ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυριάκου Νικόλας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1546
Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος (Ντίνος) ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1764
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Νεοφύτου Ρένος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 2262, ECLI:CY:AD:2016:A452
Said Shini-Mehrabzadeh ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 2404, ECLI:CY:AD:2015:A753
ECLI:CY:AD:2015:A155
(2015) 1 ΑΑΔ 433
5 Μαρτίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΑΡ. 133(Ι)/2004,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 16(1)(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 133(Ι)/2004,
JOHN CONSTANTINIDES,
Εφεσείων - Εκζητούμενος,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014)
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Έκδοση διατάγματος εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με βάση τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου 133(Ι)2004, ως έχει τροποποιηθεί ― Στόχος και επιδίωξη του Νόμου ― Εφαρμοστέες αρχές και διαδικασία ― Απόφαση πλαίσιο 2009/299 ― Διάταγμα Κυπριακού Δικαστηρίου για εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Κατά πόσο ορθά ασκήθηκε η σχετική διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ― Έντυπο εντάλματος ― Άρθρο 4(4) και του Παραρτήματος του Νόμου ― Η μη συμπερίληψη ή η λανθασμένη συμπλήρωση κάποιου στοιχείου, το οποίο ζητείται στον καθορισμένο τύπο, δεν καθιστά, χωρίς άλλο, το ΕΕΣ άκυρο, ώστε το αίτημα για εκτέλεσή του να υπόκειται σε απόρριψη.
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Ο περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος 133(Ι)2004 ως έχει τροποποιηθεί ― Άρθρο 14 ― Πότε παρέχεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης, διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ.
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Έλεγχος του διττού αξιόποινου ― Φορολογικά αδικήματα ― Δεν καθίσταται ανέφικτη η εκτέλεση ΕΕΣ, για μόνο το λόγο ότι δεν υπάρχει στο κράτος μέλος εκτέλεσης παρόμοιου τύπου φόρος ή παρόμοιος τρόπος είσπραξης φόρου ή καταστολής μεθόδων φοροδιαφυγής, σε σχέση με τα φορολογικά αδικήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί ο εκζητούμενος.
Η παρούσα έφεση στράφηκε κατά της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία διετάχθη η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), το οποίο είχε εκδοθεί κατά του εκζητουμένου John Constantinides. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τις εξουσίες του ως αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης, δυνάμει των προνοιών του Τρίτου Μέρους του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, (Ν. 133(Ι)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί. Η δε έφεση καταχωρίστηκε δυνάμει του Άρθρου 24(1).
Ο εφεσείων, εκζητούμενος ηλικίας 72 ετών, κυπριακής ιθαγένειας, έχει τη διαμονή του στο Λονδίνο και στις 27.10.2014, έτυχε να βρίσκεται στην Κύπρο, οπότε και συνελήφθη από την Αστυνομία, δυνάμει του προαναφερθέντος ΕΕΣ. Το ένταλμα αυτό είχε εκδοθεί στις 10.7.2014, από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, με σκοπό τη σύλληψη και παράδοση του στις ελληνικές αρχές. Όπως προέκυπτε από το περιεχόμενό του, αυτός αναζητείτο, προκειμένου να εκτίσει δύο ποινές φυλάκισης έντεκα και τεσσάρων χρόνων, οι οποίες του είχαν επιβληθεί από Ελληνικά Δικαστήρια, αναφορικά με αδικήματα πλαστογραφίας δημοσίων εγγράφων και εμπορίας πλαστών εγγράφων· και κατ' εξακολούθηση μη καταβολής χρέους, υπό τη μορφή βεβαιωθέντων φόρων, προς το δημόσιο.
Η διαταχθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτέλεση του εντάλματος δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω της καταχώρισης, εντός του προβλεπόμενου χρόνου των τριών ημερών, της παρούσας έφεσης, Άρθρο 24(1).
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το έντυπο του ΕΕΣ δε συμπληρώθηκε δεόντως, κατά παράβαση του Άρθρου 4(4) και του Παραρτήματος του Νόμου, το οποίο προβλέπει για συγκεκριμένο τύπο τέτοιου εντάλματος και, επίσης, έγινε, από το Δικαστήριο, αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, η οποία δεν αναφέρεται σ' αυτό.
β) Το Δικαστήριο δεν άσκησε, ως όφειλε, τη διακριτική του εξουσία δυνάμει του Άρθρου 14(2).
γ) Το Δικαστήριο ερμήνευσε το Άρθρο 12(1) λανθασμένα, όταν θεώρησε πως το αδίκημα της μη καταβολής χρέους, υπό τη μορφή βεβαιωθέντων φόρων, προς το δημόσιο αποτελεί αδίκημα στην Κυπριακή Δημοκρατία· και
δ) Με δεδομένη την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε σε λανθασμένη κρίση, όταν αποφάσισε πως δεν εφαρμόζεται, στην περίπτωση του εφεσείοντος, το Άρθρο 2(2).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τις πρόνοιες των σχετικών νομοθεσιών, αναμφίβολα, διαπιστωνόταν να υπάρχει, κατ' αρχήν, εμμονή στη διασφάλιση των ιδίων βασικών αρχών, οι οποίες αποβλέπουν στο σεβασμό και την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
2. Από τις αιτιολογικές σκέψεις, οι οποίες παρατίθενται στο προοίμιο της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, καθώς, επίσης, από τις πρόνοιές της που ακολουθούν, προκύπτει ότι υπέρτατος σκοπός της είναι η, διά της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων, καθιέρωση, από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης φυγοδίκων, είτε προς έκτιση ποινής φυλάκισης, η οποία τους έχει επιβληθεί, είτε προς δίωξή τους ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους έκδοσης, ως υπόπτων για τη διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος.
3. Προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, έχει, επιπρόσθετα, υιοθετηθεί, ως Παράρτημα στην Απόφαση πλαίσιο, συγκεκριμένος τύπος ΕΕΣ, ο οποίος είναι κοινός για όλα τα κράτη μέλη.
4. Στην αιτιολογική σκέψη 5, παρατίθενται, με σαφείς όρους, ο καινοτόμος σκοπός, τον οποίο η Απόφαση πλαίσιο ήθελε καθιερώσει, με προοπτική την εφαρμογή του στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι βασικές αρχές της Ένωσης, επί των οποίων αυτή εδράζεται.
5. Με δεδομένη την πιο πάνω κατάσταση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, ό,τι, συγκεκριμένα, αμφισβητείτο, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, εστιαζόταν, κατ' αρχάς, σε θέματα δικονομίας και τύπου.
6. Εν πρώτοις δε, σε σχέση με την πτυχή αυτή, υπήρξε εισήγηση ότι η μη συμπλήρωση της παραγράφου (δ) του εντύπου του υπό αναφορά ΕΕΣ, παραβιάζει την πρόνοια του Άρθρου 4(4) του Νόμου, η οποία προβλέπει, κατά τρόπο επιτακτικό, όπως φαίνεται από το λεκτικό της, ότι: «Η δικαστική αρχή έκδοσης υποχρεούται να συμπληρώνει το συνημμένο έντυπο, Παράρτημα Α, το οποίο περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία». Επομένως, σύμφωνα με τον σχετικό λόγο έφεσης, το ΕΕΣ κατά του εφεσείοντος έπρεπε να απορριφθεί.
7. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμπληρώθηκε η παράγραφος (δ) του τύπου του ΕΕΣ, ο οποίος προβλέπεται στο Παράρτημα της Απόφασης πλαίσιο, όπως αυτός έχει μετά την τροποποίησή του από την Απόφαση πλαίσιο 2009/299 και είναι ίδιος με αυτόν του Παραρτήματος του Νόμου 133(Ι)/2004, μετά την τροποποίησή του το 2014.
8. Για την ακρίβεια, στο υπό εξέταση ΕΕΣ, δεν υπάρχει η συγκεκριμένη παράγραφος (δ), η οποία άπτεται της εφαρμογής του Άρθρου 14(2), το οποίο θα εξεταστεί στη συνέχεια.
9. Σε σχέση, όμως, με το Άρθρο 4(4), επισημαίνεται ότι η αναφορά στο τέλος του σε «στοιχεία» παραπέμπει στο Άρθρο 4(1)(α) έως (ζ) και στα στοιχεία που αναφέρονται στο έντυπο του ΕΕΣ, τα οποία πρέπει να συμπληρώνονται στις αντίστοιχες παραγράφους του, οι οποίες απαριθμούνται από το (α) έως το (θ).
10. Προκειμένου για περίπτωση όπως είναι η παρούσα, τα σχετικά στοιχεία αφορούν στην ταυτότητα και στην ιθαγένεια του εκζητουμένου, στην περιγραφή της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, η οποία συνιστά το ΕΕΣ, στις περιστάσεις, στο χρόνο και στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος, στην επιβληθείσα ποινή και στη διεύθυνση επικοινωνίας της εκδίδουσας δικαστικής αρχής.
11. Οι πληροφορίες οι οποίες απαιτούνται στην παράγραφο (δ) του τύπου του ΕΕΣ και έχουν περιληφθεί σ' αυτόν με την αντικατάσταση της προηγούμενης παραγράφου (δ) του Παραρτήματος του Νόμου, για να συνάδουν με τις απαιτήσεις του νεοεισαχθέντος εδαφίου (2) στο Άρθρο 14 του βασικού νόμου, προφανώς, δεν περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα στοιχεία.
12. Τα στοιχεία δε του Άρθρου 4(1) είναι, μάλλον, αναγκαία, προκειμένου δικαστική αρχή εκτέλεσης να μπορεί να αρχίσει την εξέταση τεθέντος ενώπιόν της ΕΕΣ, χωρίς, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση παράθεσής τους από τη δικαστική αρχή έκδοσης να θεωρείται απόλυτη, ώστε η μη συμμόρφωσή της να καθιστά το ΕΕΣ άκυρο.
