ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A306

(2015) 1 ΑΑΔ 946

5 Μαΐου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

A. K. GUL KG,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Αντιπρόσωπος ― Θεματοφύλακας ― Καθήκον επιμέλειας ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι οι εφεσίβλητοι δεν ήταν υπεύθυνοι για τη ζημία που οι εφεσείοντες υπέστησαν από την πώληση εμπορευμάτων τους σε δημόσιο πλειστηριασμό και δεν υπείχαν υποχρέωση αποζημίωσης ― Από το χρονικό σημείο που αυτά εισήχθησαν και παρελήφθησαν σε αποθήκη δημοσίου, οι εφεσίβλητοι απώλεσαν την κατοχή και τον έλεγχο τους και κατά συνέπεια έπαυσαν να είναι και θεματοφύλακες τους ― Ουδέποτε οι εφεσείοντες έδωσαν σαφείς οδηγίες στους εφεσίβλητους για τη μετακίνηση τους σε αποθήκη αποταμίευσης ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει ― Τα πρωτόδικα ευρήματα είχαν πλήρως δικαιολογηθεί ― Οι εφεσείοντες, ολιγώρησαν για την εξόφληση των αποθηκευτικών τελών και την επανεξαγωγή των αντλιών, παρά το ότι ενημερώθηκαν σχετικά ― Δεν έδρασαν για να αποτρέψουν τον πλειστηριασμό σε αντίθεση με τους εφεσίβλητους που το είχαν επιχειρήσει.

 

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8312/03), ημερομ. 31/12/2009.

Β. Αδαμίδου (κα) για Ν. Χρ. Αναστασιάδης και Συνεταίρους, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Γιωρκάτζης, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Οι ενάγοντες-εφεσείοντες με την αγωγή τους απαίτησαν από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους το ποσό των €130.301,73.- ως αποζημιώσεις για την απώλεια που υπέστησαν από την πώληση δύο αντλιών τους για μπετόν, σε δημόσιο πλειστηριασμό.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, η πώληση των δύο αντλιών σε δημόσιο πλειστηριασμό ήταν το αποτέλεσμα αθέτησης των όρων προφορικής ή γραπτής συμφωνίας που είχαν οι εφεσείοντες με τους εφεσίβλητους και/ή αμέλειας των εφεσιβλήτων οι οποίοι δεν πήραν όλα τα εύλογα μέτρα για να εμποδίσουν την πώληση των δύο αντλιών και την πρόκληση ζημιάς στους εφεσείοντες. Οι κατ' ισχυρισμόν συμβατικές υποχρεώσεις των εναγομένων-εφεσιβλήτων προς τους ενάγοντες-εφεσείοντες απορρέουν από την ιδιότητα των εφεσιβλήτων ως θεματοφυλάκων (bailees) των αντλιών και/ή ως αντιπροσώπων των εφεσειόντων.

 

Το προαναφερόμενο ποσό αποτελεί τη συμφωνηθείσα, από τους διαδίκους, διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των αντλιών και της τιμής πώλησης τους, στο δημόσιο πλειστηριασμό.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Απέρριψε ως αναξιόπιστη και ως κακής ποιότητας μαρτυρία την μαρτυρία των δύο κυρίων μαρτύρων των εφεσειόντων, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2. Δέχθηκε όμως τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, τον οποίο θεώρησε ως ανεξάρτητο μάρτυρα. Δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία των Μ.Υ.1-4, τους οποίους έκρινε ως ειλικρινείς μάρτυρες που είπαν στο δικαστήριο την αλήθεια.

 

Στη βάση των προαναφερομένων συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε στα εξής βασικά ευρήματα:

 

Αρχικά οι εφεσείοντες έστειλαν στους εφεσίβλητους τρεις αντλίες για τις οποίες ήταν υπεύθυνοι ως θεματοφύλακες οι εφεσίβλητοι. Με οδηγίες των εφεσειόντων οι τρεις αντλίες εξάχθηκαν στην Ελλάδα όπου η μια παραδόθηκε εκεί και οι άλλες δύο επέστρεψαν και πάλι στην Κύπρο με οδηγίες των εφεσειόντων. Μετά την επιστροφή των δύο αντλιών στην Κύπρο, στο όνομα των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες έδωσαν οδηγίες στους εφεσίβλητους να τις εκφορτώσουν και να τις παραδώσουν σε παραλήπτη που θα τους υποδείκνυαν οι εφεσείοντες. Δεν υπήρξε συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για τη φύλαξη των αντλιών αλλά οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν με βάση τις εκάστοτε οδηγίες που τους έδιναν οι εφεσείοντες. Οι δύο αντλίες αποθηκεύτηκαν, κατά την είσοδο τους στην Κύπρο, σε ανοικτή τελωνειακή αποθήκη του λιμανιού Λεμεσού μέχρι τις 20.2.2002 οπόταν παρελήφθησαν από την Αρχή Λιμένων και τέθηκαν σε αποθήκη δημοσίου για να πωληθούν σε δημόσιο πλειστηριασμό, επειδή μετά την πάροδο 30 ημερών από την παραλαβή τους δεν είχαν τελωνιστεί. Οι εφεσίβλητοι ειδοποιήθηκαν περί το τέλος Απριλίου του 2002 γι' αυτή την εξέλιξη και με τη σειρά τους ειδοποίησαν τους εφεσείοντες με φαξ ημερ. 25.4.2002. Με βάση τα προαναφερόμενα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής συμπέρανε ότι οι εφεσίβλητοι, από την εισαγωγή των αντλιών στην Κύπρο μέχρι την 20.2.2002, είχαν τον έλεγχο και την κατοχή των επίδικων αντλιών, ως θεματοφύλακες. Από τις 20.2.2002, όμως, που οι αντλίες παρελήφθησαν στην αποθήκη δημοσίου, οι εφεσίβλητοι απώλεσαν την κατοχή και τον έλεγχο των αντλιών και κατά συνέπεια έπαυσαν να είναι και θεματοφύλακες τους. Οι εφεσίβλητοι, όμως, συνέχισαν να ενεργούν ως αντιπρόσωποι των εφεσειόντων, χωρίς αμοιβή, μέχρι τις 23.5.2002 οπόταν, με οδηγίες των εφεσειόντων να παραδώσουν το διατακτικό παραλαβής των αντλιών σε συγκεκριμένη εταιρεία, οι εφεσίβλητοι έπαυσαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους εφεσείοντες. Ανέλαβαν όμως, οι εφεσίβλητοι, τις εκτελωνιστικές διατυπώσεις για εξαγωγή των αντλιών.

 

Το ερώτημα που υπέβαλε στον εαυτό του, το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν το κατά πόσον οι εφεσίβλητοι, μετά τις 23.5.2002, είχαν οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας έναντι των εφεσειόντων, το οποίο δεν εκτέλεσαν. Απάντησε το ερώτημα αυτό αρνητικά βασιζόμενο στα εξής γεγονότα:

 

Για την παραμονή των αντλιών σε αποθήκη δημοσίου στο χώρο του λιμένος Λεμεσού υπήρχαν οφειλόμενα αποθηκευτικά τέλη προς όφελος της Αρχής Λιμένων τα οποία ανέρχονταν στις Λ.Κ.9.170,77.-. Αντιπρόσωποι των συνεργατών των εφεσειόντων (η εταιρεία PANALECO) το ανέφεραν αυτό στους εφεσείοντες και οι εφεσείοντες, στις 31.5.2002, ζήτησαν τιμολόγιο για τα οφειλόμενα αποθηκευτικά τέλη. Η Αρχή Λιμένων δεν εξέδιδε τιμολόγιο και ως εκ τούτου οι αντιπρόσωποι των συνεργατών των εφεσειόντων (εταιρεία PANALECO) επανατόνισαν στους εφεσείοντες τον επικείμενο κίνδυνο πώλησης των αντλιών. Ο πλειστηριασμός ορίστηκε στις 6.6.2002, οι εφεσείοντες δεν είχαν αποστείλει τα χρήματα για πληρωμή των αποθηκευτικών τελών, και επειδή ο κίνδυνος ήταν άμεσος και με σκοπό να αποτρέψει την πώληση, η εταιρεία PANALECO κάλεσε τους εφεσίβλητους να καταβάλουν εκείνοι τα αποθηκευτικά τέλη. Οι εφεσίβλητοι τα κατέβαλαν πριν την έναρξη του πλειστηριασμού, ειδοποιώντας συναφώς τους αρμόδιους Τελωνειακούς Λειτουργούς για την πρόθεση άμεσης επανεξαγωγής των αντλιών και καταθέτοντας όλα τα απαραίτητα έντυπα επανεξαγωγής. Οι εφεσίβλητοι πίστευαν ότι με την καταβολή των αποθηκευτικών τελών η πώληση θα αποφεύγετο. Στις 10.6.2006 το Τελωνείο προχώρησε στην πώληση των αντλιών. Η αγοράστρια εταιρεία εισηγήθηκε στους εφεσείοντες να της πληρώσουν το ποσό των Λ.Κ.10.000.- και να ακυρωθεί η αγορά των αντλιών, αλλά οι εφεσείοντες απέρριψαν την εισήγηση.

 

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα και αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνοι υπεύθυνοι για απώλεια των επίδικων αντλιών ήταν οι εφεσείοντες, οι οποίοι ολιγώρησαν κατά την εξόφληση των αποθηκευτικών τελών και την επανεξαγωγή των αντλιών, με αποτέλεσμα αυτές να πωληθούν σε δημόσιο πλειστηριασμό και οι ίδιοι να υποστούν ζημιά. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να περιορίσουν τη ζημιά τους και, υπό τις περιστάσεις, να δεχθούν την πρόταση της καταβολής Λ.Κ.10.000.- στην αγοράστρια εταιρεία με σκοπό την ακύρωση της πώλησης των αντλιών στον πλειστηριασμό. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων με έξοδα εις βάρος τους, παρατηρώντας ότι εις περίπτωσιν ανατροπής της απόφασης του κατ' έφεση, η αποζημίωση στην οποία δικαιούνται οι εφεσείοντες περιορίζεται στις Λ.Κ.10.000.- , ένεκα του καθήκοντος τους να περιορίσουν και να μετριάσουν τη ζημιά τους.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους έφεσης:

 

1. Η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 δεν ήταν κακής ποιότητας και εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ασαφής και μη συγκεκριμένη και απορρίφθηκε (πρώτος λόγος έφεσης).

2.    Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η φράση που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1 για να περιγράψει την ασφαλή φύλαξη των αντλιών σε «customs bond» σήμαινε οτιδήποτε άλλο από τη φύλαξη των επίδικων εμπορευμάτων σε αποθήκη αποταμίευσης (Δεύτερος λόγος έφεσης).

 

3. Εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο τους Μ.Ε.1 και 2 ως αναξιόπιστους μάρτυρες (Τρίτος λόγος έφεσης).

 

4. Παρά το ότι δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 ως αξιόπιστη και παρά το ότι, σύμφωνα με εκείνη τη μαρτυρία, οι εφεσίβλητοι είχαν τον έλεγχο των επίδικων εμπορευμάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για τα επίδικα εμπορεύματα (Λόγοι έφεσης 4 και 5).

 

5. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων δεν ήταν σύμφωνη με τα δικόγραφα τους (Έκτος λόγος έφεσης).

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διεξήλθε τη μαρτυρία τους σε πολλή λεπτομέρεια και έδωσε λόγους για τους οποίους έκρινε τη μαρτυρία τους ως κακής ποιότητας και τους ίδιους ως αναξιόπιστους μάρτυρες. Χαρακτήρισε τη μαρτυρία τους ως πλήρη από ανακρίβειες και αντιφάσεις και ως ασύμφωνη με τις θέσεις που προβάλλονται στην έκθεση απαίτησης. Συγκεκριμένα βρήκε ότι οι Μ.Ε. 1 και 2, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι ενάγοντες-εφεσείοντες στην έκθεση απαίτησης τους, ουδέποτε έδωσαν σαφείς οδηγίες για να μετακινηθούν οι επίδικες αντλίες σε αποθήκη αποταμίευσης.   Επιπρόσθετα παρατήρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.2, η οποία εμπεριέχεται στη γραπτή του δήλωση, τεκ. 17, δεν είναι σαφής ούτε και καθαρή και θέτει διαζευκτικούς ισχυρισμούς χωρίς να διευκρινίζει αν η κατ' ισχυρισμό συμφωνία των διαδίκων ήταν γραπτή ή προφορική ή αν οι όροι της συμφωνίας, τους οποίους επικαλείται, ήταν ρητοί ή  εξυπακουόμενοι. Ακόμα ο Μ.Ε.2 αναφέρεται σε όρους της συμφωνίας οι οποίοι δεν δικογραφούνται. Σε αντίθεση με το Μ.Ε.2, ο Μ.Ε.1 ισχυρίστηκε ότι συνήψε προφορική συμφωνία με τους εναγόμενους-εφεσίβλητους, μέσω κάποιας υπαλλήλου των εφεσιβλήτων. Επίσης ο Μ.Ε.1 προέβαλε ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τις αντλίες, μετά από τις οδηγίες του ημερ. 23.5.2002, θέση η οποία διαψεύδεται από τον Μ.Υ.2, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε για λογαριασμό των εναγόντων-εφεσειόντων και η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του.

 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η προκείμενη περίπτωση δεν δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολόγησε πλήρως τα ευρήματα του αναφορικά με την αξιοπιστία των Μ.Ε.1 και 2 και την αντίθεση της μαρτυρίας τους με την έκθεση απαίτησης τους. Επομένως οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 6 απορρίπτονται.

 

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο ο όρος «custom bond», τον οποίο χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1, υποδηλώνει τη φύλαξη των εμπορευμάτων σε αποθήκη αποταμίευσης, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη μαρτυρία του Μ.Ε.3 ο οποίος ήταν ανεξάρτητος τελωνειακός λειτουργός του οποίου τη μαρτυρία δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ως αξιόπιστη. Ο Μ.Ε.3, κ. Λάμπρος Λάμπρου, στη μαρτυρία του, ανέφερε συγκεκριμένα ότι δεν γνώριζε τον όρο «custom bond», όπως είπε, ούτε μπορούσε να πεί πού παρέπεμπε ο προαναφερόμενος όρος. Επομένως η θέση του Μ.Ε.1 ότι ο προαναφερόμενος όρος σημαίνει αποθήκη αποταμίευσης (η οποία στα αγγλικά αποδίδεται με τον όρο «bonded warehouse»), δεν ευσταθεί και επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τέταρτος και πέμπτος λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι, παρά το γεγονός ότι ο Μ.Ε.3 κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας, και παρά το ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του οι εφεσίβλητοι είχαν τον έλεγχο των επίδικων εμπορευμάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ευθύνη για τα επίδικα εμπορεύματα. Παρατηρούμε ότι ο Μ.Ε.3 αναφέρθηκε στον κ. Ορθοδόξου, το Διευθυντή δηλαδή των εφεσιβλήτων, και είπε ότι ήταν ο εξουσιοδοτημένος, ο ιδιοκτήτης, το Α και το Ω του εμπορεύματος. Εξήγησε ότι ιδιοκτήτης κάποιου εμπορεύματος θεωρείται εκείνος που έχει εξουσία στο αντικείμενο, κατέχει το αντικείμενο. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ο Μ.Ε.3 είπε ότι το διατακτικό, στο οποίο παρουσιάζονται ως ιδιοκτήτες οι εφεσίβλητοι, φέρει ημερομηνία 6.6.2002. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού συμπέρανε ότι μετά την επιστροφή των δύο αντλιών στην Κύπρο, στο όνομα των εφεσιβλήτων, δεν υπήρξε συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και ότι οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να ενεργούν ως αντιπρόσωποι των εφεσειόντων, χωρίς αμοιβή, μέχρι τις 23.5.2002, οπότε τους δόθηκαν οδηγίες από τους εφεσείοντες να παραδώσουν το διατακτικό παραλαβής στην PANALECO, συμπέρανε ότι ουδέποτε οι εφεσείοντες έδωσαν σαφείς οδηγίες στους εφεσίβλητους για τη μετακίνηση των αντλιών σε αποθήκη αποταμίευσης. Συνεπώς οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονταν για τη μετακίνηση των αντλιών σε αποθήκη δημοσίου και την πώληση τους, στη συνέχεια, σε δημόσιο πλειστηριασμό. Οι εφεσείοντες γνώριζαν για τα γεγονότα αυτά και ουδέποτε έδρασαν για να αποτρέψουν το δημόσιο πλειστηριασμό.   Απεναντίας οι εφεσίβλητοι έδρασαν για να αποτρέψουν το δημόσιο πλειστηριασμό αλλά δεν το κατάφεραν. Με αυτά τα γεγονότα υπόψιν δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο στο συμπέρασμα του ότι ευθύνη για την πώληση των αντλιών στο δημόσιο πλειστηριασμό και για την οποιαδήποτε ζημιά υπέστησαν οι εφεσείοντες, είχαν οι ίδιοι οι εφεσείοντες παρά τη μαρτυρία του Μ.Ε.3. Επομένως και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο