ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:A168
(2015) 1 ΑΑΔ 504
10 Μαρτίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 163/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση δανείου ― Ο διορισμός της τράπεζας, ανέκκλητα, ως εκπροσώπου του οφειλέτη «όπως εξ ονόματος και για λογαριασμό του διεκδικεί τα δικαιώματα της» δεν δημιουργούσε εμπίστευμα ή καταπίστευμα υπέρ του οφειλέτη ― Η εφεσίβλητη τράπεζα είχε, στην προκείμενη, το απόλυτο δικαίωμα και όχι την υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές και/ή μέρος τους σε οποιαδήποτε τιμή, όπως προνοεί η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, νοουμένου ότι το προϊόν τέτοιας πώλησης θα καταλογιζόταν προς όφελος του εφεσείοντα.
H αγωγή στην οποία αφορούσε η παρούσα έφεση, ηγέρθη από την εφεσίβλητη τράπεζα η οποία με σχετική επιστολή της τερμάτισε τη λειτουργία σύμβασης πίστωσης και της σύμβασης δανείου την οποία είχε συνάψει με τον εφεσείοντα, καλώντας τον να εξοφλήσει τα χρεωστικά του υπόλοιπα.
Ο εφεσείων ουδέποτε ανταποκρίθηκε ή πλήρωσε οτιδήποτε και ως εκ τούτου καταχωρίστηκε αγωγή εναντίον του.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων ήγειρε διάφορες υπερασπίσεις, οι οποίες περιλάμβαναν: (α) τη μη νομιμότητα και μη ορθότητα των τραπεζικών λογαριασμών και δοσοληψιών που έγιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ των διαδίκων, (β) ζήτημα ορθής ερμηνείας και νοήματος των συμβάσεων ενεχυρίασης μετοχών, και (γ) τη δημιουργία εξ υποσχέσεως κωλύματος (promissory estoppel), το οποίο, κατά τον εφεσείοντα, προέκυψε από υποσχέσεις που του έδωσε η εφεσίβλητη και από αλλαγή της θέσης του, επιβλαβή για τον ίδιο, η οποία ήταν αποτέλεσμα των υποσχέσεων της εφεσίβλητης, προς αυτόν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη απέδειξε το αγώγιμο δικαίωμα της.
Εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος του εφεσείοντα για τα απαιτούμενα ποσά.
Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Μη δίκαιη δίκη, εξαιτίας παρερμηνείας θεμελιωδών όρων της σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών.
β) Υπήρξε εσφαλμένη απόφαση αναφορικά με την απόδειξη των αγωγίμων δικαιωμάτων της εφεσίβλητης. Ο εφεσείων δεν όφειλε αθροιστικά το ποσό όλων των συμβάσεων πίστωσης, που υπέγραψε, αθροιστικά.
γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε ουσιώδη σφάλματα κατά την ερμηνεία των διαφόρων εγγράφων. Η εφεσίβλητη είχε υποχρεώσεις εμπιστευματοδόχου, έναντι του, αναφορικά με τις ενεχυριασθείσες μετοχές και είχε την υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές όταν αυτές βρίσκονταν σε ψηλή τιμή και να διαφυλάξει ουσιαστικά τα συμφέροντα του εφεσείοντα και όχι μόνον να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα.
δ) Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη της εισήγησης του εφεσείοντα για δημιουργία εξ υποσχέσεως κωλύματος ως επίσης και των υπερασπίσεων του, ενώ ήταν εσφαλμένη, και αυθαίρετη αξιολόγηση της μαρτυρίας και η απόρριψη της ανταπαίτησης του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν καθόλα ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.
2. Ήταν ορθή η πρωτόδικη θέση ότι οι επίδικες συμβάσεις, αφορούσαν όλες στον ίδιο λογαριασμό και ήταν συμβάσεις για παράταση χρόνου αποπληρωμής των υποχρεώσεων του εφεσείοντα και δεν ήταν ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι η κάθε επόμενη σύμβαση αντικαθιστούσε την προηγούμενη.
3. Κάτι τέτοιο αντίκειται στην κοινή λογική, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η γραμματική ερμηνεία των λέξεων «αύξηση ορίου» δείχνει ότι επρόκειτο πάντοτε για τον ίδιο λογαριασμό του οποίου αυξανόταν το εγκεκριμένο όριο.
4. Επιπρόσθετα ο εφεσείων παραδέχθηκε τις οφειλές του και το ύψος τους, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο και το εύρημα του αυτό δεν εφεσιβλήθηκε.
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έγινε οποιοσδήποτε παράνομος και αυθαίρετος συμψηφισμός εκ μέρους της εφεσίβλητης και ότι οι ενέργειες της και ο καταλογισμός των πληρωθέντων ποσών έναντι κεφαλαίου και τόκων έγινε σύννομα, σύμφωνα με το Άρθρο 62 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και τη σχετική νομολογία.
6. Για το ζήτημα της ενεχυρίασης των μετοχών του εφεσείοντα, ήταν επίσης ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ήταν προφανές ότι ο εφεσείων διόρισε την εφεσίβλητη τράπεζα, ανέκκλητα, σαν εκπρόσωπο του, όπως εξ ονόματος και για λογαριασμό του, διεκδικεί «τα δικαιώματα της». Προέκυπτε σαφώς ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν κατέστη εμπιστευματοδόχος των μετοχών του εφεσείοντα, ούτε και ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση ή καθήκον έναντι του.
7. Επομένως δεν τίθετο θέμα αμελούς άσκησης των καθηκόντων της. Αντίθετα, ο εφεσείων εκχώρησε όλα τα ενοχικά δικαιώματα που απορρέαν από τις ενεχυριασθείσες μετοχές και η εφεσίβλητη τράπεζα είχε, στην προκείμενη περίπτωση, το απόλυτο δικαίωμα και όχι την υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές και/ή μέρος τους σε οποιαδήποτε τιμή, όπως προνοεί η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, νοουμένου ότι το προϊόν τέτοιας πώλησης θα καταλογιζόταν προς όφελος του εφεσείοντα.
8. Το ζήτημα του εξ υποσχέσεως κωλύματος κατέρρευσε επίσης από τη στιγμή που οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και θεωρήθηκαν ότι βρίσκονταν και εκτός του πλαισίου των δικογραφημένων θέσεων του.
9. Η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας και η πρωτόδικη κρίση ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα βρίσκονταν εκτός δικογράφων, δεν είχε εφεσιβληθεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παχατουριάν ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002 ) 1 Α.Α.Δ. 322,
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479,
China & South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All E.R. 839,
Ανδρέου ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Χατζηϊωάννου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3521/2004), ημερομηνίας 24/3/2010.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Κ. Κακουλλή (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με οχτώ λόγους έφεσης.
Ο εφεσείων-εναγόμενος 1 εμφανίστηκε τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Εφετείου χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Φαίνεται όμως ότι προετοιμάστηκε καλά για την υπόθεση του την οποία παρουσίασε, κατά την κρίση μας, με επάρκεια.
Η εφεσίβλητη είναι τραπεζική εταιρεία, η οποία παραχώρησε στον εφεσείοντα, δυνάμει σύμβασης πίστωσης, πίστωση σε τρεχούμενο ανοιχτό λογαριασμό και συμφώνησε αρχικά να του παρέχει τραπεζικές ή άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις μέχρι του ορίου των £6.000.- Ακολούθησε σειρά συμβάσεων αύξησης πίστωσης σε τρεχούμενο λογαριασμό με αποτέλεσμα το όριο πίστωσης να ανέλθει στις £400.000.- Η εφεσίβλητη παραχώρησε επίσης σύμβαση δανείου στον εφεσείοντα για ποσό £610.000.-, το οποίο θα αποπληρωνόταν με τμηματικές καταθέσεις. Σε αντάλλαγμα της συμφωνίας της εφεσίβλητης να χορηγήσει ή να συνεχίσει να χορηγεί στον εφεσείοντα πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή δάνεια υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ενεχυρίασης μετοχών του εφεσείοντα (τεκμήριο 13). Με τη σύμβαση εκείνη ο εφεσείων ενεχυρίασε στην εφεσίβλητη μετοχές του στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ αλλά και τα δικαιώματα και τις απαιτήσεις του που απέρρεαν από αυτές, ως ασφάλεια πληρωμής κάθε ποσού που οφειλόταν ή θα οφειλόταν από τον εφεσείοντα.
