ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D384
(2015) 1 ΑΑΔ 1242
2 Ioυνίου, 2015
[ΠAΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 KAI 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ
(Ν.33/1964) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/5/2015
ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 1828/2008 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ
5/5/2015 ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΓΩΓΗ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 63/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση για παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, παρά τη διαπίστωση συζητήσιμης υπόθεσης ― Έστω, και αν υπάρχει έκδηλη νομική πλάνη ή έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, για να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας θα πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Ο αιτητής αιτήθηκε την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari προς ακύρωση διατάγματος, που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση μονομερούς αίτησης στο πλαίσιο αγωγής όπου ήταν εναγόμενος.
Με βάση τα σχετικά γεγονότα, ύστερα από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οι ενάγοντες στην αγωγή, υπέβαλαν αίτηση για την παραπομπή της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς σε διαιτησία. Σχετικό διάταγμα εκδόθηκε από το Δικαστήριο. Στη βάση της πιο πάνω παραπομπής, υπογράφηκε και Συνυποσχετικό Διαιτησίας μεταξύ των μερών, με το οποίο οι διάδικοι συναινούσαν στην επίλυση των διαφορών τους με διαιτησία και καθοριζόταν και ρυθμιζόταν η ακολουθητέα διαδικασία ενώπιον των διαιτητών.
Στις 6.5.2015 Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο ανέστειλε την εκδίκαση από τους διαιτητές των προδικαστικών νομικών σημείων που ήγειρε ο αιτητής μέχρι την εκδίκαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο αίτησης διά κλήσεως των εναγόντων, με την οποία αιτούνταν την αναστολή της εκδίκασης των προδικαστικών σημείων μέχρι την εκδίκαση αίτησης τους ημερομηνίας 2.4.2015. Η διά κλήσεως αίτηση για αναστολή είχε οριστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο για ακρόαση στις 24.6.2015.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρχε εμφανές νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στη διαδικασία (on the face of the proceedings) ή/και παράβαση νόμου κατά τη διαδικασία έκδοσης του Διατάγματος λόγω παράβασης των προνοιών του Άρθρου 9(2) και (3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο οποίο, στηριζόταν η μονομερής αίτηση των εναγόντων, καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν όρισε το διάταγμα επιστρεπτέο, στερώντας έτσι από τον αιτητή το συνταγματικό δικαίωμα του να ακουστεί πριν από την οριστικοποίηση του διατάγματος.
β) Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διέταξε την παροχή εγγύησης από τους ενάγοντες, με αποτέλεσμα η έκδοση του διατάγματος να καθίσταται παράνομη ως πέραν της δικαιοδοσίας του και άκυρη.
γ) Το νομικό υπόβαθρο της μονομερούς αίτησης, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, δεν παρείχε οποιαδήποτε δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς τούτο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Παρόλο που οι ενάγοντες έθεσαν τη μονομερή τους αίτηση, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, έξω από τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του Κεφ. 6, αφού το άρθρο αυτό δεν είναι στη νομική βάση της αίτησης τους, στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση τους, επικαλέστηκαν το επείγον γιατί η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον των διαιτητών στις 13.5.2015 και «πιθανό να δημιουργηθούν επιπρόσθετα προβλήματα», εννοώντας προφανώς, σε περίπτωση που το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ενέκρινε την αίτηση.
2. Αποτελούσε συζητήσιμο ζήτημα ότι το διάταγμα εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Άρθρου 9, του Κεφ. 6. Μπορούσε δε να λεχθεί, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι αποκαλυπτόταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, υπέρβαση εξουσίας και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα δεν διέταξε την παροχή εγγύησης και δεν το όρισε επιστρεπτέο, όπως απαιτείται από τα εδάφια 2 και 3 αντίστοιχα, του Άρθρου 9 του Κεφ. 6.
3. Εκεί και όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, οι πιθανότητες που ενδεχομένως να υπάρχουν για έγκριση της αίτησης στην ουσία εξαφανίζονται και η αίτηση απορρίπτεται ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.
4. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.
5. Το Άρθρο 30 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 προνοεί ότι μέχρι την έκδοση Διαδικαστικών Κανονισμών, μεταξύ άλλων, για τη ρύθμιση της πρακτικής και διαδικασίας, θα εφαρμόζονται σε διαδικασίες με βάση το Νόμο αυτό, με τις αναγκαίες προσαρμογές, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί.
6. Εν προκειμένω, η μονομερής αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στη Δ.48, θθ. 1-4, 8 και 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και σε πρόνοιες του Κεφ. 4.
7. Προέκυπτε από τα τεθέντα στοιχεία ότι ο αιτητής είχε στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο, αφού είχε τη δυνατότητα να καταχωρίσει αίτηση για τον παραμερισμό του διατάγματος δυνάμει της Δ.48, θ.8(4) των εν λόγω Κανονισμών και να προβάλει τα όσα πρόβαλε ενώπιον του δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.
8. Η λειτουργία της Δ.48(8)(4) δεν περιορίζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις που εξειδικεύονται στην παράγραφο (1) του θ. 8. Παρέχεται και στις περιπτώσεις που διάταγμα εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση αναγόμενη έξω από τη σφαίρα της παραγράφου (1) του θ. 8.
9. Τα στοιχεία στα οποία παρέπεμψε ο αιτητής, δεν συνιστούσαν από μόνα τους εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες σύμφωνα με τη νομολογία απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας.
10. Έστω, και αν υπάρχει έκδηλη νομική πλάνη ή έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, για να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας θα πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ 1965,
Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ 552,
Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,
Έλληνας ν. Χριστοδούλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 438,
The Jesse L κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2666,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Κρασοπούλης (2013) 1 Α.Α.Δ. 492.
Αίτηση.
M. Κυριακίδης, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο αιτητής ζητά όπως του παραχωρηθεί άδεια για να καταχωρίσει αίτηση για την έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari για ακύρωση διατάγματος ημερομηνίας 6.5.2015, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στη βάση μονομερούς αίτησης στα πλαίσια της αγωγής αρ. 1828/2008, στην οποία ο αιτητής είναι εναγόμενος. Επίσης, ζητά όπως μέχρι την εκδίκαση της αίτησης διά κλήσεως που θα καταχωρηθεί σε περίπτωση που παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια, ανασταλεί η ισχύς του εν λόγω διατάγματος (στο εξής «το διάταγμα»).
Τα γεγονότα, στο βαθμό που ενδιαφέρουν για τους σκοπούς της παρούσας αίτησης, όπως προκύπτουν από την έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, έχουν ως ακολούθως. Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οι ενάγοντες στην παραπάνω αγωγή (στο εξής «οι ενάγοντες»), υπέβαλαν αίτηση για την παραπομπή της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς σε διαιτησία. Σχετικό διάταγμα εκδόθηκε από το Δικαστήριο στις 28.6.2012. Στη βάση της πιο πάνω παραπομπής υπογράφηκε και Συνυποσχετικό Διαιτησίας μεταξύ των μερών, ημερομηνίας 19.12.2014, με το οποίο οι διάδικοι συναινούσαν στην επίλυση των διαφορών τους με διαιτησία και καθοριζόταν και ρυθμιζόταν η ακολουθητέα διαδικασία ενώπιον των διαιτητών. Λόγω θανάτου ενός εκ των διαιτητών κατά τη διάρκεια της διαιτησίας, αυτός αντικαταστάθηκε από άλλο διαιτητή ο οποίος διορίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο κατόπιν σχετικής αίτησης των εναγόντων.
Στις 11.3.2015 οι διαιτητές αποφάσισαν, στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας, όπως διοριστεί επιδιαιτητής και λίγες μέρες αργότερα εξέδωσαν οδηγίες σε σχέση με την προδικαστική εκδίκαση προδικαστικών ενστάσεων που ηγέρθηκαν από τον αιτητή, η οποία προγραμματίσθηκε για τις 3.4.2015.
Στο μεταξύ, στις 2.4.2015 οι ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αιτούμενοι διατάγματα για τη μετακίνηση των διαιτητών και την ακύρωση της διαιτησίας «ή και την παραπομπή σε διαιτησία τουλάχιστον όσον αφορά το θέμα της εκδίκασης των προδικαστικών ενστάσεων». Η αίτηση ορίσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 30.4.2015. Ενόψει της αίτησης αυτής, οι διαιτητές στις 3.4.2015 άκουσαν και τις δύο πλευρές για το ζήτημα της αναστολής της διαιτητικής διαδικασίας μέχρι τη διεκπεραίωση της αίτησης των εναγόντων και στις 20.4.2015 ανακοίνωσαν στα δύο μέρη την επιφυλαχθείσα απόφαση τους να συνεχιστεί η διαιτητική διαδικασία. Όρισαν την υπόθεση εκ νέου για ακρόαση στις 22 και 24.4.2015, κατόπιν όμως αιτήματος του αιτητή, η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 13 και 15.5.2015.
Στις 6.5.2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε το επίδικο διάταγμα, με το οποίο ανέστειλε την εκδίκαση από τους διαιτητές των προδικαστικών νομικών σημείων που ήγειρε ο αιτητής μέχρι την εκδίκαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο αίτησης διά κλήσεως των εναγόντων, με την οποία αιτούνται την αναστολή της εκδίκασης των προδικαστικών σημείων μέχρι την εκδίκαση της αίτησης τους ημερομηνίας 2.4.2015. Η διά κλήσεως αίτηση για αναστολή έχει οριστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο για ακρόαση στις 24.6.2015.
Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η παρούσα αίτηση είναι, εμφανές νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στη διαδικασία (on the face of the proceedings) ή/και παράβαση νόμου κατά τη διαδικασία έκδοσης του Διατάγματος για τον λόγο ότι υπάρχει παράβαση των προνοιών του Άρθρου 9(2) και (3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο οποίο, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, στηριζόταν η μονομερής αίτηση των εναγόντων, καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν όρισε το διάταγμα επιστρεπτέο, στερώντας έτσι από τον αιτητή το συνταγματικό δικαίωμα του να ακουστεί πριν από την οριστικοποίηση του διατάγματος. Περαιτέρω, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διέταξε την παροχή εγγύησης από τους ενάγοντες, με αποτέλεσμα η έκδοση του διατάγματος να καθίσταται παράνομη ως πέραν της δικαιοδοσίας του και άκυρη. Ισχυρίζεται ακόμη πως το νομικό υπόβαθρο της μονομερούς αίτησης, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, δεν παρείχε οποιαδήποτε δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς τούτο.
Η χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται με φειδώ. Πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του κατώτερου δικαστηρίου εκτός εάν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του. Τότε μόνο είναι που ακυρώνεται η απόφαση του εάν υπάρχει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης» που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. H διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116).
Κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου, επεσήμανα στον ευπαίδευτο συνήγορο ότι η μονομερής αίτηση των εναγόντων δεν στηριζόταν στο Άρθρο 9, του Κεφ. 6, όπως αναφέρεται στην έκθεση. Το γεγονός αυτό, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, είναι αδιάφορο αφού η παράλειψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου να ορίσει το διάταγμα επιστρεπτέο, από μόνη της δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για certiorari.
Ως προς το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων, το Άρθρο 26 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, παρέχει στο Δικαστήριο, για τους σκοπούς παραπομπής και σε σχέση με αυτή την ίδια εξουσία να εκδίδει διατάγματα αναφορικά με οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στο Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου, που έχει και για τους σκοπούς αγωγής ή ζητήματος ενώπιον του Δικαστηρίου ή σε σχέση με αυτά. Στο Δεύτερο Παράρτημα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, «προσωρινά διατάγματα ή διορισμός παραλήπτη». Εξουσία παρέχεται και από τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960. Η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση να εκδώσει το διάταγμα, δεν ελέγχεται με certiorari.
Το δικονομικό πλαίσιο που διέπει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων διέπεται από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και τους Κανονισμούς 8(1) και 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, πρόνοιες που επιτρέπουν την έκδοση διαταγμάτων μονομερώς, κατ' εξαίρεση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται η παροχή θεραπείας, χωρίς προηγουμένως να παρασχεθεί η ευκαιρία στην αντίδικη πλευρά να ακουστεί. Εν προκειμένω, το διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς, χωρίς να δοθεί προηγουμένως η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί.
Παρόλο που οι ενάγοντες έθεσαν τη μονομερή τους αίτηση, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, έξω από τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του Κεφ. 6, αφού το άρθρο αυτό δεν είναι στη νομική βάση της αίτησης τους, στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση τους επικαλέστηκαν το επείγον γιατί η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον των διαιτητών στις 13.5.2015 και «πιθανό να δημιουργηθούν επιπρόσθετα προβλήματα», εννοώντας προφανώς, σε περίπτωση που το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ενέκρινε την αίτηση. Είναι συζητήσιμο λοιπόν ότι το διάταγμα εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Άρθρου 9, του Κεφ. 6. Συνεπώς, η θέση του αιτητή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, είναι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου επιδεκτική συζήτησης. Μπορεί δε να λεχθεί, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, ότι αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, υπέρβαση εξουσίας και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα δεν διέταξε την παροχή εγγύησης και δεν το όρισε επιστρεπτέο, όπως απαιτείται από τα εδάφια 2 και 3 αντίστοιχα, του Άρθρου 9 του Κεφ. 6.
Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Εκεί και όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, οι πιθανότητες που ενδεχομένως να υπάρχουν για έγκριση της αίτησης στην ουσία εξαφανίζονται και η αίτηση απορρίπτεται ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (Βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ 1965, Μαρκίδης κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ 552), Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469). Επί του προκειμένου, είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή ότι είναι αμφίβολο αν υπάρχει η δυνατότητα καταχώρισης αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος δυνάμει της Δ.48, θ.8 (4) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αφού η εν λόγω πρόνοια εφαρμόζεται μόνο σε αιτήσεις που καταχωρούνται μονομερώς με βάση τους παραπάνω Κανονισμούς.
Το Άρθρο 30 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 προνοεί ότι μέχρι την έκδοση Διαδικαστικών Κανονισμών, μεταξύ άλλων, για τη ρύθμιση της πρακτικής και διαδικασίας, θα εφαρμόζονται σε διαδικασίες με βάση το Νόμο αυτό, με τις αναγκαίες προσαρμογές, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί (βλ. επίσης Δ.Ν. Τομ. ΙΙ 14). Εν προκειμένω, η μονομερής αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στη Δ.48, θθ. 1-4, 8 και 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και σε πρόνοιες του Κεφ. 4. Προκύπτει λοιπόν από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία ότι ο αιτητής είχε στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο, αφού είχε τη δυνατότητα να καταχωρίσει αίτηση για τον παραμερισμό του διατάγματος δυνάμει της Δ.48, θ.8(4) των εν λόγω Κανονισμών και να προβάλει τα όσα πρόβαλε ενώπιον του δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας αίτησης. Η λειτουργία της Δ.48(8)(4) δεν περιορίζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις που εξειδικεύονται στην παράγραφο (1) του θ. 8. Η δυνατότητα λειτουργίας της παραγράφου (4) παρέχεται και στις περιπτώσεις που διάταγμα εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση αναγόμενη έξω από τη σφαίρα της παραγράφου (1) του θ. 8 (βλ. Έλληνας ν. Χριστοδούλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 438).
Ό,τι παραμένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Στην αίτηση δεν γίνεται επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων. Ωστόσο, παραπέμποντας στα λεχθέντα στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των The Jesse L κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2666, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται ότι εν προκειμένω, υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνίστανται στο ότι δεν κατέστη επιστρεπτέο το διάταγμα, με αποτέλεσμα να στερηθεί ο αιτητής του δικαιώματος του να ακουστεί. Στην υπόθεση αυτή λέχθηκε από την Ολομέλεια:
«Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όμως, έκρινε ότι υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση Certiorari και αυτές ήταν, ουσιαστικά, η υπέρβαση της εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η καταστρατήγηση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ως προς αυτό το ζήτημα».
Δεν θεωρώ πως τα στοιχεία στα οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος συνιστούν από μόνα τους εξαιρετικές περιστάσεις. Παραπέμπω συναφώς στην απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 878 (η οποία δεν αναφέρεται στη The Jesse L (ανωτέρω)), στην οποία επαναλήφθηκε η επί του προκειμένου θέση της νομολογίας με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, σελ. 1536, 1537:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd(2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή 'ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα'. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
(Βλ. και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση του Αναστάσιου Κρασοπούλη (2013) 1(A) A.A.Δ. 492.
Τονίστηκε δε στην Μεστάνας (ανωτέρω) πως οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται προς τις δυνατότητες που παρέχουν οι προσφερόμενες θεραπείες. Ούτε η υπόθεση αυτή αναφέρεται στην The Jesse L (ανωτέρω).
Έστω, λοιπόν και αν υπάρχει έκδηλη νομική πλάνη ή έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, για να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας θα πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Καταλήγω, για τους πιο πάνω λόγους, ότι δεν δικαιολογείται η χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος. H αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.