ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2015:8
(2015) 1 ΑΑΔ 2816
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 4/14
16 Δεκεμβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.Δ.]
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΕΤΡΟΥΔΗ
Αιτήτρια
- και -
ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Καθ' ου η Αίτηση
-----------------------
Ν. Κυριακίδης, για την Αιτήτρια
Δ. Καϊλής για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ' ου η Αίτηση
-------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ.
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 6.6.2014 απέρριψε τις Εφέσεις με αρ. 21/2013 και 22/2013 που κατεχωρήθησαν από την Αιτήτρια εναντίον πρωτόδικων αποφάσεων του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 7.8.2013 και 9.8.2013 αντίστοιχα, διότι όπως έκρινε δεν ήταν έγκυρες και δεν είχε αρμοδιότητα εξέτασης τους καθότι δεν απευθύνοντο προς αυτό (βλ. Στυλιανή Πετρούδη κ.α. ν. Χρίστου Αντωνίου, Εφέσεις αρ. 21/2013 και 22/2013 ημερ. 6.6.2014).
Με την υπό εξέταση αίτηση που κατεχωρήθηκε στις 8.10.2014 η αιτήτρια αιτείται Διατάγματος για παράταση του χρόνου καταχώρησης της Ειδοποίησης Έφεσης κατά των αποφάσεων του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 7.8.2013 και 9.8.2013 για περίοδο τριών ημερών από την έκδοση του Διατάγματος.
Στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση προβάλλεται, πλην του ιστορικού της όλης υπόθεσης, ότι τόσο η Αιτήτρια όσο και οι δικηγόροι της δεν επέδειξαν αδιαφορία, αμέλεια ή περιφρόνηση των Θεσμών για καταχώρηση και προώθηση των Εφέσεων της αλλά η απόρριψη τους οφείλετο σε εσφαλμένη εντύπωση διατήρησης του τύπου της Ειδοποίησης Έφεσης ως είχε δηλαδή «Στο Ανώτατο Δικαστήριο», χωρίς δηλαδή την επέμβαση και αντικατάσταση των λέξεων αυτών με τη φράση «Στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο». Επίσης προβάλλεται ότι ο Καθ' ου η Αίτηση ουδεμία ζημιά ή βλάβη θα υποστεί από την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος ενώ είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης να δοθεί το δικαίωμα στην Αιτήτρια να «εκκαλέσει» την πρωτόδικη απόφαση λαμβάνοντας υπόψη ειδικά τη φύση της πρωτόδικης απόφασης η οποία ήταν οιωνεί ποινική. Σε αυτή επετεύχθη η καταδίκη της Αιτήτριας η οποία να σημειωθεί εξέτισε την επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως ως επίσης κατέβαλε και τα έξοδα της διαδικασίας. Περαιτέρω προβάλλεται ότι δεν παρατηρείται καμία καθυστέρηση στην υποβολή του υπό εξέταση αιτήματος της. Στις 10.6.2014 κατεχώρησε ταυτόσημη με την παρούσα αίτηση στο Πρωτοβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο την απέρριψε στις 7.10.2014 με απόφαση του. Αμέσως μετά καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση.
Ο Καθ΄ ου η Αίτηση με δέκα (10) λόγους ενίσταται στην έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος. Στην ένορκη Δήλωση του Καθ΄ ου η Αίτηση που συνοδεύει την ένσταση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια κατά την εκδίκαση της Εφέσεως αρ. 21/2013 ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου παρόλο που από τις 11.3.2014 της τέθηκε από το Δικαστήριο ότι ουδέποτε ενεργοποιήθηκε η Δικαιοδοσία του λόγω του ότι η Ειδοποίηση Έφεσης της δεν απευθύνεται προς αυτό, εντούτοις η ίδια επέμενε να νομιμοποιήσει μία μη έγκυρη Έφεση. Εν συνεχεία κατεχώρησε την υπό εξέταση αίτηση πέραν των 14 μηνών από της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης με αποτέλεσμα να προκαλεί στον ίδιο αποστέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος για ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών σε εύλογο χρόνο. Περαιτέρω τυχόν έγκριση του αιτήματος θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των Δικονομικών Διατάξεων και προθεσμιών. Η συμπεριφορά της Αιτήτριας κατά τον Καθ΄ ου η Αίτηση δεν ήταν η ορθή καθότι αυτή δεν απέσυρε την μη έγκυρη έφεση της αρ. 21/2013 σε εύλογο χρόνο, από τον χρόνο που το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο επεσήμανε τη μη εγκυρότητα της Έφεσης. Πρόσθετα υποβάλλει ότι η προβολή λάθους ή αμέλειας ή παράλειψης δικηγόρου δεν είναι επιτρεπτό προκειμένου η Αιτήτρια να εξασφαλίσει παράταση προθεσμιών. Τέλος, προβάλλεται ότι η αίτηση πάσχει καθότι με αυτή η Αιτήτρια δεν εξαιτείται τα απαραίτητα διατάγματα, τίθεται θέμα δεδικασμένου με την απόφαση του Δευτεροβαθμίου Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 6.6.2014 με την οποία απερρίφθησαν αμφότερες οι εφέσεις της αιτήτριας με αρ. 21/2013 και 22/2013 και, τέλος ότι η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση πάσχει καθότι αύτη εγένετο από δικηγόρο που εργάζεται στο Δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Αιτήτριας.
Η Αίτηση στηρίζεται στους Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας Δ.38 θ.2 και Δ.57 θ.2. Στην De Luxe Terrazo Tiles Marbles Ltd v. Εργοληπτικής Εταιρείας «Νέμεσις Λτδ» (1989) 1 Α.Α.Δ 658 έγινε ευρεία ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα υπό εξέταση. Παρατίθεται το σχετικό κείμενο:
"H αίτηση εδράζεται πάνω στους Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας Δ.35, θ.2, και Δ.57, θ.2. Η διακριτική εξουσία που παρέχουν στο Δικαστήριο οι πιο πάνω Διατάξεις δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε προκαθορισμένο περιορισμό και η άσκηση της υπέρ ή κατά του αιτητή εξαρτάται αποκλειστικά από τα ιδιαίτερα περιστασιακά και δεδομένα της κάθε υπόθεσης: Ειρήνη Κώστα Χατζημιχαήλ ν. Μαρίας Καράμιχαηλ και Άλλων (1967) 1 Α.Α.Δ. 61, και The Turkish Co-Operative Carob Marketing Society Ltd. v. Lutfi Kiamil and Another (1973) Α.Α.Δ. 1. Παρά ταύτα, την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην άσκηση της υπό εξέταση εξουσίας του χαρακτηρίζει πάντοτε η συμμόρφωση με ορισμένες αρχές που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχει η αρχή του σεβασμού των χρονικών προθεσμιών που καθόρισε ο Νομοθέτης για την άσκηση του δικαιώματος εφέσεως και ότι με φειδώ και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις οι προθεσμίες αυτές θα πρέπει να παρατείνονται. Και τούτο γιατί οποτεδήποτε οι προθεσμίες αυτές παρατείνονται επηρεάζονται το δημόσιο συμφέρον και τα δικαιώματα που οι διάδικοι έχουν στον τερματισμό των δικαστικών διαδικασιών και στο τελεσίδικο των δικαστικών αποφάσεων μέσα στις καθορισμένες για όλους προθεσμίες. Λαμβανομένων αυτών υπόψη επιβάλλεται η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να ασκείται υπέρ του αιτητή μόνο στις περιπτώσεις που ο τελευταίος ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η αιτούμενη παράταση είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη από τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η παράταση της προθεσμίας χωρίς αποχρώντα λόγο αποτελεί αυθαίρετη παραβίαση των σχετικών Κανόνων που καθορίζουν τις προθεσμίες και είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση από τα Δικαστήρια της σχετικής διακριτικής της εξουσίας κατά τρόπο δικαστικό. Οι πιο πάνω αρχές έχουν καθιερωθεί σε σειρά αποφάσεων συμπεριλαμβανομένων των: Ανδρέα Π. Λοΐζου ν. Παναγιώτη Κοντεάτη (1968) 1 Α.Α.Δ. 291,2) Πολιτική Έφεση Αρ. 7742*, και 3) Αίτηση στην Πολιτική Έφεση 7026. Στις Αγγλικές αποφάσεις Graig v. Phillips [1877] 7 Ch. D. 249, και McC (RD) v. McC (JA) and Another [1971] 2 All E.R. 1097, τονίστηκε ότι ο διάδικος που αιτείται χαλάρωση των προνοιών των Δικαστικών Κανόνων που αφορούν χρονικές προθεσμίες πρέπει να επιδείξει μεγάλη επιμέλεια και όχι αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησής του. Σχετική με περιπτώσεις μακράς καθυστέρησης είναι η υπόθεση W.T. Lamb & Sons v. Rider [1948] 2 All E.R. 402, στην οποία τονίστηκε ότι προϋπόθεση της παράτασης της προθεσμίας είναι η ικανoποιητική εξήγηση της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης."
Επανερχόμενοι τώρα στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι τ' αναμφισβήτητα γεγονότα είναι τ' ακόλουθα:
Στις 7.8.2013 το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε την Αιτήτρια ένοχη για παρακοή διατάγματος του και στις 9.8.13 της επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης τεσσάρων ημερών όπως και πρόστιμο €500. Εναντίον των δύο αυτών αποφάσεων η Αιτήτρια κατεχώρησε στις 14.8.2013 την Έφεση υπ΄ αρ. 21/2013 όπως και την 22/2013 με την οποία προσέβαλλε την πρωτόδικη απόφαση απόρριψης της αίτησης της δι΄ αναστολή ή τροποποίηση του πρωτόδικου Διατάγματος ημερ. 6.12.2006 το οποίο ρύθμιζε τα της επικοινωνίας του πρώην συζύγου της, Καθ΄ ου η Αίτηση, με το ανήλικο παιδί τους. Η τελευταία δεν θα μας απασχολήσει καθότι δεν είναι αντικείμενο της παρούσας αίτησης. Προτού συζητηθούν αμφότερες οι Εφέσεις στην ουσία τους, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο επέσυρε την προσοχή των συνηγόρων στο γεγονός ότι οι Εφέσεις της Αιτήτριας απευθύνονταν στο «Ανώτατο Δικαστήριο» αντί στο «Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο» που κέκτηται δικαιοδοσίας εκδίκασης της Έφεσης, όπως και στη σχετική νομολογία επί του θέματος. (βλ. σελ. 2 και 3 της απόφασης Πετρούδη ν. Αντωνίου του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 6.6.14 (άνω)]. Ωστόσο η Αιτήτρια επέμενε, όπως ήταν δικαίωμα της, στο παραδεκτό των Εφέσεων της με αποτέλεσμα να αποφασιστεί προδικαστικά το θέμα ήτοι του παραδεκτού των δύο Εφέσεων. Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 6.6.2014 απέρριψε αμφότερες τις Εφέσεις της Αιτήτριας κρίνοντας ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του έγκυρες εφέσεις και κατά συνέπεια στερείτο αρμοδιότητας να εξετάσει την ουσία τους. Θέμα τροποποίησης των εφετηρίων δεν εγείρετο «γιατί η έλλειψη έγκυρων εφέσεων δεν συνιστά παρατυπία δυνάμενη να θεραπευθεί». Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ακολούθησε την υφιστάμενη μέχρι τότε νομολογία όπως αυτή φαίνεται στις υποθέσεις Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1224, Θεοδώρου ν. Νεοφύτου Εφ. Αρ. 4/2010, 15.10.13. Στις 10.6.2014 κατεχώρησε στο Πρωτοβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο αίτηση όπως η εξεταζόμενη η οποία απερρίφθη με απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στις 7.10.14. Η Αιτήτρια στις 8.10.2014 κατεχώρισε την υπό εξέταση αίτηση.
Από όλα τα πιο πάνω παρατηρούμε ότι η Αιτήτρια κατεχώρησε το ένδικο μέσο της Έφεσης, την υπ΄ αρ. 21/2013 ενώπιον αναρμόδιου Δικαστηρίου εναντίον των δύο πρωτόδικων αποφάσεων ημερ. 7.8.13 και 9.8.13, διά τις οποίες ζητείται τώρα η παράταση χρόνου, η οποία προωθήθηκε από την αιτήτρια και απερρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρθησαν νωρίτερα.
Συνεπώς εκείνο που πραγματικά επιζητεί τώρα η αιτήτρια, ένα έτος μετά την παρέλευση της προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης, είναι μια δεύτερη ευκαιρία καταχώρησης έφεσης ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Ήταν γνωστό στην αιτήτρια ότι αρμόδιο για εκδίκαση εφέσεων από αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου (Ν.23/90), ήταν το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο. Ήταν επίσης γνωστό ότι το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο δημιούργησε ο Ν.33/64 δεν ταυτίζεται με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο (βλ. Re Νικολάου & άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 963. Τα ζητήματα αυτά ξεκαθάρισαν από δεκαετίες προηγουμένως. Εντούτοις η αιτήτρια επέμενε και μετά την υπόδειξη του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, στην προώθηση των θέσεων της. Δεν υπάρχουν κατά την κρίση μας και δεν μας υποδείχθησαν από την Αιτήτρια άλλα περιστατικά ύπαρξης αντικειμενικών δυσκολιών για την μη εμπρόθεσμη υποβολή της Έφεσης ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου ούτε και ασφαλώς μας υποδείχθη οποιαδήποτε αυθεντία στην οποία το λάθος ή η αμέλεια του δικηγόρου ή του διαδίκου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την Έφεση του στο αρμόδιο Δικαστήριο και/ή καταχώρηση της Έφεσης σε αναρμόδιο Δικαστήριο έχει θεωρηθεί από μόνη της ικανοποιητικός λόγος της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της παράτασης της προθεσμίας (βλ. Σολιάτης κ.α. ν. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162).
Στην Πάνου Π. Βαρδιάνου ν. Edwin John Thomas Richards, (1998) 1 Α.Α.Δ. 698 έχουν λεχθεί τα εξής που αποτελούν κατ' ευθείαν απάντηση στο θέμα:
«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών η την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Co Ltd. v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:
"The court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded.".
Bλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190 και Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.»
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η Αιτήτρια δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης που την βάρυνε και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο και ικανοί λόγοι για να ασκήσουμε τη διακριτική μας εξουσία υπέρ της έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος.
Η αίτηση, επομένως, απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ. Νικολάτος, Π.
Π. Παναγή, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/γκ