ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:D419

(2015) 1 ΑΑΔ 1314

11 Ιουνίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

KAI ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ  ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ TOY 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΗΣ VARAVINAS GANNA, ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ, ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ

ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ 18ΠΣΤ (1), (4), (5) ΚΑΙ (6) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

3 ΤΟΥ 153(1) ΤΟΥ 2011 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 15(4) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΟΝ

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ

11, 15, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 2. ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 62/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, προς το σκοπό τερματισμού κράτησης της αιτήτριας, η οποία κρατείτο για σκοπούς απέλασης ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, δεν στοιχειοθετήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ενώ ήτο υπόχρεος βάσει του εδαφίου 4 του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105 να επανεξετάσει το θέμα της κράτησης, δεν το έπραξε ― Παρά την απορριπτική εκ του λόγου αυτού κατάληξη, η αίτηση εξετάστηκε και ευρύτερα δεδομένου ότι αφορούσε την ελευθερία προσώπου.

 

Απαγορευμένοι Μετανάστες ― Διαδικασίες επιστροφής ― Έλεγχος διάρκειας κράτησης, υποκειμένου σε διαδικασίες επιστροφής ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Η διάρκεια της κράτησης της αιτήτριας ήταν το αντικείμενο αίτησης με την οποία επιδιωκόταν η έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum.

 

Τα σχετικά γεγονότα που υποστήριζαν την αίτηση, περιλαμβάνονταν σε ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για λογαριασμό της αιτήτριας, αλλά και σε εκτενή αναφορά στην ένορκη δήλωση που κατατέθηκε προς υποστήριξη της ενστάσεως των καθ' ων η αίτηση.

 

Στις 30 Μαΐου 2006, Κύπριος πολίτης, υπέβαλε αίτημα όπως παραχωρηθεί άδεια εισόδου στην ουκρανικής καταγωγής αιτήτρια, (η οποία είχε διαμείνει για μικρό χρονικό διάστημα και προηγουμένως στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας) καθότι σκόπευε να τελέσει γάμο μαζί της.

 

Το αίτημα εγκρίθηκε και η αιτήτρια επανήλθε στις 11 Αυγούστου 2006. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2006 τέλεσε γάμο με το εν λόγω πρόσωπο και εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κυπρίου πολίτη μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2007. Στις 9 Ιουνίου 2008 η αιτήτρια είχε αιτηθεί την παράταση της άδειας παραμονής, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε, παρόλο που η ίδια είχε αναφέρει ότι αντιμετώπιζε προβλήματα στο γάμο της. Η άδεια παραμονής της είχε εγκριθεί και παραταθεί μέχρι 19 Αυγούστου 2009.

 

Στις 3 Ιανουαρίου 2009 η αιτήτρια εντοπίστηκε να εργάζεται παράνομα σε μπυραρία στη Λεμεσό. Στις 30 Ιουνίου 2009 ο σύζυγος της αιτήτριας γνωστοποίησε στην Αστυνομία ότι δεν είχε σκοπό να επανασυνδεθεί με τη σύζυγο του και ότι η τελευταία δεν εργαζόταν στον εργοδότη για τον οποίο είχε εκδοθεί η άδεια εργασίας της. Ως εκ τούτου, τοποθετήθηκε στις 10 Αυγούστου 2009 στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορευόταν η έξοδος από τη Δημοκρατία.

 

Ακολούθως εντοπίστηκε να εργάζεται παράνομα στις 10 Ιουνίου 2010 και ως αποτέλεσμα τούτου της προσάχθηκε κατηγορία για παράνομη εργοδότηση και παράνομη παραμονή όπου, στις 18 Απριλίου 2011 της επιβλήθηκε πρόστιμο €800. Τέθηκε προς τούτο υπό κράτηση και εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης.

Στις 20 Απριλίου 2011 η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση διαζυγίου και μετά από αίτημα του τότε δικηγόρου της, αυτή αφέθηκε ελεύθερη με προσωρινή άδεια παραμονής έτσι ώστε να δυνηθεί να προωθήσει την υπόθεση της στο Δικαστήριο. Στις 10 Νοεμβρίου 2011 ο δικηγόρος της, αποτάθηκε εκ νέου για παράταση του χρόνου παραμονής της και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία για τον εντοπισμό της αιτήτριας με σκοπό την απέλαση της. Στις 4 Μαρτίου 2014 ο τότε δικηγόρος της αιτήτριας γνωστοποίησε στο Υπουργείο Εσωτερικών ότι η αιτήτρια απέσυρε την αίτηση διαζυγίου και ότι θα καταβαλλόταν προσπάθεια επανασύνδεσης με τον Κύπριο σύζυγο της. Η απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν αρνητική.

 

Στις 20 Φεβρουαρίου 2015 η αιτήτρια εντοπίστηκε και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση. Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης. Η νομιμότητα των εν λόγω διαταγμάτων αμφισβητήθηκε με την Προσφυγή Αρ. 251/2015 και ταυτοχρόνως ζητήθηκε μονομερώς η αναστολή των εν λόγω διαταγμάτων. Στις 2 Μαρτίου 2015 τα διατάγματα ανεστάλησαν μετά από απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Μεταναστεύσεως. Στις 7 Απριλίου 2015 η κράτηση της αιτήτριας επανεξετάστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Αναπληρωτή Διευθυντή, ο οποίος αποφάσισε την παράταση της κράτησης της αιτήτριας.

 

Με την αίτηση, η αιτήτρια επεδίωκε την έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης της καθότι, όπως αναφερόταν, κρατείτο πέραν των δύο μηνών χωρίς να δικαιολογείται η περαιτέρω κράτηση της κατά παράβαση του Άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ενώ η αιτήτρια παραπονείται και υπέβαλε την παρούσα αίτηση με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε διαδικασία εξέτασης της κράτησης της, η ύπαρξη των εγγράφων που κατατέθηκαν, ως Παράρτημα στην ένορκη δήλωση στην ένσταση, ουσιαστικώς ανέτρεπαν όλο το πραγματικό πλαίσιο επί της οποίας στηρίχθηκε η αίτηση.

 

2.  Συνεπώς, διαπιστωνόταν ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης της αιτήτριας, πριν από την καταχώριση της παρούσας διαδικασίας, η οποία άρχισε με την κατάθεση αίτησης ημερ. 12 Μαΐου 2015.

 

3.  Όπως έχει νομολογηθεί, η αιτήτρια θα πρέπει να καταδείξει, εκ πρώτης όψεως, το παράνομο της κράτησης της. Αν τούτο στοιχειοθετηθεί επαρκώς, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους καθ'ων η αίτηση οι οποίοι έχουν τη φυσική κατοχή και τον έλεγχο του συγκεκριμένου ατόμου.

 

4.  Όπως αναφέρεται στο εδάφιο 3 του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, επί της οποίας στηρίζεται και η ενσωμάτωση στο Κεφ. 105, μεταξύ άλλων του Άρθρου 18ΠΣΤ, η νομιμότητα της κράτησης ελέγχεται δικαστικώς.

 

5.  Το εκδοθέν, δυνάμει της παραγράφου (1) του Άρθρου 18ΠΣΤ Υπουργικού Διατάγματος κράτησης «υποκειμένου σε διαδικασίες επιστροφής», «υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου του 146 του Συντάγματος», όπως αυτό καθορίζει το εδάφιο 3(α) του Άρθρου 18ΠΣΤ.

 

6.  Αυτό, σε αντίθεση με το Άρθρο 5(α) του ίδιου άρθρου, όπου προσδιορίζεται το δικονομικό μέτρο που παρέχεται σε ένα υποκείμενο απέλασης να αμφισβητήσει «την διάρκεια κράτησης» που είναι με «αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος», διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αιτήτρια.

 

7.  Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της αιτήτριας η οποία πρέπει να καταδείξει, εκ πρώτης όψεως, το παράνομο της κράτησης της.

 

8.  Το βασικό θέμα που πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει είναι κατά πόσο η παρούσα αίτηση με το αιτητικό της, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο Α.1 της αιτήσεως, συνάδει με τα γεγονότα που η αιτήτρια ουσιαστικώς προώθησε με την αγόρευση της στηριζόμενη στην ένορκη δήλωση Νομικού Συμβούλου στο γραφείο του δικηγόρου της αιτήτριας, η οποία στην παράγραφο 10 ανέφερε ότι η κράτηση δεν δικαιολογείτο καθότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ενώ ήτο υπόχρεος βάσει του εδαφίου 4 του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου να επανεξετάσει το θέμα της κράτησης, δεν το έπραξε. Κάτι τέτοιο δεν στοιχειοθετείτο ότι δεν έγινε. Επομένως, η αίτηση ήταν απορριπτέα από αυτό το στοιχείο.

 

9.  Πλην, όμως, παρόλη την πιο πάνω κρίση επειδή πρόκειται περί της ελευθερίας ενός ατόμου, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα σε μια πιο ευρύτερη διάσταση.

 

10. Ο συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι δεν παρατίθεται ευκρινώς ποιος υπέγραψε το Παράρτημα 42 της ενστάσεως, έτσι ώστε να εγκρίνει ουσιαστικώς την παράταση της κράτησης των αναφερομένων στην επιστολή στο σχετικό Παράρτημα ημερ. 2 Απριλίου 2015, μεταξύ των οποίων είναι και η αιτήτρια.

 

11. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρου. Υπάρχει το τεκμήριο της κανονικότητας το οποίο καλύπτει θέματα αυτής της μορφής και, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε γραφολογική εξέταση κατά πόσο η υπογραφή η οποία υπάρχει ταιριάζει ή όχι με την υπογραφή του Παραρτήματος 41, όπως υποστήριξε ο συνήγορος.

 

12. Το άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας που προτάθηκε από πλευράς αιτήτριας ήταν κατά πόσο οι καθ' ων η αίτηση προσδιόρισαν με ακρίβεια τις ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί ότι είναι η αιτήτρια που παρεμπόδισε, με τις ενέργειες, τη διαδικασία απέλασής της.

 

13. Η απώλεια του διαβατηρίου της αιτήτριας επιβεβαιώνεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Η ανυπαρξία καταγγελίας του γεγονότος αυτού προς την Αστυνομία και η εξασφάλιση βεβαίωσης που θα έδιδε στην αιτήτρια τη δυνατότητα να αποταθεί στην Πρεσβεία της Ουκρανίας για εξασφάλιση νέου διαβατηρίου, πιστοποιείται με την ίδια ένορκη δήλωση.

 

14. Σε επισυνημμένο σχετικό Παράρτημα επιβεβαιώνεται η απώλεια του διαβατηρίου και γίνεται αναφορά σε διαδικασίες για έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου. Παράλληλα, η ίδια η αιτήτρια δήλωσε στις αρμόδιες αρχές ότι επιθυμεί να αναμένει την απόφαση του Δικαστηρίου επί της προσφυγής της αρ. 251/2015, με την οποία αμφισβητούνται τα διατάγματα κράτησης και απέλασής της.

 

15. Συνεπώς, δεν τεκμηριωνόταν εκ πρώτης όψεως ότι η κράτηση ήταν παράνομη.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55,

 

Παύλου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372,

 

Ιωάννου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 971.

Αίτηση.

 

Χρ. Χριστοδούλου, για την Αιτήτρια.

 

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η διάρκεια της κράτησης της αιτήτριας είναι το αντικείμενο της παρούσας αίτησης με την οποία επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα αίτηση περιλαμβάνονται σε ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για λογαριασμό της αιτήτριας, αλλά και από μια εκτενή αναφορά που γίνεται στην ένορκη δήλωση που κατατέθηκε προς υποστήριξη της ενστάσεως των καθ'ων η αίτηση.

 

Η αιτήτρια είναι ουκρανικής καταγωγής και είχε αφιχθεί αρχικώς στην Κύπρο στις 17 Μαΐου 2002, με άδεια εργασίας ισχύος τριών μηνών. Η άδεια αυτή παρατάθηκε μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 2004. Η αιτήτρια τελικώς αναχώρησε από τη Δημοκρατία και επανήλθε στις 29 Ιουνίου 2005 όπου της παραχωρήθηκε και πάλι άδεια εργασίας για να εργαστεί ως σερβιτόρα, η οποία άδεια ανανεώθηκε μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2005. Η αιτήτρια αναχώρησε από τη Δημοκρατία στις 21 Δεκεμβρίου 2005.

 

Στις 30 Μαΐου 2006 ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης υπέβαλε αίτημα όπως παραχωρηθεί άδεια εισόδου στην αιτήτρια, καθότι σκόπευε να τελέσει γάμο μαζί της. Το αίτημα εγκρίθηκε και η αιτήτρια επανήλθε στις 11 Αυγούστου 2006. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2006 τέλεσε γάμο με τον εν λόγω Χριστοδουλίδη και εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κυπρίου πολίτη μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2007. Στις 9 Ιουνίου 2008 η αιτήτρια είχε αιτηθεί την παράταση της άδειας παραμονής, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε, παρόλο που η ίδια είχε αναφέρει ότι αντιμετώπιζε προβλήματα στο γάμο της. Η άδεια παραμονής της είχε εγκριθεί και παραταθεί μέχρι 19 Αυγούστου 2009.

 

Στις 3 Ιανουαρίου 2009 η αιτήτρια εντοπίστηκε να εργάζεται παράνομα σε μπυραρία στη Λεμεσό. Στις 30 Ιουνίου 2009 ο σύζυγος της αιτήτριας γνωστοποίησε στην Αστυνομία ότι δεν είχε σκοπό να επανασυνδεθεί με τη σύζυγο του και ότι η τελευταία δεν εργαζόταν στον εργοδότη για τον οποίο είχε εκδοθεί η άδεια εργασίας της. Ως εκ τούτου, τοποθετήθηκε στις 10 Αυγούστου 2009 στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορευόταν η έξοδος από τη Δημοκρατία. Η αιτήτρια εντοπίστηκε να εργάζεται παράνομα στις 10 Ιουνίου 2010 και ως αποτέλεσμα τούτου της προσάχθηκε κατηγορία για παράνομη εργοδότηση και παράνομη παραμονή όπου, στις 18 Απριλίου 2011 της επιβλήθηκε πρόστιμο €800. Τέθηκε προς τούτο υπό κράτηση και εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

Στις 20 Απριλίου 2011 η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση διαζυγίου και μετά από αίτημα του τότε δικηγόρου της, αυτή αφέθηκε ελεύθερη με προσωρινή άδεια παραμονής έτσι ώστε να δυνηθεί να προωθήσει την υπόθεση της στο Δικαστήριο. Στις 10 Νοεμβρίου 2011 ο δικηγόρος της, αποτάθηκε εκ νέου για παράταση του χρόνου παραμονής της και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία για τον εντοπισμό της αιτήτριας με σκοπό την απέλαση της. Στις 4 Μαρτίου 2014 ο τότε δικηγόρος της αιτήτριας γνωστοποίησε στο Υπουργείο Εσωτερικών ότι η αιτήτρια απέσυρε την αίτηση διαζυγίου και ότι θα καταβαλλόταν προσπάθεια επανασύνδεσης με τον Κύπριο σύζυγο της. Η απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν αρνητική.

 

Στις 20 Φεβρουαρίου 2015 η αιτήτρια εντοπίστηκε και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση. Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης. Η νομιμότητα των εν λόγω διαταγμάτων αμφισβητήθηκε με την Προσφυγή Αρ. 251/2015 και ταυτοχρόνως ζητήθηκε μονομερώς η αναστολή των εν λόγω διαταγμάτων. Στις 2 Μαρτίου 2015 τα διατάγματα ανεστάλησαν μετά από απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Μεταναστεύσεως. Στις 7 Απριλίου 2015 η κράτηση της αιτήτριας επανεξετάστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Αναπληρωτή Διευθυντή, ο οποίος αποφάσισε την παράταση της κράτησης της αιτήτριας.

 

Με βάση αυτό το μακρύ ιστορικό καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση, με την οποία, στην παράγραφο Α.1 η αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης της καθότι, όπως αναφέρεται, κρατείται πέραν των δύο μηνών χωρίς να δικαιολογείται η περαιτέρω κράτηση της κατά παράβαση του Άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος με την εμπεριστατωμένη αγόρευση του αποδέχεται τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην ένορκη δήλωση της Ξένιας Γεωργιάδου, που κατατέθηκε για σκοπούς της ένστασης των καθ' ων η αίτηση, εκτός από το γεγονός ότι καταχωρήθηκε για λογαριασμό της αιτήτριας η Προσφυγή Αρ. 251/2015 και αφετέρου ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Μεταναστεύσεως προχώρησε στην επανεξέταση της κράτησης της αιτήτριας. Ο κ. Χριστοδουλίδης έκαμε αναφορά στην αναγκαιότητα τήρησης των προνοιών της νομοθεσίας που επιβάλλουν τη συνεχή παρακολούθηση της κράτησης ενός υπηκόου τρίτης χώρας, υποκειμένου σε διαδικασία επιστροφής.

 

Το θέμα της ύπαρξης προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε από την αιτήτρια, είναι ένα γεγονός, καθότι ο ίδιος ο συνήγορος της αιτήτριας παραδέχεται ότι η μονομερής αίτηση που υπήρχε, στο πλαίσιο της προσφυγής, αποσύρθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2015. Εν πάση περιπτώσει, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Το σημαντικό είναι ότι, ενώ η αιτήτρια παραπονείται και υπέβαλε την παρούσα αίτηση με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε διαδικασία εξέτασης της κράτησης της, η ύπαρξη των εγγράφων που κατατέθηκαν, ως Παράρτημα 42 στην ένορκη δήλωση της κας Γεωργιάδου, ουσιαστικώς ανατρέπουν όλο το πραγματικό πλαίσιο επί της οποίας στηρίχθηκε η αίτηση.

 

Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης της αιτήτριας, πριν την καταχώριση της παρούσας διαδικασίας, η οποία άρχισε με την κατάθεση αίτησης ημερ. 12 Μαΐου 2015.

 

Αυτό τούτο το γεγονός το αναγνωρίζει και ο ευπαίδευτος συνήγορος, ο οποίος μεταβάλλει, κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης το αιτιολογικό του, αναφέροντας ότι η διαδικασία αυτεπάγγελτης εξέτασης, όπως αυτή παρουσιάζεται στο Παράρτημα 42, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή, αφενός μεν, γιατί υπάρχει μία απροσδιόριστη μονογραφή η οποία δεν επιβεβαιώνει την απόφαση του αρμοδίου οργάνου με βάση το Άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, όπου τονίζεται ότι είναι ο Υπουργός Εσωτερικών ο οποίος δύναται να εκδώσει διάταγμα παράτασης. Κατά δεύτερο λόγο, ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι οι ενέργειες που έγιναν από τους καθ' ων η αίτηση δεν είναι ικανοποιητικές και ούτε προσδιορίζεται σε ποίες ενέργειες είχαν προβεί αναφορικά με τη διαδικασία απομάκρυνσης της αιτήτριας, ούτε το λόγο για τον οποίο αυτή παρεμπόδισε τη διαδικασία απέλασης της.

 

Όπως έχει νομολογηθεί και αναφέρομαι στην υπόθεση Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55, η αιτήτρια θα πρέπει να καταδείξει, εκ πρώτης όψεως, το παράνομο της κράτησης της. Αν τούτο στοιχειοθετηθεί επαρκώς, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους καθ'ων η αίτηση οι οποίοι έχουν τη φυσική κατοχή και τον έλεγχο του συγκεκριμένου ατόμου. (Βλ. Παύλου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372 και Ιωάννου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 971).

 

Όπως αναφέρεται στο εδάφιο 3 του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, επί της οποίας στηρίζεται και η ενσωμάτωση στο Κεφ. 105, μεταξύ άλλων του Άρθρου 18ΠΣΤ, η νομιμότητα της κράτησης ελέγχεται δικαστικώς. Το εκδοθέν, δυνάμει της παραγράφου (1) του Άρθρου 18ΠΣΤ Υπουργικού Διατάγματος κράτησης «υποκειμένου σε διαδικασίες επιστροφής», «υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου του 146 του Συντάγματος», όπως αυτό καθορίζει το εδάφιο 3(α) του Άρθρου 18ΠΣΤ. Αυτό, σε αντίθεση με το Άρθρο 5(α) του ίδιου άρθρου, όπου προσδιορίζεται το δικονομικό μέτρο που παρέχεται σε ένα υποκείμενο απέλασης να αμφισβητήσει «την διάρκεια κράτησης» που είναι με «αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος», διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αιτήτρια.

 

Όπως έχω σημειώσει και πιο πάνω, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της αιτήτριας η οποία πρέπει να καταδείξει, εκ πρώτης όψεως, το παράνομο της κράτησης της. Αυτό τούτο το βάρος απόδειξης δεν το έχει αποσείσει, υποστήριξε η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση. Η κα Πιπερή-Χριστοδούλου υποστήριξε ότι η ύπαρξη των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δεν αμφισβητούνται από την αιτήτρια. Συνεπώς, υπάρχει νομιμοποίηση στην κατ' αρχή κράτηση της. Η αυτεπάγγελτη ανά δίμηνο επανεξέταση κάθε διατάγματος κράτησης, όπως προβλέπει το εδάφιο 4 του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, έχει στοιχειοθετηθεί, όπως είπε.

 

Το βασικό θέμα που πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει είναι κατά πόσο η παρούσα αίτηση με το αιτητικό της, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο Α.1 της αιτήσεως, συνάδει με τα γεγονότα που η αιτήτρια ουσιαστικώς προώθησε με την αγόρευση της στηριζόμενη στην ένορκη δήλωση της κας Αργυρώς Τουμάζου, Νομικού Συμβούλου στο γραφείο του δικηγόρου της αιτήτριας, η οποία στην παράγραφο 10 αναφέρει ότι η κράτηση δεν δικαιολογείται καθότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ενώ ήτο υπόχρεος βάσει του εδαφίου 4 του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου να επανεξετάσει το θέμα της κράτησης, δεν το έπραξε. Κάτι τέτοιο δεν στοιχειοθετείται ότι δεν έγινε. Επομένως, θα προχωρούσα σε απόρριψη της αιτήσεως από αυτό το στοιχείο.

 

Πλην, όμως, παρόλη την πιο πάνω απόφαση μου, επειδή πρόκειται περί της ελευθερίας ενός ατόμου, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα σε μια πιο ευρύτερη διάσταση αφού η ελευθερία του ατόμου είναι το μεγαλύτερο και πρώτιστο μέλημα του Δικαστηρίου.

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι δεν παρατίθεται ευκρινώς ποίος υπέγραψε το Παράρτημα 42 της ενστάσεως, έτσι ώστε να εγκρίνει ουσιαστικώς την παράταση της κράτησης των αναφερομένων στην επιστολή ημερ. 2 Απριλίου 2015, μεταξύ των οποίων είναι και η αιτήτρια.

 

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου. Υπάρχει το τεκμήριο της κανονικότητας το οποίο καλύπτει θέματα αυτής της μορφής και, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε γραφολογική εξέταση κατά πόσο η υπογραφή η οποία υπάρχει ταιριάζει ή όχι με την υπογραφή του Παραρτήματος 41, όπως υποστήριξε ο κ. Χριστοδουλίδης.

 

Το άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας που προτάθηκε από πλευράς αιτήτριας ήταν κατά πόσο οι καθ' ων η αίτηση προσδιόρισαν με ακρίβεια τις ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί ότι είναι η αιτήτρια που παρεμπόδισε, με τις ενέργειες, τη διαδικασία απέλασής της.

 

Η απώλεια του διαβατηρίου της αιτήτριας επιβεβαιώνεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Η ανυπαρξία καταγγελίας του γεγονότος αυτού προς την Αστυνομία και η εξασφάλιση βεβαίωσης που θα έδιδε στην αιτήτρια τη δυνατότητα να αποταθεί στην Πρεσβεία της Ουκρανίας για εξασφάλιση νέου διαβατηρίου, πιστοποιείται με την ίδια ένορκη δήλωση. Στο επισυνημμένο στο Παράρτημα 42 έγγραφο επιβεβαιώνεται η απώλεια του διαβατηρίου και γίνεται αναφορά σε διαδικασίες για έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου. Παράλληλα, η ίδια η αιτήτρια δήλωσε στις αρμόδιες αρχές ότι επιθυμεί να αναμένει την απόφαση του Δικαστηρίου επί της προσφυγής της αρ. 251/2015, με την οποία αμφισβητούνται τα διατάγματα κράτησης και απέλασής της.

 

Συνεπώς, δεν βρίσκω ότι έχει τεκμηριωθεί εκ πρώτης όψεως ότι η κράτηση είναι παράνομη και ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο