ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D182
(2015) 1 ΑΑΔ 574
17 Μαρτίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ
1964, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ERISKHAN
KURAZOV, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ (2) ANTON SMETANIN, (ΑΡ. 1)
ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ
CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΑΡ. 8599/2014 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ PNO
SHIPPING MANAGEMENT LTD ΕΝΑΝΤΙΟΝ (1) ERISKHAN URAZOV, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ (2) ANTON SMETANIN,
ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/10/2014 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ
ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΡ. 8599/2014, ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ
ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ PNO SHIPPING MANAGEMENT LTD,
ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ (1) ERISKHAN KURAZOV, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ (2) ANTON SMETANIN, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΣΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ 1,
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/12/2014 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΡ. 8599/2014, ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΥΡΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΟΤΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ Α ΚΑΙ Β ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΑΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΛΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΥΤΑ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ, ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ (1) ERISKHAN KURAZOV, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ (2) ANTON SMETANIN, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΠΙΔΟΣΗΣ Η/ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/10/2014.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 38/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο ποινικής δικαιοδοσίας, με την οποία διατάχθηκε η υποκατάσταση επίδοση κατηγορητηρίου ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ως επίσης και εντάλματος φύσεως Mandamus ώστε να διαταχθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο να ασκήσει τη δικαιοδοσία του και να ακούσει το αίτημα ακύρωσης και ή παραμερισμού του διατάγματος επίδοσης ― Απορριπτική κατάληξη.
Προνομιακά εντάλματα ― Δεν είχαν ποτέ και ούτε έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο προσφέρεται ανάλογα με τα δεδομένα μιας υπόθεσης ― Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα.
Προνομιακά εντάλματα ― Καθυστέρηση στην επιδίωξη λήψης άδειας δημιουργεί κώλυμα στην επίτευξη του στόχου ― Δεν είναι ορθό να αφήνονται οι διάφορες διαδικασίες στο κατώτερο Δικαστήριο να προχωρούν, ή, αντίθετα να παρακωλύονται και αυτό με παραπομπή στην Αγγλία λαμβανόμενα δεδομένα, όπου με θεσμικές πρόνοιες, η αίτηση για προνομιακό ένταλμα καταχωρείτο αρχικά εντός προθεσμίας έξι μηνών και αργότερα εντός τριών μηνών.
Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο καταχωρηθείσας ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης, εξέδωσε ύστερα από αίτημα της κατηγορούσας εταιρείας, διάταγμα με το οποίο επετράπη η επίδοση του κατηγορητηρίου σε αριθμό κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και των παρόντων αιτητών, διά δημοσιεύσεως σε μια ελληνόφωνη εφημερίδα παγκύπριας εμβέλειας και καθημερινής κυκλοφορίας τόσο στην Ελληνική, όσο και στην Αγγλική γλώσσα, με ταυτόχρονη δημοσίευση και του ίδιου του διατάγματος.
Εξέδωσε περαιτέρω διάταγμα επιτρέπον την επίδοση στους κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων και στους παρόντες αιτητές, διά επιδόσεως του κατηγορητηρίου στους φύλακες που βρίσκονται στα κεντρικά γραφεία της κατηγορουμένης 1, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, στη διεύθυνση της στη Λευκωσία. Σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου και οι δύο τρόποι επίδοσης θα έπρεπε να ικανοποιηθούν. Η υπόθεση παρέμεινε για επίδοση σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Στις 10.12.2014, το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με αντικείμενο αιτήματα που τέθηκαν από συνηγόρους των κατηγορουμένων προφορικά στις 17.11.2014. Μεταξύ των θεμάτων αυτών ήταν και η εφαρμογή του Νόμου αρ. 18(Ι)/2014 που κατά την άποψη των κατηγορουμένων 3, 13, 14, 15 και 16, (οι παρόντες αιτητές είναι οι κατηγορούμενοι 15 και 16), έπρεπε να διέπει το θέμα της επίδοσης. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του στο ιστορικό των επιδόσεων σημειώνοντας ότι για τους παρόντες αιτητές-κατηγορουμένους 15 και 16, υπήρχαν ήδη ένορκες δηλώσεις προσωπικής επίδοσης στις 25.4.2014. Εμφανίσθηκαν διάφοροι δικηγόροι για διάφορους κατηγορούμενους και απεσύρθηκαν οι κατηγορίες εναντίον ορισμένων κατηγορουμένων. Τέθηκε ζήτημα κατά πόσο οι αιτητές, μεταξύ άλλων, που είναι Ρώσοι υπήκοοι, έλαβαν γνώση της διαδικασίας εναντίον τους με εισήγηση ότι η επίδοση θα έπρεπε να ακυρωθεί διότι αφενός δεν υπήρξε ενδιαμέσως συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, μέλη του οποίου είναι οι αιτητές, και επομένως δεν έλαβαν το κατηγορητήριο και, αφετέρου, δεν επιδόθηκε σ' αυτούς το κατηγορητήριο σε γλώσσα κατανοητή γι' αυτούς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 18(Ι)/2014.
Το Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω θέσεις, θεωρώντας ότι οι τρόποι επίδοσης που είχαν ήδη διαταχθεί να γίνουν με βάση την απόφαση του ημερ. 15.10.2014, ήταν ικανοί να φέρουν το κατηγορητήριο στη γνώση των κατηγορουμένων - παρόντων αιτητών. Έκρινε ότι με βάση τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το προηγηθέν διάταγμα και, ως εκ τούτου, καλή επίδοση στους κατηγορουμένους που τους αφορούσαν. Σε σχέση με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι ο κάθε κατηγορούμενος μπορούσε να τις επικαλεστεί αφού εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και αφού ενημερωθεί από την αρμοδία αρχή με επίσημη κοινοποίηση και ή άλλο τρόπο ότι είναι ύποπτος ή κατηγορείται για εκτέλεση αξιόποινης πράξης.
Περαιτέρω έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη και πριν την απόφαση του ημερ. 15.10.2014 για υποκατάστατη επίδοση, λάβει γνώση του κατηγορητηρίου, ο δε Νόμος δεν ακυρώνει τις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Επομένως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί οποιαδήποτε άλλη διαταγή αναφορικά με ζητήματα που προέκυπταν από την επίδοση του κατηγορητηρίου εφόσον η επίδοση στους κατηγορούμενους είχε ήδη γίνει και ήταν ορθή, με αποτέλεσμα να είχαν λάβει γνώση της εναντίον τους εκκρεμούσας διαδικασίας.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων οι αιτητές επιδίωξαν την ακύρωση τόσο του διατάγματος ημερ. 15.10.2014, όσο και της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 10.12.2014, διά της παροχής άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari, αλλά και άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος φύσεως Mandamus ώστε να διαταχθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο να ασκήσει τη δικαιοδοσία του και να ακούσει το αίτημα ακύρωσης και ή παραμερισμού του διατάγματος επίδοσης.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία και αρμοδιότητα του με εμφανές νομικό σφάλμα επί του πρακτικού εφόσον βασίστηκε στο Άρθρο 46 του Κεφ. 155, το οποίο προνοεί για επίδοση κλήσης στο έδαφος της Δημοκρατίας παραγνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, το Νόμο αρ. 172/79 και το Νόμο αρ. 23(Ι)/2001. Αυτό, διότι οι αιτητές είναι μόνιμοι κάτοικοι Ρωσίας με την οποία η Δημοκρατία έχει υιοθετήσει ειδικό νομοθετικό και διαδικαστικό πλαίσιο επίδοσης.
β) Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη μαρτυρία ως προς τη γλώσσα ή γλώσσες που είναι δυνατό να κατανοούν οι αιτητές ως προς τη φύση και το λόγο έγερσης των εναντίον τους κατηγοριών.
γ) Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη Συνθήκη μεταξύ της Δημοκρατίας και της Ε.Σ.Σ.Δ., που κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 172/86, που διέπει την επίδοση στην προκείμενη περίπτωση, αλλά ενήργησε επί τη βάσει άρθρου της Ποινικής Δικονομίας που δεν έχει εφαρμογή, ενώ αρνήθηκε στη συνέχεια να εξετάσει θέμα ακύρωσης όταν προφορικά ζητήθηκε από το Δικαστήριο να επιληφθεί του θέματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υπό κρίση αίτηση ήταν παντελώς αβάσιμη. Τα ίδια τα γεγονότα που εμπεριέχονταν στην αίτηση και στα όσα έγγραφα και τεκμήρια οι ίδιοι οι αιτητές καθηκόντως έθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν πιστοποιούσαν όσα προβάλλονταν ως προς το ότι οι αιτητές δεν είχαν λάβει γνώση ή δεν τους επιδόθηκε δεόντως το κατηγορητήριο.
2. Από το σύνολο των δεδομένων που καταγράφονταν στα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου προέκυπτε κατάχρηση της όλης διαδικασίας με την προώθηση της παρούσας αίτησης υπό το φως των όλων γεγονότων. Κατά δεύτερο λόγο, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να εξετάσει, όπως εκ των υστέρων και λανθασμένα αναφερόταν στην υπό κρίση αίτηση, το ενδεχόμενο ακυρότητας του εκδοθέντος υπ' αυτού διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης.
3. Αντίθετα, εξέτασε τα όσα λέχθηκαν και εύλογα αποφάσισε ότι το ζήτημα ήταν ήδη λελυμένο με το διάταγμα που εκδόθηκε και το οποίο είχε ουσιαστικά επιτύχει το σκοπό του εφόσον υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των αιτητών από δικηγόρο.
4. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι ο περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμος αρ. 18(Ι)/2014, για τις πρόνοιες του οποίου έγινε πολύς λόγος στο κατώτερο Δικαστήριο, ουδόλως αναφέρεται ως υποστηρικτική βάση της υπό κρίση αίτησης για παροχή άδειας.
5. Επομένως τα όσα ζητήματα και επιχειρήματα τέθηκαν στη βάση των προνοιών του Νόμου αυτού, κατέρρεαν. Επίδοση στους αιτητές είχε ήδη επιτευχθεί και οι αιτητές είχαν ήδη λάβει γνώση της διαδικασίας. Και περαιτέρω ο Νόμος αυτός δεν ακυρώνει ή υποκαθιστά τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
6. Το αντικείμενο ακριβώς που είχε να επιλύσει το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν η παροχή διερμηνείας ή άλλων βοηθημάτων κάτω από το Νόμο αρ. 18(Ι)/2014, αλλά κατά πόσο η επίδοση είχε επιτευχθεί ορθά και το κατηγορητήριο είχε περιέλθει στη γνώση των αιτητών. Και αυτό σαφώς έγινε εφόσον υπήρξε εκ μέρους τους εμφάνιση.
7. Εύλογα το Δικαστήριο χρησιμοποίησε προς τούτο τις διατάξεις του Άρθρου 46(1Α) που εισήχθηκε στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 155 με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 42(Ι)/2014, ημερ. 4.4.2014, που επιτρέπει την υποκατάστατη επίδοση κατηγορητηρίου, όπου η συνήθης επίδοση που προβλέπεται από το Άρθρο 46, δεν επιτυγχάνεται ή δεν τελεσφορεί.
8. Το Δικαστήριο ρητά στο σκεπτικό της απόφασης του που οδήγησε στην έκδοση των διαταγμάτων υποκατάστατης επίδοσης σημείωσε και έτσι είχε αναφέρει και ο συνήγορος της κατηγορούσας εταιρείας, ότι είχε και προηγουμένως επιτευχθεί επίδοση στους διοικητικούς συμβούλους, οι οποίοι και γνώριζαν για την όλη διαδικασία.
9. Όμως επειδή δεν εμφανίστηκαν, και δεν ζητήθηκε τότε ένταλμα σύλληψης, η προσπάθεια για νέα επίδοση είχε δυσκολίες διότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος στην τράπεζα.
10. Ούτε το επιχείρημα ότι οι αιτητές είναι μόνιμοι κάτοικοι Ρωσίας ήταν ικανό για να ακυρωθεί το Διάταγμα ημερ. 15.10.2014. Οι αιτητές, πέραν του ότι περιγράφονται στο κατηγορητήριο ως από τη Λευκωσία, ήταν παραδεκτά, διοικητικοί σύμβουλοι της Τράπεζας Κύπρου, επίσης κατηγορούμενης.
