για επιφύλαξη νομικού ζητήματος δυνάμει του Άρθρου 148(1), ήτοι κατά πόσο αυτό συνιστούσε «νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης», ενδιέτριψε στα κριτήρια που καθόρισε, για το σκοπό αυτό, η πιο πάνω νομολογία. Στη συνέχεια, προχώρησε και συνόψισε αυτό που, κατά την αντίληψή του, ήταν το ratio, σχετικά, της Πατίκκη κ.ά., ανωτέρω, και εκφράστηκε επί τούτου ως εξής:-

 

«Το βαθύτερο νόημα της πιο πάνω απόφασης είναι πως νομικό ζήτημα επιβάλλον την επίλυση του είναι εκείνο που χωρίς την γνωμοδότηση του Ανωτάτου παγοποιεί ή παραλύει τη δίκη, δηλαδή δεν επιτρέπει τη συνέχιση της, την καθιστά ανίκανη να προχωρήσει και γενικά καθιστά αδύνατη την περαιτέρω πορεία της με βάση τα καθιερωμένα στάδια της Ποινικής Δικονομίας.»

 

Οι όροι τους οποίους το Κακουργοδικείο χρησιμοποίησε στο πιο πάνω κείμενο δεν εμφανίζονται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και είναι τους συγκεκριμένους όρους που ο, εκ των συνηγόρων του αιτητή, κ. Τριανταφυλλίδης επεσήμανε στην αγόρευσή του, εισηγούμενος ότι αυτοί εκφεύγουν των κριτηρίων που καθόρισε η νομολογία σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 148(1). Η εισήγηση, όμως, αυτή, προφανώς, αντικρίζει το πιο πάνω απόσπασμα απομονωμένα. Από την απόφαση του Κακουργοδικείου, ορώμενη στο σύνολό της, δε γίνεται αντιληπτό κάτι τέτοιο και, ειδικά, ότι υπήρξε παρανόηση από αυτό ως προς τα κριτήρια που καθιέρωσε η νομολογία για τον πιο πάνω σκοπό.

 

Το Κακουργοδικείο, σε κάποιο σημείο της απόφασής του, στη σελίδα 10, παραπέμπει στην υπόθεση Πατίκκης κ.ά., σημειώνοντας ότι, εκεί, με αναφορά στην Police v. Ekdotiki Eteria, ανωτέρω, υποδείχθηκε πως «η χρήση στο Άρθρο 148 (1) του όρου 'εγειρόμενο' δεικνύει ότι θα πρέπει να επιφυλάσσονται ζητήματα των οποίων η λύση πρέπει να είναι κρίσιμη, είτε για το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης είτε για την κρίση κάποιας πτυχής της που προοιωνίζει το αποτέλεσμα». Σε άλλο σημείο της απόφασής του, στη σελίδα 12, αναφερόμενο, επίσης, στην Πατίκκη κ.ά., είπε ότι, εκεί, «κρίθηκε ότι δεν πληρούτο η δεύτερη προϋπόθεση που διαλαμβάνεται στο Άρθρο 148(1), δηλαδή η ανάγκη όπως η επίλυση του θέματος είναι κρίσιμης σημασίας για την περαιτέρω συνέχιση της δίκης». Τέλος, ενδεικτικό ότι το Κακουργοδικείο κατανοούσε πλήρως τη σχετική νομολογία είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 9 της απόφασής του, όπου, ουσιαστικά, παραφράζοντας το απόσπασμα που παρατίθεται πιο πάνω από την In re Charalambous a.ο., αναφέρει ότι:-

 

«Νομικό ζήτημα εν τη εννοία του Άρθρου 148(1) σημαίνει μόνο νομικό ζήτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της δίκης σε στάδιο κατά το οποίο είναι αναγκαίο όπως επιλυθεί για να είναι δυνατή η συνέχιση της διαδικασίας, σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανόνες της Ποινικής Δικονομίας. Το νομικό ζήτημα θα πρέπει να παρεισφρέει στη διαδικασία, επιβάλλοντας την παρουσία του και αξιώνοντας άμεση απάντηση.»

 

Όσον αφορά την πτυχή που αφορά στο Άρθρο 4.1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7, το Κακουργοδικείο εξέτασε, με προσοχή, τόσο την υπόθεση Stevens a.ο. v. Italy όσο και προηγούμενη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. επί του ιδίου θέματος. Έκρινε ότι το θέμα το οποίο αποφάσισε στην απόφασή του της 5.5.2015, σε σχέση με την αρχή του ne bis in idem, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε πρωτοτυπία, δηλαδή, δεν ήταν «καινοφανές», όπως ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, οι οποίες αφορούσαν τον αιτητή, ως κατηγορούμενο στην εν λόγω ποινική υπόθεση.

 

Η πρωτοτυπία ενός ζητήματος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αποτελεί αυτοτελές κριτήριο για επίκληση του Άρθρου 148(1). Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος "novel" χρησιμοποιήθηκε από τον Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση The Republic v. Sampson, ανωτέρω, ο οποίος, στη σελίδα 72, σε σχέση με την επιφύλαξη νομικού ζητήματος, παρατήρησε: "It is in the province of trial Courts to determine points of law, whether novel or not, ...".  Αργότερα, στην υπόθεση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, παρατήρησε, στη σελίδα 48, ότι: "Recourse to Article 148(1) may be had, where the point of law involved is not covered by authority and its resolution is of crucial importance to the progress of a criminal case." Επομένως, παρόλο ότι ένα ζήτημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως καινοφανές, εντούτοις, αν δεν πληρούνται τα κριτήρια που έχει καθιερώσει η νομολογία για την εφαρμογή του Άρθρου 148(1), δε δικαιολογείται επιφύλαξη νομικού ζητήματος για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Προφανώς, το καινοφανές ενός ζητήματος αποτελεί, απλώς, ένα παράγοντα, ο οποίος προσμετρά στην άσκηση της συγκεκριμένης διακριτικής εξουσίας και όχι αυτοτελές κριτήριο για εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου.

 

Υπενθυμίζεται πως η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος certiorari, που προβλέπει το Άρθρο 155.4, είναι διακριτικής φύσεως και, εν πάση περιπτώσει, ασκείται αποκλειστικά προς το σκοπό ελέγχου της νομιμότητας απόφασης κατώτερου δικαστηρίου και όχι της ορθότητάς της, η οποία εμπίπτει στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.LR. 250, Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828). Εν προκειμένω, το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, εξέτασε με μεγάλη προσοχή τις πρόνοιες του Άρθρου 148(1), εντοπίζοντας κάθε συστατικό στοιχείο του. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε σε ό,τι αποτελεί το βασικό κριτήριο για την εφαρμογή του, ενδιατρίβοντας και στη σχετική επί τούτου νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κατανοώντας την, όπως έχει διαπιστωθεί προηγουμένως.  Έκρινε δε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δε συνέτρεχε και ότι μπορούσε να προχωρήσει απρόσκοπτα η ποινική δίκη στην υπόθεση η οποία είναι ενώπιόν του.

Η κρίση, ανωτέρω, του Κακουργοδικείου ήταν, ειδικά, σε σχέση με το ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής ne bis in idem. Σημείωσε δε, συναφώς, εφαρμόζοντας το πιο πάνω κριτήριο, ότι η μη επίλυση του ζητήματος αυτού στο παρόν στάδιο δεν παρεμβάλλεται στην ορθή και δίκαιη διεξαγωγή της ποινικής δίκης και ότι αυτό είναι δυνατό να εξεταστεί μετά το πέρας της, στο πλαίσιο έφεσης, η οποία μπορεί να υποβληθεί, ανάλογα, βέβαια, και με την κατάληξη της υπόθεσης. Εν ολίγοις, η απόφασή του είναι πλήρως αιτιολογημένη και νομικά τεκμηριωμένη και δε διαπιστώνεται να υπάρχει οποιοδήποτε νομικό σφάλμα σε αυτή, σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα, τοσούτω μάλλον αυτό να είναι και καταφανές στο πρακτικό της.

 

Διαφορετική αντιμετώπιση του υπό εξέταση θέματος και υιοθέτηση της σχετικής εισήγησης των συνηγόρων του αιτητή θα ισοδυναμούσε με καθιέρωση δικαιώματος ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης κατώτερου δικαστηρίου αναφορικά με τις ειδικές απαντήσεις του Άρθρου 69(1)(β) του Κεφ. 155 και του Άρθρου 4.1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, σε σχέση με την οποία δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης, όπως ορθά παρατήρησε, κατά την αγόρευσή του, και ο κ. Τριανταφυλλίδης· και αυτό, στο πλαίσιο επίκλησης του Άρθρου 148(1), για επιφύλαξη νομικού ζητήματος, σχετικά, για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η πρόβλεψη δικαιώματος έφεσης υπέρ κατηγορουμένου προσώπου, ειδικά υπό το φως και του προαναφερθέντος Άρθρου 4.1, εναπόκειται στο νομοθέτη.

 

Εν κατακλείδι, με βάση το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν το υπό αναφορά αίτημα του αιτητή, το Κακουργοδικείο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, απορρίπτοντας το αίτημα για επιφύλαξη του προταθέντος νομικού ζητήματος, προς το σκοπό γνωμάτευσης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως, διαπιστώνεται ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο