ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DOD:2015:3

(2015) 1 ΑΑΔ 819

7 Απριλίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΒΙΟΛΑΡΗ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Έφεση Αρ. 18/2013)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Λύση γάμου ― Έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων ― Εφεσείων αμφισβήτησε την απόδειξη ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης και την κρίση περί υπαιτιότητας του στην δημιουργία του ισχυρού κλονισμού ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

 

Με την έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, αμφισβητήθηκε η ορθότητα απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία ο γάμος των διαδίκων κηρύχθηκε λελυμένος και εκδόθηκε διαζύγιο στη βάση του ισχυρού κλονισμού.

 

Την αίτηση είχε προωθήσει η εφεσίβλητη και το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε τον εφεσείοντα υπαίτιο του ισχυρού κλονισμού ο οποίος σύμφωνα με την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, προκάλεσε με τη συμπεριφορά του, χάσμα και αποξένωση μεταξύ των διαδίκων.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με τους εξής δύο λόγους έφεσης:

 

α)  Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και αδικαιολόγητα προχώρησε στην έκδοση απόφασης για λύση του θρησκευτικού γάμου των διαδίκων στη βάση του ισχυρού κλονισμού του γάμου, εφόσον η εφεσίβλητη δεν απέδειξε κλονισμό και

 

β)  Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και αδικαιολόγητα παρέλειψε να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας και των εκδοχών των διαδίκων και μάλιστα βασίστηκε σε μη δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και να βασιστεί σ' αυτή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία καλυπτόταν από το δικόγραφο της, η έγγαμη σχέση των διαδίκων είχε καταρρεύσει και υπήρξε ισχυρός κλονισμός του γάμου εξαιτίας της προαναφερόμενης συμπεριφοράς του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη, η οποία ήταν απρεπής και υποτιμητική και προκαλούσε στην εφεσίβλητη δυστυχία, φόβο και άγχος.

 

2.  Με αυτά τα δεδομένα ήταν επιτρεπτό και ουσιαστικά αναπόφευκτο, να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο στα ευρήματα και τα συμπεράσματα του, σύμφωνα με τα οποία η έγγαμη σχέση των διαδίκων υπέστη ισχυρό κλονισμό για τους προαναφερόμενους λόγους.

 

3.  Στην πραγματικότητα και ο εφεσείων δέχτηκε ότι η έγγαμη σχέση είχε καταρρεύσει, αλλά απέδιδε την ευθύνη στην εφεσίβλητη.

 

4.  Υπό τις περιστάσεις, η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε και απέδειξε τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εξαιτίας της συμπεριφοράς και των ενεργειών του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα η συνέχιση της συμβίωσης να καταστεί αφόρητη για την εφεσίβλητη.

 

5.  Το ισχυρό γεγονός που κλόνισε την έγγαμη σχέση ήταν η προαναφερόμενη απαράδεκτη, υποτιμητική και προσβλητική συμπεριφορά του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη, η οποία διάρκεσε για χρόνια πριν από τη διάσταση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 ΑΑΔ 379,

 

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

 

Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33,

 

Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447,

Λουκαΐδου ν. Πετροπούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1619.

 

Έφεση κατά της απόφασης.

 

Έφεση από τον Καθ' ου η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σεργίδης, Πρόεδρος), (Αίτηση. Αρ. 572/2011), ημερομ. 4/6/2013.

 

Μ. Βορκάς, για τον Εφεσείοντα.

 

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης:

 

1. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και αδικαιολόγητα προχώρησε στην έκδοση απόφασης για λύση του θρησκευτικού γάμου των διαδίκων στη βάση του ισχυρού κλονισμού του γάμου, και

 

2. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και αδικαιολόγητα παρέλειψε να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας και των εκδοχών των διαδίκων και μάλιστα βασίστηκε σε μη δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.

 

Κατά τον εφεσείοντα, η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης της με τον εφεσείοντα, δεν προσκόμισε επαρκή μαρτυρία που να αιτιολογεί τα συμπεράσματα και την κατάληξη του δικαστηρίου και γενικά δεν απέδειξε την υπόθεση της.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η εφεσίβλητη-αιτήτρια αιτήθηκε τη λύση του γάμου της με τον εφεσείοντα, ο οποίος τελέστηκε στις 11.6.1989 και ήταν θρησκευτικός γάμος.

 

Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφαση του στις 4.6.2013 καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα-καθ' ου η αίτηση προς την εφεσίβλητη, με την πάροδο του χρόνου, δημιούργησε χάσμα στη σχέση των διαδίκων με αποτέλεσμα τη μεταξύ τους αποξένωση και διάσταση. Ο γάμος των διαδίκων κλονίστηκε ανεπανόρθωτα για λόγους που αποκλειστικά αφορούν το πρόσωπο του εφεσείοντα.  Με βάση τα ανωτέρω, το Οικογενειακό Δικαστήριο, ομόφωνα, προχώρησε στη έκδοση απόφασης με την οποία λύθηκε ο προαναφερόμενος γάμος των διαδίκων για το λόγο του ισχυρού κλονισμού και για λόγους κλονιστικούς που αφορούν το πρόσωπο του εφεσείοντα.

 

Ήταν παραδεκτό γεγονός, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι από το γάμο των διαδίκων αυτοί απέκτησαν δύο θυγατέρες, οι οποίες την ημέρα της καταχώρισης της αίτησης ήταν ηλικίας 21 και 16 ετών. Ήταν επίσης παραδεκτό ότι η εφεσίβλητη-αιτήτρια στις 27.4.2010 εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο στο Παλιομέτοχο παίρνοντας μαζί της και τις δύο θυγατέρες της. Η αίτηση για λύση του γάμου καταχωρήθηκε την 2.9.2011.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα όσα του καταλόγιζε η εφεσίβλητη, δηλαδή υποτιμητική και ανάρμοστη συμπεριφορά προς την ίδια, η οποία προκάλεσε σ' αυτή φόβο, δυστυχία και άγχος, δεν ευσταθούσαν και ότι οι διάδικοι δεν ζούσαν ως δύο ξένοι κάτω από τη συζυγική στέγη αλλά ότι υπήρχε μεταξύ τους αγάπη. Παράλληλα, όμως, ο εφεσείων απέδιδε τη διάσταση του με την εφεσίβλητη, η οποία επήλθε στις 27.4.2010, στην ανάρμοστη συμπεριφορά της εφεσίβλητης προς το πρόσωπο του και συγκεκριμένα σε άσχημη και προβληματική συμπεριφορά της προς τον ίδιο, αντίθετα προς το συμφέρον των θυγατέρων τους, καθώς και σε επέμβαση της εφεσίβλητης στα οικονομικά του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα καταλόγιζε στην εφεσίβλητη ότι εκμεταλλευόμενη τη θέση της σε συγκεκριμένη τράπεζα, όπου ο εφεσείων διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς, επενέβη και μετέτρεψε τους λογαριασμούς του εφεσείοντα σε κοινούς λογαριασμούς.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρέθεσε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, αναφέρθηκε λεπτομερώς και αξιολόγησε τη μαρτυρία των διαδίκων. Τόνισε ότι η ενώπιον του υπόθεση θα έπρεπε να κριθεί στη βάση της αξιοπιστίας των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν, ήτοι των δύο διαδίκων. Δεν παραγνώρισε το γεγονός ότι το βάρος της απόδειξης βρισκόταν στους ώμους της αιτήτριας-εφεσίβλητης. Παρατήρησε, συναφώς, ότι, σύμφωνα με την εφεσίβλητη-αιτήτρια, αιτία για τη διάσταση που επήλθε τελικά στις 27.4.2010, υπήρξε η, για μεγάλο χρονικό διάστημα, στάση και συμπεριφορά του καθ' ου η αίτηση-εφεσείοντα, έναντι της, η οποία κατέστησε την εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης, υπό τις περιστάσεις, βάσιμα αφόρητη για την εφεσίβλητη. Σχετική αναφορά έγινε στο τεκμήριο 1, επιστολή δηλαδή της εφεσίβλητης που άφησε στον εφεσείοντα κατά την ημερομηνία της διάστασης και στην οποίαν εξηγείτο λεπτομερώς γιατί η συμπεριφορά του, κατέστησε αφόρητη τη συμβίωση των διαδίκων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, παρά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι εξακολουθεί να αγαπά τη σύζυγο του και να επιθυμεί όπως ο γάμος τους παραμείνει ζωντανός, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόοδος προς την κατεύθυνση της αναθέρμανσης της σχέσης των διαδίκων, μετά τη διάσταση. Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο καλείτο στην ουσία να λύσει ένα, από καιρό, νεκρό γάμο.

 

Αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπέρανε ότι, στα χρόνια της συμβίωσης, ο γάμος οδηγήθηκε σε μια μή υγιή κατάσταση, εξαιτίας της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, η οποία κατά τα χρόνια της κοινής τους συμβίωσης προκαλούσε στην εφεσίβλητη δυστυχία, φόβο και άγχος, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μηδενική προσωπική και πνευματική επαφή μεταξύ τους και την κατάρρευση της έγγαμης σχέσης.

 

Στη μαρτυρία της εφεσίβλητης, την οποία δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, περιλαμβάνονται και τα εξής στοιχεία:

 

(α) Επεισόδιο στο οποίο ο εφεσείων ανάγκασε την εφεσίβλητη και μια από τις κόρες τους να κατεβούν από το αυτοκίνητο του.

 

(β) Ότι ο εφεσείων ήταν ισχυρογνώμων και ουδέποτε άκουε την άποψή της εφεσίβλητης.

 

(γ) Ότι μιλούσε γι' αυτήν υποτιμητικά στα αδέλφια της.

 

(δ) Ότι δεν της επέτρεπε να έχει εγγεγραμμένη περιουσία επ' ονόματι της και ακόμα και το σπίτι που της έχτισαν οι γονείς της, ενεγράφη επ' ονόματι του πατέρα του εφεσείοντα.

 

(ε) Ότι η όλη συμπεριφορά του την έκανε να αισθάνεται ως αντικείμενο και όχι ως γυναίκα.

 

(στ) Ότι δεν άρεσε στον εφεσείοντα να επισκέπτονται τους γονείς και τα αδέλφια της εφεσίβλητης και αυτό της προκαλούσε φόβο και άγχος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία ισχυρισμοί που δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα δεν λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο, κατέληξε στα προαναφερόμενα ευρήματα και συμπεράσματα, τα οποία δεν ήταν εκτός του πλαισίου των δικογράφων. Αναφέρθηκε ειδικά στις υποθέσεις Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33 και Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και να βασιστεί σ' αυτή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία καλυπτόταν από το δικόγραφο της, η έγγαμη σχέση των διαδίκων είχε καταρρεύσει και υπήρξε ισχυρός κλονισμός του γάμου εξαιτίας της προαναφερόμενης συμπεριφοράς του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη, η οποία ήταν απρεπής και υποτιμητική και προκαλούσε στην εφεσίβλητη δυστυχία, φόβο και άγχος. Με αυτά τα δεδομένα ήταν επιτρεπτό και ουσιαστικά αναπόφευκτο, να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο στα ευρήματα και τα συμπεράσματα του, σύμφωνα με τα οποία η έγγαμη σχέση των διαδίκων υπέστη ισχυρό κλονισμό για τους προαναφερόμενους λόγους.

 

Στην πραγματικότητα και ο εφεσείων δέχτηκε ότι η έγγαμη σχέση είχε καταρρεύσει, αλλά απέδιδε την ευθύνη στην εφεσίβλητη.

 

Υπό τις περιστάσεις, η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε και απέδειξε τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εξαιτίας της συμπεριφοράς και των ενεργειών του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα η συνέχιση της συμβίωσης να καταστεί αφόρητη για την εφεσίβλητη (Δέστε: Λουκαΐδου ν. Πετροπούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1619). Το ισχυρό γεγονός που κλόνισε την έγγαμη σχέση ήταν η προαναφερόμενη απαράδεκτη, υποτιμητική και προσβλητική συμπεριφορά του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη, η οποία διάρκεσε για χρόνια πριν τη διάσταση.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο