ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE AEROPOROS & OTHER (1988) 1 CLR 302
IN RE KAMMOUYIAROS (1989) 1 CLR 292
Αφρικάνα Δισκοθήκη Λτδ (1991) 1 ΑΑΔ 901
Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 109
Ξάνθος Λυσιώτης και Yιός Λτδ (Aρ. 1) (1996) 1 ΑΑΔ 739
Aναφορικά με την αίτηση του Σταύρoυ Μεστάνα (2000) 1 ΑΑΔ 1469
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878
Easygroup Holdings Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2278
Εasygroup Holdings Ltd (Αρ. 1) (2015) 1 ΑΑΔ 547, ECLI:CY:AD:2015:D179
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, 26/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A377
Μπουλούτας Ευθύμιος και Άλλος (2016) 1 ΑΑΔ 556, ECLI:CY:AD:2016:D111
ECLI:CY:AD:2015:D426
(2015) 1 ΑΑΔ 1324
12 Ιουνίου, 2015
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στής]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
KΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ EASYGROUP
HOLDINGS LTD (ΑΡ. 2) ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΚΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ AITHΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ
13/5/15 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 18344/3, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ
ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΠΑΡΞΕΙ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΤΥΠΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 1 ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ
13/5/15 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 18344/3, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ
ΑΙΤΗΜΑ ΚΑΙ/Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΝΑ ΟΡΙΣΤΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ
ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
1 ΓΙΑΝΝΗ ΣΗΦΗ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ
Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΚΕ ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΑ 12, 30, ΤΑ ΑΡΘΡΑ
43-48, 89 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 55/1984 ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, ΔΙΑΤΑΓΕΣ
59, 4 (2) 5, 9, 18(1) ΚΑΙ 19(2) (3), ΚΑΙ ΤΟΥΣ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 76/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση δύο αποφάσεων Επαρχιακού Δικαστηρίου, αναφορικά με κρίση περί μη έγκυρης και νομότυπης επίδοσης σε κατηγορούμενο σε ποινική υπόθεση, και άρνηση αναβολής για σκοπούς επίδοσης και συνακόλουθης απαλλαγής του κατηγορουμένου ― Απορριπτική κατάληξη ― Απουσία προϋποθέσεων για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων και έμμεση επιδίωξη για έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων ― Διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― H διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Αντικείμενο της είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης.
Οι αιτητές (ιδιώτες κατήγοροι σε ιδιωτική ποινική υπόθεση) αιτήθηκαν άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εξεδόθη στις 13/5/2015 στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης με την οποία αποφασίστηκε ότι δεν έχει υπάρξει έγκυρη και νομότυπη επίδοση για τον κατηγορούμενο 1 καθ' ου η αίτηση.
Επίσης αιτήθηκαν αδείας για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση απόφασης του ιδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου, που εξεδόθη στις 13.5.2015 στα πλαίσια της ίδιας ποινικής υπόθεσης με την οποία απερρίφθη αίτημα και/ή παράκληση του δικηγόρου των αιτητών να οριστεί εκ νέου η υπόθεση για επίδοση σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 καθ' ου η αίτηση, ο οποίος απαλλάγηκε επίσης από τις εναντίον του κατηγορίες.
Η ενδιάμεση πρώτη αναφερόμενη απόφαση προηγήθηκε χρονικά της δεύτερης. Η δε επόμενη χρονικά απόφαση, ήταν η άρνηση του Δικαστηρίου να δώσει αναβολή για να επιχειρηθεί νέα επίδοση και η συνακόλουθη σχετική απαλλαγή του κατηγορουμένου 1, από το κατηγορητήριο (ενώ για τον κατηγορούμενο 2 η υπόθεση παρέμεινε για ακρόαση στις 26.6.2015).
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Οι σχετικές αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν προϊόν έκδηλης πλάνης, αφού το Δικαστήριο προσέγγισε και εφάρμοσε τα σχετικά άρθρα της Ποινικής Δικονομίας κατά τρόπο νομικά ανεπίτρεπτο και έκδηλα εσφαλμένο, καταλήγοντας ότι δεν αποδείχτηκε το νομότυπο της επίδοσης. Στο ίδιο πλαίσιο, υπήρχε σφάλμα κρίσης σε όλες τις προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του.
β) Εσφαλμένα εκρίθη ότι τα έγγραφα έπρεπε να ενδυθούν τον μανδύα της μαρτυρίας, παραγνωρίζοντας ότι η επίδοση έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και όχι στο έδαφος της Δημοκρατίας.
γ) Το Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του προχωρώντας να ακυρώσει την επίδοση που έλαβε χώρα νομίμως κατά τη θεώρηση των αιτητών.
δ) Υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις εν προκειμένω, ακόμη και αν υπήρχε στη διάθεση των αιτητών άλλο ένδικο μέσο για να ασκηθεί ενάντια στην έκδηλα λανθασμένη απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την επίδοση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από την εξέταση των λόγων της παρούσας αίτησης στη βάση της έκθεσης γεγονότων που παρουσιάζονταν υπό το πρίσμα των νομολογημένων αρχών, προέκυπτε ότι οι προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις που αναφέρονταν στο θέμα της επίδοσης στον κατηγορούμενο 1, δεν μπορούσαν να απασχολήσουν εφόσον αποτέλεσαν προηγούμενα διαβήματα στη διαδικασία που είτε αποφασίστηκαν και επιδώχθηκε η ανατροπή τους, (Πολιτική αίτηση 195/2013 και Πολιτική αίτηση 40/2015, κατωτέρω), είτε δεν προβλήθηκαν και σίγουρα δεν θα ήταν ορθό να εξετάζεται η βασιμότητα της επί μέρους δικαστικής κρίσης δια της παρούσης διαδικασίας, κάτι που εμμέσως επιχειρεί η πλευρά των αιτητών.
2. Εκείνο που διαγραφόταν ως πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου ήταν η διαπίστωση της ύπαρξης ή όχι, στις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις ημερ. 13.5.2015 συζητήσιμης υπόθεσης, έχοντας πάντα κατά νου το αντικείμενο της παρούσης διαδικασίας που είναι ο έλεγχος νομιμότητας και όχι ο έλεγχος της ορθότητας της δικαστικής κρίσης.
3. Αυτοτελώς κρινόμενη η τελική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για μη παραχώρηση άλλης ημερομηνίας επίδοσης, συνιστά σαφώς και καθαρά κρίση στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε τις παραμέτρους της υπόθεσης υπόψη του ειδικά στις χρονικές της αναφορές, ότι εκκρεμεί για 18 και πλέον μήνες, ότι για τον κατηγορούμενο 2 ήταν ορισμένη για ακρόαση και ότι προηγούμενες «επιδόσεις» προς τον κατηγορούμενο 1 δεν τελεσφόρησαν ως έγκυρες.
4. Δεν στοιχειοθετείτο έκδηλο νομικό σφάλμα στην αντιμετώπιση του Δικαστηρίου να δεχθεί συνηγόρους για τον κατηγορούμενο 1 οι οποίοι είχαν σκοπό να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της επίδοσης. Αυτό εκ πρώτης όψεως κρινόταν θεμιτό.
5. Το Δικαστήριο έχει καθήκον ελέγχου της επίδοσης κατηγορητηρίου σε ένα κατηγορούμενο και επίσης είναι στα πλαίσια του νόμου (ειδικά του Άρθρου 46 και 89 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155) που έκρινε ότι χρειαζόταν μαρτυρικό υλικό για να πεισθεί για την επίδοση.
6. Η πρόνοια του Άρθρου 46(2) ότι η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτήν, είτε με ένορκη δήλωση αυτού, δεν αφήνει αμφιβολία ότι χρειάζεται μαρτυρία που να πείθει το Δικαστήριο για την επίδοση.
7. Προφανώς και το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συστάδα των εγγράφων που κατεχωρήθη δεν είχε την ισχύ ή το περίβλημα μαρτυρίας. Και αυτό ανεξάρτητα αν η προτεινόμενη επίδοση έγινε στη Δημοκρατία είτε σε άλλη χώρα.
8. Δεν υπήρχε στις σχετικές αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε έκδηλη πλάνη στο νόμο ούτε φανερωνόταν οποιαδήποτε προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων δικαιοσύνης.
9. Η ίδια η συσχέτιση που γινόταν από τους αιτητές μάλιστα με περισσή λεπτομέρεια σε προηγούμενα διαβήματα ή προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου, ακριβώς καταδείκνυαν ότι δεν επρόκειτο για συζητήσιμη υπόθεση που θα μπορούσε να θεμελιώσει εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος.
10. Στην πραγματικότητα αυτό που επιδιωκόταν εμμέσως, ήταν ο έλεγχος της ορθότητας των δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου και μάλιστα αυτό σε συσχετισμό με την καθολική διαδικασία της ποινικής υπόθεσης και διαφόρων διαβημάτων εντός αυτής, καλύπτουσα χρόνο πέραν των 18 μηνών στα στεγανά της παρούσας διαδικασίας.
11. Το καθήκον του Δικαστηρίου για έλεγχο της επίδοσης είναι εγγενές της λειτουργίας του.
12. Με βάση τα πιο πάνω, δεν διαπιστωνόταν ούτε έκδηλη παρανομία, ούτε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παραβίαση κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
13. Ακόμη και αν υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση για να δοθεί άδεια, το γεγονός ότι η διαδικασία της ποινικής δίκης οδηγήθηκε σε «πέρας» ως προς τον κατηγορούμενο 1 με την απαλλαγή του, αυτό ισοδυναμεί με ύπαρξη ένδικου μέσου έφεσης επί της τελικής απόφασης αλλά και δυνατότητα καταχώρησης άλλης ποινικής υπόθεσης.
14. Εφόσον όμως υπήρχε κατάληξη για απουσία εξαιρετικών περιστάσεων εν προκειμένω, και πάλι η αίτηση θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739,
Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,
Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878,
Easy Group Holdings Ltd (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ 2278,
Εasy Group Holdings Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ. 547, ECLI:CY:AD:2015:D179,
Σωτηριάδης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 203,
In re Aeroporos a.ο. (1988) 1 C.L.R. 302,
In re Kammouyiaros (1989) 1 C.L.R. 292,
Αφρικάνα Δισκοθήκη Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 901.
Αίτηση.
Aλ. Μελάς, για τους Αιτητές.
Εx tempore
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές (ιδιώτες κατήγοροι σε ιδιωτική ποινική υπόθεση) ζητούν άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσία η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α στην παρούσα αίτηση, που εξεδόθη στις 13/5/15 στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης με αριθμό 18344/13, με την οποία αποφασίστηκε ότι δεν έχει υπάρξει έγκυρη και νομότυπη επίδοση για τον κατηγορούμενο 1 Γιάννη Σήφη Βαρδινογιάννη καθ'ου η αίτηση.
Επίσης αιτούνται αδείας για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Β στην παρούσα αίτηση, που εξεδόθη στις 13.5.2015 στα πλαίσια της ίδιας ποινικής υπόθεσης με την οποία απερρίφθη αίτημα και/ή παράκληση του δικηγόρου των αιτητών να οριστεί εκ νέου η υπόθεση για επίδοση σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 Γιάννη Σήφη Βαρδινογιάννη καθ' ου η αίτηση, ο οποίος απαλλάγηκε επίσης από τις εναντίον του κατηγορίες.
Προκύπτει λοιπόν από τα πιο πάνω παρακλητικά ότι αντικείμενο της παρούσης είναι δύο αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οι οποίες και εκδόθηκαν την ίδια ημέρα στην πιο πάνω ιδιωτική υπόθεση και αφορούσαν τον κατηγορούμενο 1 (Γιάννης Σήφης Βαρδινογιάννης).
Η μεν ενδιάμεση απόφαση - παρ.Α - προηγήθηκε χρονικά της δεύτερης και αφορούσε τη διατυπωθείσα σ' αυτήν δικαστική κρίση ότι η προτεινόμενη ως καλή επίδοση προς τον κατηγορούμενο 1 από τους κατήγορους, δεν θεωρήθηκε έγκυρη και νομότυπη. Η δε επόμενη χρονικά απόφαση - παρ.Β - είναι η άρνηση του Δικαστηρίου να δώσει αναβολή για να επιχειρηθεί νέα επίδοση και η συνακόλουθη σχετική απαλλαγή του κατηγορουμένου 1 από το κατηγορητήριο. (ενώ για τον κατηγορούμενο 2 η υπόθεση παρέμεινε για ακρόαση στις 26.6.2015).
Είναι ορθό να παραθέσω με συντομία τα γεγονότα που επικαλούνται οι αιτητές με βάση τη στηρικτική της αίτησης έκθεση και ένορκη ομολογία:
Στις 5/7/13 οι Αιτητές καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Ποινική Υπόθεση με αριθμό 18344/13 με κατηγορούμενο 1 τον Καθ' ου Γιάννη Σήφη Βαρδινογιάννη και κατηγορούμενο 2 τον Παύλο Παπαδόπουλο.
Το Κατηγορητήριο της υπόθεσης επιδόθηκε αρχικά στους δύο κατηγορούμενους με τη διαδικασία που προνοείται στη Σύμβαση νομικής συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, που κυρώθηκε με το Νόμο 55/1984.
Στις 24/9/13 που ήταν ορισμένη η υπόθεση για επίδοση το Δικαστήριο επέτρεψε στο συνήγορο να εμφανιστεί για τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο, και να εγείρει διάφορα θέματα σε σχέση με τη διαδικασία επίδοσης του κατηγορητηρίου στον πελάτη του και στις 9/10/13 με ενδιάμεση απόφαση του (τεκ.1) το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδοση στον κατηγορούμενο 1 δεν ήταν νομικά έγκυρη και έτσι ακύρωσε την επίδοση του κατηγορητηρίου σε αυτόν και όρισε την υπόθεση για επίδοση στις 18.2.13. (Επ' αυτής της διαδικασίας και εναντίον της σχετικής απόφασης καταχωρήθηκε πολιτική αίτηση 195/13 για έκδοση certiorari και Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή πρωτοδίκως, εκκρεμεί όμως έφεση). Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια επίδοσης στον κατηγορούμενο 1 ως περιγράφεται σχετικά στην αίτηση, ωστόσο το Δικαστήριο και πάλιν με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 19/12/14 (τεκμ.3) αποφάσισε ότι η επίδοση πάσχει και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για επίδοση στις 6.3.2015.
Στις 21.1.15 οι δικηγόροι των αιτητών κατεχώρισαν στο Δικαστήριο μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν άδεια του Δικαστηρίου όπως επιτρέψει την υποκατάστατη επίδοση του κατηγορητηρίου στους δικηγόρους του κατηγορουμένου 1 στην Κύπρο με βάση το τροποποιημένο Άρθρο 46 της Ποινικής Δικονομίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με απόφαση του ημερ. 27.2.2015, τεκμ.4 (και επ' αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε πολιτική αίτηση 40/15 για άδεια για να καταχωρηθεί αίτηση για προνομιακό ένταλμα και Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση. Ακολούθησε νέα αίτηση των αιτητών, τεκμ.6, με την οποία οι αιτητές ζητούσαν οδηγίες για να επιτευχθεί επίδοση του κατηγορητηρίου στον κατηγορούμενο 1 από το ίδιο το Δικαστήριο, μέσω των αρμοδίων αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το Δικαστήριο απέρριψε και αυτή την αίτηση με απόφαση του 23.4.2015 και η υπόθεση παρέμεινε για επίδοση στις 6.5.2015. Στις 6.5.2015 εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου εκ μέρους του κατηγορούμενου 1 συνήγορος με πρόθεση να αμφισβητήσει την επίδοση. Οι δικηγόροι των αιτητών ανέπτυξαν τις θέσεις τους με αναφορά στη νομολογία και εφοδίασαν το δικαστήριο σχετικά, όπως τα ονόμασαν, «αποδεικτικά της επίδοσης έγγραφα που κατατέθηκαν τις προηγούμενες φορές». Ακολούθησαν οι υπό αναφορά αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Οι προβαλλόμενες θέσεις των αιτητών αφορούν ότι οι σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι προϊόν έκδηλης πλάνης αφού το Δικαστήριο προσέγγισε και εφάρμοσε τα σχετικά άρθρα της Ποινικής Δικονομίας κατά τρόπο νομικά ανεπίτρεπτο και έκδηλα εσφαλμένο καταλήγοντας ότι δεν αποδείχτηκε το νομότυπο της επίδοσης. Σε αυτό το πλαίσιο οι αιτητές αποδίδουν σφάλμα κρίσης στο Δικαστήριο σε όλες τις προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του. Περαιτέρω, θεωρούν ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τα έγγραφα πρέπει να ενδυθούν τον μανδύα της μαρτυρίας, παραγνωρίζοντας ότι η επίδοση έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και όχι στο έδαφος της Δημοκρατίας, συνεπώς δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην ολότητα του το Άρθρο 46 ως προς απόδειξη της επίδοσης αλλά η επίδοση θα αποδεικνύετο και θα πραγματοποιείτο με βάση τα ισχύοντα στο Ελληνικό Δίκαιο δηλαδή με έγγραφα που θα προέρχονταν και θα συντάσσονταν από Ελληνικές αρχές και φορείς, επιμένοντας ότι η παρουσίαση των εγγράφων της επίδοσης από το δικηγόρο των αιτητών ήταν καθόλα νόμιμη. Ειδικά γίνεται αναφορά στο νόμιμο της θυροκόλλησης σύμφωνα με τα έγγραφα επίδοσης που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. ειδικά το έγγραφο με τον τίτλο Απόδειξη Θυροκόλλησης). Είναι η κατάληξη των αιτητών ότι η επίδοση έγινε και αποδεικνύεται με βάση τα ισχύοντα στην Ελλάδα. Επ' αυτού γίνεται αναφορά στους σχετικούς κυρωτικούς νόμους και συνθήκες (ως Κυρωτικός Νόμος 55/1984 και Κυρωτικός Νόμος 172/1986). Είναι οι θέσεις των αιτητών επίσης ότι το Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του προχωρώντας να ακυρώσει την επίδοση που έλαβε χώρα νομίμως κατά τη θεώρηση των αιτητών.
Καταλήγοντας οι αιτητές θεωρούν ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις εν προκειμένω ακόμη και αν υπάρχει στη διάθεση των αιτητών άλλο ένδικο μέσο για να ασκηθεί ενάντια στην έκδηλα λανθασμένη απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την επίδοση. Το Δικαστήριο επίσης με την απόφαση του στερεί τους αιτητές από το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και έρχεται σε σύγκρουση με τον επιδιωκόμενο σκοπό που εξυπηρετεί η επίδοση και ως παράμετρο την οποία επικαλούνται, υποδεικνύουν ότι η υπόθεση είναι ορισμένη σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2 στις 26.6.2015 «έτσι ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά».
Όπως είναι ευρέως και βαθιά εδραιωμένο στο σύστημα δικαίου μας το προνομιακό ένταλμα, όπως το certiorari εν προκειμένω, είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοσή του ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια των νομολογημένων από παλιά αρχών.
Σίγουρα πρέπει οι αιτητές να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ή συζητήσιμης υπόθεσης που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Πρέπει πάντοτε να είναι στο υπόβαθρο της σκέψης του Δικαστηρίου αλλά και των διαδίκων ότι η διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί και πρέπει να έχει αντικείμενο αυτής τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739, και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).
Το θέμα λοιπόν που πρώτιστα αναφύεται είναι αν, εκ πρώτης όψεως ως άνω, οι αιτητές έχουν τεκμηριώσει την αίτηση τους. Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ΄εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Σημειώνεται ακόμη ότι εκεί όπου υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού ένταλμα ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878). Στην τελευταία δε αυτή απόφαση, αφού γίνεται μια ανασκόπηση της νομολογίας, τονίζεται η αυστηρή προσέγγιση των κυπριακών Δικαστηρίων σε σχέση με τη χορηγούμενη άδεια.
Έχω εξετάσεις τους λόγους της παρούσας αίτησης στη βάση της έκθεσης γεγονότων που παρουσιάζονται υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών. Οφείλω να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
Οι προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις που αναφέρονται στο θέμα της επίδοσης στον κατηγορούμενο 1 δεν μπορούν να απασχολήσουν εφόσον αποτέλεσαν προηγούμενα διαβήματα στη διαδικασία που είτε αποφασίστηκαν και επιδώχθηκε η ανατροπή τους, (βλ. πιο πάνω Easy Group Holdings Ltd (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ 2278, και Αναφορικά με την αίτηση των Εasy Group Holdings Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ. 547, ECLI:CY:AD:2015:D179), είτε δεν προβλήθηκαν μέχρι τώρα και σίγουρα δεν θα ήταν ορθό να εξετάζεται η βασιμότητα της επί μέρους δικαστικής κρίσης δια της παρούσης διαδικασίας, κάτι που εμμέσως επιχειρεί η πλευρά των αιτητών.
Εκείνο που διαγράφεται ως πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι φυσικά η διαπίστωση της ύπαρξης ή όχι στις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις ημερ. 13.5.2015 συζητήσιμης υπόθεσης, έχοντας πάντα κατά νου το αντικείμενο της παρούσης διαδικασίας που είναι ο έλεγχος νομιμότητας και όχι ο έλεγχος της ορθότητας της δικαστικής κρίσης.
Αυτοτελώς κρινόμενη η τελική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για μη παραχώρηση άλλης ημερομηνίας επίδοσης συνιστά σαφώς και καθαρά κρίση στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε τις παραμέτρους της υπόθεσης υπόψη του ειδικά στις χρονικές της αναφορές, ότι εκκρεμεί για 18 και πλέον μήνες, ότι για τον κατηγορούμενο 2 ήταν ορισμένη για ακρόαση και ότι προηγούμενες «επιδόσεις» προς τον κατηγορούμενο 1 δεν τελεσφόρησαν ως έγκυρες. Δεν βρίσκω ότι στοιχειοθετείται έκδηλο νομικό σφάλμα στην αντιμετώπιση του Δικαστηρίου να δεχθεί συνηγόρους για τον κατηγορούμενο 1 οι οποίοι είχαν σκοπό να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της επίδοσης. Αυτό εκ πρώτης όψεως κρίνεται θεμιτό.
Το Δικαστήριο έχει καθήκον ελέγχου της επίδοσης κατηγορητηρίου σε ένα κατηγορούμενο και επίσης είναι στα πλαίσια του νόμου (ειδικά του Άρθρου 46 και 89 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155) που έκρινε ότι χρειαζόταν μαρτυρικό υλικό για να πεισθεί για την επίδοση. Η πρόνοια του Άρθρου 46(2) ότι η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτήν, είτε με ένορκη δήλωση αυτού, δεν αφήνει αμφιβολία ότι χρειάζεται μαρτυρία που να πείθει το Δικαστήριο για την επίδοση. Προφανώς και το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συστάδα των εγγράφων που κατεχωρήθη δεν είχε την ισχύ ή το περίβλημα μαρτυρίας. Και αυτό ανεξάρτητα αν η προτεινόμενη επίδοση έγινε στη Δημοκρατία είτε σε άλλη χώρα. Δεν διαπιστώνει στις σχετικές αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε έκδηλη πλάνη στο νόμο ούτε φανερώνεται οποιαδήποτε προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων δικαιοσύνης. Η ίδια η συσχέτιση που γίνεται από τους αιτητές μάλιστα με περισσή λεπτομέρεια σε προηγούμενα διαβήματα ή προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου ακριβώς δεικνύουν ότι δεν πρόκειται για συζητήσιμη υπόθεση που θα μπορούσε να θεμελιώσει εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος. Στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκεται εμμέσως είναι ο έλεγχος της ορθότητας των δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου και μάλιστα αυτό σε συσχετισμό με την καθολική διαδικασία της ποινικής υπόθεσης και διαφόρων διαβημάτων εντός αυτής, καλύπτουσα χρόνο πέραν των 18 μηνών στα στεγανά της παρούσας διαδικασίας.
Το καθήκον του Δικαστηρίου για έλεγχο της επίδοσης είναι εγγενές της λειτουργίας του. (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά, του Γ.Μ.Πική, σελ.137 και Σωτηριάδης ν. Αστυνομίας (2009)2 Α.Α.Δ. 203).
Με βάση τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται ούτε έκδηλη παρανομία, ούτε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παραβίαση κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Το θέμα λοιπόν θα τελείωνε εδώ και το αίτημα θα απορρίπτετο άνευ ετέρου. Να θυμίσω το αυτονόητο ότι το certiorari δεν συνιστά υποκατάστατο έφεσης ούτε μέσο ελέγχου της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε θέμα αναγόμενο στη διαδικασία του. Ιn re Aeroporos a.ο. (1988) 1 C.L.R. 302, In re Kammouyiaros (1989) 1 C.L.R. 292, Αφρικάνα Δισκοθήκη Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 901.
Παρά τα πιο πάνω ωστόσο δεν μπορώ να μη σχολιάσω ότι ακόμη και αν υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση για να δοθεί άδεια, το γεγονός ότι η διαδικασία της ποινικής δίκης οδηγήθηκε σε «πέρας» ως προς τον κατηγορούμενο 1 με την απαλλαγή του, αυτό ισοδυναμεί με ύπαρξη ένδικου μέσου έφεσης επί της τελικής απόφασης (βλ. Μέρος V του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 και το Άρθρο 25 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου του 1960 (Ν.14/60) αλλά και δυνατότητα καταχώρησης άλλης ποινικής υπόθεσης. Εφόσον λοιπόν με κανένα τρόπο δεν έχω πεισθεί ότι καταδείχθησαν εξαιρετικές περιστάσεις εν προκειμένω, και πάλι η αίτηση θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει προηγουμένως η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.