11. Η σκέψη του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο ή τρόπους γνωστοποίησης του κατηγορητηρίου σ' αυτούς ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
12. Δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά, οποιαδήποτε ζητήματα που αφορούσαν στην επίδοση του κατηγορητηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης μεταξύ της Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νόμιμης Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου, Νόμου αρ. 172/1986, αλλά ούτε ζητήματα στη βάση του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου αρ. 23(Ι)/2001, ώστε να αποφασιστούν από αυτό.
13. Δεν είναι θέματα που επιτρέπεται εκ των υστέρων να εγείρονται και μάλιστα στην προνομιακή διαδικασία ως δεικνύοντα ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του ή ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία.
14. Είναι δε πολύ αμφίβολο αν η Συνθήκη έχει καθόλου εφαρμογή στα υπό κρίση δεδομένα. Η Συνθήκη είναι διακρατική, μεταξύ της Δημοκρατίας και της τότε Ε.Σ.Σ.Δ., και συμφώνως του Άρθρου 4 αυτής, η παροχή νομικής συνδρομής μεταξύ των συμβαλλομένων μερών γίνεται μέσω της διπλωματικής οδού και από τις αρχές των μερών. Η παρούσα υπόθεση αφορά ιδιωτική ποινική δίωξη και, επομένως, όχι τις αρχές των συμβαλλομένων μελών.
15. Περαιτέρω, όπως υπεδείχθη στους συνηγόρους κατά τη συζήτηση της παρούσας αίτησης, το σκεπτικό του Δικαστηρίου με το οποίο εκδόθηκαν τα δύο διατάγματα υποκατάστατης επίδοσης στις 15.10.2014, έτυχαν αναθεώρησης από το ίδιο το Δικαστήριο στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του στις 17.11.2014.
16. Επομένως, το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης ενσωματώθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση του ημερ. 17.11.2014. Αυτό σημαίνει ότι το διάταγμα ημερ. 15.10.2014 δεν μπορεί πλέον να προσβάλλεται αυτοτελώς και η παρούσα αίτηση σ' ό,τι αφορούσε στην παροχή άδειας για certiorari για αυτό το διάταγμα ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένη, καταχωρηθείσα μόλις στις 5.3.2015.
17. Απέρρεε όμως και κάτι άλλο. Ότι οι αιτητές επιχείρησαν (είναι δε αμφίβολο αν δύναντο να το πράξουν), την αναθεώρηση του διατάγματος ημερ. 15.10.2014, όταν στις 17.11.2014, έστω με τον ανορθόδοξο και αντιφατικό, ως ανωτέρω περιγράφεται, τρόπο, έθεσαν θέμα ακύρωσης του διατάγματος.
18. Δεν μπορούσαν συνεπώς επειδή δεν ικανοποιήθηκαν να επεδίωκαν την υπέρ τους επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ακόμη και για την απόφαση ημερ. 17.11.2014, οι αιτητές χωρίς επαρκή ή πειστική αιτιολογία επέδειξαν υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
19. Περαιτέρω δε, η ιδιωτική ποινική δίωξη δεν μπορεί να μετατρέπεται σε αστική διαδικασία ζητώντας παραμερισμό της επίδοσης ώστε να ακολουθούν αιτήματα για προνομιακά εντάλματα στο Ανώτατο Δικαστήριο.
20. Στην προκείμενη περίπτωση, όχι μόνο έγινε κανονική επίδοση, αλλά το Δικαστήριο προχώρησε να ορίσει την υπόθεση στις 14.1.2015 για απάντηση για τους αιτητές. Και αυτό στη βάση δήλωσης της κας Πολυβίου στις 10.12.2014, μετά την έκδοση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, ότι θα ενημέρωνε τον κ. Βασιλειάδη που εμφανίσθηκε για τους αιτητές για το ότι η υπόθεση παρέμεινε για απάντηση στις 14.1.2015.
21. Όπως οι συνήγοροι πληροφόρησαν το Ανώτατο Δικαστήριο η ποινική υπόθεση ήταν ορισμένη για Ακρόαση και εκεί μπορούν να εγερθούν οι όποιες θέσεις μπορούσαν βάσιμα και νόμιμα να προβληθούν δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Αυτό είναι και το μόνο πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να εκδικάζεται μια ποινική υπόθεση. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί κατάχρηση της όλης διαδικασίας και ανεπίτρεπτη παρεμπόδιση του δικαστικού έργου.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,
Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,
R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499,
Χατζηρούσσου υπό την ιδιότητα του ως παραλήπτη της Y. Liasides Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1703.
Αίτηση.
Φ. Ζωμενής με Χρ. Κληρίδη και Α. Καραμανώλη, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο πλαίσιο της καταχωρηθείσας στις 10.4.2014 ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης υπ' αρ. 8599/2014, εξέδωσε στις 15.10.2014, μετά από αίτημα της κατηγορούσας εταιρείας, διάταγμα με το οποίο επετράπη η επίδοση του κατηγορητηρίου σε αριθμό κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και των παρόντων αιτητών, διά δημοσιεύσεως σε μια ελληνόφωνη εφημερίδα παγκύπριας εμβέλειας και καθημερινής κυκλοφορίας τόσο στην Ελληνική, όσο και στην Αγγλική γλώσσα, με ταυτόχρονη δημοσίευση και του ίδιου του διατάγματος.
Εξέδωσε περαιτέρω διάταγμα επιτρέπον την επίδοση στους κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων και στους παρόντες αιτητές, διά επιδόσεως του κατηγορητηρίου στους φύλακες που βρίσκονται στα κεντρικά γραφεία της κατηγορουμένης 1, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, στη διεύθυνση της στη Λευκωσία. Σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου και οι δύο τρόποι επίδοσης θα έπρεπε να ικανοποιηθούν. Η υπόθεση παρέμεινε για επίδοση στις 17.11.2014.
Στις 10.12.2014, το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με αντικείμενο αιτήματα που τέθηκαν από συνηγόρους των κατηγορουμένων προφορικά στις 17.11.2014. Μεταξύ των θεμάτων αυτών ήταν και η εφαρμογή του Νόμου αρ. 18(Ι)/2014 που κατά την άποψη των κατηγορουμένων 3, 13, 14, 15 και 16, (οι παρόντες αιτητές είναι οι κατηγορούμενοι 15 και 16), έπρεπε να διέπει το θέμα της επίδοσης. Το Δικαστήριο ανεφέρθη στην απόφαση του στο ιστορικό των επιδόσεων σημειώνοντας ότι για τους παρόντες αιτητές-κατηγορουμένους 15 και 16, υπήρχαν ήδη ένορκες δηλώσεις προσωπικής επίδοσης στις 25.4.2014. Εμφανίσθηκαν διάφοροι δικηγόροι για διάφορους κατηγορούμενους και απεσύρθηκαν οι κατηγορίες εναντίον ορισμένων κατηγορουμένων. Τέθηκε ζήτημα κατά πόσο οι αιτητές, μεταξύ άλλων, που είναι Ρώσοι υπήκοοι, έλαβαν γνώση της διαδικασίας εναντίον τους με εισήγηση ότι η επίδοση θα έπρεπε να ακυρωθεί διότι αφενός δεν υπήρξε ενδιαμέσως συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, μέλη του οποίου είναι οι αιτητές, και επομένως δεν έλαβαν το κατηγορητήριο και, αφετέρου, δεν επιδόθηκε σ' αυτούς το κατηγορητήριο σε γλώσσα κατανοητή γι' αυτούς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 18(Ι)/2014.
Το Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω θέσεις, θεωρώντας ότι οι τρόποι επίδοσης που είχαν ήδη διαταχθεί να γίνουν με βάση την απόφαση του ημερ. 15.10.2014, ήταν ικανοί να φέρουν το κατηγορητήριο στη γνώση των κατηγορουμένων - παρόντων αιτητών. Έκρινε ότι με βάση τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το προηγηθέν διάταγμα και, ως εκ τούτου, καλή επίδοση στους κατηγορουμένους που τους αφορούσαν. Σε σχέση με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι ο κάθε κατηγορούμενος μπορούσε να τις επικαλεστεί αφού εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και αφού ενημερωθεί από την αρμοδία αρχή με επίσημη κοινοποίηση και ή άλλο τρόπο ότι είναι ύποπτος ή κατηγορείται για εκτέλεση αξιόποινης πράξης.
Περαιτέρω έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη και πριν την απόφαση του ημερ. 15.10.2014 για υποκατάστατη επίδοση, λάβει γνώση του κατηγορητηρίου, ο δε Νόμος δεν ακυρώνει τις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ο οποίος ρυθμίζει και δικονομικά ζητήματα περιλαμβανομένου του θέματος της επίδοσης κατηγορητηρίου. Επομένως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί οποιαδήποτε άλλη διαταγή αναφορικά με ζητήματα που προέκυπταν από την επίδοση του κατηγορητηρίου εφόσον η επίδοση στους κατηγορούμενους είχε ήδη γίνει και ήταν ορθή, με αποτέλεσμα να είχαν λάβει γνώση της εναντίον τους εκκρεμούσας διαδικασίας.
Υπήρξε και περαιτέρω αίτημα που αφορούσε στην αναγκαιότητα προσωπικής παρουσίας των κατηγορουμένων ως διοικητικών συμβούλων, του Δικαστηρίου αποφασίζοντος ότι οι κατηγορούμενοι ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, υπέχοντες θέση διευθυντή, ενέπιπταν στην εξαίρεση του Άρθρου 45(1)(α) του Κεφ. 155 και συνεπώς η παρουσία τους στο Δικαστήριο δεν ήταν απαραίτητη, εκτός από το στάδιο της ακρόασης.
Στη βάση των πιο πάνω συνοπτικών δεδομένων οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση τόσο του διατάγματος ημερ. 15.10.2014, όσο και της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 10.12.2014, διά της παροχής άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari, αλλά και άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος φύσεως Mandamus ώστε να διαταχθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο να ασκήσει τη δικαιοδοσία του και να ακούσει το αίτημα ακύρωσης και ή παραμερισμού του διατάγματος επίδοσης. Αναφέρεται στην αίτηση και την σχετική έκθεση ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία και αρμοδιότητα του με εμφανές νομικό σφάλμα επί του πρακτικού εφόσον βασίστηκε στο Άρθρο 46 του Κεφ. 155, το οποίο προνοεί για επίδοση κλήσης στο έδαφος της Δημοκρατίας παραγνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, το Νόμο αρ. 172/79 και το Νόμο αρ. 23(Ι)/2001. Αυτό, διότι οι αιτητές είναι μόνιμοι κάτοικοι Ρωσίας με την οποία η Δημοκρατία έχει υιοθετήσει ειδικό νομοθετικό και διαδικαστικό πλαίσιο επίδοσης.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη μαρτυρία ως προς τη γλώσσα ή γλώσσες που είναι δυνατό να κατανοούν οι αιτητές ως προς τη φύση και το λόγο έγερσης των εναντίον τους κατηγοριών. Πρόσθετα, τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου στις 17.11.2014, ότι εφόσον οι αιτητές έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Ρωσία και δεν ήταν παρόντες σε καμιά ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, το υπόβαθρο επί του οποίου εκδόθηκε η υποκατάστατη επίδοση κατέρρευσε, και, επομένως, έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης του διατάγματος.
Οι συνήγοροι των αιτητών αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκαν στην ουσία στα πιο πάνω, επιμένοντας στη θέση τους ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για την παροχή άδειας. Υποστήριξαν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη Συνθήκη μεταξύ της Δημοκρατίας και της Ε.Σ.Σ.Δ., που κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 172/86, που διέπει την επίδοση στην προκείμενη περίπτωση, αλλά ενήργησε επί τη βάσει άρθρου της Ποινικής Δικονομίας που δεν έχει εφαρμογή, ενώ αρνήθηκε στη συνέχεια να εξετάσει θέμα ακύρωσης όταν προφορικά ζητήθηκε από το Δικαστήριο να επιληφθεί του θέματος. Περαιτέρω, ότι αρχικά εμφανίσθηκαν όταν οι αιτητές ήταν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, άλλοι δικηγόροι εκ μέρους τους, αλλά ανέλαβαν μετέπειτα οι ίδιοι ως δικηγόροι τους. Σημειώνεται εδώ ότι, σύμφωνα με την παρ. 5.2 της υποστηρικτικής της παρούσας αίτησης ένορκης δήλωσης του Πέτρου Βαρνάβα, οι αιτητές διετέλεσαν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου από 10.9.2013 έως 20.11.2014.
Είναι γνωστό ότι όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ' εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και ούτε έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο προσφέρεται ανάλογα με τα δεδομένα μιας υπόθεσης, (Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.).
Η υπό κρίση αίτηση είναι παντελώς αβάσιμη. Κατά αρχάς, τα ίδια τα γεγονότα που εμπεριέχονται στην αίτηση και στα όσα έγγραφα και τεκμήρια οι ίδιοι οι αιτητές καθηκόντως έθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν πιστοποιούν όσα τώρα προβάλλονται ως προς το ότι οι αιτητές δεν είχαν λάβει γνώση ή δεν τους επιδόθηκε δεόντως το κατηγορητήριο. Παρατηρείται από τα όλα δεδομένα ότι υπάρχει μια γενική αταξία όσον αφορά τις εμφανίσεις εκ μέρους των αιτητών, εν πάση δε περιπτώσει υπήρξαν εκ μέρους των παρόντων αιτητών εμφανίσεις από δικηγόρους που δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων με τους χειρισμούς που γίνονται στην παρούσα αίτηση να εξουδετερωθούν. Στο πρακτικό που τηρήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 15.10.2014, ζητήθηκε από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής να εκδοθεί διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη επιτευχθεί επίδοση, επειδή οι κατηγορούμενοι δεν είχαν εμφανισθεί και δεν είχε ζητηθεί εναντίον τους ένταλμα σύλληψης. Θα έπρεπε επομένως να γίνει νέα επίδοση.
Το Δικαστήριο όμως θεώρησε, και ορθά, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη γνώση της διαδικασίας διότι είχε διαταχθεί επίδοση από προηγούμενο Δικαστήριο. Μάλιστα, στην απόφαση του ημερ. 10.12.2014, καταγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια τα όσα είχαν ήδη προηγηθεί και τα οποία δεν αμφισβητούνται από τους εδώ αιτητές με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Στις σελ. 4-5, αναφέρεται ότι για τους αιτητές, μεταξύ άλλων, είχε καταχωρηθεί σημείωμα εμφάνισης στις 6.5.2014, από την κα Στέλλα Πολυβίου, εκ μέρους των Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, ενώ στις 25.4.2014 υπήρχαν ήδη ένορκες δηλώσεις προσωπικής επίδοσης στους αιτητές. Η υπόθεση παρέμεινε για απάντηση στις 13.5.2014 διότι εκκρεμούσε αίτημα στο Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή ποινικής δίωξης. Δεν ζητήθηκαν συνεπώς εντάλματα σύλληψης. Στις 17.6.2014, όμως, η κα Πολυβίου εμφανίστηκε μόνο για τους κατηγορούμενους 1, 17, 18 και 19.
Είναι με αυτά τα δεδομένα που ζητήθηκε εκ νέου επίδοση. Στη βάση του νέου Άρθρου 46(1Α) του Κεφ. 155, υπήρχε ευρεία διακριτική ευχέρεια υποκατάστατης επίδοσης και του τρόπου αυτής, και εάν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η επίδοση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του Άρθρου 46, το Δικαστήριο μπορεί μετά από προφορικό αίτημα της κατηγορούσας αρχής να διατάξει επίδοση με άλλο τρόπο που θα θεωρήσει δίκαιο. Αυτό έπραξε το Δικαστήριο έχοντας κατά νου, όπως ρητά ανέφερε, ότι ο οποιοσδήποτε άλλος τρόπος θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι κατηγορούμενοι θα λάβουν γνώση της υπόθεσης που εκκρεμεί εναντίον τους. Εξέδωσε, επομένως, το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης ημερ. 15.10.2014 επιτρέποντας την επίδοση του κατηγορητηρίου διά δημοσιεύσεως σε ελληνόφωνη εφημερίδα, τόσο στα Ελληνικά, όσο και στα Αγγλικά, καθώς και διάταγμα που να επιτρέπει την επίδοση στους αιτητές μέσω της επίδοσης του κατηγορητηρίου στους φύλακες στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Κύπρου, κατηγορουμένης 1 στην υπόθεση. Εύστοχα το Δικαστήριο ζήτησε ρητά όπως ικανοποιηθούν και οι δύο τρόποι επίδοσης.
Στη συνέχεια όρισε την υπόθεση για επίδοση σε διάφορους κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων και στους αιτητές, στις 17.11.2014. Σύμφωνα με πρακτικό που τηρήθηκε εκείνη την ημέρα εμφανίσθηκε για τους κατηγορουμένους 15 και 16, παρόντες αιτητές, η κα Μαργώνη για τον κ. Βασιλειάδη, λέγοντας τα εξής: «Έχω την εντύπωση ότι δεν έχει δοθεί καθόλου σημείωμα εμφάνισης. Να το δώσω τώρα για να υπάρχει στο φάκελο.» Στο πρακτικό που επίσης τηρήθηκε στις 17.11.2014, το Δικαστήριο, αφού ανέτρεξε σε όλα τα προηγηθέντα πρακτικά, βεβαίωσε ότι πράγματι υπήρξε εμφάνιση από το γραφείο Χρ. Βασιλειάδη για τους αιτητές, ενώ στη σελ. 6 των πρακτικών, η κα Μαργώνη καταγράφεται επίσης να λέει: «Όσον αφορά τους κατηγορούμενους 15 και 16 εμφανίζομαι Μαργώνη για το γραφείο του κυρίου Βασιλειάδη.». Το Δικαστήριο με αυτά τα δεδομένα προχώρησε περαιτέρω και καταχώρησε στο φάκελο ως έγγραφο Α, έντυπο - απόσπασμα από την εφημερίδα «Πολίτης» ημερ. 27.10.2014, καθώς και ως έγγραφο Β, ένορκη δήλωση ιδιώτη δικαστικού επιδότη, ημερ. 4.11.2014.
Την ίδια ημέρα 17.11.2014, οι δικηγόροι Στέλλα Πολυβίου, Ηλίας Στεφάνου και Γιώργος Μίττλετον εμφανίσθηκαν για άλλους κατηγορουμένους. Τέθηκε από αυτούς θέμα παρουσίας των κατηγορουμένων στους οποίους επιδόθηκε το κατηγορητήριο στο Δικαστήριο δυνάμει του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης. Περαιτέρω, όμως, ο κ. Στεφάνου επισήμανε στα πλαίσια αγόρευσης για τους κατηγορουμένους 3, 13, 14, 15 και 16, για τους οποίους και δεν εμφανιζόταν, ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει γνώση ορισμένων γεγονότων προς διευκόλυνση του δικαστικού έργου. Το Δικαστήριο έδωσε τη δυνατότητα στον κ. Στεφάνου να ακουστεί εφόσον εκπροσωπούσε και την κατηγορουμένη 1 εταιρεία, την Τράπεζα Κύπρου, προσφέροντας εκ μέρους της κάποιες πληροφορίες, με τον συνήγορο να αναφέρει ότι από την ημερομηνία της δημοσίευσης της υποκατάστατης επίδοσης στην εφημερίδα δεν συνήλθε το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας και οι κατηγορούμενοι ουδέποτε βρίσκονταν στην Κύπρο κατά τον χρόνο της δημοσίευσης. Πρόσθετα, ζήτησε «.. παρόλο που η εκτέλεση της οδηγίας του διατάγματος του Δικαστηρίου έγινε ορθά», ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να δώσει νέα οδηγία ώστε να επιτευχθεί επίδοση του κατηγορητηρίου στους κατηγορούμενους στην αλλοδαπή. Κατά δεύτερο λόγο, ο κ. Στεφάνου αναφέρθηκε στην εφαρμογή του Νόμου αρ. 18(Ι)/2014, που εκδόθηκε στη βάση της Οδηγίας 2010/64 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως προς το ότι τα έγγραφα θα πρέπει να μεταφράζονται στη μητρική γλώσσα των κατηγορουμένων ώστε να αντιλαμβάνονται την υπόθεση εναντίον τους, αλλά και τη σοβαρότητα της, δίδοντας τους έτσι το δικαίωμα να διορίσουν δικηγόρο της επιλογής τους.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο πολύ ορθά υπέδειξε στο τέλος της ημέρας στον κ. Στεφάνου ότι δεν εκπροσωπούσε τους κατηγορούμενους για τους οποίους προέβηκε στις πιο πάνω επισημάνσεις και άρα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την επίδοση. Ο συνήγορος ρητά ανέφερε προς το Δικαστήριο ότι δεν προσπαθούσε να αμφισβητήσει την προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση, απλά έθετε κάποια νέα δεδομένα. Άλλωστε, τα όσα αναφέρθηκαν από τον κ. Στεφάνου ήταν άσχετα και ουδόλως είχαν θέση στην όλη διαδικασία. Το ζητούμενο δεν ήταν αν συνήλθε ποτέ το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας διότι δεν ήταν αυτές οι οδηγίες του Δικαστηρίου ως προς την υποκατάστατη επίδοση. Το Δικαστήριο δεν έδωσε οδηγίες να επιδοθεί το κατηγορητήριο στο διοικητικό συμβούλιο ή την ώρα που αυτό συνεδρίαζε. Οι οδηγίες ήταν να επιδοθεί στους φύλακες και μετά ήταν ευθύνη αυτών και της Τράπεζας Κύπρου να μεριμνήσουν για τα υπόλοιπα.
Προκύπτει λοιπόν ευθέως από τα πιο πάνω ότι τα όσα λέχθηκαν από τον κ. Στεφάνου για τους κατηγορούμενους εκείνους για τους οποίους ανέλαβε από μόνος του να προβεί στις σχετικές επισημάνσεις προς το Δικαστήριο, δεν μπορούσαν να ληφθούν νόμιμα και/ή βάσιμα υπόψη εφόσον δεν είχε καμία προς τούτο εξουσιοδότηση από τους ίδιους. Δεύτερο, για τους παρόντες αιτητές κατηγορουμένους 15 και 16, όπως ήδη αναφέρθηκε, υπήρξε, και έτσι καταγράφηκε, εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου από συνήγορο εκ μέρους του κ. Χριστόδουλου Βασιλειάδη, το γραφείο του οποίου σήμερα ανεπίτρεπτα επιδιώκει την παροχή άδειας προς ανατροπή όλων των ανωτέρω.
Υπάρχει συνεπώς κατάχρηση της όλης διαδικασίας με την προώθηση της παρούσας αίτησης υπό το φως των όλων γεγονότων. Κατά δεύτερο λόγο, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να εξετάσει, όπως εκ των υστέρων και λανθασμένα αναφέρεται στην υπό κρίση αίτηση, το ενδεχόμενο ακυρότητας του εκδοθέντος υπ' αυτού διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης. Αντίθετα, εξέτασε τα όσα λέχθηκαν και εύλογα αποφάσισε ότι το ζήτημα ήταν ήδη λελυμένο με το διάταγμα που εκδόθηκε και το οποίο είχε ουσιαστικά επιτύχει το σκοπό του εφόσον υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των αιτητών από δικηγόρο.
Να σημειωθεί περαιτέρω ότι ο περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμος αρ. 18(Ι)/2014, για τις πρόνοιες του οποίου έγινε πολύς λόγος στο κατώτερο Δικαστήριο, ουδόλως αναφέρεται ως υποστηρικτική βάση της υπό κρίση αίτησης για παροχή άδειας. Επομένως τα όσα ζητήματα και επιχειρήματα τέθηκαν στη βάση των προνοιών του Νόμου αυτού, καταρρέουν. Πολύ ορθά, άλλωστε, το Δικαστήριο διέγνωσε ότι ο Νόμος αρ. 18(Ι)/2014 δεν σχετίζεται με θέματα επίδοσης κατηγορητηρίου, αλλά με την παροχή διερμηνείας και μετάφρασης εγγράφων εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και αφού έχει ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή με επίσημο τρόπο ότι είναι ύποπτος ή κατηγορείται για αξιόποινη πράξη. Επίδοση στους αιτητές είχε ήδη επιτευχθεί και οι αιτητές είχαν ήδη λάβει γνώση της διαδικασίας. Και περαιτέρω ότι ο Νόμος αυτός δεν ακυρώνει ή υποκαθιστά τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Το αντικείμενο ακριβώς που είχε να επιλύσει το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν η παροχή διερμηνείας ή άλλων βοηθημάτων κάτω από το Νόμο αρ. 18(Ι)/2014, αλλά κατά πόσο η επίδοση είχε επιτευχθεί ορθά και το κατηγορητήριο είχε περιέλθει στη γνώση των αιτητών. Και αυτό σαφώς έγινε εφόσον υπήρξε εκ μέρους τους εμφάνιση. Εύλογα το Δικαστήριο χρησιμοποίησε προς τούτο τις διατάξεις του Άρθρου 46(1Α) που εισήχθηκε στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 155 με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 42(Ι)/2014, ημερ. 4.4.2014, που επιτρέπει την υποκατάστατη επίδοση κατηγορητηρίου, όπου η συνήθης επίδοση που προβλέπεται από το Άρθρο 46, δεν επιτυγχάνεται ή δεν τελεσφορεί. Το Δικαστήριο ρητά στο σκεπτικό της απόφασης του που οδήγησε στην έκδοση των διαταγμάτων υποκατάστατης επίδοσης σημείωσε και έτσι είχε αναφέρει και ο συνήγορος της κατηγορούσας εταιρείας, ότι είχε και προηγουμένως επιτευχθεί επίδοση στους διοικητικούς συμβούλους, οι οποίοι και γνώριζαν για την όλη διαδικασία. Όμως επειδή δεν εμφανίστηκαν, και δεν ζητήθηκε τότε ένταλμα σύλληψης, η προσπάθεια για νέα επίδοση είχε δυσκολίες διότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος στην τράπεζα.
Ούτε το επιχείρημα ότι οι αιτητές είναι μόνιμοι κάτοικοι Ρωσίας ήταν ικανό για να ακυρωθεί το Διάταγμα ημερ. 15.10.2014. Οι αιτητές, πέραν του ότι περιγράφονται στο κατηγορητήριο ως από τη Λευκωσία, ήσαν παραδεκτά, διοικητικοί σύμβουλοι της Τράπεζας Κύπρου, επίσης κατηγορούμενης. Η σκέψη του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο ή τρόπους γνωστοποίησης του κατηγορητηρίου σ' αυτούς ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά, οποιαδήποτε ζητήματα που αφορούσαν στην επίδοση του κατηγορητηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου, Νόμου αρ. 172/1986, αλλά ούτε ζητήματα στη βάση του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου αρ. 23(Ι)/2001, ώστε να αποφασιστούν από αυτό.
Οι πρόνοιες των ως άνω νομοθεσιών τίθενται για πρώτη φορά και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή περαιτέρω σχολιασμό, στην υπό κρίση αίτηση. Κακώς όμως. Αγορεύοντας οι συνήγοροι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχθηκαν ότι δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι πρόνοιες της Συνθήκης, αλλά έπρεπε το ίδιο να ακολουθήσει την ορθόδοξη διαδικασία που καθορίζεται στη Συνθήκη. Εξηγήθηκε όμως ήδη πιο πάνω ότι οι αιτητές, όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι, περιγράφονται στο κατηγορητήριο ως προερχόμενοι από τη Λευκωσία και, επομένως, κατά λογική ακολουθία, ως διοικητικοί σύμβουλοι της Τράπεζας Κύπρου κατηγορουμένης 1, είχαν έδρα τους για σκοπούς των αποφάσεων της Τράπεζας Κύπρου για τις οποίες και κατηγορούνται συμφώνως του κατηγορητηρίου, τη Λευκωσία. Και, όπως επίσης αναφέρθηκε προηγουμένως, ο κ. Στεφάνου ο οποίος προώθησε ορισμένα θέματα σε σχέση και με τους παρόντες αιτητές, ουδέν ανέφερε σε σχέση με την πιο πάνω Συνθήκη και την εφαρμογή της. Δεν είναι επομένως θέματα που επιτρέπεται εκ των υστέρων να εγείρονται και μάλιστα στην προνομιακή διαδικασία ως δεικνύοντα ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του ή ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία. Να σημειωθεί δε και το εξής: είναι πολύ αμφίβολο αν η Συνθήκη έχει καθόλου εφαρμογή στα υπό κρίση δεδομένα. Η Συνθήκη είναι διακρατική, μεταξύ της Δημοκρατίας και της τότε Ε.Σ.Σ.Δ., και συμφώνως του Άρθρου 4 αυτής, η παροχή νομικής συνδρομής μεταξύ των συμβαλλομένων μερών γίνεται μέσω της διπλωματικής οδού και από τις αρχές των μερών («the authorities of the Contracting Parties shall communicate with each other through diplomatic channels»). Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 5, η παραγγελία νομικής συνδρομής υποβάλλεται από την «παραγγέλουσα αρχή» προς την «παραγγελόμενη αρχή». Η παρούσα υπόθεση αφορά ιδιωτική ποινική δίωξη και, επομένως, όχι τις αρχές των συμβαλλομένων μελών.
Περαιτέρω, όπως υπεδείχθη στους συνηγόρους κατά τη συζήτηση της παρούσας αίτησης, το σκεπτικό του Δικαστηρίου με το οποίο εκδόθηκαν τα δύο διατάγματα υποκατάστατης επίδοσης στις 15.10.2014, έτυχαν αναθεώρησης από το ίδιο το Δικαστήριο στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του στις 17.11.2014. Επομένως, το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης ενσωματώθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση του ημερ. 17.11.2014. Αυτό σημαίνει ότι το διάταγμα ημερ. 15.10.2014 δεν μπορεί πλέον να προσβάλλεται αυτοτελώς και η παρούσα αίτηση σ' ό,τι αφορά την παροχή άδειας για certiorari για αυτό το διάταγμα είναι ιδιαίτερα καθυστερημένη, καταχωρηθείσα μόλις στις 5.3.2015.
Απορρέει όμως και κάτι άλλο. Ότι οι αιτητές επιχείρησαν (είναι δε αμφίβολο αν δύναντο εν πάση περιπτώσει να το πράξουν), την αναθεώρηση του διατάγματος ημερ. 15.10.2014, όταν στις 17.11.2014, έστω με τον ανορθόδοξο και αντιφατικό, ως ανωτέρω περιγράφεται, τρόπο, έθεσαν θέμα ακύρωσης του διατάγματος. Δεν μπορούν συνεπώς επειδή δεν ικανοποιήθηκαν να επιδιώκουν την υπέρ τους επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ακόμη και για την απόφαση ημερ. 17.11.2014, οι αιτητές χωρίς επαρκή ή πειστική αιτιολογία επέδειξαν υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Η νομολογία δείχνει ότι επιβάλλεται αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα να καταχωρούνται το συντομότερο δυνατό εφόσον η προνομιακή θεραπεία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Καθυστέρηση στην επιδίωξη λήψης άδειας δημιουργεί κώλυμα στην επίτευξη του στόχου, (Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 68-70, παρ. 2.40-2.42, R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273 και Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499). Στην Χατζηρούσσου υπό την ιδιότητα του ως παραλήπτη της Y. Liasides Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1703, έγινε επίσης αναφορά ότι δεν είναι ορθό να υποβάλλονται αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα με αδικαιολόγητη καθυστέρηση ώστε να αφήνονται οι διάφορες διαδικασίες στο κατώτερο Δικαστήριο να προχωρούν, ή, αντίθετα να παρακωλύονται και αυτό με παραπομπή στα στην Αγγλία λαμβανόμενα δεδομένα, όπου με θεσμικές πρόνοιες, η αίτηση για προνομιακό ένταλμα καταχωρείτο αρχικά εντός προθεσμίας έξι μηνών και αργότερα εντός τριών μηνών. Αυτές ήταν και οι ανώτατες προθεσμίες. Μια αίτηση για προνομιακό ένταλμα πρέπει να καταχωρείται χωρίς καθυστέρηση.
Τέθηκε ως αιτιολογία από τους αιτητές και αναφέρεται αυτό και στην παρ. 9.8 της ένορκης δήλωσης που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση, ότι γίνονταν διαβουλεύσεις για την απόσυρση της υπόθεσης εναντίον των αιτητών μετά την αναζήτηση νομικής συμβουλής ως προς τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Και περαιτέρω ότι αποσύρθηκε από την κατηγορούσα αρχή στις 3.3.2015 το κατηγορητήριο εναντίον άλλων κατηγορουμένων και όχι εναντίον των αιτητών, ως ανέμεναν. Οι συνήγοροι πρόσθεσαν προφορικά κατά τη συζήτηση και το γεγονός ότι είχαν καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις άλλων συγκατηγορουμένων για προνομιακά εντάλματα στις οποίες χορηγήθηκε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο που φαίνεται να λειτούργησε προς την κατεύθυνση της απόσυρσης των κατηγοριών. Όμως, υποδείχθηκε σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι ήταν διαφορετικοί οι δικηγόροι που χειρίζονταν εκείνες τις υποθέσεις και, επομένως, εφόσον ο κάθε κατηγορούμενος έχει τη δική του αυτοτέλεια και τον δικό του νομικό σύμβουλο, οι παρόντες αιτητές κακώς καθυστέρησαν στην υποβολή της αίτησης για να ελέγξουν και εκείνοι το βάσιμο των εκδοθέντων διαταγμάτων από το κατώτερο Δικαστήριο. Τα όσα επομένως αναφέρθηκαν για να αιτιολογήσουν την καθυστέρηση δεν ευσταθούν.
Θα πρέπει εν κατακλείδι να σημειωθεί και το εξής. Η εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αφορά ποινική δίωξη, έστω και αν είναι ιδιωτικής φύσεως. Δεν έχει, δηλαδή, καταχωρηθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ιδιωτική ποινική δίωξη μπορεί να μετατρέπεται σε αστική διαδικασία ζητώντας παραμερισμό της επίδοσης ώστε να ακολουθούν αιτήματα για προνομιακά εντάλματα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Άλλος είναι ο σκοπός της ποινικής δίωξης, η οποία θα πρέπει με ταχύτητα να διεκπεραιώνεται ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Ολόκληρο το Κεφ. 155, ακόμη και μετά την προσθήκη του Άρθρου 46(1Α), δεν περιέχει καμιά πρόνοια για παραμερισμό επίδοσης.
Η ορθόδοξη διαδικασία σε σχέση με επίδοση σε ποινική υπόθεση είναι ότι η επίδοση ελέγχεται από το ίδιο το Δικαστήριο όταν κατατεθεί το επιδοτήριο. Αν τη βρει νόμιμη, και ο κατηγορούμενος είναι παρά ταύτα απών, εκδίδεται ένταλμα σύλληψης. Αν η επίδοση δεν ικανοποιήσει, διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση, (Γ.Μ. Πική: «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η έκδ. σελ. 137). Στην προκείμενη περίπτωση, όχι μόνο έγινε κανονική επίδοση, αλλά το Δικαστήριο προχώρησε να ορίσει την υπόθεση στις 14.1.2015 για απάντηση για τους αιτητές. Και αυτό στη βάση δήλωσης της κας Πολυβίου στις 10.12.2014, μετά την έκδοση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, ότι θα ενημέρωνε τον κ. Βασιλειάδη που εμφανίσθηκε για τους αιτητές για το ότι η υπόθεση παρέμεινε για απάντηση στις 14.1.2015. Όπως οι συνήγοροι πληροφόρησαν το Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτή είναι τώρα ορισμένη για ακρόαση στις 25.5.2015 και εκεί μπορούν να εγερθούν οι όποιες θέσεις μπορούν βάσιμα και νόμιμα να προβληθούν δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Αυτό είναι και το μόνο πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να εκδικάζεται μια ποινική υπόθεση. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί κατάχρηση της όλης διαδικασίας και ανεπίτρεπτη παρεμπόδιση του δικαστικού έργου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.