ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A698
(2015) 1 ΑΑΔ 2247
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 78/2010)
21 Οκτωβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
LOUNIC CONFENCTIONERY LTD
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εφεσίβλητος
----------------
Λ. Σιακαλλή (κα) για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.
Χ. Ιωάννου, για τον εφεσίβλητο.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Το παρόν υπόμνημα αφορά σε υπόθεση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία αποφασίστηκε ότι ο εφεσίβλητος, εργοδοτούμενος των εφεσειόντων, δικαιούτο σε αποζημιώσεις λόγω εξαναγκασμού του σε παραίτηση: η απόφαση των εφεσειόντων, έκρινε το Δικαστήριο, να μεταβάλουν τον τρόπο υπολογισμού της μισθοδοσίας του εφεσίβλητου μονομερώς και αυθαιρέτως, συνιστούσε τροποποίηση ουσιώδους όρου της εργασιακής σύμβασης και κατ΄ επέκταση, διαγωγή τέτοιας φύσης, η οποία κλόνισε το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου, κατά παράβαση του άρθρου 7(1) του Νόμου.
Οι εφεσείοντες στους γενικούς λόγους που προβάλλουν αρνούνται τις εναντίον τους αξιώσεις, ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε ανακοίνωσαν στον εφεσίβλητο οποιαδήποτε αλλαγή στη μισθοδοσία του, αντιθέτως ο ίδιος παραιτήθηκε οικειοθελώς από την εργασία του, όπως αρνούνται επίσης και ότι εργαζόταν στην υπηρεσία τους ως εργοδοτούμενος με σύμβαση εργασίας. Οι θέσεις των εφεσειόντων απορρίφθηκαν.
Τούτων δοθέντων κρίθηκε, ότι αιτιολογημένα ο εφεσίβλητος τερμάτισε την απασχόληση του και ότι η παραίτηση του επήλθε συνεπεία της διαγωγής των εφεσειόντων, η οποία αντικειμενικά ιδωμένη κλόνισε το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου: εν κατακλείδι ότι ο εφεσίβλητος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση (Louis Tourist v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98). Προχώρησε έτσι να επιδικάσει στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις σύμφωνα με το Νόμο.
Δυνάμει ρητής πρόνοιας, άρθρου 12(11A) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν. 8/1967, όπως τροποποιήθηκε, απόφαση του Δικαστηρίου «υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο». Παρά τη ρητή ως άνω πρόνοια του άρθρου 12(11Α) οι εφεσείοντες, εργοδότες ως ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, καταχώρισαν υπόμνημα εναντίον πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης, τους οποίους το Εφετείο, έκρινε, κατά το στάδιο της προδικασίας, ότι δεν συνιστούσαν αμιγώς νομικά ζητήματα. Η συνήγορος των εφεσειόντων, εν όψει των θέσεων και παρατηρήσεων του Εφετείου, καταχώρισε αίτηση για τροποποίηση, η οποία όμως απορρίφθηκε με απόφαση του Εφετείου (υπό άλλη σύνθεση) ημερ. 29.6.2015 ως εκπρόθεσμη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην ουσία νόμιμο ένδικο διάβημα ενώπιον του Δικαστηρίου (Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1190, 1192). Κατόπιν αιτήματος της συνηγόρου, η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25.9.2015, οπότε και καταχωρίστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων νέα αίτηση για τροποποίηση, πανομοιότυπη με την απορριφθείσα, ορισμένη για ακρόαση την αυτή ημερομηνία με την ακρόαση της έφεσης επί της ουσίας. Η συνήγορος των εφεσειόντων ζήτησε αναβολή ώστε να προταχθεί της ακρόασης η αίτηση για τροποποίηση. Το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που τάσσει η νομολογία επί του θέματος και την ένσταση από πλευράς εφεσιβλήτου για την παραχώρηση της αναβολής, απέρριψε το αίτημα. Επετράπη όμως εν τέλει η προώθηση του υπομνήματος και των λόγων έφεσης, στην έκταση που αυτοί επαναδιατυπώθηκαν και περιορίστηκαν δια μέσου της αγόρευσης της συνηγόρου των εφεσειόντων, ώστε να συνιστούν αμιγώς νομικά σημεία. (Mintchev v. Γεωργίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 469). Ο ορισμός του νομικού σημείου δεν είναι εξαντλητικός, Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν. Παύλου Παπαχριστοδούλου (2006) 1 ΑΑΔ 625, στη σελ. 628, στην οποία παραπέμπει η L' UNION NATIONAL (TOURIST & SEA RESORTS) LIMITED ν. Χουλιώτη, Πολιτική Έφεση Αρ. 176/10, ημερ. 10.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:A589, υποδείχθηκε ότι:
«Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του «νομικού σημείου». Περιλαμβάνει εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί (Αναφορικά με τον Πέτρο Κυριακίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 26).»
Σε κάθε περίπτωση όμως η συνοπτικότητα της διαδικασίας που ακολουθείται από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και η μη δέσμευση του Δικαστηρίου από κανόνες απόδειξης ή ανέγκλητο των διαπιστώσεων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δεν αμβλύνουν την υποχρέωση προς έκδοση αιτιολογημένης απόφασης. Η αιτιολογία συνιστά συστατικό στοιχείο της έγκυρης δικαστικής απόφασης και χωρίς αυτή η δικαστική ετυμηγορία είναι άκυρη (Ειρήνη Αριστείδου Λούτση ν. ΚΕΜΤΑΧΙ LTD (1995) 1 A.A.Δ. 704, J.A. Cabras & Bros Ltd v. Χαραλάμπους (1992) 1 Α.Α.Δ. 302).
Το πρώτο αναφερόμενο στο υπόμνημα νομικό σημείο όπως διαμορφώθηκε, αφορά τη θέση ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος προσέφερε τις υπηρεσίες του στους εφεσείοντες κάτω από συνθήκες που μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου μεταξύ των μερών: ο εφεσίβλητος μπορούσε να διεκπεραιώνει το δρομολόγιο του με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε ή θεωρούσε ορθό, το σύστημα εργασίας και η φύση της εργασίας του εφεσίβλητου ήταν τέτοια, που η έκδοση τιμολογίων από τους εφεσείοντες ή η αυτούσια παράδοση των εισπράξεων του στους εφεσείοντες ή η έκδοση αποδείξεων εισπράξεως από αυτούς, δεν συνηγορούσε στην ύπαρξη σχέσης εργασίας μεταξύ των διαδίκων. Ο εφεσίβλητος ενεργούσε ως ανεξάρτητος μεσολαβητής πωλητής μεταξύ των εφεσειόντων και των πελατών τους και η μέθοδος της εργασίας που ακολουθείτο ήταν η επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις, δεν ήταν όμως ικανή εν δυνάμει να οδηγήσει στο συμπέρασμα της ύπαρξης εργασιακής σχέσης μεταξύ των διαδίκων.
Αναφορά στην απόφαση καταδεικνύει ότι αυτό δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο ο εφεσίβλητος ενέπιπτε στην έννοια «εργοδοτούμενος» όπως απαντάται στο Νόμο με αναδρομή στη μαρτυρία που δόθηκε εκατέρωθεν, διαπίστωσε και κατέγραψε με σαφήνεια τα δεδομένα και τα στοιχεία που περιέβαλλαν την επίδικη σχέση, τα οποία οδηγούσαν στο καταληκτικό συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας:
«(α) οι Καθ΄ ών η αίτηση προμήθευαν τον Αιτητή με τον εξοπλισμό (αυτοκίνητο, γραφική ύλη, φαξ) που ήταν απαραίτητος για την εκτέλεση της εργασίας του και ήταν υπεύθυνοι για τα έξοδα συντήρησης του και τη φθορά του,
(β) οι υπηρεσίες του Αιτητή παρέχοντο από αυτόν προσωπικά,
(γ) για να απουσιάσει από την εργασία του ο Αιτητής έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια των Καθ΄ ών η αίτηση,
(δ) όλα τα τιμολόγια που έβγαζε για τις πωλήσεις των προϊόντων εκδίδονταν από τους Καθ΄ ών η αίτηση,
(ε) οι εισπράξεις από τους πελάτες παραδίδονταν αυτούσιες από τον Αιτητή στους Καθ΄ ών η αίτηση,
(στ) οι σχετικές αποδείξεις είσπραξης εκδίδονταν από τους Καθ΄ ών η αίτηση,
(ζ) ο Αιτητής δεν έχει καμία ευθύνη επένδυσης /διοίκησης/ διαχείρισης στην επιχείρηση πώλησης προϊόντων των Καθ΄ ών η αίτηση,
(η) (i) το πελατολόγιο/δρομολόγιο του Αιτητή καθοριζόταν από τους Καθ΄ ών η αίτηση και οι Καθ΄ ών η αίτηση του έδιναν οδηγίες για τις πωλήσεις που θα διεκπεραίωνε δηλαδή είχε ο Αιτητής υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις οδηγίες των Καθ΄ ών η αίτηση αναφορικά με το ποιους πελάτες θα επισκεπτόταν και
(ii) οι Καθ΄ ών η αίτηση το 1998 άλλαξαν τον τρόπο εργασίας του Αιτητή από πωλητή από το αυτοκίνητο σε παραγγελιοδόχο δηλαδή οι Καθ΄ ών η αίτηση καθόριζαν τον τρόπο και είδος παροχής της εργασίας του Αιτητή, κατά τη γνώμη μας καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής πρόσφερε τις υπηρεσίες του για λογαριασμό των Καθ΄ ών η αίτηση και όχι για δικό του λογαριασμό.
Το γεγονός ότι οι Καθ΄ ών η αίτηση δεν κατέβαλλαν στον Αιτητή κοινωνικές ασφαλίσεις και οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που συνήθως καταβάλλουν στους εργοδοτούμενους τους δεν αναιρεί κατά τη γνώμη μας τα πιο πάνω.»
Το Δικαστήριο, εν κατακλείδι, όχι μόνο προσδιόρισε την αρχή ότι το κριτήριο της σχέσης εργοδότη είναι αυτό του ελέγχου το οποίο και ανέλυσε ως προς το περιεχόμενο του στα πλαίσιο της νομολογίας, αλλά και το συνάρτησε με τα δεδομένα ως προς τη σχέση του εφεσίβλητου με τους εφεσείοντες.
Στην Tsapaco Catering Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796, 800-801, παρατίθενται ενδεικτικά στοιχεία που δυνατόν να ορίσουν τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου:
«Η κατηγορία των μισθωτών συμπεριλαμβάνει πρόσωπα των οποίων η απασχόληση καθορίζεται από σύμβαση εργασίας που παρέχεται κάτω από συνθήκες που υποδεικνύουν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου (master and servant). Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service). Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών. (Ίδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 698.) Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο
(α) από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και
(β) από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου.»
Τα ίδια κριτήρια ακολουθήθηκαν στην Performing Right Society, Limited v. Mitchell and Booker (Palais De Danse), Limited [1924] 1 K.B. 762.
Πρβλ. σχετικά και το σύγγραμμα Τούση και Σταυρόπουλου, Εργατικό Δίκαιο, 1967, σ. 35:
«Κριτήριον της ως άνω διαστολής μεταξύ της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και της ειδικώς υπό της κοινωνικής νομοθεσίας προστατευομένης συμβάσεως εργασίας αποτελεί η προσωπική εξάρτησις του εργαζομένου από τον εργοδότην, ήτοι το δικαίωμα του εργοδότου προς διεύθυνσιν και εποπτείαν της εργασίας του μισθωτού και η αντίστοιχος υποχρέωσις του τελευταίου τούτου να υπακούη εις τας οδηγίας του εργοδότου.»
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας, βασιζόταν κρίνουμε, σε απόλυτα ορθή αντίληψη και εφαρμογή των σχετικών νομικών αρχών (Αγγελίδης ν. Κυπρής Χ"Μάρκου & Υιοι Λτδ κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 465, 467).
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένο εύρημα ως προς το μονομερές της απόφασης των εφεσειόντων για αλλαγή του τρόπου μισθοδοσίας του εφεσίβλητου στηριζόμενο μόνο στο γεγονός ότι μετά την αποχώρηση του ο εφεσίβλητος πληρώθηκε με το νέο σύστημα μισθοδοσίας. Αυτό το στοιχείο από μόνο του δεν μπορεί, υποστηρίζουν, να οδηγήσει σε ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων, όπως αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο. Ο δε ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος ανακοίνωσε την αποχώρηση του λόγω εξεύρεσης άλλης εργασίας δεν εξετάστηκε και αγνοήθηκε από το Δικαστήριο. Από προσεκτική ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι αυτό δεν ήταν το μόνο στοιχείο που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο. Ήταν και η μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου για τις κατ΄ επανάληψη κατ΄ ιδίαν συζητήσεις που είχε με τους διοικούντες της εταιρείας, οι οποίοι του είχαν καταστήσει σαφές ότι αυτά ήταν τα νέα δεδομένα τα οποία δεν μεταβάλλονταν με τίποτε και «αν του άρεσε» θα μπορούσε να παραμείνει, αν όχι άφηναν την απόφαση κατά τρόπο θα λέγαμε εκβιαστικό στον εφεσίβλητο. Έλαβε επίσης υπόψη του το Δικαστήριο, την επιστολή παραίτησης του εφεσίβλητου (τεκμήριο 8) με την οποία πληροφορούσε τους εφεσείοντες για τερματισμό των υπηρεσιών του συνεπεία μείωσης του μισθού του στην οποία οι εφεσείοντες, όπως καταγράφει και το ίδιο το Δικαστήριο, τον έθεταν προ τετελεσμένων. Σημείωσε επίσης το Δικαστήριο ότι αν και ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην εργασία του για ένα ακόμα μήνα, ούτως ώστε να δοθεί η ευκαιρία στους εργοδότες του να βρουν αντικαταστάτη, παρά ταύτα σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι τελευταίοι, αν και διατείνονταν ότι η απόφαση για αλλαγή στη μισθοδοσία ήταν απλώς μια πρόταση υπό διαπραγμάτευση, δεν προχώρησαν με οποιαδήποτε αντιπρόταση ώστε να κρατήσουν τον εφεσίβλητο στην εταιρεία.
Εν κατακλείδι, ορθά το Δικαστήριο με εμπεριστατωμένη ανάλυση και αιτιολογία κατέληξε στα ως άνω συμπεράσματα σημειώνοντας ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου επί του τελευταίου ζητήματος παρέμειναν αναντίλεκτοι.
Υπήρχε θεωρούμε ενώπιον του Δικαστηρίου ικανή μαρτυρία η οποία οδηγούσε σε ασφαλές συμπέρασμα ότι με βάση τις αρχές που η νομολογία έχει καθιερώσει, ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου προήλθε από μονομερή πράξη της εργοδοτικής πλευράς.
Σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου, Ν. 24/1967:
«7.-(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ' εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοιαν του άρθρου 3.
(2) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως.»
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το βάρος απόδειξης εργοδοτούμενου του οποίου αμφισβητείται ο τερματισμός απασχόλησης από τον εργοδότη του το φέρει ο εργοδοτούμενος, για να αποδείξει ότι η απασχόληση του τερματίστηκε για τους λόγους που εισάγει από τον εργοδότη του, αντικρούοντας τοιουτοτρόπως το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 7(2) του Νόμου.
Ο εφεσίβλητος απέσεισε, έκρινε το Δικαστήριο, το αποδεικτικό βάρος που φέρει στα ορθά νομοθετικά πλαίσια. Η μεμπτή διαγωγή του εργοδότη στο πλαίσιο του άρθρου 7(1) θα πρέπει να είναι εξ αντικειμένου τέτοιας μορφής και χαρακτήρα που να κλονίζει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου, είτε λόγω διάρρηξης θεμελιωδών όρων της σύμβασης εργασίας ή την επίδειξη εκ μέρους του εργοδότη διαγωγής ασυμβίβαστης με το παραδεκτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη εργοδοτούμενου (Louis Tourist (ανωτέρω)).
Το Δικαστήριο εφαρμόζοντας ορθά τις νομικές αρχές αναφορικά με το θέμα του εξαναγκασμού του εφεσίβλητου σε παραίτηση στα πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης και στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, ορθά κατέληξε ότι η ενέργεια των εφεσειόντων να προχωρήσουν με αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού της μισθοδοσίας του εφεσίβλητου για το έτος 2006 αποτελούσε μονομερή και αυθαίρετη τροποποίηση ουσιώδους όρου της εργασιακής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων μερών, ενέργεια που συνιστούσε εκ μέρους των εφεσειόντων, διαγωγή τέτοιας φύσης η οποία κλονίζει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου και εμπίπτουσα στις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του Νόμου.
Οι λόγοι έφεσης δι΄ υπομνήματος απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΦΚ