ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A833
(2015) 1 ΑΑΔ 2812
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 84/11
16 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
MAΡΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η αίτηση
και
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
--------
κ. Π. Σαββίδης για Α. Δανό, για Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση
κ. Κ. Καντούνας, για Εφεσίβλητο/αιτητή
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο, στο πλαίσιο της Πτωχευτικής αίτησης 587/10, διατάχθηκε η παραλαβή της περιουσίας της εφεσείουσας.
Ο μόνος λόγος ο οποίος προβλήθηκε για τον παραμερισμό του διατάγματος παραλαβής, είναι ότι αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση του Κανονισμού 46(1) των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών που κατά τρόπο επιτακτικό προνοεί πως «Κάθε αίτηση πτώχευσης πρέπει να υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει αυτή στην παρουσία του Πρωτοκολλητή», ενώ στην υπό κρίση περίπτωση η αίτηση υπογράφηκε από το δικηγόρο του αιτητή- εφεσίβλητου.
Το ζήτημα ηγέρθη και πρωτοδίκως, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη. Έκρινε - με αναφορά στη Re Wallage (1884) 14 Q.B.22 και στο σύγγραμα Ηalsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 2, σελ. 304 - ότι ο δικηγόρος θεωρείται εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του πελάτη του και η υπογραφή της αίτησης από το δικηγόρο του πιστωτή, και όχι από τον ίδιο, δεν έχει οποιαδήποτε συνέπεια στην εγκυρότητα της αίτησης.
Είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε επί του ζητήματος εφόσον ο Καν. 46(1) είναι επιτακτικής φύσεως και για περαιτέρω ενίσχυση της θέσης του επικαλέστηκε και τον Καν. 46(2), σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση αδυναμίας του αιτητή (πιστωτή) να παρουσιαστεί ενώπιον του Πρωτοκολλητή λόγω ασθένειας, ο Πρωτοκολλητής δύναται, με την πληρωμή των κατάλληλων δαπανών του, να μεταβεί στο σπίτι του προς το σκοπό επιβεβαίωσης της αίτησης. Το ότι οι πρόνοιες του Καν. 46(1), κατέληξε, είναι επιτακτικής φύσεως αναγνωρίστηκε και από τη νομολογία και σχετικώς παρέπεμψε στη Demetriou v. Prodromou (1983) 1 C.L.R. 301.
H υπογραφή της αίτησης από το δικηγόρο του εφεσίβλητου-αιτητή, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, συνιστά απλή παρατυπία που θα μπορούσε να αγνοηθεί ή θεραπευθεί και σχετικώς παρέπεμψε στη Βιολάρης ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2012) 1(B) A.A.Δ. 1054.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Στους Καν. 44-48 των περί Πτωχεύσεων Διαδικαστικών Κανονισμών που διέπουν (γενικά) τις αιτήσεις πτωχεύσεως και στους Καν. 49 και 50 που αφορούν αιτήσεις πιστωτών, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε στη βάση του οποίου όταν οι αιτήσεις υπογράφονται από τους δικηγόρους των πιστωτών επιφέρουν ακυρότητα. Το θέμα είχε εγερθεί και στην Τρύφωνος ν. Παγκυπριακής (1993) 1 Α.Α.Δ. 706, η οποία αφορούσε ειδοποίηση πτώχευσης, όπου κρίθηκε ότι η υπογραφή από δικηγόρο δεν επιφέρει ακυρότητα της ειδοποίησης και ο προβληθείς λόγος ένστασης χαρακτηρίστηκε ανεδαφικός. Στη συνέχεια το ζήτημα της υπογραφής εξετάστηκε σε βάθος στη Βιολάρης (ανωτέρω) - με αναφορά κυρίως σε αγγλική νομολογία - και κρίθηκε ότι η υπογραφή μιας αίτησης πτώχευσης από το δικηγόρο του πιστωτή συνιστά ελάττωμα και αντικανονικότητα που «. μπορεί να θεωρηθεί ως τυπικό και δυνάμενο να θεραπευθεί χωρίς πρόκληση αδικίας προς την πλευρά του οφειλέτη.» Στη βάση αυτή και προς πλήρη αποκατάσταση της τάξης (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1716), το Εφετείο απέρριψε μεν την έφεση αλλά έδωσε οδηγίες όπως καταχωρηθεί τροποποιημένη αίτηση με τον Τύπο 7, υπογεγραμμένη από τους ίδιους τους εφεσίβλητους.
Είναι λοιπόν νομολογημένο ότι η υπογραφή αίτησης πτώχευσης από δικηγόρο συνιστά τυπικό ελάττωμα το οποίο μπορεί να θεραπευθεί με ανάλογες οδηγίες. Σχετικός είναι και ο Καν.2[1] των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου το Δικαστήριο δύναται να θεραπεύσει τέτοιου είδους «ελαττώματα» κατά τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους που θεωρεί σκόπιμο. Στην υπό κρίση περίπτωση θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που παρήλθε από την καταχώριση της αίτησης και του γεγονότος ότι ο αιτητής επαλήθευσε με ένορκη δήλωση τα γεγονότα που παρατίθενται σ΄ αυτή, να μη δώσουμε οποιαδήπoτε οδηγία και να θεωρήσουμε ότι η αίτηση είναι σαν να έχει υπογραφεί από τον αιτητή εφόσον υπογράφηκε από το δικηγόρο του στη βάση της φαινόμενης πληρεξουσιοδότησης (ostensible authority)[2].
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος του εφεσίβλητου, τα οποία υπό τα περιστατικά της υπόθεσης καθορίζουμε στο ποσό των €750 πλέον Φ.Π.Α.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 2. Η μη συμμόρφωση προς οποιοδήποτε από τους κανονισμούς αυτούς ή προς οποιοδήποτε κανόνα πρακτικής που ισχύει επί του παρόντος δεν θα καθιστά άκυρη διαδικασία εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει έτσι, αλλά τέτοια διαδικασία μπορεί να ακυρωθεί, είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς, ως αντικανονική, ή να τροποποιηθεί ή διαφορετικά να αντιμετωπισθεί κατά τρόπο και με τέτοιους όρους ως το δικαστήριο δυνατόν να θεωρήσει σκόπιμο.
[2] (Kαλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 343, Πιερίδου ν. Στυλιανίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 954, Πιττάλης κ.α. Ιanira Enterprises κ.α. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814, Αχιλλέως ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 176 και Πήττα κ.α. ν. Δήμου Στροβόλου, Πολ. Εφ. 126/10 ημερ. 24.4.15)