13. Έστω, όμως, παίρνοντας ως δεδομένο ότι η υποχρέωση του Άρθρου 4(4) είναι γενικής εφαρμογής και ότι το έντυπο του ΕΕΣ πρέπει, απαραίτητα, να συμπληρώνεται σε όλες του τις παραγράφους, εκτός όπου κάποιο ζητούμενο στοιχείο του δεν ισχύει, η παράλειψη συμμόρφωσης δε συνεπάγεται, οπωσδήποτε, την ακύρωση του ΕΕΣ.
14. Προφανώς, η εν λόγω πρόνοια, με τον επιτακτικό της χαρακτήρα, τον οποίο μεταφέρει η λέξη «υποχρεούται», υποδηλοί ότι η εκδίδουσα δικαστική αρχή οφείλει να χρησιμοποιεί, σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο τύπο, που προβλέπεται στο Παράρτημα της Απόφασης πλαίσιο και που, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετήθηκε από το Νόμο 133(Ι)/2004, και όχι οποιοδήποτε άλλον τύπο δικής της επινόησης.
15. Η διαπίστωση αυτή συνάδει και προς το σκοπό της υιοθέτησης ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών, ο οποίος επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της Απόφασης πλαίσιο, ανωτέρω.
16. Το δε Άρθρο 21(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, προβλέπει ότι:- « αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα Άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο Άρθρο 23 του παρόντος Νόμου.»
17. Οι πιο πάνω πρόνοιες, σαφώς, ενισχύουν την άποψη, αναφορικά με την ερμηνεία την οποία το Άρθρο 4(4) του Νόμου φέρει. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι αυτές συνάδουν πλήρως με την υποχρέωση την οποία το Άρθρο 1, παράγραφος 2, της Απόφασης πλαίσιο επιβάλλει, ήτοι: «Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.». Τούτο νομολογήθηκε και στην υπόθεση C-396/2011, Ciprian Vasile Radu, της 29.1.2013.
18. Άλλο ζήτημα, σχετικό με την πιο πάνω πτυχή, αφορά στην ένσταση εκ μέρους του εκζητουμένου ως προς την αποδοχή, ως μαρτυρίας στη δίκη, των αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστηρίων, τεκμήρια 1 και 2. Είχαν κριθεί σχετικές με το υπό εξέταση ΕΕΣ, γι' αυτό και έγινε αποδεκτή η κατάθεσή τους, ο δε εκδικάσας Δικαστής, στη συνέχεια, έλαβε υπόψη, για την κρίση του, κάποιες πληροφορίες, οι οποίες περιέχονται σ' αυτές.
19. Δεν διαπιστωνόταν να υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με την πιο πάνω πρακτική και ούτε ηγέρθη οποιοδήποτε θέμα, σχετικά, στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.
20. Τέτοια εξουσία, του παρεχόταν δυνάμει του Άρθρου 21(2), ανωτέρω, και αυτός όφειλε να την ασκήσει, αν διαπίστωνε ότι ήταν αναγκαία η παροχή περαιτέρω συμπληρωματικών στοιχείων, σε σχέση με συγκεκριμένη πτυχή, προκειμένου να καθίστατο δυνατή η εκτέλεση του ΕΕΣ.
21. Το έπραξε, όμως, έγκαιρα η Κεντρική Αρχή και, έτσι, προχώρησε απρόσκοπτα η ακρόαση της υπόθεσης.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης σχετικά με το Άρθρο 14 (2) του Νόμου:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αναφορικά με την εισήγηση ότι ο εκδικάσας πρωτόδικος Δικαστής, λανθασμένα, αρνήθηκε να ασκήσει τη, δυνάμει του Άρθρου 14(2), διακριτική του εξουσία να απορρίψει το ΕΕΣ, παραγνωρίζοντας την ανυπαρξία σχετικής μαρτυρίας, η εν λόγω εισήγηση βασίζεται, κυρίως, στη μη συμπλήρωση από τη δικαστική αρχή έκδοσης της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ, δεδομένης της αναφοράς σ' αυτό ότι «Η απόφαση εκδόθηκε απόντος του ενδιαφερομένου», εννοώντας του εκζητουμένου, χωρίς να προσδιορίζεται αν αυτός ήταν ή όχι, και στις δύο υποθέσεις, απών.
2. Η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται στον τύπο του ΕΕΣ που έχει υιοθετηθεί με την Απόφαση πλαίσιο 2009/299 και αποτελεί μέρος του Παραρτήματος του Νόμου 133(Ι)/2004, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 30(Ι)/2014.
3. Το Άρθρο 14, για τους διάφορους λόγους οι οποίοι αναφέρονται σ' αυτό, παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ. Ειδικά, το εδάφιο (2) αυτού αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση, όπου παρέχεται η πιο πάνω δυνατότητα.
4. Σε συμφωνία, με το Άρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο, το Άρθρο 14(2) προβλέπει τη δυνατότητα δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, στην περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία οδήγησε στην καταδίκη του και στην επιβληθείσα σ' αυτό ποινή.
5. Η διακριτική αυτή εξουσία δεν παρέχεται, εφόσον η παράγραφος (δ) του ΕΕΣ συμπληρώνεται δεόντως και αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που διέπουν την περίπτωση του εκζητουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 14(2) και έχουν εξηγηθεί στην υπόθεση C-399/2011, Melloni, κατωτέρω στη σκέψη 40, με αναφορά στο αντίστοιχο Άρθρο 4α της εν λόγω Απόφασης.
6. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, μετά και την αναφορά στην παράγραφο (δ) του υπό εξέταση ΕΕΣ ότι: «Η απόφαση εκδόθηκε απόντος του ενδιαφερομένου», δεν έχει συμπληρωθεί οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αυτής.
7. Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί πως, στην περίπτωση του εφεσείοντος, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ο παλαιός τύπος του ΕΕΣ, ο οποίος χρησιμοποιείτο πριν η Απόφαση πλαίσιο 2009/299 τεθεί σε ισχύ, υιοθετώντας το νέον τύπο, στον οποίο ενσωματώνονται οι πρόνοιες του Άρθρου 4α, ως προς το περιεχόμενο της παραγράφου (δ) αυτού. Επίσης, οι πρόνοιες της προαναφερθείσας Απόφασης τέθηκαν σε ισχύ στην Κύπρο μόλις στις 7.3.2014, με τον τροποποιητικό Νόμο 30(Ι)/2014.
8. Όπως διαπιστώθηκε, όμως, προηγουμένως, δεν αποτελεί απαρέγκλιτη απαίτηση του Νόμου 133(Ι)/2004 η συμπλήρωση του εντύπου του ΕΕΣ με όλα τα στοιχεία που παρατίθενται σ' αυτό και, δη, επί ποινή ακυρότητας, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
9. Το Άρθρο 21(2) παρέχει τη δυνατότητα στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ζητήσει «την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων», προκειμένου να καταστεί εφικτή η εκτέλεση του ΕΕΣ.
10. Επιπρόσθετα, μια υπόθεση μπορεί να εκφεύγει της εμβέλειας των παραγράφων (α) έως (δ) του Άρθρου 14(2) και, κατ' επέκταση, της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ. Ή, ακόμα, η δικαστική αρχή έκδοσης, με κάποια δεδομένα, που μπορεί να έχει στην κατοχή της, να μη θεωρεί αναγκαία τη συμπλήρωση της εν λόγω παραγράφου στο έντυπο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εκτέλεση του ΕΕΣ επαφίεται, τελικώς, στη διακριτική εξουσία της αρμόδιας προς τούτο δικαστικής αρχής του κράτους μέλους, προς το οποίο αυτό έχει διαβιβαστεί.
11. Η προσπάθεια, η οποία προωθείται από την Απόφαση πλαίσιο 2009/299, για απλούστευση, έτι περαιτέρω, της διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ, με την υιοθέτηση του Άρθρου 4α, δεν καταργεί την απαίτηση του διαγραφέντος Άρθρου 5.1 της Απόφασης πλαίσιο 2002/584.
12. Αυτό προνοούσε για τη διασφάλιση του δικαιώματος, ότι εκζητούμενο πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ερήμην να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης.
13. Είναι οι λεγόμενες «νομικές εγγυήσεις», οι οποίες αναφέρονται και επεξηγούνται στο υπό εξέταση ΕΕΣ. Η επιδίωξη του Άρθρου 4α, όπως προκύπτει από το Άρθρο 1 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, είναι ο καθορισμός κοινών κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη, προς κατοχύρωση των, άλλως πως, αποκαλουμένων δικονομικών δικαιωμάτων εκζητουμένων προσώπων, τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες.
14. Στην προκειμένη δε περίπτωση, στη βάση της πληροφόρησης την οποία ο εφεσείων είχε σε σχέση με τα εν λόγω δικαιώματα, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα ήταν καταφατική.
15. Με αυτά, τα δεδομένα, τα οποία ο εκδικάσας Δικαστής είχε ενώπιόν του, σε σχέση και με τις δύο υποθέσεις στις οποίες αφορούσε το υπό εξέταση ΕΕΣ, αυτός άσκησε ορθώς τη διακριτική εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 14(2), απορρίπτοντας τις σχετικές ενστάσεις εκ μέρους του εκζητουμένου.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης σχετικά με το Άρθρο 12(1) του Νόμου:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το αδίκημα της κατ' εξακολούθηση μη καταβολής χρέους, υπό μορφή βεβαιωθέντων φόρων, προς το δημόσιο, για το οποίο επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων και στο οποίο αφορούσε η απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν εμπίπτει στην πρόνοια του Άρθρου 12(2), όπου αναφέρεται ότι: «Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου» και παρατίθεται μεγάλος αριθμός τέτοιων αξιόποινων πράξεων.
2. Παρεμπιπτόντως, στην κατηγορία αυτή, εμπίπτει το αδίκημα της πλαστογραφίας δημοσίων εγγράφων και εμπορίας πλαστών εγγράφων, για το οποίο επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης έντεκα χρόνων.
3. Έγινε εισήγηση, εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι δεν υπάρχει στο κυπριακό δίκαιο τέτοιο αδίκημα, όπως αυτό για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσείων από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 5.10.2007.
4. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η επακριβής διαπίστωση του τύπου του φόρου, που, σε περίπτωση ύπαρξής της, είναι, βέβαια, βοηθητική, αφού, με βάση το Άρθρο 12(1)(α): «... δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Κυπριακό κράτος ... δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, ... με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος».
5. Η αναφορά δε σε «τύπο ρύθμισης περί φόρων», και αφού καλύφθηκε το θέμα του τύπου των φόρων, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει το στάδιο διευθέτησης αναφορικά με την είσπραξή τους. Η πιο πάνω ερμηνεία υπαγορεύεται από την όλη φιλοσοφία του Άρθρου 12(1)(α), με την οποία, ουσιαστικά, επιτυγχάνεται η τεχνική εξομοίωση φορολογικών αδικημάτων που αναγνωρίζονται σε άλλα κράτη μέλη με φορολογικά αδικήματα που υπάρχουν στην Κύπρο.
6. Έτσι, δεν καθίσταται ανέφικτη η εκτέλεση ΕΕΣ, για μόνο το λόγο ότι δεν υπάρχει στο κράτος μέλος εκτέλεσης παρόμοιου τύπου φόρος ή παρόμοιος τρόπος είσπραξης φόρου ή καταστολής μεθόδων φοροδιαφυγής.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης σχετικά με τα Άρθρα 2(2) και 13(ε) του Νόμου:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προβλήθηκε η θέση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας, πλανήθηκε, απορρίπτοντας την εισήγηση ότι, στη βάση της δεύτερης περιόδου του Άρθρου 2(2), έπρεπε να απορρίψει το ΕΕΣ.
2. Μια εξέλιξη, η οποία σημειώθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, προφανώς, είχε καταστήσει την εξέταση του τελευταίου πιο πάνω λόγου αχρείαστη.
3. Με βάση τα δεδομένα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, ήταν πρόδηλο ότι η περίπτωση του εφεσείοντος πληρούσε τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει το πιο πάνω άρθρο.
4. Συγκεκριμένα, αυτός είναι ημεδαπός και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναλάβει, μέσω του αρμόδιου Υπουργού, την υποχρέωση να εκτελέσει τις ποινές που του έχουν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια, σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους.
5. Η έκτιση δε, από τον εφεσείοντα, στην Κύπρο, των ποινών οι οποίες του έχουν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια αποτελεί έμμεσο τρόπο ικανοποίησης του αιτήματος για εκτέλεση του ΕΕΣ, αφού, έτσι, επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός του.
6. Η κατάληξη αυτή συνάδει και με το γεγονός ότι οι παράγραφοι (ε) και (στ) του Άρθρου 13 έχουν την ιδιαιτερότητα ότι αφορούν μόνο σε ημεδαπούς και ενέχουν το στοιχείο της ανθρωπιστικής αντιμετώπισης τέτοιων εκζητουμένων προσώπων. Διαφοροποιούνται, έτσι, ριζικά από τις υπόλοιπες παραγράφους του ιδίου άρθρου, με τις οποίες παρέχεται προστασία σε συγκεκριμένα δικαιώματα εκζητουμένων προσώπων, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους.
7. Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορούσε να επιτύχει.
8. Υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 13(ε), ανωτέρω, η εκτέλεση του ΕΕΣ σε σχέση με τον εφεσείοντα δεν ήταν επιτρεπτή και, σύμφωνα με την υποχρέωση την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε, ως άνω, αυτός θα έπρεπε να εκτίσει τις ποινές οι οποίες του είχαν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια στην Κύπρο.
9. Ως εκ τούτου, ο εφεσείων τέθηκε υπό κράτηση, για να μεταφερθεί στις φυλακές της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς τον πιο πάνω σκοπό.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764,
C-105/2003, Maria Pupino, της 16.6.2005,
C-396/2011, Ciprian Vasile Radu, της 29.1.2013,
C-399/2011, Stefano Melloni, της 26.2.2013,
Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546.
Έφεση.
Έφεση από τον εκζητούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Μουγής, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 18/2014), ημερομηνίας 19/11/2014.
Αλ. Μαρκίδης, μαζί με Κ. Χρυσοστομίδη, Μ. Ιωαννίδη και Φ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα - Εκζητούμενο.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσείων - Εκζητούμενος παρών.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Επαρχιακού Δικαστή, ο οποίος, απορρίπτοντας όλες τις εγερθείσες ενστάσεις, διέταξε την εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), το οποίο είχε εκδοθεί κατά του εκζητούμενου John Constantinides. Ο Δικαστής, ενεργώντας ως ανωτέρω, άσκησε τις εξουσίες του ως αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης, δυνάμει των προνοιών του Τρίτου Μέρους του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, (Ν. 133(Ι)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί. Στο εν λόγω Μέρος, περιλαμβάνονται τα Άρθρα 11 έως 31, η δε έφεση καταχωρίστηκε δυνάμει του Άρθρου 24(1).
Ο εφεσείων, όπως μπορεί, επίσης, ο εν λόγω εκζητούμενος να αποκαλείται, είναι ηλικίας 72 ετών, κυπριακής ιθαγένειας και έχει τη διαμονή του στο Λονδίνο. Στις 27.10.2014, έτυχε να βρίσκεται στην Κύπρο, οπότε και συνελήφθη από την Αστυνομία, δυνάμει του προαναφερθέντος ΕΕΣ. Το ένταλμα αυτό είχε εκδοθεί αρκετές βδομάδες προηγουμένως, στις 10.7.2014, από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, με σκοπό τη σύλληψη και παράδοση του εκζητουμένου στις ελληνικές αρχές. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, αυτός αναζητείτο, προκειμένου να εκτίσει δύο ποινές φυλάκισης, οι οποίες του είχαν επιβληθεί από Ελληνικά Δικαστήρια, ήτοι:
(1) Ποινή φυλάκισης έντεκα (11) χρόνων, από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, στις 8.4.2010, για το αδίκημα της πλαστογραφίας δημοσίων εγγράφων και εμπορίας πλαστών εγγράφων· και
(2) Ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) χρόνων, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, στις 5.10.2007, για το αδίκημα της κατ' εξακολούθηση μη καταβολής χρέους, υπό τη μορφή βεβαιωθέντων φόρων, προς το δημόσιο.
Ο εφεσείων, με τη σύλληψή του, οδηγήθηκε, αυθημερόν, ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - Αμμοχώστου. Ο Δικαστής, αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητά του, τον ενημέρωσε για το περιεχόμενο του ΕΕΣ και το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο, το οποίο αυτός είχε, ήδη, ασκήσει, Άρθρο 17(1). Στη συνέχεια, κατέγραψε ότι ο εκζητούμενος δε συγκατατίθετο να παραδοθεί στις αρμόδιες ελληνικές αρχές και όρισε ημερομηνία ακροάσεως της υπόθεσης, Άρθρο 20(1). Η ακροαματική διαδικασία, κατά την οποία προσφέρθηκε τόσο προφορική όσο και γραπτή μαρτυρία, διεκπεραιώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, εντός του προβλεπόμενου χρόνου, και, στις 19.11.2014, το Δικαστήριο εξέδωσε την αιτιολογημένη απόφασή του, Άρθρο 21(1)(3). Με αυτή, διέταξε την εκτέλεση του ΕΕΣ, διά της παραδόσεως του εκζητουμένου στις ελληνικές αρχές, εντός δέκα ημερών από την εν λόγω ημερομηνία, Άρθρο 29(1).
Η εκτέλεση του εντάλματος δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω της καταχώρισης, εντός του προβλεπόμενου χρόνου των τριών ημερών, της παρούσας έφεσης, Άρθρο 24(1). Με αυτήν, προβάλλονται εννέα λόγοι, για τους οποίους αμφισβητείται η κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή από αυτό συγκεκριμένων διατάξεων του εν λόγω Νόμου, οι οποίες αφορούν είτε σε θέματα τύπου και δικονομίας είτε σε θέματα ουσίας. Αυτοί, λόγω της ομοιότητας, την οποία ορισμένοι έχουν μεταξύ τους, μπορούν να συνοψιστούν και να συμπτυχθούν σε τέσσερις μόνο, στους ακόλουθους:-
1. Το έντυπο του ΕΕΣ δε συμπληρώθηκε δεόντως, κατά παράβαση του Άρθρου 4(4) και του Παραρτήματος του Νόμου, το οποίο προβλέπει για συγκεκριμένο τύπο τέτοιου εντάλματος και, επίσης, έγινε, από το Δικαστήριο, αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, η οποία δεν αναφέρεται σ' αυτό.
2. Το Δικαστήριο δεν άσκησε, ως όφειλε, τη διακριτική του εξουσία δυνάμει του Άρθρου 14(2).
3. Το Δικαστήριο ερμήνευσε το Άρθρο 12(1) λανθασμένα, όταν θεώρησε πως το αδίκημα της μη καταβολής χρέους, υπό τη μορφή βεβαιωθέντων φόρων, προς το δημόσιο αποτελεί αδίκημα στην Κυπριακή Δημοκρατία· και
4. Το Δικαστήριο, με δεδομένη την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε σε λανθασμένη κρίση, όταν αποφάσισε πως δεν εφαρμόζεται, στην περίπτωση του εφεσείοντος, το Άρθρο 2(2).
Νόμος 133(Ι)/2004 - Απόφαση πλαίσιο 2002/584:
Ο Νόμος 133(Ι)/2004, για τον οποίο έγινε, ήδη, λόγος, με τη θέσπιση και τις τροποποιήσεις του, μετέφερε στο κυπριακό δίκαιο την Απόφαση πλαίσιο (2002/584/ΔΕΥ) της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά με τις διαδικασίες για το ΕΕΣ και την παράδοση μεταξύ κρατών μελών, όπως έχει και αυτή τροποποιηθεί, ειδικά, με την τελευταία τροποποίηση του 2009, (δέστε Απόφαση - Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009). Βέβαια, δεν είναι άγνωστη στο διεθνές δίκαιο η συνεργασία μεταξύ κρατών, σε σχέση με θέματα ποινικού δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτου, σχετικό με την επί του θέματος συζήτηση, αποτελεί η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων, η οποία έγινε στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Κυπριακή Δημοκρατία την επικύρωσε και την ενσωμάτωσε στο δίκαιό της, με τον ομώνυμο Νόμο 95/1970, από τις 23.12.1970. Η νομοθεσία αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ και να διέπει τις σχέσεις της Δημοκρατίας με τρίτα κράτη. Οι διατάξεις της, όμως, δεν ισχύουν «όσον αφορά την έκδοση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Οι σχέσεις, πλέον, της Δημοκρατίας, ως κράτος μέλος της Ένωσης, διέπονται, στον τομέα αυτό, από το Νόμο 133(Ι)/2004, Άρθρο 41, ο οποίος έχει μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις πρόνοιες της προαναφερθείσας Απόφασης πλαίσιο 2002/584.
Από τις πρόνοιες των πιο πάνω νομοθεσιών, αναμφίβολα, διαπιστώνεται να υπάρχει και στα δύο συστήματα, κατ' αρχήν, εμμονή στη διασφάλιση των ιδίων βασικών αρχών, οι οποίες αποβλέπουν στο σεβασμό και την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ειδικά, στην Απόφαση πλαίσιο 2002/584, η οποία αποτελεί τον εκσυγχρονιστικό εναρμονιστικό θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο συγκεκριμένο τομέα, αυτό επιτυγχάνεται με τη διακηρυγμένη θέση, στην αιτιολογική σκέψη 12, ότι:-
«(12) Η παρούσα απόφαση πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Άρθρο 6 της Συνθήκης και εκφράζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως στο Κεφάλαιο VI. ... Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς τους κανόνες σε σχέση με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας.»
Βέβαια, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια, η εν λόγω Απόφαση πλαίσιο αποβλέπει προς ένα συγκεκριμένο σκοπό, στον οποίο έγινε, επίσης, νύξη προηγουμένως. Δεδομένης δε της φύσης της ως νομοθετικό πλαίσιο, η θέσπισή της επιτεύχθηκε δυνάμει της πρόνοιας του Άρθρου 34.2.β) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η οποία προβλέπει ότι:-
«2. ..., το Συμβούλιο μπορεί:
β) να υιοθετεί αποφάσεις-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Οι αποφάσεις-πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα·»
Από τις αιτιολογικές σκέψεις οι οποίες παρατίθενται στο προοίμιο της υπό αναφορά Απόφασης πλαίσιο, καθώς, επίσης, από τις πρόνοιές της που ακολουθούν, προκύπτει ότι υπέρτατος σκοπός της είναι η, διά της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων, καθιέρωση, από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης φυγοδίκων, είτε προς έκτιση ποινής φυλάκισης, η οποία τους έχει επιβληθεί, είτε προς δίωξή τους ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους έκδοσης, ως υπόπτων για τη διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος. Προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, έχει, επιπρόσθετα, υιοθετηθεί, ως Παράρτημα στην Απόφαση πλαίσιο, συγκεκριμένος τύπος ΕΕΣ, ο οποίος είναι κοινός για όλα τα κράτη μέλη. Στη, σχετικά, πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, γίνεται λεπτομερής αναδρομή στις συνθήκες και στην πορεία που οδήγησαν στην καθιέρωση, τελικώς, του ΕΕΣ.
Στην αιτιολογική σκέψη 5, παρατίθενται, με σαφείς όρους, ο καινοτόμος σκοπός, ανωτέρω, τον οποίο η Απόφαση πλαίσιο ήθελε καθιερώσει, με προοπτική την εφαρμογή του στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι βασικές αρχές της Ένωσης, επί των οποίων αυτή εδράζεται. Αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα εξής:-
«(5) Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς τον σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης, επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασσικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.»
Προς εμπέδωση της σπουδαιότητας του προαναφερθέντος σκοπού, που είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση του πιο πάνω συστήματος παράδοσης εκζητουμένων προσώπων, επισημαίνεται, στην αιτιολογική σκέψη 6, ότι:-
«(6) Το ΕΕΣ το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας.»
Ως απότοκος των προηγηθέντων στο προοίμιο, με την εντελώς αρχική της διάταξη, το Άρθρο 1, η Απόφαση πλαίσιο καθόρισε τη φύση του ΕΕΣ και τη θεμελιακή αρχή, στη βάση της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβαίνουν στην εκτέλεσή του. Όπως αναφέρεται στις δυο πρώτες παραγράφους του εν λόγω Άρθρου:-
«1. Το ΕΕΣ είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.
2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.»
Σύμφωνα με το Άρθρο 34 της Απόφασης πλαίσιο, τα κράτη μέλη όφειλαν, εντός προκαθορισμένου χρόνου, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις πρόνοιές της. Η Κυπριακή Δημοκρατία συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή της αυτή, θεσπίζοντας τον προαναφερθέντα Νόμο 133(Ι)/2004. Με τις πρόνοιές του, μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο οι αρχές και οι ρυθμίσεις τις οποίες προβλέπει η Απόφαση. Η αρμόδια δικαστική αρχή της Δημοκρατίας είναι αυτές τις πρόνοιες που, εν πρώτοις, εφαρμόζει σε κάθε περίπτωση, είτε για την έκδοση είτε για την εκτέλεση ΕΕΣ. Κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας, οφείλει, συγχρόνως, να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, εν προκειμένω το Νόμο 133(Ι)/2004, σε συμφωνία με την Απόφαση πλαίσιο 2002/584. Αυτό απαιτεί η βασική αρχή, την οποία καθιέρωσε η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), για τη διασφάλιση της επιτυχούς ενσωμάτωσης στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους των αποφάσεων πλαίσιο που υιοθετεί το Συμβούλιο, προς επίτευξη των σκοπών του Άρθρου 34.2.β) της ΣΕΕ, (βλ. C-105/2003, Maria Pupino, της 16.6.2005, σκέψεις 34, 42 και 43). Επομένως, και στην περίπτωση του εν λόγω Νόμου, η εφαρμογή του θα πρέπει να γίνεται στη βάση των αρχών και των επιδιώξεων που διακηρύσσονται στις αιτιολογικές σκέψεις της υπό αναφορά Απόφασης πλαίσιο, καθώς, επίσης, στη βάση των λειτουργικών προνοιών της στα άρθρα που τις ακολουθούν.
Αναπόσπαστο μέρος του Νόμου 133(Ι)/2004 είναι, βέβαια, και το Παράρτημά του, με το οποίο υιοθετήθηκε συγκεκριμένος τύπος ΕΕΣ. Αυτός είναι κοινός για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού προβλέπεται, ειδικά, στην Απόφαση πλαίσιο, ως Παράρτημα αυτής. Όλα τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τον ίδιο τύπο ΕΕΣ, το οποίο εκδίδεται από τη δικαστική αρχή ενός κράτους μέλους και εκτελείται από τη δικαστική αρχή ενός άλλου κράτους μέλους. Διασφαλίζεται, έτσι, η αμιγής δικαστική φύση του εντάλματος, ήτοι ως δικαστική πράξη, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου και το Άρθρο 1, παράγραφο 1, της Απόφασης πλαίσιο, υποκείμενου, σε όλα τα στάδια, από την έκδοση μέχρι την εκτέλεσή του, σε δικαστικό έλεγχο, (δέστε, σχετικά, και την αιτιολογική σκέψη 8 της εν λόγω Απόφασης).
Επομένως, σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο του ΕΕΣ πρέπει, κατ' αρχήν, να αντανακλά, στον απαιτούμενο βαθμό, τις σχετικές πρόνοιες της Απόφασης πλαίσιο, τα δε στοιχεία, που περιέχονται σ' αυτό και πρέπει να συμπληρώνονται, είναι αυτά που προβλέπονται στο Άρθρο 8, παράγραφο 1, της Απόφασης. Επιτυγχάνεται, έτσι, ομοιομορφία ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του ΕΕΣ, ώστε να καθίσταται, πλέον, ευχερής η προώθηση και εκτέλεσή του, προς όφελος τόσο της εκδίδουσας δικαστικής αρχής όσο και της δικαστικής αρχής η οποία καλείται να προβεί στην εκτέλεσή του.
Κάθε κράτος μέλος, όμως, έχει το δικό του εσωτερικό νόμο, με τον οποίο έχει μεταφέρει στο δικαιϊκό του σύστημα την Απόφαση πλαίσιο. Τέτοιο νόμο, προφανώς, έχει και η Ελλάδα, από δικαστική αρχή της οποίας έχει προέλθει το υπό εξέταση ΕΕΣ. Θα πρέπει δε να θεωρηθεί πως, για την έκδοσή του, εφαρμόστηκε ο σχετικός ελληνικός νόμος. Δεν εναπόκειται, όμως, στην αρμόδια δικαστική αρχή της Κύπρου να το κρίνει αυτό. Η Κύπρος, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει το δικό της Νόμο, τον 133(Ι)/2004, τον οποίο εφαρμόζει, σύμφωνα και με τις διατάξεις της Απόφασης πλαίσιο, και, στην περίπτωση του συγκεκριμένου ΕΕΣ, ενετάλη να το εκτελέσει δική της αρμόδια δικαστική αρχή. Οι εξουσίες της τελευταίας για εκτέλεση του συγκεκριμένου αυτού καθήκοντος προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος του εν λόγω Νόμου. Ο Επαρχιακός Δικαστής, ο οποίος ανέλαβε, ως αρμόδια δικαστική αρχή, την εξέτασή του, εφάρμοσε τις σχετικές πρόνοιες του εν λόγω Μέρους, κάποιες κατά την πρώτη εμφάνιση του εκζητουμένου ενώπιόν του και κάποιες αμέσως μετά την εκφώνηση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασής του. Έγινε αναφορά στις σχετικές ενέργειές του, προηγουμένως.
Άρθρο 4(4) του Νόμου:
Με δεδομένη την πιο πάνω κατάσταση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, ό,τι, συγκεκριμένα, αμφισβητείται, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, εστιάζεται, κατ' αρχάς, σε θέματα δικονομίας και τύπου, όπως αυτά μπορούν, ευχερώς, να χαρακτηριστούν. Εν πρώτοις δε, σε σχέση με την πτυχή αυτή, υπήρξε εισήγηση ότι η μη συμπλήρωση της παραγράφου (δ) του εντύπου του υπό αναφορά ΕΕΣ παραβιάζει την πρόνοια του Άρθρου 4(4) του Νόμου, η οποία προβλέπει, κατά τρόπο επιτακτικό, όπως φαίνεται από το λεκτικό της, ότι: «Η δικαστική αρχή έκδοσης υποχρεούται να συμπληρώνει το συνημμένο έντυπο, Παράρτημα Α, το οποίο περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία». Επομένως, όπως έχει, περαιτέρω, η εισήγηση, για το λόγο αυτό, το ΕΕΣ κατά του εφεσείοντος πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, δε συμπληρώθηκε η παράγραφος (δ) του τύπου του ΕΕΣ, ο οποίος προβλέπεται στο Παράρτημα της Απόφασης πλαίσιο, όπως αυτός έχει μετά την τροποποίησή του από την Απόφαση πλαίσιο 2009/299 και είναι ίδιος με αυτόν του Παραρτήματος του Νόμου 133(Ι)/2004, μετά την τροποποίησή του το 2014*. Για την ακρίβεια, στο υπό εξέταση ΕΕΣ, δεν υπάρχει η συγκεκριμένη παράγραφος (δ), η οποία άπτεται της εφαρμογής του Άρθρου 14(2), το οποίο θα εξεταστεί στη συνέχεια. Σε σχέση, όμως, με το Άρθρο 4(4), επισημαίνεται ότι η αναφορά στο τέλος του σε «στοιχεία» παραπέμπει στο Άρθρο 4(1)(α) έως (ζ) και στα στοιχεία που αναφέρονται στο έντυπο του ΕΕΣ, τα οποία πρέπει να συμπληρώνονται στις αντίστοιχες παραγράφους του, οι οποίες απαριθμούνται από το (α) έως το (θ).
Προκειμένου για περίπτωση όπως είναι η παρούσα, τα σχετικά στοιχεία αφορούν στην ταυτότητα και στην ιθαγένεια του εκζητουμένου, στην περιγραφή της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, η οποία συνιστά το ΕΕΣ, στις περιστάσεις, στο χρόνο και στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος, στην επιβληθείσα ποινή και στη διεύθυνση επικοινωνίας της εκδίδουσας δικαστικής αρχής. Οι πληροφορίες οι οποίες απαιτούνται στην παράγραφο (δ) του τύπου του ΕΕΣ και έχουν περιληφθεί σ' αυτόν με την αντικατάσταση της προηγούμενης παραγράφου (δ) του Παραρτήματος του Νόμου, για να συνάδουν με τις απαιτήσεις του νεοεισαχθέντος εδαφίου (2) στο Άρθρο 14 του βασικού νόμου, προφανώς, δεν περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα στοιχεία. Τα στοιχεία δε του Άρθρου 4(1) είναι, μάλλον, αναγκαία, προκειμένου δικαστική αρχή εκτέλεσης να μπορεί να αρχίσει την εξέταση τεθέντος ενώπιόν της ΕΕΣ, χωρίς, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση παράθεσής τους από τη δικαστική αρχή έκδοσης να θεωρείται απόλυτη, ώστε η μη συμμόρφωσή της να καθιστά το ΕΕΣ άκυρο.
Έστω, όμως, παίρνοντας ως δεδομένο ότι η υποχρέωση του Άρθρου 4(4) είναι γενικής εφαρμογής και ότι το έντυπο του ΕΕΣ πρέπει, απαραίτητα, να συμπληρώνεται σε όλες του τις παραγράφους, εκτός όπου κάποιο ζητούμενο στοιχείο του δεν ισχύει, η παράλειψη συμμόρφωσης δε συνεπάγεται, οπωσδήποτε, την ακύρωση του ΕΕΣ. Προφανώς, η εν λόγω πρόνοια, με τον επιτακτικό της χαρακτήρα, τον οποίο μεταφέρει η λέξη «υποχρεούται», υποδηλοί ότι η εκδίδουσα δικαστική αρχή οφείλει να χρησιμοποιεί, σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο τύπο, που προβλέπεται στο Παράρτημα της Απόφασης πλαίσιο και που, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετήθηκε από το Νόμο 133(Ι)/2004, και όχι οποιοδήποτε άλλον τύπο δικής της επινόησης. Η διαπίστωση αυτή συνάδει και προς το σκοπό της υιοθέτησης ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών, ο οποίος επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της Απόφασης πλαίσιο, ανωτέρω. Επομένως, η μη συμπερίληψη ή η λανθασμένη συμπλήρωση κάποιου στοιχείου, το οποίο ζητείται στον καθορισμένο τύπο, δεν καθιστά, χωρίς άλλο, το ΕΕΣ άκυρο, ώστε το αίτημα για εκτέλεσή του να υπόκειται σε απόρριψη.
Έπειτα, δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ένα ΕΕΣ εκδίδεται από τη δικαστική αρχή ενός κράτους μέλους και μπορεί να είναι άγνωστο σε ποιο άλλο κράτος μέλος αυτό, τελικώς, θα εκτελεστεί. Παρόλο δε που η χρήση του τύπου που προβλέπει το Παράρτημα της Απόφασης πλαίσιο είναι υποχρεωτική, εντούτοις αναγνωρίζεται και στο «Ευρωπαϊκό Εγχειρίδιο για το πώς εκδίδεται το ΕΕΣ» ότι «αυτό μπορεί να μην καθίσταται πάντα σαφές από τις νομοθεσίες μερικών κρατών μελών». Συμπληρώνεται δε, συναφώς, στην παράγραφο 1.2 του Εγχειριδίου, υπό τον τίτλο «Το έντυπο του ΕΕΣ», ότι:-
«2. Η πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να τεθεί σε λειτουργία ένα εργαλείο που να μπορεί εύκολα να συμπληρώνεται από τις δικαστικές αρχές έκδοσης και να αναγνωρίζεται από τις δικαστικές αρχές εκτέλεσης. Ένας από τους στόχους του εντύπου είναι να αποφεύγονται οι μακροσκελείς και δαπανηρές μεταφράσεις και να διευκολυνθεί η δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες. Μόνο αυτό το έντυπο πρέπει να χρησιμοποιείται· δεν επιτρέπεται να αλλοιωθεί. Επειδή το έντυπο αυτό θα αποτελέσει κατ' αρχήν τη μόνη βάση για τη σύλληψη και τη συνακόλουθη παράδοση του καταζητουμένου, πρέπει να συμπληρώνεται με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αποφεύγονται περιττές αιτήσεις για συμπληρωματικές πληροφορίες. ...»
Το πιο πάνω απόσπασμα μεταφέρει, με παραστατικότητα, το λόγο για την υιοθέτηση ενός κοινού τύπου του ΕΕΣ, ώστε να υπάρχει, και από την άποψη αυτή, πλήρης σύμπτωση με το διακηρυγμένο σκοπό της Απόφασης πλαίσιο για την εισαγωγή ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, να σημειωθεί πως το εν λόγω Εγχειρίδιο δεν έχει νομική ισχύ, απλώς περιέχει συστάσεις προς τις δικαστικές αρχές, αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής της Απόφασης πλαίσιο. Η τελευταία φράση από το πιο πάνω απόσπασμά του παραπέμπει ευθέως στο μηχανισμό που προβλέπεται για τη συμπλήρωση παραλείψεων ή τη διόρθωση λαθών, που μπορεί να υπάρχουν σε ΕΕΣ, το οποίο καταλήγει σε συγκεκριμένο κράτος μέλος προς εκτέλεση. Στην Απόφαση πλαίσιο, σχετική προς το θέμα αυτό είναι η πρόνοια στο Άρθρο 15, παράγραφο 2. Αυτή έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το Άρθρο 21(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, για τη διατύπωση του οποίου έχει χρησιμοποιηθεί παρόμοιο λεκτικό. Εν πάση περιπτώσει, η ουσία του περιεχομένου των δύο προνοιών είναι η ίδια, το δε Άρθρο 21(2) προβλέπει ότι:-
«(2) Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα Άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο Άρθρο 23 του παρόντος Νόμου.»
Κατ' αρχάς, επισημαίνεται ότι οι πιο πάνω πρόνοιες, σαφώς, ενισχύουν την άποψη, ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία την οποία το Άρθρο 4(4) του Νόμου φέρει. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι αυτές συνάδουν πλήρως με την υποχρέωση την οποία το Άρθρο 1, παράγραφος 2, της Απόφασης πλαίσιο επιβάλλει, ήτοι: «Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.». Ακριβώς, στην υπόθεση C-396/2011, Ciprian Vasile Radu, της 29.1.2013, τονίζεται, στη σκέψη 35, ότι:-
«35. Βάσει του Άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.»
Επομένως, η εισήγηση ότι η μη συμπλήρωση της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ συνιστά παράβαση του Άρθρου 4(4) του Νόμου, συνεπαγόμενη την απόρριψη του αιτήματος για εκτέλεσή του, δεν ευσταθεί.
Ένα τελευταίο θέμα, σχετικό με την πιο πάνω πτυχή, αφορά στην ένσταση εκ μέρους του εκζητουμένου ως προς την αποδοχή, ως μαρτυρίας στη δίκη, των αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστηρίων, τεκμήρια 1 και 2. Είχαν κριθεί σχετικές με το υπό εξέταση ΕΕΣ, γι' αυτό και έγινε αποδεκτή η κατάθεσή τους, ο δε εκδικάσας Δικαστής, στη συνέχεια, έλαβε υπόψη, για την κρίση του, κάποιες πληροφορίες, οι οποίες περιέχονται σ' αυτές. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της δίκης, οι εν λόγω αποφάσεις είχαν προσκομιστεί από λειτουργό της Κεντρικής Αρχής, δηλαδή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Τις είχε εξασφαλίσει, στα πλαίσια σχετικού αιτήματος, από τη δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ, θεωρώντας, προφανώς, ότι αυτές ήταν αναγκαίες, προς συμπλήρωση των στοιχείων που περιέχονταν, ήδη, σ' αυτό.
Δε διαπιστώνεται να υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με την πιο πάνω πρακτική και ούτε ηγέρθη οποιοδήποτε θέμα, σχετικά, στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Για την ακρίβεια, με τις ενέργειες, ανωτέρω, της λειτουργού, περισώθηκε πολύτιμος χρόνος, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, ο Επαρχιακός Δικαστής, ως η αρμόδια δικαστική αρχή, λογικά, κατά τη διάρκεια της δίκης, θα ζητούσε, μέσω, βέβαια, της Κεντρικής Αρχής, την προσκόμιση των ιδίων στοιχείων. Τέτοια εξουσία του παρεχόταν δυνάμει του Άρθρου 21(2), ανωτέρω, και αυτός όφειλε να την ασκήσει, αν διαπίστωνε ότι ήταν αναγκαία η παροχή περαιτέρω συμπληρωματικών στοιχείων, σε σχέση με συγκεκριμένη πτυχή, προκειμένου να καθίστατο δυνατή η εκτέλεση του ΕΕΣ. Το έπραξε, όμως, έγκαιρα η Κεντρική Αρχή και, έτσι, προχώρησε απρόσκοπτα η ακρόαση της υπόθεσης. Επομένως, ούτε και ο επί μέρους αυτός λόγος σε σχέση με την αποδοχή ως τεκμηρίων των αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστηρίων γίνεται αποδεκτός.
Άρθρο 14(2) του Νόμου:
Το επόμενο θέμα αφορά, με περισσότερη αμεσότητα, πλέον, την εφαρμογή του Άρθρου 14(2). Προκύπτει, ως εκ της εισήγησης, ότι ο εκδικάσας Δικαστής, λανθασμένα, αρνήθηκε να ασκήσει τη, δυνάμει του άρθρου αυτού, διακριτική του εξουσία να απορρίψει το ΕΕΣ, παραγνωρίζοντας την ανυπαρξία σχετικής μαρτυρίας, γεγονός που επέβαλλε την πιο πάνω πορεία. Η εν λόγω εισήγηση βασίζεται, κυρίως, στη μη συμπλήρωση από τη δικαστική αρχή έκδοσης της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ, δεδομένης της αναφοράς σ' αυτό ότι «Η απόφαση εκδόθηκε απόντος του ενδιαφερομένου», εννοώντας του εκζητουμένου, χωρίς να προσδιορίζεται αν αυτός ήταν ή όχι, και στις δύο υποθέσεις, απών. Να σημειωθεί πως η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται στον τύπο του ΕΕΣ που έχει υιοθετηθεί με την Απόφαση πλαίσιο 2009/299 και αποτελεί μέρος του Παραρτήματος του Νόμου 133(Ι)/2004, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 30(Ι)/2014.
Το Άρθρο 14, για τους διάφορους λόγους οι οποίοι αναφέρονται σ' αυτό, παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ. Ειδικά, το εδάφιο (2) αυτού αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση, όπου παρέχεται η πιο πάνω δυνατότητα, προβλέποντας ότι:-
«(2) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-
...........................................................................................................»
Το κείμενο του εδαφίου (2) προχωρεί, περαιτέρω, και, στις παραγράφους (α) έως (δ), παρατίθενται συγκεκριμένες δικονομικές απαιτήσεις, η ικανοποίηση των οποίων αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα αυτό να ασκήσει την προαναφερθείσα διακριτική εξουσία, προκειμένου να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ.
Η πιο πάνω πρόνοια, στην ολότητά της, μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας το Άρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, το οποίο είναι διατυπωμένο με πολύ παρόμοιους όρους. Το άρθρο αυτό ενσωματώθηκε στην εν λόγω Απόφαση με το Άρθρο 2 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, στο Άρθρο 1 της οποίας αναφέρονται, στις παραγράφους 1 και 3, σε σχέση με τους στόχους της, τα εξής:-
«1. Οι στόχοι της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι η κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, η διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και, ιδίως, η βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ κρατών μελών.»
«3. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθορίζει κοινούς κανόνες για την αναγνώριση ή/και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε ένα κράτος μέλος (κράτος μέλος εκτέλεσης), οι οποίες εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος έκδοσης) έπειτα από διαδικασία στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, ...»
Η αναγκαιότητα, η οποία οδήγησε στη θέσπιση του Άρθρου 4α, ανωτέρω, καθώς, επίσης ο σκοπός, τον οποίο αυτό επιδιώκει να υπηρετήσει, αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 6 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, ενώ, επεξηγούνται και στις υποθέσεις C-396/2011, Radu, ανωτέρω, σκέψεις 35, 36 και 37, και C-399/2011, Stefano Melloni, της 26.2.2013. Ειδικά, στην τελευταία υπόθεση, αναφέρεται, στις σκέψεις 40 και 43, πώς το ΔΕΕ ερμηνεύει το Άρθρο 4α, ως προς τη λειτουργία και εφαρμογή του, ήτοι:-
«40. Όπως προκύπτει από το γράμμα του Άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος για τους σκοπούς εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις στερούσες τη δικαστική αρχή εκτελέσεως από τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο Άρθρο 4α, παράγραφος 1, απαγορεύει, σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις, το να εξαρτά η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της καταδικαστικής αποφάσεως με την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου.»
43. ... Όπως προκύπτει τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 όσο και από το Άρθρο 1 της αποφάσεως πλαισίου 2009/299, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν η μέσω της θεσπίσεως της αποφάσεως-πλαισίου διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις με τη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών διά της εναρμονίσεως των λόγων μη αναγνωρίσεως των αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν μετά από δίκη στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως. Όπως υπογραμμίζεται ειδικότερα με την αιτιολογική σκέψη 4, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταστεί εφικτό, μέσω του ορισμού των κοινών αυτών λόγων, 'στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου'.»
Σε συμφωνία, λοιπόν, με το Άρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο, το Άρθρο 14(2) προβλέπει τη δυνατότητα δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, στην περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία οδήγησε στην καταδίκη του και στην επιβληθείσα σ' αυτό ποινή. Η διακριτική αυτή εξουσία δεν παρέχεται, εφόσον η παράγραφος (δ) του ΕΕΣ συμπληρώνεται δεόντως και αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που διέπουν την περίπτωση του εκζητουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 14(2) και έχουν εξηγηθεί στην υπόθεση C-399/2011, Melloni, ανωτέρω, στη σκέψη 40, με αναφορά στο αντίστοιχο Άρθρο 4α της εν λόγω Απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, μετά και την αναφορά στην παράγραφο (δ) του υπό εξέταση ΕΕΣ ότι: «Η απόφαση εκδόθηκε απόντος του ενδιαφερομένου», δεν έχει συμπληρωθεί οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αυτής. Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί πως, στην περίπτωση του εφεσείοντος, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ο παλαιός τύπος του ΕΕΣ, ο οποίος χρησιμοποιείτο πριν η Απόφαση πλαίσιο 2009/299 τεθεί σε ισχύ, υιοθετώντας το νέον τύπο, στον οποίο ενσωματώνονται οι πρόνοιες του Άρθρου 4α, ως προς το περιεχόμενο της παραγράφου (δ) αυτού. Επίσης, να σημειωθεί πως οι πρόνοιες της προαναφερθείσας Απόφασης τέθηκαν σε ισχύ στην Κύπρο μόλις στις 7.3.2014, με τον τροποποιητικό Νόμο 30(Ι)/2014.
Όπως διαπιστώθηκε, όμως, προηγουμένως, δεν αποτελεί απαρέγκλιτη απαίτηση του Νόμου 133(Ι)/2004 η συμπλήρωση του εντύπου του ΕΕΣ με όλα τα στοιχεία που παρατίθενται σ' αυτό και, δη, επί ποινή ακυρότητας, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Το Άρθρο 21(2) παρέχει τη δυνατότητα στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ζητήσει «την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων», προκειμένου να καταστεί εφικτή η εκτέλεση του ΕΕΣ. Επιπρόσθετα, μια υπόθεση μπορεί να εκφεύγει της εμβέλειας των παραγράφων (α) έως (δ) του Άρθρου 14(2) και, κατ' επέκταση, της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ. Ή, ακόμα, η δικαστική αρχή έκδοσης, με κάποια δεδομένα, που μπορεί να έχει στην κατοχή της, να μη θεωρεί αναγκαία τη συμπλήρωση της εν λόγω παραγράφου στο έντυπο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εκτέλεση του ΕΕΣ επαφίεται, τελικώς, στη διακριτική εξουσία της αρμόδιας προς τούτο δικαστικής αρχής του κράτους μέλους, προς το οποίο αυτό έχει διαβιβαστεί.
Η υπόθεση, στην οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης έντεκα χρόνων, προφανώς, αποτελεί τέτοια περίπτωση. Η δικαστική αρχή έκδοσης δε συμπλήρωσε τα στοιχεία της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ, τα οποία προβλέπονται στο Άρθρο 14(2), που, αν τα συμπλήρωνε, η εκτέλεση του ΕΕΣ σε σχέση με την προαναφερθείσα υπόθεση θα καθίστατο βεβαία, αφού, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, υπό αυτές τις περιστάσεις, η διακριτική ευχέρεια της δικαστικής αρχής εκτέλεσης ατονεί. Εν πάση περιπτώσει, όμως, η μαρτυρία η οποία έχει τεθεί, με τα τεκμήρια 1 και 2, ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι, σε εκείνην την υπόθεση, ο εφεσείων είχε ασκήσει έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, αρχικά, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, στη συνέχεια, με αίτηση αναιρέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Το σημαντικό είναι ότι, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στις αποφάσεις των εν λόγω δικαστηρίων, ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε ενώπιόν τους από πληρεξούσιο δικηγόρο. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι ο εφεσείων είχε λάβει έγκαιρα γνώση της απόφασης, με βάση την οποία καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε η προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης, και άσκησε τις εν λόγω διαδοχικές εφέσεις, στο πλαίσιο των οποίων η υπόθεσή του έτυχε ενδελεχούς εξέτασης, όπως καταμαρτυρείται, ειδικά, από την πολυσέλιδη απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, τεκμήριο 1.
Δεν ακολούθησε, όμως, την ίδια πορεία και η καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με βάση την οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων. Βέβαια, ισχύει, και στην περίπτωση αυτή, η πληροφόρηση που υπάρχει στο ΕΕΣ ότι: «Η απόφαση εκδικάστηκε απόντος του ενδιαφερομένου», γεγονός που καταμαρτυρείται και από την ίδια την απόφαση του προαναφερθέντος δικαστηρίου, μέρος του τεκμηρίου 2. Επιπρόσθετα, δεν κατέστη γνωστό αν ο εφεσείων έλαβε ποτέ γνώση της εν λόγω απόφασης. Όπως διαπιστώνεται δε, σε σχέση με την πτυχή αυτή, το ΕΕΣ συμπληρώθηκε μόνο στο σημείο της παραγράφου (δ) αυτού, που ζητά: «Αναφέρατε τις νομικές εγγυήσεις». Στο σημείο εκείνο, εξηγείται ότι οι εν λόγω εγγυήσεις αφορούν μόνο την απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Σχετικά με την ίδια, ως άνω, πτυχή, αναφέρεται, στη συνέχεια, ότι: «Ο εν λόγω εκζητούμενος μπορεί να ασκήσει αφ' ενός αίτηση ακύρωσης απόφασης ή εκπρόθεσμη έφεση που μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης».
Δεδομένων των ανωτέρω, το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η πληροφόρηση, η οποία δίδεται όσον αφορά τις νομικές εγγυήσεις, είναι, όντως, αρκούντως ικανοποιητική, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, διατάσσοντας την εκτέλεση του ΕΕΣ σε σχέση και με την περίπτωση αυτή. Η προσπάθεια, η οποία προωθείται από την Απόφαση πλαίσιο 2009/299, για απλούστευση, έτι περαιτέρω, της διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ, με την υιοθέτηση του Άρθρου 4α, δεν καταργεί την απαίτηση του διαγραφέντος Άρθρου 5.1 της Απόφασης πλαίσιο 2002/584. Αυτό προνοούσε για τη διασφάλιση του δικαιώματος εκζητούμενο πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ερήμην να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης. Είναι οι λεγόμενες «νομικές εγγυήσεις», οι οποίες αναφέρονται και επεξηγούνται στο υπό εξέταση ΕΕΣ. Η επιδίωξη του Άρθρου 4α, όπως προκύπτει από το Άρθρο 1 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, είναι ο καθορισμός κοινών κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη, προς κατοχύρωση των, άλλως πως, αποκαλουμένων δικονομικών δικαιωμάτων εκζητουμένων προσώπων, τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες. Στην προκειμένη δε περίπτωση, στη βάση της πληροφόρησης την οποία ο εφεσείων είχε σε σχέση με τα εν λόγω δικαιώματα, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι καταφατική. Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, τα οποία ο εκδικάσας Δικαστής είχε ενώπιόν του, σε σχέση και με τις δύο υποθέσεις στις οποίες αφορά το υπό εξέταση ΕΕΣ, κρίνεται ότι αυτός άσκησε ορθώς τη διακριτική εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 14(2), απορρίπτοντας τις σχετικές ενστάσεις εκ μέρους του εκζητουμένου. Επομένως, ούτε και στην περίπτωση αυτή γίνεται αποδεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης.
Άρθρο 12(1) του Νόμου:
Το αδίκημα της κατ' εξακολούθηση μη καταβολής χρέους, υπό μορφή βεβαιωθέντων φόρων, προς το δημόσιο, για το οποίο επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων και στο οποίο αφορά η απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν εμπίπτει στην πρόνοια του Άρθρου 12(2), όπου αναφέρεται ότι: «Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου» και παρατίθεται μεγάλος αριθμός τέτοιων αξιόποινων πράξεων. Παρεμπιπτόντως, στην κατηγορία αυτή, εμπίπτει το αδίκημα της πλαστογραφίας δημοσίων εγγράφων και εμπορίας πλαστών εγγράφων, για το οποίο επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης έντεκα χρόνων. Για οποιαδήποτε άλλα αδικήματα, το Άρθρο 12(1), το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο της Δημοκρατίας το Άρθρο 2.4 της Απόφασης πλαίσιο, προβλέπει, στο βαθμό που ενδιαφέρει, ότι:-
«12.(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των Άρθρων 13 έως 15 του παρόντος Νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον:
(α) Η πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συνιστά έγκλημα το οποίο τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους που το εκδίδει και είναι αξιόποινη σύμφωνα και με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού. Στις περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Κυπριακό κράτος δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, τελών τελωνείων και συναλλάγματος με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.»
Στη βάση, λοιπόν, της πιο πάνω πρόνοιας, έγινε εισήγηση, εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι δεν υπάρχει στο κυπριακό δίκαιο τέτοιο αδίκημα, όπως αυτό για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσείων από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 5.10.2007. Στο βαθμό δε που το εκδικάσαν Δικαστήριο θεώρησε ότι το εν λόγω αδίκημα διέπεται από τη δεύτερη περίοδο του Άρθρου 12(1)(α), ανωτέρω, θεωρώντας. ουσιαστικά, ότι, όντως, δεν επιβάλλεται ιδίου τύπου φόρος στην Κύπρο και, άρα, αναζήτησε ίδιο αδίκημα σε σχέση με διαφορετικού τύπου φόρο, η κρίση του είναι λανθασμένη.
Με δεδομένες τις πιο πάνω ρυθμίσεις του Άρθρου 12(1)(α), καθώς, επίσης, το γεγονός ότι η υπό αναφορά πράξη, για την οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων, αποτελεί αδίκημα περί φόρων, το ερώτημα, το οποίο, κατ' αρχάς, τίθεται, είναι κατά πόσο υπάρχει και στο κυπριακό δίκαιο αξιόποινη πράξη για ιδίου τύπου φόρο. Σε σχέση με το θέμα αυτό, διαπιστώνεται πως όλες οι αναφορές στο ΕΕΣ και στην απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μέρος του τεκμηρίου 2, παραπέμπουν σε αδίκημα το οποίο αφορά σε χρέος του εφεσείοντος προς το δημόσιο, συνιστάμενο σε βεβαιωθέντες φόρους. Δεν αναφέρεται, όμως, συγκεκριμένα στη μαρτυρία ο τύπος των φόρων αυτών, οπότε θα μπορούσε να εξεταστεί κατά πόσο η μη καταβολή ιδίου τύπου βεβαιωθέντων φόρων προς το Κυπριακό Κράτος αποτελεί αξιόποινη πράξη, κατά το κυπριακό δίκαιο. Η σχεδόν βεβαία, όμως, εντύπωση, που αποκομίζει κανείς από το κείμενο της απόφασης του προαναφερθέντος δικαστηρίου, είναι ότι πρόκειται για άμεση φορολογία, η οποία έχει επιβληθεί σε φυσικό πρόσωπο, ήτοι στον εφεσείοντα. Τέτοια φορολογία δυνατό να αφορά στο εισόδημα του τελευταίου, η οποία έχει βεβαιωθεί ότι οφείλεται από αυτόν προς συγκεκριμένη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, (Δ.Ο.Υ.). Η οφειλή, όμως, προς το κράτος τέτοιας βεβαιωθείσας φορολογίας δε φαίνεται να αποτελεί αξιόποινη πράξη κατά το κυπριακό δίκαιο και, δη, τον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο του 1978, (Ν. 4/1978), όπως έχει τροποποιηθεί. Πάντως, δεν υπήρξε οποιαδήποτε εισήγηση, σχετικά, από την πλευρά του εφεσίβλητου.
Τελικά, όμως, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η επακριβής διαπίστωση του τύπου του φόρου, που, σε περίπτωση ύπαρξής της, είναι, βέβαια, βοηθητική, αφού, με βάση το Άρθρο 12(1)(α): «... δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Κυπριακό κράτος ... δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, ... με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.». Η αναφορά δε σε «τύπο ρύθμισης περί φόρων», και αφού καλύφθηκε το θέμα του τύπου των φόρων, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει το στάδιο διευθέτησης αναφορικά με την είσπραξή τους. Η πιο πάνω ερμηνεία υπαγορεύεται από την όλη φιλοσοφία του Άρθρου 12(1)(α), με την οποία, ουσιαστικά, επιτυγχάνεται η τεχνική εξομοίωση φορολογικών αδικημάτων που αναγνωρίζονται σε άλλα κράτη μέλη με φορολογικά αδικήματα που υπάρχουν στην Κύπρο. Έτσι, δεν καθίσταται ανέφικτη η εκτέλεση ΕΕΣ, για μόνο το λόγο ότι δεν υπάρχει στο κράτος μέλος εκτέλεσης παρόμοιου τύπου φόρος ή παρόμοιος τρόπος είσπραξης φόρου ή καταστολής μεθόδων φοροδιαφυγής. Είναι δε γεγονός ότι η παρούσα κατάληξη για το πιο πάνω θέμα είναι μεν ίδια με την κατάληξη στην υπόθεση Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546, ήτοι απορριπτική του σχετικού λόγου έφεσης, όμως, με διαφορετικό σκεπτικό, το οποίο, βασικά, διευρύνει το σκεπτικό της υπόθεσης εκείνης, με την επεξήγηση που δίδεται στη διαζευκτική φράση «ιδίου τύπου ρύθμιση», που υπάρχει στο υπό συζήτηση άρθρο.
Άρθρα 2(2) και 13(ε) του Νόμου:
Η εξέταση των προηγηθέντων θεμάτων ήταν, οπωσδήποτε, αναγκαία, διότι αυτά έχουν εγερθεί με σχετικούς λόγους έφεσης, αλλά και σημαντική, ως εκ της ευκαιρίας η οποία έχει, κατ' αυτόν τον τρόπο, δοθεί, για την εξέταση, βασικά, θεμάτων δικονομικού περιεχομένου, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως εγερθεί, αναφορικά με την εγκυρότητα, υπό ορισμένες περιστάσεις, ΕΕΣ. Εξίσου, όμως, αν όχι και περισσότερο, σημαντικός είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης, ο οποίος, ας σημειωθεί, αναφέρεται πρώτος στην ειδοποίηση έφεσης. Με αυτόν, προβάλλεται η θέση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας, πλανήθηκε, απορρίπτοντας την εισήγηση ότι, στη βάση της δεύτερης περιόδου του Άρθρου 2(2), έπρεπε να απορρίψει το ΕΕΣ. Υπενθυμίζεται ότι, πρωτοδίκως, το Δικαστήριο, αφού εκτίμησε την ενώπιόν του μαρτυρία, αποφάσισε πως δε συντρέχει λόγος μη εκτέλεσης του ΕΕΣ, στη βάση του πιο πάνω άρθρου. Ειδικότερα, έχει αποφασιστεί πως η μαρτυρία η οποία προσφέρθηκε, συναφώς, δεν ήταν αρκούντως ικανοποιητική, προς απόδειξη ότι, από τυχόν εκτέλεση του ΕΕΣ και μεταφορά του εκζητουμένου στην Ελλάδα, για έκτιση στα σωφρονιστικά της ιδρύματα των ποινών που του έχουν επιβληθεί, αυτός θα διατρέξει σοβαρό κίνδυνο να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, λόγω της κατάστασης που επικρατεί σ' αυτά.
Μια εξέλιξη, όμως, η οποία σημειώθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, προφανώς, έχει καταστήσει την εξέταση του τελευταίου πιο πάνω λόγου αχρείαστη. Συγκεκριμένα, στο στάδιο αυτό, τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου τούτου, από τους συνηγόρους του εφεσείοντος, με τη σύμφωνη γνώμη και της συνηγόρου για το Γενικό Εισαγγελέα, επιστολή ημερομηνίας 15.12.2014, την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, εκπροσωπώντας την Κυπριακή Δημοκρατία, απέστειλε στους συνηγόρους του εφεσείοντος, πληροφορώντας τους ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την εκτέλεση των ποινών που έχουν επιβληθεί στον εφεσείοντα από τα Ελληνικά Δικαστήρια, ως οι πρόνοιες του Άρθρου 13(ε) του Νόμου 133(Ι)/2004. Με την πιο πάνω επιστολή, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως τεκμήριο, απαντάται προηγούμενη επιστολή, ίδιας ημερομηνίας, εκ μέρους του εφεσείοντος, με την οποία ετίθετο το ερώτημα προς τον Υπουργό κατά πόσο η πιο πάνω διευθέτηση θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Υπό το φως δε της προαναφερθείσας απάντησης του Υπουργού, οι συνήγοροι του εφεσείοντος, με το πέρας της ακρόασης της έφεσης, επικαλέστηκαν, προς όφελός του, τις πρόνοιες του Άρθρου 13(ε), όπου αναφέρονται τα εξής:-
«13. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
.............................................................................................................
(ε) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους,»
Με βάση τα δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο τούτο έχει, πλέον, ενώπιόν του, είναι πρόδηλο ότι η περίπτωση του εφεσείοντος πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει το πιο πάνω άρθρο. Συγκεκριμένα, αυτός είναι ημεδαπός και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναλάβει, μέσω του αρμόδιου Υπουργού, την υποχρέωση να εκτελέσει τις ποινές που του έχουν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια, σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους. Επομένως, έστω και αν έχει διαπιστωθεί ότι το ΕΕΣ είναι δικονομικά επαρκώς συμπληρωμένο και το εκδικάσαν Δικαστήριο άσκησε ορθώς τη διακριτική του εξουσία, όπου απαιτείτο, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, εντούτοις, ως αποτέλεσμα της ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 13(ε), η εκτέλεσή του δεν είναι, πλέον, εφικτή. Ο εφεσείων δεν πρέπει να μεταφερθεί στην Ελλάδα, για έκτιση, σε κάποιο από τα σωφρονιστικά της ιδρύματα, των ποινών που του έχουν επιβληθεί από τα δικαστήριά της, όπως έχει προαναφερθεί.
Περαιτέρω, διαπιστώνεται πως η ίδια επιτακτική υποχρέωση, ανωτέρω, αρμόδιας δικαστικής αρχής να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 13(ε), καθιστά, επίσης, ανεπίτρεπτη την εξέταση θέματος το οποίο έχει εγερθεί στη βάση του Άρθρου 2(2), αφού είναι, ήδη, γνωστό ότι δεν υπάρχει περίπτωση ο εκζητούμενος να μεταφερθεί στο κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ, όπου φέρεται να είναι πιθανόν αυτός να διατρέξει τον κίνδυνο που αναφέρεται στο τελευταίο εν λόγω άρθρο. Μάλιστα, αν είναι δυνατό η συγκεκριμένη ανάληψη υποχρέωσης να τίθεται, ευθύς εξ αρχής, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, θα αποφεύγεται η διεξαγωγή δίκης, με την προσφορά μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά ιδρύματα του εν λόγω κράτους μέλους ή και άλλης μαρτυρίας αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του εκζητουμένου, η οποία τυχόν να δοθεί στα ίδια πλαίσια, ως ανωτέρω. Επομένως, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, δεν είναι επιτρεπτό, και στην παρούσα περίπτωση, να εξεταστεί λόγος έφεσης ο οποίος βασίζεται στο Άρθρο 2(2).
Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή και τυχόν εισήγηση ότι, αν εξεταστεί ο προαναφερθείς λόγος έφεσης, το ΕΕΣ δυνατό να ακυρωθεί στη βάση αυτή, οπότε ο εφεσείων θα αφεθεί ελεύθερος. Από το γράμμα και το πνεύμα της Απόφασης πλαίσιο, προκύπτει, ως θέμα αρχής, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εκτελούν το ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Η έκτιση δε, από τον εφεσείοντα, στην Κύπρο, των ποινών οι οποίες του έχουν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια αποτελεί έμμεσο τρόπο ικανοποίησης του αιτήματος για εκτέλεση του ΕΕΣ, αφού, έτσι, επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός του. Η κατάληξη αυτή συνάδει και με το γεγονός ότι οι παράγραφοι (ε) και (στ) του Άρθρου 13 έχουν την ιδιαιτερότητα ότι αφορούν μόνο σε ημεδαπούς και ενέχουν το στοιχείο της ανθρωπιστικής αντιμετώπισης τέτοιων εκζητουμένων προσώπων. Διαφοροποιούνται, έτσι, ριζικά από τις υπόλοιπες παραγράφους του ιδίου άρθρου, με τις οποίες παρέχεται προστασία σε συγκεκριμένα δικαιώματα εκζητουμένων προσώπων, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους.
Καταλήγοντας, για τους λόγους που έχουν προηγουμένως εξηγηθεί, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Συγχρόνως, όμως, το Δικαστήριο τούτο αποφαίνεται ότι, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 13(ε), ανωτέρω, η εκτέλεση του ΕΕΣ σε σχέση με τον εφεσείοντα δεν είναι επιτρεπτή και, σύμφωνα με την υποχρέωση την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε, ως άνω, αυτός πρέπει να εκτίσει τις ποινές οι οποίες του έχουν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια στην Κύπρο. Ως εκ τούτου, ο εφεσείων τίθεται από αυτήν τη στιγμή υπό κράτηση, να μεταφερθεί δε στις φυλακές της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς τον πιο πάνω σκοπό.
Ο Πρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου να κοινοποιήσει αμελλητί στην αρμόδια Δικαστική Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας την παρούσα απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται.