ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A160
(2015) 1 ΑΑΔ 471
6 Μαρτίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
LIBERTY LIFE INSURANCE LTD,
Εφεσείουσα - Εναγόμενη,
ν.
1. ΑΝΤΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΙΧΑΗΛ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,
2. ΑΝΤΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
3. ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
4. ΝΙΚΟΛΕΤΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
5. ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγουσών.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 88/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση Ασφάλισης ― Παραγραφή δικαιώματος ― Κατά πόσον η έννοια «αξίωση» που περιλαμβανόταν στον επίδικο όρο του ασφαλιστήριου συμβολαίου ο οποίος προνοούσε σχετικά με παραγραφή, αναφερόταν στην απαίτηση ή στη γένεση αγώγιμου δικαιώματος.
Συμβάσεις ― Ερμηνεία Συμβάσεων ― Ο συνήθης κανόνας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και σε συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει, στους επίδικους όρους μιας συμφωνίας, οποιαδήποτε ασάφεια ή δυσκολία στην αντίληψη της σημασίας τους, συνίσταται στην απόδοση σ' αυτούς της συνήθους λεξικολογικής σημασίας.
Αγωγή ― Αγώγιμο δικαίωμα ― Ποια ερμηνεία έχει αποδοθεί από την Αγγλική νομολογία στην έννοια «Claim».
Η εφεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία, αμφισβήτησε με την έφεση, την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία ερμηνεύθηκε συγκεκριμένη πρόνοια ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που προνοούσε με συγκεκριμένη διατύπωση την παραγραφή δικαιώματος προς πληρωμή ασφαλίσματος.
Επεδίωξε έτσι, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με βάση την οποία είχε επιτύχει η αγωγή και διατάχθηκε σχετική πληρωμή προς τις εφεσίβλητες, οι οποίες ήταν οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ασφαλισμένου και αντισυμβαλλομένου της εφεσείουσας.
Μια από τις υπερασπίσεις, η οποία προβλήθηκε ενάντια στην απαίτηση των εφεσιβλήτων για πληρωμή του ασφαλίσματος, ήταν ότι αυτή είχε παραγραφεί. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι αυτό είχε συμβεί, ως εκ της παρέλευσης δύο και πλέον χρόνων από τη γένεση της αξίωσης, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 14 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και, ως εκ τούτου, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί. Η υπεράσπιση αυτή, τελικώς, δεν έγινε αποδεκτή, από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποτέλεσε και το μοναδικό ζήτημα προς εξέταση στην έφεση.
Πριν από τη καταχώρηση αγωγής οι εφεσίβλητοι είχαν με σχετικές επιστολές απαιτήσει την καταβολή του ασφαλίσματος, την οποία η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία είχε αρνηθεί, προβάλλοντας αρχικά, ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε ακυρωθεί, λόγω μη πληρωμής του τελευταίου μηνιαίου ασφαλίστρου· από τον ασφαλισμένο, ο οποίος απεβίωσε χωρίς να το καταβάλει, υπεράσπιση την οποία στη συνέχεια εγκατέλειψε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας, το σχετικό Άρθρο 14 της σύμβασης και αποδίδοντας, όπως ανέφερε, στη λέξη «αξίωση» συνήθη έννοια, όπως αυτή προκύπτει από την καθημερινή χρήση της, με νομική, όμως, χροιά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω λέξη αναφέρεται σε «αγώγιμη αξίωση». Στη συνέχεια, έκρινε ότι πρόκειται για «αξίωση που μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω δικαστικών διαδικασιών».
Εξέδωσε δε απόφαση, προς πληρωμή του ασφαλίσματος, απορρίπτοντας τη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας ότι ο χρόνος προσμετρούσε από την ημερομηνία γένεσης της αξίωσης ήτοι από την απαίτηση καταβολής, κρίνοντας ότι ο χρόνος προσμετρούσε από την ημερομηνία γένεσης αγώγιμης αξίωσης, η δε αγωγή είχε εγερθεί εντός του καθορισθέντος εκ της συμβάσεως χρόνου.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το εκδικάσαν Δικαστήριο παρερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες των Άρθρων 11 και 14 του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ενώ, συγχρόνως, αγνόησε την επίδραση αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας στον καθορισμό του χρόνου γένεσης της αξίωσης των εφεσιβλήτων να διεκδικήσουν δικαστικώς το προϊόν της ασφάλειας.
β) Η λέξη «αξίωση» στον επίδικο όρο του ασφαλιστήριου συμβολαίου αναφέρεται στην απαίτηση, την οποία οι εφεσίβλητοι, αντικειμενικά, είχαν εναντίον της εφεσείουσας, για πληρωμή προς αυτούς του ασφαλίσματος και όχι στην «αγώγιμη αξίωση», για τη διεκδίκησή της δικαστικώς.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ερμηνεία, την οποία εισηγήθηκε με την έφεση η πλευρά της εφεσείουσας ήταν ορθή. Εξακολουθεί, όντως η λέξη «αξίωση» να έχει νομική χροιά, αφού αναφέρεται στο δικαίωμα των εφεσιβλήτων για πληρωμή του ασφαλίσματος, συνδεόμενη, έτσι, άμεσα με αυτό.
2. Το εν λόγω δικαίωμα δημιουργήθηκε συγχρόνως με τη γένεση της υποχρέωσης της εφεσείουσας για πληρωμή, με την ικανοποίηση των προνοιών του Άρθρου 11.
3. Δε μεταφέρει, όμως, εν προκειμένω, η λέξη «αξίωση» την έννοια της «αγώγιμης αξίωσης», ή του «αγώγιμου δικαιώματος», όρος ταυτόσημος, η οποία αποτελεί το όχημα για τη διεκδίκηση δικαστικώς της εν λόγω αξίωσης, εφόσον αυτή δεν έχει, προηγουμένως, ικανοποιηθεί άλλως πως.
4. Η τέτοια αξίωση δε, χωρίς, ουσιαστικά, να χάνει την προαναφερθείσα έννοιά της, ενσωματώνεται στην αγώγιμη αξίωση, την οποία ο ενάγων θα επιλέξει, για διεκδίκησή της δικαστικώς, αν παραστεί τέτοια ανάγκη.
5. Είναι, με αυτήν την έννοια που η λέξη «αξίωση» χρησιμοποιείται στο Άρθρο 14, όπου, μάλιστα, της έχει δοθεί και χρονική υπόσταση. Τότε δε, είναι που μπορεί να γίνεται λόγος για παραγραφή, ο χρόνος της οποίας διακόπτεται, όπως προβλέπει το Άρθρο 14, «αν ασκηθεί τακτική αγωγή».
6. Η φράση αυτή υποστηρίζει, έτι περαιτέρω, την πιο πάνω ερμηνεία της λέξης «αξίωση» στο Άρθρο 14, αφού, έτσι, διαπιστώνεται ότι αυτή προϋπάρχει της «αγώγιμης αξίωσης», η οποία ενυπάρχει μόνο στο πλαίσιο αγωγής.
7. Η σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη και ως προς την κρίσιμη αυτήν πτυχή, αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 11, το δικαίωμα για την καταβολή του ασφαλίσματος γεννάται με την κατάθεση από το δικαιούχο της γραπτής αναγγελίας θανάτου του ασφαλισμένου, με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
8. Συγκεκριμένα, πριν αυτό συμβεί, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 11, «η Εταιρεία δεν υποχρεούται σε πληρωμή Ασφαλίσματος». Υποχρεούται, όμως, σε τέτοια πληρωμή, από την ημέρα που αυτό έχει συμβεί.
9. Στην προκειμένη περίπτωση, η γραπτή αναγγελία θανάτου του ασφαλισμένου δόθηκε στην εφεσείουσα στις 25.8.2003. Κατά την ημέρα εκείνη, γεννήθηκε και το δικαίωμα των εφεσιβλήτων για πληρωμή του ασφαλίσματος, το οποίο δικαίωμα, χαρακτηρίζεται στο Άάρθρο 14, με τη λέξη «αξίωση».
10. Συναφώς προς την πιο πάνω κατάληξη, προέκυπτε πως, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δεν προβλέπεται ότι οι εφεσίβλητες θα έπρεπε να υποβάλουν, πρώτα, απαίτηση για πληρωμή του ασφαλίσματος και, αφού η εφεσείουσα αρνείτο να τους το καταβάλει, τότε θα δικαιούνταν να προβάλουν την «αξίωσή» τους με αγωγή.
11. Βέβαια, οι εφεσίβλητες υπέβαλαν τέτοια απαίτηση, με την επιστολή της συνηγόρου τους ημερομηνίας 26.4.2005, υποδεικνύοντας, συγχρόνως, στην εφεσείουσα ότι θα προχωρούσαν στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της, αν αυτή, εντός δέκα ημερών, δεν προέβαινε σε πληρωμή του ασφαλίσματος.
12. Αποδέχονταν, δηλαδή το γεγονός ότι δεν υποχρεούνταν να περιμένουν την απάντηση της εφεσείουσας.
13. Όπως έχουν τα γεγονότα και σύμφωνα, πάντοτε, με τη σχετική πρόνοια του Άρθρου 14, ανωτέρω, η «αξίωση» των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να είχε εγερθεί με αγωγή εντός δύο χρόνων «από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο αυτή γεννήθηκε»· δηλαδή, από το τέλος του 2003, με δεδομένο ότι η εν λόγω αξίωση των εφεσιβλήτων γεννήθηκε στις 25.8.2003, ημερομηνία κατά την οποία είχε κοινοποιηθεί στην εφεσείουσα η γραπτή αναγγελία θανάτου του ασφαλισμένου.
14. Η αγωγή, όμως, καταχωρίστηκε στις 2.2.2006, αφού παρήλθαν τα δύο χρόνια, με το τέλος του 2005. Επομένως, αυτή δεν μπορούσε να επιτύχει.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λ/σίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 630,
Pell Frischmann Cons. Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33,
Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058,
Maison Jenny Ltd ν. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156,
West Wake Price & Co. v. Ching [1956] 3 All E.R. 821.
Έφεση.
Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), ( Αγωγή Αρ. 990/2006), ημερομηνίας 19/2/2010.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για την Εφεσείουσα.
Ρ. Μαλλή (κα) με Μ. Τσιαννή (κα), για τις Εφεσίβλητες.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα, ασφαλιστική εταιρεία, με όλους, ουσιαστικά, τους λόγους έφεσης, τρεις τον αριθμό, αμφισβητεί, από διάφορες απόψεις, την ορθότητα της ερμηνείας, την οποία η εκδικάσασα Δικαστής έθεσε σε συγκεκριμένη πρόνοια του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επιδιώκει, έτσι, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με βάση την οποία είχε επιτύχει η αγωγή.
Τα γεγονότα, επί των οποίων διεξήχθη η ακρόαση πρωτοδίκως, ήταν κοινώς παραδεκτά από τα διάδικα μέρη, όπως παραδεκτά είναι, επίσης, και κατά την παρούσα διαδικασία. Συγκεκριμένα, το προαναφερθέν ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιείχε τη συμφωνία ασφάλισης, η οποία είχε συνομολογηθεί μεταξύ της εφεσείουσας και του ασφαλισμένου Παναγιώτη Μιχαήλ. Τέθηκε σε ισχύ στις 11.9.2001, δεν καθοριζόταν, όμως, σ' αυτό, ημερομηνία λήξης. Παρείχε κάλυψη, σε περίπτωση θανάτου του εν λόγω ασφαλισμένου από οποιαδήποτε αιτία, ύψους ΛΚ20.000,00, την οποία θα επωφελούντο, ως δικαιούχοι, οι νόμιμοι κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγος και οι τρεις θυγατέρες του, εφεσίβλητες στην παρούσα έφεση και ενάγουσες στην προηγηθείσα αγωγή. Ο ασφαλισμένος απεβίωσε στις 10.8.2003, χωρίς, προηγουμένως, να πληρώσει το τελευταίο μηνιαίο ασφάλιστρο, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ80,00. Το πιο πάνω γεγονός δεν προωθήθηκε ως υπεράσπιση, μειώθηκε, όμως, αναλόγως, το ασφάλισμα, έτσι ώστε η απαίτηση και, εν τέλει, το επιδικασθέν ποσό να περιοριστούν στις ΛΚ19.920,00 ή στα €34.035,34.
Οι εφεσίβλητες είναι οι αδιαμφισβήτητοι δικαιούχοι, δυνάμει του προαναφερθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Κίνησαν την αγωγή στο όνομά τους, προβάλλοντας απαίτηση για πληρωμή προς αυτές του προαναφερθέντος ποσού, πλέον νόμιμου τόκου. Είχε προηγηθεί, στις 25.8.2003, πληροφόρηση της εφεσείουσας για το θάνατο του ασφαλισμένου. Αυτό έγινε με υπεύθυνη δήλωση, αναγγελία θανάτου, όπως προέβλεπε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, γεγονός το οποίο, ουδόλως, έχει αμφισβητηθεί· για λόγο, μάλιστα, που θα διαφανεί στη συνέχεια, η εφεσείουσα έχει προβεί σε ρητή αποδοχή του.
Ακολούθησε, ένα χρόνο σχεδόν μετά, στις 7.7.2004, επιστολή των τότε δικηγόρων των εφεσιβλήτων προς την εφεσείουσα, από την οποία αυτοί ζητούσαν, εκ μέρους των πελατών τους, πλήρη στοιχεία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προς το σκοπό εξασφάλισης απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος, γεγονός που θα καθιστούσε δυνατή τη διεκδίκηση του ασφαλίσματος. Η αντίδραση της εφεσείουσας, με επιστολή ημερομηνίας 27.7.2004, ήταν πως το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε ακυρωθεί, λόγω μη πληρωμής του ασφαλίστρου· είναι η υπεράσπιση που έχει εγκαταλειφθεί. Στις 26.4.2005, ακολούθησε δεύτερη επιστολή, από την νυν δικηγόρο των εφεσιβλήτων, με την οποία προβαλλόταν, ευθέως, απαίτηση προς την εφεσείουσα για πληρωμή του ασφαλίσματος, εντός ορισθέντος χρόνου, διαφορετικά, όπως αυτή, επίσης, πληροφορείτο, θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον της. Η εφεσείουσα απέρριψε την απαίτηση των εφεσιβλήτων, με επιστολή ημερομηνίας 6.5.2005, παραπέμποντας στην προηγούμενη επιστολή της.
Ακολούθησε η καταχώριση, στις 2.2.2006, της αγωγής. Μια από τις υπερασπίσεις, η οποία προβλήθηκε ενάντια στην απαίτηση των εφεσιβλήτων για πληρωμή του ασφαλίσματος, ήταν ότι αυτή είχε παραγραφεί. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι αυτό είχε συμβεί, ως εκ της παρέλευσης δύο και πλέον χρόνων από τη γένεση της αξίωσης, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 14 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και, ως εκ τούτου, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί. Η υπεράσπιση αυτή, τελικώς, δεν έγινε αποδεκτή, για το λόγο που θα αναφερθεί στη συνέχεια και αποτελεί, τελικώς, το μοναδικό ζήτημα προς εξέταση στην παρούσα έφεση.
