ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A322
(2015) 1 ΑΑΔ 1030
11 Μαΐου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
1. KEITH WILLIAM MASSEY,
2. BARBARA LOUVAIN MASSEY,
Εφεσείοντες,
ν.
1. RONALD BRIAN MORELL,
2. MARION JEAN MORELL,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2010)
Συμβάσεις ― Κώλυμα ― Εξ υποσχέσεως κώλυμα ― Στα περιστατικά της υπόθεσης, οι εφεσείοντες δεν κατέθεσαν, αλλά ούτε και άλλη μαρτυρία δόθηκε, προκειμένου να καταδείξει πως αυτοί, βασιζόμενοι σε παραστάσεις των εφεσιβλήτων, αναπροσάρμοσαν τη συμπεριφορά τους ως οφειλέτες, με τρόπο που θα ήταν άδικο αργότερα να κληθούν να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
Κώλυμα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ισχύουν στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 14/60 ως έχει τροποποιηθεί ― Εξ υποσχέσεως κώλυμα μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ' αυτές, αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο, σε μεταγενέστερο στάδιο, να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τους ίδιους και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα ― Το Εφετείο επεμβαίνει όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται είτε τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο Δικαστήριο μαρτυρία είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Charalambides v. Hadjisoteriou & Son a.ο (1975) 1 C.L.R. 269,
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,
Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787,
Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτης & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106,
Bullous v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,
Ταμπούλη Θεοδώρου κ.ά. ν. Γεωργιάδη (2015) 1 Α.Α.Δ. 495, ECLI:CY:AD:2015:A169,
Αλεξάνδρου ν. Πικροδάφνη κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 915.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουνίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1936/2007), ημερομ. 20/8/2010.
Π. Ευθυμίου, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Καθητζιώτου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες, πώλησαν στους εφεσείοντες/εναγόμενους μια έπαυλη που ευρίσκεται στην Πέγεια της επαρχίας Πάφου, όπως και έπιπλα, με συμφωνηθείσες τιμές πώλησης €345.137,49 (£202.000) και €25.629 (£15.000) αντίστοιχα. Προς τούτο συνήψαν δύο (2) έγγραφες συμφωνίες ημερ. 21.1.2003 αμφότερες. Το ποσό που αφορούσε την επίπλωση, σύμφωνα με την παραγρ. 6 της Έκθεσης Απαίτησης εξοφλήθηκε στις 15.4.2003. Όσον αφορά την πώληση της έπαυλης η έγγραφη συμφωνία των διαδίκων ρητά αναγνώριζε ότι ποσό £10.000 (€17.086,01) πληρώθηκε με την υπογραφή της ενώ το υπόλοιπο θα πληρώνετο στις ή πριν την 31.3.2003. Περαιτέρω υπήρχε η πρόβλεψη διά πληρωμή τόκου προς 8.5% ετησίως επί οιουδήποτε ποσού που δεν θα πληρώνετο στον χρόνο πληρωμής του. Είναι παραδεκτό επίσης ότι στις 15.4.2003 οι εφεσείοντες/εναγόμενοι πλήρωσαν το ποσό των €303.047,17 (£177.366,80). Με την αγωγή τους οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες αξίωσαν το ποσό των €25.002,30 πλέον τόκο ως υπόλοιπο της άνω πώλησης της έπαυλης.
Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι με την υπεράσπισή τους πρόβαλαν δύο υπερασπίσεις που συνίσταντο στο ότι με τη μεταβίβαση της έπαυλης στις 2.3.2004 στο Κτηματολόγιο Πάφου οι εφεσίβλητοι και/ή αντιπρόσωποί τους δήλωσαν ότι εξοφλήθηκε πλήρως το τίμημα πώλησης και συνεπώς εμποδίζονται από τη συμπεριφορά τους και με έγγραφα ν' αξιώνουν οποιοδήποτε ποσό και επίσης ότι εμποδίζονται να αξιώνουν το αιτούμενο ποσό όπως και στην καταχώρηση της αγωγής λόγω της παρόδου πέραν των τριών ετών.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε ο εφεσίβλητος 1 και μια μάρτυρας διά τους εφεσείοντες, η κα Δέσπω Αζίνα, υπάλληλος στον κλάδο μεταβιβάσεων ακίνητης ιδιοκτησίας του Κτηματολογίου Πάφου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ουσιαστικά διά τις πληρωμές που έγιναν, ενώ αντίθετα απέρριψε τη μαρτυρία του που αφορούσε τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της έπαυλης που μέχρι και τη δίκη πίστευε ότι αυτός και η σύζυγός του, εφεσίβλητοι, ήταν ακόμη ιδιοκτήτες της έπαυλης. Επίσης απέρριψε τη μαρτυρία του αναφορικά με το χρόνο παράδοσης της κατοχής της έπαυλης στους εφεσείοντες. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το μέρος αυτό της μαρτυρίας του παρουσίαζε σύγχυση και ήταν αντίθετο με έγγραφο μαρτυρία, τεκμ. 8, που είναι το πιστοποιητικό εγγραφής της έπαυλης επ' ονόματι των εφεσειόντων στις 19/8/2004. Ακόμη αντίφαση παρετηρήθη και στους ισχυρισμούς του αναφορικά στο κατά πόσο επέτρεψε στο δικηγόρο του να παραδώσει την κατοχή της έπαυλης στους εφεσείοντες.
Όσον αφορά τη μαρτυρία που δόθηκε από τη μοναδική μάρτυρα διά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί:
«Η μόνη μαρτυρία που προσκομίστηκε από μέρους των εναγομένων ήταν αυτή της υπαλλήλου του Κτηματολογίου που στόχο είχε να αποδείξει ότι κατά την μεταβίβαση της πωλούμενης ακίνητης περιουσίας των εναγόντων προς τους εναγόμενους, που έγινε στο Κτηματολόγιο Πάφου, έγινε ταυτόχρονα και δήλωση από μέρους του εκπροσώπου των εναγόντων, ενώπιον Κτηματολογικού υπαλλήλου, ότι ολόκληρο το ποσό της συμφωνίας έχει εξοφληθεί.
Το γεγονός ότι πράγματι έγινε μια τέτοια δήλωση δεν επιβεβαιώνεται με την μαρτυρία της Μ.Υ.1 και αυτό γιατί (α) δεν είχε καμία ανάμιξη στην μεταβίβαση (β) παραδέχτηκε ότι δεν ήταν το πρόσωπο το οποίο δέχτηκε την μεταβίβαση (γ) δεν εργαζόταν στον κλάδο μεταβιβάσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο (δ) της μεταβίβασης επιλήφθηκε κάποια Λίζα Μιχαήλ (ε) δεν είχε καμία επικοινωνία με την Λίζα Μιχαήλ (στ) επικαλέστηκε απλά «πάγια τακτική» του Κτηματολογίου να ζητείται και να γίνεται η πιο πάνω δήλωση ενώ από τον σχετικό φάκελο του Κτηματολογίου τον οποίο είχε στην κατοχή της κατά τον χρόνο που έδινε μαρτυρία, δεν επιβεβαιώνεται με οποιοδήποτε τρόπο ότι έγινε η πιο πάνω αναφερόμενη δήλωση, όπως η μάρτυρας ανέφερε ερωτηθείσα σχετικά στον φάκελο δεν γράφει κάτι τέτοιο (ζ) έκφρασε απλά άποψη ότι ακολουθήθηκε η «πάγια τακτική» από την υπάλληλο του Κτηματολογίου που δέχθηκε την μεταβίβαση χωρίς να έχει οποιαδήποτε προσωπική γνώση της υπόθεσης και της διαδικασίας της μεταβίβασης.
Εν όψει της αδυναμίας της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 να επιβεβαιώσει θετικά ότι έγινε δήλωση από μέρους του εκπροσώπου των εναγόντων, ενώπιον Κτηματολογικού υπαλλήλου, ότι ολόκληρο το ποσό της συμφωνίας έχει εξοφληθεί, ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων που περιέχεται στην υπεράσπιση τους δεν έχει αποδειχτεί.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρ' όλη την άνω αξιολόγηση προχώρησε σε νομική ανάλυση του κωλύματος (estoppel) για να καταλήξει ότι εν όψει του ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων για δήλωση υπό αντιπροσώπου των εφεσιβλήτων στο Κτηματολόγιο, κατά τη διαδικασία της μεταβίβασης, περί εξόφλησης ολόκληρου του τιμήματος δεν έχει αποδειχθεί, δεν τίθεται ζήτημα του κατά πόσο η άνω ισχυριζόμενη δήλωση επηρεάζει την υπόθεση των εναγόντων.
Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχτηκε τις πληρωμές που έγιναν και αφού προέβη στην ανάλογη μαθηματική πράξη αφαίρεσης από το συνολικό ποσό των £217.000, που προβλέπετο στις δύο συμφωνίες, ήτοι του πληρωθέντος ποσού των £202.366,80 έκρινε ότι παρέμενε οφειλόμενο υπόλοιπο £14.633,20 ήτοι €25.002,30 και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό αυτό πλέον τόκο προς 8.50% ετησίως επί ποσού €303.049,17 από 31.3.2003 μέχρι 15.4.2003 και επί ποσού €25.002,30 από 31.3.2003 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.
Οι εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη.
Με τον πρώτο λόγο, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οφείλεται το ποσό των €25.002,30 καθ' ότι σύμφωνα με αυτούς η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούσε το εύρημα αυτό. Με την αιτιολογία του λόγου προσβάλλεται η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάσει της οποίας αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και απέρριψε τη μαρτυρία της ΜΥ1, κας Δέσπως Αζίνα.
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν εμποδίζοντο από τη συμπεριφορά τους και τα έγγραφα να διεκδικούν το κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο ποσό. Στήριξαν το λόγο αυτό, όπως φαίνεται στην αιτιολογία, στο ότι (α) η παράδοση της κατοχής της έπαυλης έγινε πολλά χρόνια πριν την έγερση της αγωγής και (β) η πράξη της μεταβίβασης της έπαυλης η οποία έγινε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου μέσω του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, όπου, σαν πάγια πρακτική και νομοθεσία, πάντα ελέγχεται εάν έχει πληρωθεί το τίμημα πώλησης.
Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται ως κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου η επιδίκαση των εξόδων εις βάρος των εφεσειόντων.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας.
Όπως έχει κατ' επανάληψη αναφερθεί από την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να τους παρακολουθήσει τους ίδιους και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, Charalambides v. Hadjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396, Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται είτε τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο Δικαστήριο μαρτυρία είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων. (Βλ. Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτης & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106, Bullous v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236, Tαμπούλη Θεοδώρου κ.ά. ν. Γεωργιάδη (2015) 1 Α.Α.Δ. 495, ECLI:CY:AD:2015:A169).
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης εξετάσαμε με προσοχή τα όσα μας υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα, πλην όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του. Αποδέχτηκε από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, εκτός αυτών που ήταν παραδεκτά, μόνο τις πληρωμές που έγιναν έναντι των δύο συμφωνιών και αυτές ήταν οι £10.000 που καταμαρτυρούντο από τη συμφωνία των διαδίκων, τεκμ. 1 και κατάθεση στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων του ποσού των £172.36,80 που επίσης αποδεικνύεται και από το τεκμ. 4, απόδειξη κατάθεσης στην τράπεζα των εφεσιβλήτων, ημερ. 15.4.2003. Ουδεμία άλλη μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για πληρωμή άλλου ποσού από τους εφεσείοντες. Ούτε είναι ορθή η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι στις παραγράφους 8, 9 και 14 της γραπτής δήλωσης του εφεσίβλητου 1, τεκμ. 3, γίνεται ρητή παραδοχή ότι ελήφθη ολόκληρο το ποσό της συναλλαγής. Ο,τι προκύπτει από τις άνω παραγράφους, είναι η πληρωμή των δύο πιο πάνω ποσών, £10.000 με την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης της έπαυλης και του ποσού των £172.366,80 στις 15.4.2003, με την κατάθεση του στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων ως εμφαίνεται στην απόδειξη κατάθεσης, τεκμ. 4.
Αναφορικά με τη μαρτυρία της ΜΥ1 κας Δέσπως Αζίνα, είμαστε της γνώμης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επτά πολύ πειστικούς, ικανοποιητικούς και λογικούς λόγους γι' απόρριψη της μαρτυρίας της. Το σχετικό μέρος της απόφασης αναφέρθηκε νωρίτερα. Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας. Ακόμη και ο νόμος στον οποίο αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος, Ν. 9/65, Άρθρ. 13 δεν υποστηρίζει τις θέσεις ότι η διαδικασία, ήτοι η δήλωση πληρωμής ολόκληρου του τιμήματος αγοράς, είναι θέμα νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εκείνο που δικαιούται να ρωτήσει σχετικά ο υπάλληλος του Κτηματολογίου κατά τη διενέργεια δηλώσεως μεταβίβασης, είναι το ποσό της αντιπαροχής και την ημερομηνία που αυτό συμφωνήθηκε (Άρθρ. 13(1)(θ)).
Ως εκ της απόρριψης της μαρτυρίας της ΜΥ1, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία δι' αντίκρουση της μαρτυρίας που αυτό αποδέχθηκε, αναφορικά με τα ποσά που πληρώθηκαν. Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης βάσει του οποίου προβάλλεται ότι λόγω της συμπεριφοράς και των εγγράφων οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται να διεκδικούν οποιοδήποτε ποσό και πάλι κρίνουμε ότι θα πρέπει ν' απορριφθεί. Όπως προώθησε το λόγο αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι εμποδίζοντο ως άνω λόγω των πράξεων πώλησης, παράδοσης και μεταβίβασης της έπαυλης που ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πλήρη εξόφληση. Όλα τα πιο πάνω έλαβαν χώρα πολλά χρόνια πριν την καταχώρηση της αγωγής και έγιναν από δικηγόρο και πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τους χωρίς να εγερθεί ποτέ εκ μέρους τους θέμα εξαπάτησης από τους εφεσείοντες. Όλα τα πιο πάνω, σύμφωνα με το συνήγορο, αποτελούν κώλυμα στη διεκδίκηση οποιουδήποτε υπόλοιπου ποσού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων και πολύ ορθά κατά την κρίση μας. Στην Αλεξάνδρου ν. Πικροδάφνη κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 915 αναφέρονται τ' ακόλουθα:
«Οι αρχές αναφορικά με το κώλυμα, οι οποίες ισχύουν στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60), έχουν αναπτυχθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δέστε: Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 253). Στην υπόθεση Μάρκου ν. Πασχάλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 829 το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αγγλικές αποφάσεις Hughes v. Metropolitan Railway Co. [1877] 2 App. Cas. 439 και Central London Property Trust v. High Trees House Ltd [1947] K.B. 130, καθώς και στις κυπριακές αποφάσεις Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 και Boustani v. Linmare Shipping Company Ltd (1984) 1 C.L.R. 354, τόνισε ότι εξ υποσχέσεως κώλυμα μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ' αυτές, αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο, σε μεταγενέστερο στάδιο, να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.»
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης οι εφεσίβλητοι δεν κατέθεσαν, αλλά ούτε και άλλη μαρτυρία δόθηκε προκειμένου να καταδείξει πως αυτοί, βασιζόμενοι σε παραστάσεις των εφεσειόντων, αναπροσάρμοσαν τη συμπεριφορά τους (ως οφειλέτες), με τρόπο που θα ήταν άδικο τώρα να κληθούν να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
Δεν μπορούμε συνεπώς να συμφωνήσουμε με τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε.
Τέλος και αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων, με βάση το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Κρίνουμε ότι η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ήταν καθ' όλα ορθή.
Γι' όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.