Ακολούθησαν άλλες έξι συμβάσεις ενεχυρίασης μετοχών που αφορούσαν σε μετοχές του εφεσείοντα σε διάφορες τράπεζες (τεκμήρια 14-19). Επί όλων των μετοχών που ενεχυριάστηκαν δυνάμει των προαναφερόμενων συμβάσεων καταχωρίστηκαν σημειώματα επιβάρυνσης (memoranda) επί των μετοχών.
Ήταν ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης πως ο εφεσείων, μεταξύ των ετών 2001 και 2002, βρισκόταν σε παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, τόσο σε σχέση με την αποπληρωμή του δανείου, όσο και σε σχέση με το όριο του τρεχούμενου λογαριασμού του. Ως εκ τούτου ο εφεσείων κλήθηκε και υπέγραψε νέα σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης δύο ακινήτων του στη Λεμεσό.
Επειδή η αξία των ενεχυριασθεισών μετοχών δεν κάλυπτε τις οφειλές του εφεσείοντα, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, και επειδή ο εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις της εφεσίβλητης να παράσχει επαρκείς εξασφαλίσεις, με επιστολή της (τεκμήριο 28) η εφεσίβλητη τερμάτισε τη λειτουργία της σύμβασης πίστωσης και της σύμβασης δανείου και κάλεσε τον εφεσείοντα να εξοφλήσει τα χρεωστικά του υπόλοιπα, που ανέρχονταν σε £367.076,028 και £811.190,55.-, αντίστοιχα.
Ο εφεσείων ουδέποτε ανταποκρίθηκε ή πλήρωσε οτιδήποτε και ως εκ τούτου καταχωρίστηκε αγωγή εναντίον του.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων ήγειρε διάφορες υπερασπίσεις, οι οποίες περιλάμβαναν: (α) τη μη νομιμότητα και μη ορθότητα των τραπεζικών λογαριασμών και δοσοληψιών που έγιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ των διαδίκων, (β) ζήτημα ορθής ερμηνείας και νοήματος των συμβάσεων ενεχυρίασης μετοχών και (γ) τη δημιουργία εξ υποσχέσεως κωλύματος (promissory estoppel), το οποίο, κατά τον εφεσείοντα, προέκυψε από υποσχέσεις που του έδωσε η εφεσίβλητη και από αλλαγή της θέσης του, επιβλαβή για τον ίδιο, η οποία ήταν αποτέλεσμα των υποσχέσεων της εφεσίβλητης, προς αυτόν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη απέδειξε το αγώγιμο δικαίωμα της, απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντα αναφορικά με την ορθή ερμηνεία και την έννοια των συμβάσεων ενεχυρίασης μετοχών και απέρριψε επίσης και τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για δημιουργία, εξ υποσχέσεως κωλύματος της εφεσίβλητης να προωθήσει την υπόθεσή της. Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος του εφεσείοντα για τα απαιτούμενα ποσά τα οποία ανέρχονταν σε €963.737,01.- ως υπόλοιπο δυνάμει της σύμβασης πίστωσης και €1.513.403,48.- ως υπόλοιπο δυνάμει της σύμβασης δανείου, πλέον τόκους. Εξέδωσε επίσης και τρία διατάγματα τα οποία ζητούντο από την εφεσίβλητη. Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν σε κατ' ισχυρισμό μη δίκαιη δίκη, εξαιτίας ουσιαστικά παρερμηνείας θεμελιωδών όρων της σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών (τεκμήριο 13) (πρώτος λόγος έφεσης). Αφορούν επίσης σε εσφαλμένη απόφαση αναφορικά με την απόδειξη των αγωγίμων δικαιωμάτων της εφεσίβλητης.
Κατά τον εφεσείοντα η κάθε επόμενη σύμβαση πίστωσης αντικαθιστούσε την προηγούμενη σύμβαση πίστωσης, γινόταν δηλαδή «novation» και επομένως ο εφεσείων δεν όφειλε το ποσό όλων των συμβάσεων πίστωσης, αθροιστικά (δεύτερος λόγος έφεσης). Με τον τρίτο, έκτο, έβδομο και όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε ουσιώδη σφάλματα κατά την ερμηνεία των διαφόρων εγγράφων και ιδιαίτερα του τεκμηρίου 13. Ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρεώσεις εμπιστευματοδόχου, έναντι του, αναφορικά με τις ενεχυριασθείσες μετοχές και ότι είχε την υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές όταν αυτές βρίσκονταν σε ψηλή τιμή και να διαφυλάξει ουσιαστικά τα συμφέροντα του εφεσείοντα και όχι μόνον να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να απορρίψει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για δημιουργία εξ υποσχέσεως κωλύματος και με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να απορρίψει τις υπερασπίσεις του εφεσείοντα. Ο όγδοος λόγος έφεσης είναι γενικός και αφορά στην εσφαλμένη, παράνομη και αυθαίρετη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο και την απόρριψη της ανταπαίτησης του.
Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι καθόλα ορθή και δεόντως αιτιολογημένη. Ως προς την απόδειξη των αγωγίμων δικαιωμάτων της εφεσίβλητης εναντίον του εφεσείοντα συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι συμβάσεις, τεκμήρια 1-5 και 9-11, αφορούσαν όλες στον ίδιο λογαριασμό και ήταν συμβάσεις για παράταση χρόνου αποπληρωμής των υποχρεώσεων του εφεσείοντα και διαφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ότι η κάθε επόμενη σύμβαση αντικαθιστούσε την προηγούμενη. Κάτι τέτοιο αντίκειται στην κοινή λογική, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο δε συλλογισμός του εφεσείοντα περί εξόφλησης κάθε μιας από τις συμβάσεις ή εξάλειψης του υπολοίπου της με την υπογραφή της επόμενης σύμβασης, που «τερμάτιζε» την προηγούμενη σύμβαση, δεν μπορεί να υπερβεί τη βάσανο της κοινής λογικής. Η γραμματική ερμηνεία των λέξεων «αύξηση ορίου» δείχνει ότι επρόκειτο πάντοτε για τον ίδιο λογαριασμό (τον 542/336033) του οποίου αυξανόταν το εγκεκριμένο όριο. Επιπρόσθετα ο εφεσείων παραδέχθηκε τις οφειλές του και το ύψος τους, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο και το εύρημα του αυτό δεν εφεσιβάλλεται. Ποσό €100.000.- που κατέβαλε ο εφεσείων προς εξάλειψη μιας των υποθηκών πιστώθηκε στο λογαριασμό του. Τα μερίσματα των μετοχών του επίσης πιστώθηκαν στους αντίστοιχους λογαριασμούς του. Ποσό £644.562,61.- πιστώθηκε επίσης στους λογαριασμούς του εφεσείοντα με βάση δική του εντολή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έγινε οποιοσδήποτε παράνομος και αυθαίρετος συμψηφισμός εκ μέρους της εφεσίβλητης και ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης και ο καταλογισμός των πληρωθέντων ποσών έναντι κεφαλαίου και τόκων έγινε σύννομα, σύμφωνα με το Άρθρο 62 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και τη σχετική νομολογία (Δέστε: Παχατουριάν ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002 ) 1 Α.Α.Δ. 322 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479). Δεν κατόρθωσε ο εφεσείων να πείσει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς αυτά τα ζητήματα.
Για το ζήτημα της ενεχυρίασης των μετοχών του εφεσείοντα, συμφωνούμε απόλυτα με το πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι προφανές ότι ο εφεσείων ενεχυρίασε και εκχώρησε στην εφεσίβλητη όλα και κάθε δικαίωμα και απαίτηση του που απορρέουν από τις συγκεκριμένες μετοχές αναφορικά με μερίσματα, δωρεά μετοχών ή άλλως πως. Είναι επίσης προφανές ότι ο εφεσείων διόρισε την εφεσίβλητη τράπεζα, ανέκκλητα, σαν εκπρόσωπο του, όπως εξ ονόματος και για λογαριασμό του διεκδικεί «τα δικαιώματα της». Προκύπτει σαφώς ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν κατέστη εμπιστευματοδόχος των μετοχών του εφεσείοντα, ούτε και ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση ή καθήκον έναντι του. Επομένως δεν τίθεται θέμα αμελούς άσκησης των καθηκόντων της. Αντίθετα, ο εφεσείων εκχώρησε όλα τα ενοχικά δικαιώματα που απόρρεαν από τις ενεχυριασθείσες μετοχές και η εφεσίβλητη τράπεζα είχε, στην προκείμενη περίπτωση, το απόλυτο δικαίωμα και όχι την υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές και/ή μέρος τους σε οποιαδήποτε τιμή, όπως προνοεί η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, νοουμένου ότι το προϊόν τέτοιας πώλησης θα καταλογιζόταν προς όφελος του εφεσείοντα.
Η ανάλυση των σχετικών νομικών αρχών, όπως φαίνονται στην απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου στην υπόθεση China & South Sea Bank Ltd v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους με το πρωτόδικο δικαστήριο. Όπως και στην υπόθεση China (ανωτέρω) έτσι και στην παρούσα υπόθεση ο δανειστής δεν είχε υποχρέωση να εξασκήσει το δικαίωμα πώλησης των ενεχυριασθεισών μετοχών. Είχε δικαίωμα να το πράξει, κατά την κρίση του, εάν το έπραττε όμως θα έπρεπε να πιστώσει τον εφεσείοντα με το προϊόν της πώλησης (Δέστε επίσης: Ανδρέου ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Χατζηϊωάννου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740).
Η φρασεολογία «ενεχυριάζει και εκχωρεί στην τράπεζα», η οποία φαίνεται στον όρο 2 του τεκμηρίου 13, δεν αφορά στις ίδιες τις μετοχές αλλά στα δικαιώματα και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις ενεχυριασθείσες μετοχές. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν επρόκειτο για εκχώρηση των μετοχών αλλά για ενεχυρίαση των μετοχών και εκχώρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές. Επίσης ο διορισμός της τράπεζας, ανέκκλητα, ως εκπροσώπου του οφειλέτη «όπως εξ' ονόματος και για λογαριασμό του διεκδικεί τα δικαιώματα της» δεν δημιουργεί εμπίστευμα ή καταπίστευμα υπέρ του οφειλέτη εφόσον είναι τα δικαιώματα της τράπεζας που σκοπεύει να κατοχυρώσει ο προαναφερόμενος όρος (όρος 4 του τεκμηρίου 13) και όχι τα δικαιώματα του, ενεχυριάζοντος τις μετοχές, οφειλέτη.
Το ζήτημα του εξ υποσχέσεως κωλύματος κατέρρευσε επίσης από τη στιγμή που οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και θεωρήθηκαν ότι βρίσκονται και εκτός του πλαισίου των δικογραφημένων θέσεων του. Παρατηρούμε συναφώς ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα βρίσκονταν εκτός δικογράφων, δεν έχει εφεσιβληθεί. Επομένως τα όσα ισχυρίζεται ο εφεσείων περί δημιουργίας εξ υποσχέσεως κωλύματος υπέρ του και εις βάρος της εφεσίβλητης τράπεζας, δεν μπορούν να επιτύχουν κατ' έφεση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την έφεση ως αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.