Στο σημείο αυτό, να επισημανθεί πως είναι, μάλλον, σύνηθες να περιλαμβάνεται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως είναι το επίδικο, χρονικός περιορισμός για την υποβολή δικαστικώς, από δικαιούχο πρόσωπο, της αξίωσής του για πληρωμή του προϊόντος ασφάλειας. Αυτή η πρακτική είναι καθ' όλα αποδεκτή, εφόσον, βέβαια, παρέχεται εύλογος χρόνος για την καταχώριση της σχετικής αγωγής. Έτσι, δίδεται στην ασφαλιστική εταιρεία η ευκαιρία να οργανώνει, ανάλογα, τις ασφαλιστικές της εργασίες και, δη, τα οικονομικά της, αφού αυτή θα είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα, ανά πάσα στιγμή, το ύψος των απαιτήσεων που η ίδια έχει να αντιμετωπίσει. Σ' αυτό, προφανώς, αποσκοπούσε η συμπερίληψη του προαναφερθέντος άρθρου στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Στην εν λόγω θεώρηση του πράγματος βασίστηκε, επιπρόσθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσείουσα, προς ενίσχυση της βασικής της θέσης ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο παρερμήνευσε τις πρόνοιες των Άρθρων 11 και 14 του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ενώ, συγχρόνως, αγνόησε την επίδραση αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας στον καθορισμό του χρόνου γένεσης της αξίωσης των εφεσιβλήτων να διεκδικήσουν δικαστικώς το προϊόν της ασφάλειας. Η ερμηνεία, την οποία απέδωσε το εκδικάσαν Δικαστήριο στα προαναφερθέντα άρθρα, υποστηρίχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσιβλήτων, κατά την αγόρευσή της. Τα συγκεκριμένα άρθρα έχουν ως εξής:-
«ΑΡΘΡΟ 11
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ
Για την καταβολή του οποιουδήποτε Ασφαλίσματος ο Συμβαλλόμενος, ο Ασφαλισμένος ή ο Δικαιούχος κατά περίπτωση, οφείλει να καταθέσει γραπτή αναγγελία στα Κεντρικά Γραφεία της Εταιρείας μαζί με τα αναγκαία δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την συνδρομή των προϋποθέσεων του δικαιώματός του.
Πριν υποβληθούν όλα τα απαραίτητα για κάθε περίπτωση δικαιολογητικά, η Εταιρεία δεν υποχρεούται σε πληρωμή Ασφαλίσματος.
............................................................................................................»
«ΑΡΘΡΟ 14
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
Κάθε αξίωση, που πηγάζει από το Ασφαλιστήριο, παραγράφεται αν περάσουν δύο (2) χρόνια από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο αυτή γεννήθηκε.
Αποκλείεται κάθε αναστολή της παραγραφής αυτής. Διακόπτεται μόνον αν ασκηθεί τακτική αγωγή.»
Η ερμηνεία των πιο πάνω άρθρων, προκειμένου να επέλθει λύση της επίδικης διαφοράς, επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου· είναι μια άσκηση με αμιγώς νομικό χαρακτήρα. Υπάρχει δε, συναφώς, πάντοτε κατά νου ότι μια γραπτή συμφωνία περιέχει τα συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά το χρόνο σύναψής της· αντανακλούν την κοινή πρόθεσή τους αναφορικά με το αντικείμενό της. Όταν, στη συνέχεια, κατά την εκτέλεση της συμφωνίας, προκύψει διαφορά ως προς τη σημασία κάποιων όρων της, κριτής αυτής είναι ο ουδέτερος αναγνώστης του κειμένου της. Εφόσον δε η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστής, εφαρμόζοντας καθιερωμένους κανόνες ερμηνείας εγγράφων συμφωνιών. Ο συνήθης κανόνας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και σε συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει, στους επίδικους όρους μιας συμφωνίας, οποιαδήποτε ασάφεια ή δυσκολία στην αντίληψη της σημασίας τους, συνίσταται στην απόδοση σ' αυτούς της συνήθους λεξικολογικής σημασίας, δηλαδή της σημασίας την οποία αυτοί φέρουν όταν χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, (βλ. Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λ/σίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 630· Pell Frischmann Consultants Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33· Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058 και Maison Jenny Ltd ν. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156).
Η ευπαίδευτη Δικαστής, ερμηνεύοντας, κατ' αρχάς, το Άρθρο 14 και αποδίδοντας, όπως αναφέρει, στη λέξη «αξίωση» συνήθη έννοια, όπως αυτή προκύπτει από την καθημερινή χρήση της, με νομική, όμως, χροιά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω λέξη αναφέρεται σε «αγώγιμη αξίωση». Στη συνέχεια, εξηγεί ότι πρόκειται για «αξίωση που μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω δικαστικών διαδικασιών». Η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσείουσα διαφώνησε με την ερμηνεία αυτή. Εισηγήθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η λέξη «αξίωση» αναφέρεται στην απαίτηση, την οποία οι εφεσίβλητοι, αντικειμενικά, είχαν εναντίον της εφεσείουσας, για πληρωμή προς αυτούς του ασφαλίσματος και όχι στην «αγώγιμη αξίωση», που αποτελεί το αναγκαίο εργαλείο, κατά την έκφρασή της, για τη διεκδίκησή της δικαστικώς.
Η πιο πάνω ερμηνεία, την οποία εισηγήθηκε η συνήγορος, είναι ορθή. Εξακολουθεί, βέβαια, η λέξη «αξίωση» να έχει νομική χροιά, αφού αναφέρεται στο δικαίωμα των εφεσιβλήτων για πληρωμή του ασφαλίσματος, συνδεόμενη, έτσι, άμεσα με αυτό. Το εν λόγω δικαίωμα δημιουργήθηκε συγχρόνως με τη γένεση της υποχρέωσης της εφεσείουσας για πληρωμή, με την ικανοποίηση των προνοιών του Άρθρου 11, ανωτέρω. Δε μεταφέρει, όμως, εν προκειμένω, η λέξη «αξίωση» την έννοια της «αγώγιμης αξίωσης», ή του «αγώγιμου δικαιώματος», όρος ταυτόσημος, η οποία αποτελεί το όχημα για τη διεκδίκηση δικαστικώς της εν λόγω αξίωσης, εφόσον αυτή δεν έχει, προηγουμένως, ικανοποιηθεί άλλως πως. Η ίδια έννοια αποδόθηκε, υπό παρόμοιες συνθήκες, και στην αντίστοιχη αγγλική λέξη "claim", στην υπόθεση West Wake Price & Co. v. Ching [1956] 3 All E.R. 821, όπου, στη σελίδα 829, είχαν λεχθεί, σχετικά, από τον εκδικάσαντα Δικαστή, με τη βοήθεια και λεξικού, τα εξής:-
"I think that the primary meaning of the word 'claim' - whether used in a popular sense or in a strict legal sense - is such as to attach it to the object that is claimed; and is not the same thing as the cause of action by which the claim may be supported or as the grounds on which it may be based. ..."
Παρόμοια έννοια δίδεται στην εν λόγω λέξη, λεξικολογικά, και στην Ελληνική, αυτής θεωρουμένης, μάλιστα, ως της πρωταρχικής, αφού υπάρχουν και άλλες δευτερευούσης σημασίας έννοιες*. Η τέτοια αξίωση δε, χωρίς, ουσιαστικά, να χάνει την προαναφερθείσα έννοιά της, ενσωματώνεται στην αγώγιμη αξίωση, την οποία ο ενάγων θα επιλέξει, για διεκδίκησή της δικαστικώς, αν παραστεί τέτοια ανάγκη.
Είναι, λοιπόν, με αυτήν την έννοια που η λέξη «αξίωση» χρησιμοποιείται στο Άρθρο 14, όπου, μάλιστα, της έχει δοθεί και χρονική υπόσταση. Τότε δε είναι που μπορεί να γίνεται λόγος για παραγραφή, ο χρόνος της οποίας διακόπτεται, όπως προβλέπει το Άρθρο 14, «αν ασκηθεί τακτική αγωγή». Η φράση αυτή υποστηρίζει, έτι περαιτέρω, την πιο πάνω ερμηνεία της λέξης «αξίωση» στο Άρθρο 14, αφού, έτσι, διαπιστώνεται ότι αυτή προϋπάρχει της «αγώγιμης αξίωσης», η οποία ενυπάρχει μόνο στο πλαίσιο αγωγής.
Το ερώτημα, που, συνήθως, εγείρεται σε τέτοιες περιπτώσεις και έχει εγερθεί και στην παρούσα υπόθεση, είναι ως προς το χρόνο κατά τον οποίο το εν λόγω δικαίωμα έχει δημιουργηθεί. Η σκέψη της ευπαίδευτης Δικαστού, προφανώς, έχει πάει λάθος και ως προς την κρίσιμη αυτήν πτυχή, αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 11, ανωτέρω, το δικαίωμα για την καταβολή του ασφαλίσματος γεννάται με την κατάθεση από το δικαιούχο της γραπτής αναγγελίας θανάτου του ασφαλισμένου, με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Συγκεκριμένα, πριν αυτό συμβεί, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 11, «η Εταιρεία δεν υποχρεούται σε πληρωμή Ασφαλίσματος». Υποχρεούται, όμως, σε τέτοια πληρωμή, από την ημέρα που αυτό έχει συμβεί. Στην προκειμένη περίπτωση, η γραπτή αναγγελία θανάτου του ασφαλισμένου δόθηκε στην εφεσείουσα στις 25.8.2003. Κατά την ημέρα εκείνη, γεννήθηκε και το δικαίωμα των εφεσιβλήτων για πληρωμή του ασφαλίσματος, το οποίο δικαίωμα, όπως έχει, ήδη, εξηγηθεί, χαρακτηρίζεται στο Άρθρο 14, με τη λέξη «αξίωση».
Συναφώς προς την κατάληξη, ανωτέρω, διαπιστώνεται, επίσης, πως, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δεν προβλέπεται ότι οι εφεσίβλητες θα έπρεπε να υποβάλουν, πρώτα, απαίτηση για πληρωμή του ασφαλίσματος και, αφού η εφεσείουσα αρνείτο να τους το καταβάλει, τότε θα δικαιούνταν να προβάλουν την «αξίωσή» τους με αγωγή. Βέβαια, οι εφεσίβλητες υπέβαλαν τέτοια απαίτηση, με την επιστολή της συνηγόρου τους ημερομηνίας 26.4.2005, υποδεικνύοντας, συγχρόνως, στην εφεσείουσα ότι θα προχωρούσαν στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της, αν αυτή, εντός δέκα ημερών, δεν προέβαινε σε πληρωμή του ασφαλίσματος. Αποδέχονται, δηλαδή το γεγονός ότι δεν υποχρεούνταν να περιμένουν την απάντηση της εφεσείουσας. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτές, δεν τηρήθηκε η πιο πάνω υπόδειξή τους προς την εφεσείουσα, οπότε και η έγερση της αγωγής θα ήταν εμπρόθεσμη.
Όπως έχουν τα γεγονότα και σύμφωνα, πάντοτε, με τη σχετική πρόνοια του Άρθρου 14, ανωτέρω, η «αξίωση» των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να είχε εγερθεί με αγωγή εντός δύο χρόνων «από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο αυτή γεννήθηκε»· δηλαδή, από το τέλος του 2003, με δεδομένο ότι η εν λόγω αξίωση των εφεσιβλήτων γεννήθηκε στις 25.8.2003, ημερομηνία κατά την οποία είχε κοινοποιηθεί στην εφεσείουσα η γραπτή αναγγελία θανάτου του ασφαλισμένου. Η αγωγή, όμως, καταχωρίστηκε στις 2.2.2006, αφού παρήλθαν τα δύο χρόνια, με το τέλος του 2005. Επομένως, αυτή δεν μπορούσε να επιτύχει, διαπίστωση η οποία, συνακόλουθα, οδηγεί σε επιτυχία την έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.