ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A625
(2015) 1 ΑΑΔ 1934
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2005)
25 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
Μεταξύ:
1. Επίσημου Παραλήπτη ως προσωρινού εκκαθαριστή
της περιουσίας της Arpactobil Trading Ltd.,
2. Επίσημου Παραλήπτη ως παραλήπτη της περιουσίας
του Χαρίλαου Αλωνεύτη μέσω του εκτελεστή της
περιουσίας αυτού Μιχάλη Βορκά,
3. Κωνσταντίνου Αγαθοκλέους ως διαχειριστή της
περιουσίας της Ευρυδίκης Αλωνεύτη,
4. Επίσημου Παραλήπτη ως παραλήπτη της περιουσίας
του Μιχαήλ Αλωνεύτη,
5. M.A. GOODVALUE SUPPLIERS LIMITED,
Εφεσειόντων/Εναγόντων,
και
1. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.,
2. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ.,
Εφεσίβλητων/Εναγομένων.
-------------------------
Χρ. Κληρίδης και για Μ. Βορκά, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές 2 και 3.
Γ. Λοΐζου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τις Εφεσίβλητες-Καθ'ων η αίτηση.
-------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η εφεσίβλητη 1 είναι τραπεζικός οργανισμός ο οποίος είχε μια πολύπλευρη συνεργασία με την εφεσείουσα 1. Η εφεσείουσα 1 διατηρούσε στους εφεσιβλήτους αφενός μεν τραπεζικό λογαριασμό, αφετέρου συμβάσεις ενέγγυων πιστώσεων και προεξοφλήσεων φορτωτικών εγγράφων εξαγωγών, όπως και συμβάσεις ενοικιαγορών. Η πολύπλευρος αυτή συνεργασία των δύο πλευρών, άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα τον Ιούλιο του 1990 εξαιτίας της επιστροφής στην Κύπρο μεγάλης ποσότητας σισαμιού, την οποία η εφεσείουσα 1, είχε εξάξει στο Ισραήλ με τραπεζικές πιστώσεις τις οποίες άνοιξε με τις εφεσίβλητες.
Η συνεργασία των δύο πλευρών και οι συναλλαγές στις οποίες προέβαινε η εφεσείουσα 1, τελούσε υπό τη γραπτή εγγύηση των εφεσειόντων 2, 3 και 4, ενώ είχαν παρασχεθεί περαιτέρω εξασφαλίσεις με έξι υποθήκες επί ακινήτων ιδιοκτησίας του εφεσείοντα 2.
Η επαναεισαγωγή μεγάλης ποσότητας σισαμιού από το Ισραήλ και η αποθήκευση τους, με ενέργειες της εφεσίβλητης 1, σε αποθήκη αποταμίευσης, έδωσε το έναυσμα σε περαιτέρω διατάραξη της συνεργασίας των δύο πλευρών με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητες να τερματίσουν τη συνεργασία, με την εφεσείουσα 1, στις 23 Ιουνίου 1993.
Τελικώς, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αγωγή εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων, και επίσης ότι, οι υποθήκες, οι οποίες είχαν στο μεταξύ κατατεθεί, ήταν άκυρες. Λεπτομέρειες της Εκθέσεως Απαιτήσεως και των διεκδικήσεων των εφεσειόντων θα αναφερθούν στη συνέχεια, εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Οι εφεσίβλητες καταχώρισαν Yπεράσπιση και Aνταπαίτηση, διεκδικώντας τα ποσά τα οποία, κατ' ισχυρισμό, οφείλοντο από τους εφεσείοντες. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, τα πρακτικά της οποίας είναι ογκωδέστατα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 23 Δεκεμβρίου 2004, απέρριψε τις θεραπείες που προβλήθηκαν με την Έκθεση Απαιτήσεως, εξαιρουμένου ενός ποσού το οποίο αντιπροσώπευε, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, υπερχρεωθέντες τόκους και έξοδα. Παράλληλα, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των α) ΛΚ 208.366,09 πλέον τόκο 9%, ως η παράγραφος 42(α) της Yπεράσπισης και Aνταπαίτησης, β) ΛΚ 71.243,83 πλέον τόκο ως η παράγραφος 42(γ), και επίσης απόφαση για ΛΚ 555.457,15 πλέον τόκο δυνάμει της παραγράφου 42(β), όπως αυτή διαφοροποιήθηκε αφαιρουμένων των ποσών που αντιπροσώπευαν επιπρόσθετους τόκους και έξοδα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Οι εφεσείοντες με μια, επίσης, μακροσκελή έφεση, η οποία περιλαμβάνει 11 λόγους, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προωθήθηκε από πλευράς εφεσειόντων ότι, δεν είχε αποδειχθεί, με τρόπο ικανοποιητικό, η διεκδίκηση των εφεσιβλήτων αναφορικά με τον τρεχούμενο λογαριασμό έτσι ώστε να ήταν δυνατό για το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση στην Ανταπαίτηση υπέρ αμφοτέρων των εφεσιβλήτων. Αυτός ήταν ο γενικός λόγος έφεσης υπ' αριθμό 1. Στην παράγραφο 1(β), σε συνδυασμό με τον 11ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι δεν είχαν συμβληθεί με την εφεσίβλητη εταιρεία 2, συνεπώς ήταν σφάλμα η έκδοση απόφασης και υπέρ της τελευταίας.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ' αρχάς οι εφεσείοντες καταχώρισαν αγωγή εναντίον αμφοτέρων των εναγομένων. Στην παράγραφο 4 της Εκθέσεως Απαιτήσεως γίνεται αναφορά στην εφεσίβλητη τράπεζα 2. Ενώ, στις παραγράφους 5 με 18, περιγράφονται οι σχέσεις με την τότε εναγόμενη 1, στη δε παράγραφο 19, οι εφεσείοντες αναφέρονται σε επιστολή ημερομηνίας 24 Απριλίου 1993 απευθυνόμενοι προς αμφότερες τις εναγόμενες διαμαρτυρόμενοι για τις παρασχεθείσες εξασφαλίσεις και καλώντας τις προς τούτο, να τις ακυρώσουν. Στην παράγραφο 21 της Εκθέσεως Απαιτήσεως οι εφεσείοντες αναφέρονται στην προηγηθείσα συμπεριφορά των εναγόμενων 1 και 2 και παρόλες, όπως αναφέρεται, τις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο φθοράς των εμπορευμάτων, οι εναγόμενες 1 και 2 συνέχισαν να αρνούνται την παραχώρηση των εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν ζημιά. Στην παράγραφο 22 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσείοντες αναφέρονται σε υπέρογκες και παράνομες κατακρατήσεις που έκαμναν οι εναγόμενες με αποτέλεσμα αυτοί να υποστούν ζημιά. Στην παράγραφο 23 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσείοντες αναφέρονται σε κυμαινόμενη επιβάρυνση που δόθηκε στις εναγόμενες κατόπιν υποσχέσεων για αποδέσμευση των εμπορευμάτων. Στην παράγραφο 24 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσείοντες αναφέρονται σε καταθέσεις μετρητών προς τις εφεσίβλητες, με σκοπό τη σταδιακή απόσυρση των εμπορευμάτων. Στην παράγραφο 26 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσείοντες αναφέρονται στην καταστροφή των εμπορευμάτων λόγω υπαίτιων ενεργειών των εφεσιβλήτων. Στην παράγραφο 27 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσείοντες παραπονούνται για υπερχρεώσεις στις οποίες προέβαιναν οι εφεσίβλητες, αναφέροντας επίσης ότι ουδέν ποσό οφείλουν προς αυτές, αλλά έχουν και διεκδικούν το ποσό των ΛΚ 667.418,73 εναντίον αμφοτέρων. Στην παράγραφο 28 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσείοντες πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι ουδέν ποσό οφείλουν στις εφεσίβλητες και ζητούσαν όπως ακυρωθούν οι υποθήκες που είχαν παραχωρηθεί γιατί, κατακρατείται το δοθέν αντάλλαγμα, άνευ νομιμοποίησης από τις εφεσίβλητες. Στο δε αιτητικό της αγωγής οι εφεσείοντες ζητούν: (Α) Γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον αμφοτέρων των εναγομένων, λόγω αντισυμβατικού και παράνομου τερματισμού, (Β) Γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον αμφοτέρων, για παράβαση συμφωνίας του Δεκεμβρίου του 1992 και επίσης ζητούν την πληρωμή του ποσού των ΛΚ 350.000 αξία του καταστραφέντος εμπορεύματος. (Γ) Ζητούν Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να διατάσσονται οι εναγόμενοι όπως προβούν σε άμεση διαγραφή των προς όφελος τους υποθηκών. (Δ) Ζητείται απόφαση εναντίον των εναγομένων δια το ποσό των ΛΚ 667.418. (Ε) Ζητείται απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 για ΛΚ 365.607 και (ΣΤ) Απόφαση εναντίον των εναγομένων για διάφορα ποσά, όπως αυτά περιγράφονται στην έκθεση απαίτησης.
Οι εφεσίβλητες από τη δική τους πλευρά καθ' όλο το εύρος της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους, αναφέρονται στους «εναγομένους», στη δε παράγραφο 40 οι εφεσίβλητες ανταπαιτούν εναντίον των εφεσειόντων διάφορα ποσά με αιτητικό την έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων για (α) ΛΚ 208.366, (β) ΛΚ 603.874 και (γ) ΛΚ 71.242.
Οι εφεσείοντες με το δικό τους δικόγραφο, Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, πέραν από την άρνηση των ισχυρισμών που περιέχονται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση των εφεσίβλητων 1 και 2, σε καμιά άλλη διευκρίνιση δεν προβαίνουν και συνεχώς επαναλαμβάνουν ότι ουδέν ποσό οφείλουν στις εφεσίβλητες, όπως ειδικώς αναφέρεται στην παράγραφο 25 του εν λόγω δικογράφου.
Παρατηρούμε συναφώς ότι, η όλη δομή της δικογραφημένης θέσης αμφοτέρων των πλευρών ήταν ότι υπήρχαν, συμβατικές σχέσεις όχι μόνο μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1, αλλά και της εφεσίβλητης 2. Η διεκδίκηση, ανταπαιτητικώς, από αμφότερες τις εφεσίβλητες, των προαναφερόμενων ποσών, σε κανένα σημείο δεν είχε αμφισβητηθεί από τους εφεσείοντες και δεν είχαν προβεί σε κανένα διαδικαστικό διάβημα για τη διαγραφή της Ανταπαίτησης ή για την αμφισβήτηση του περιεχομένου της Υπεράσπισης των εφεσιβλήτων, αναφορικά με διεκδικήσεις που προβλήθηκαν από αμφότερες τις εφεσίβλητες ή και ακόμη από την εφεσίβλητη 2. Η απουσία οποιασδήποτε, εκ μέρους τους, ενέργειας πριν από την ακρόαση της υπόθεσης και δοθέντος ότι, η μαρτυρία είχε προσαχθεί και από πλευράς εφεσειόντων και από πλευράς εφεσιβλήτων, χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε δικονομικού διαβήματος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, σαφώς καθιστά αβάσιμο τον προβληθέντα, σήμερα, ισχυρισμό, ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέδωσε απόφαση και υπέρ της εφεσίβλητης 2. Ενισχυτικό τούτου είναι και το γεγονός ότι, κατά το στάδιο της παράθεσης των παραδεκτών γεγονότων, που έγιναν κατά τη διάρκεια της δίκης και συγκεκριμένα στις 26 Μαΐου 2003, καμιά διαφοροποίηση, για την εφεσίβλητη 2, δεν έγινε από πλευράς εφεσειόντων. Είχε καταστεί, με βάση τα πιο πάνω, σαφές ότι για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης αμφότερες οι εφεσίβλητες είχαν και δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Έγινε ιδιαίτερη αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων στο περιεχόμενο των τρίτου και τέταρτου λόγων έφεσης, σε μια προσπάθεια να καταδείξει ως λανθασμένο το εύρημα του δικαστηρίου, που χαρακτήρισε την πρακτική που χρησιμοποιούσαν οι εφεσίβλητες, αναφορικά με τις υποθήκες, ως ορθό.
Η πρακτική που ακολουθείτο, ήταν, όπως είπε ο κ. Κληρίδης, σε συνάρτηση με οχτώ υποθήκες, ότι η κάθε μια από αυτές, συνοδευόταν από τρία έγγραφα ήτοι (α) σύμβαση υποθήκευσης, (β) συμπληρωματικό έγγραφο και (γ) εκχώρηση μετρητών. Με το συμπληρωματικό έγγραφο η τράπεζα χορηγούσε μετρητά στον ενυπόθηκο οφειλέτη σε δεσμευμένο λογαριασμό στην τράπεζα ως ασφάλεια. Αυτή η πρακτική ήταν αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία. Περαιτέρω, κατά την άποψη των εφεσειόντων θα έπρεπε οι εφεσίβλητες να μεταφέρουν στους λογαριασμούς των εφεσειόντων τα κατατεθέντα ποσά και αν υπήρχαν χρεωστικά υπόλοιπα τότε θα ήταν δυνατή η έκδοση διαταγμάτων εκποίησης. Με αυτό τον τρόπο, κατέληξαν οι εφεσείοντες, η τράπεζα θα εισπράξει ποσό που υπερβαίνει την υποθήκη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι πρόκειται περί πρακτικής που χρησιμοποιείται για εσωτερικό έλεγχο της τράπεζας χαρακτηρίζοντας τους, ως λογαριασμούς τάξεως - εσωκλειστικούς και όχι πραγματικούς, όπως ήταν το λογιστικό σύστημα της τράπεζας.
Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας, θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε τα πραγματικά γεγονότα, όπως έγιναν αποδεχτά πρωτοδίκως, αναφορικά με τις συγκεκριμένες υπό αμφισβήτηση υποθήκες Τεκ. 9, 16, 11, 12, 13 και 14, ήτοι:
″Αυτές οι Υποθήκες πέραν του εγγράφου που επιγράφεται ″Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκευσης Ακινήτου″, συνοδεύονταν και από δύο άλλα έγγραφα. Το ένα έχει πλαγιότιτλο ″Εκχώρηση Μετρητών Εγγυητού σε Εγγύηση″ προερχόμενο και υπογραφόμενο από τον οφειλέτη, και το άλλο έχει τίτλο ″Συμπληρωματικό Έγγραφο Σημειούμενο Έγγραφο υπέρ Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε.″ επίσης προερχόμενο από τον ενυπόθηκο οφειλέτη. Αν πάρουμε για παράδειγμα την υποθήκη - Τεκμήριο 9, με αυτήν ο ενάγων 2 Χαρίλαος Αλωνεύτης συνάπτει σύμβαση με την τράπεζα όπως της καταβάλει σε συγκεκριμένη ημερομηνία το ποσό των £110.000 με αντάλλαγμα εκ μέρους της Τράπεζας εκείνο που φαίνεται στο συνημμένο έγγραφο Α. Για καλύτερη δε εξασφάλιση της πληρωμής του ποσού, τόκων και εξόδων, ο οφειλέτης αποδέχεται να υποθηκεύσει προς όφελος του δανειστή το ακίνητο, του οποίου τα στοιχεία ακολουθούν. Σε δεύτερο έγγραφο που ακολουθεί, ο οφειλέτης δηλώνει ότι εις αντάλλαγμα των υπό της τραπέζης χορηγουμένων πιστώσεων κ.λ.π. προς την ενάγουσα 1, ο ίδιος ο οφειλέτης Χ. Αλωνεύτης κατάθεσε ″σήμερα″ (δηλ. κατά την ημερομηνία του εγγράφου) στο λογαριασμό στοιχεία του οποίου και δίδονται, το ποσό των £110.000. Με το τρίτο στη σειρά έγγραφο, ο ενυπόθηκος οφειλέτης δηλώνει ότι χρεωστεί να πληρώσει στην τράπεζα κατά την ίδια ημερομηνία όπως και το πρώτο έγγραφο, το ποσό των £110.000 μετά τόκων.″
Η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία χαρακτήρισε το θέμα ως ″ανύπαρκτο″ μας βρίσκει σύμφωνους. Αφήνουμε που η πιο κατάληξη, εδραζόταν και στην αποδοχή της μαρτυρίας του Λ. Χατζησάββα (Μ.Υ. 6), Διευθυντή πιστώσεων της τράπεζας.
Δεν έχουμε δε πεισθεί ότι θα πρέπει ν' ανατρέψουμε το εύρημα αξιοπιστίας στο οποίο προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο επί του προκειμένου, όπως αναλύεται στον τέταρτο λόγο έφεσης.
Το προβληθέν παράπονο ότι η μαρτυρία του Λ. Χατζησάββα ερχόταν σε αντίθεση με τη δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων, επί του θέματος των παραχωρηθέντων υποθηκών, δεν είναι βάσιμο. Στην παράγραφο 5 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, που απαντά στην παράγραφο 6 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, οι εφεσίβλητες παραθέτουν τον τρόπο χειρισμού του ποσού των υποθηκών. Σε κανένα όμως στάδιο δεν μπορεί να ευσταθήσει αυτό που εισηγούνται οι εφεσείοντες, ως αντίφαση. Παράλληλα, στην παρ. 12 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, γίνεται αναφορά στον τρόπο λειτουργίας των λογαριασμών. Περαιτέρω στην παρ. 35 του ιδίου δικογράφου εξηγείται γιατί τα ποσά που προσδιορίζονται στο συμπληρωματικό έγγραφο υποθήκης, δεν αποτελούν ανεξάρτητα ποσά.
Το θέμα της λειτουργίας των τριών εγγράφων και των ποσών που κατατίθενται προς όφελος των χρεωστών, έτυχε νομολογιακής ανάλυσης στην υπόθεση Dora Holdings Ltd v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 2) (2010) 1 Α.Α.Δ. 1605, που σημειώνουμε αφορά την ίδια τράπεζα των εφεσιβλήτων, όπου οι λογαριασμοί αυτοί χαρακτηρίστηκαν ότι ″. ήσαν μόνο εσωλογιστικοί και όχι πραγματικοί .. ″. Το Εφετείο έκαμε επίσης αναφορά στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418, όπου το θέμα επίσης εξετάστηκε και έγινε αποδεχτό ότι αφορούσε ως να ″Επρόκειτο για δάνεια στο χαρτί ή λογιστικά δάνεια″. Το Εφετείο ανέφερε επίσης ότι: ″. το άνοιγμα αυτών των λογαριασμών εκ μέρους της τράπεζας, ήταν προς εφαρμογή και όχι σε καταστρατήγηση των συμφωνηθέντων .. ″.
Συνεπώς, το παράπονο των εφεσειόντων, όπως προσδιορίζεται στους λόγους έφεσης 3 και 4, απορρίπτεται.
Ο έβδομος, όγδοος και ένατος λόγος έφεσης προωθήθηκαν ως σύνολο και έχουν ως κοινό έρεισμα την ευθύνη καταστροφής της ποσότητας του σισαμιού που είχε επιστραφεί στην Κύπρο, μετά που έμεινε αδιάθετο στο Ισραήλ, όπου είχε αρχικώς μεταφερθεί.
Δόθηκε αρχικώς έμφαση στο αίτιο επιστροφής και προωθήθηκε μαρτυρία από το Μιχάλη Αλωνεύτη (Μ.Ε. 2) εφεσείοντα 4 και τότε διευθυντή των εφεσειόντων 1 και 5, ότι η επιστροφή δεν προήλθε από ενέργειες των εφεσειόντων, όταν, όπως επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει επιστολή των εφεσειόντων 1, προς τις εφεσίβλητες ημερ. 10 Νοεμβρίου 1990 (Τεκ. 18), με την οποία παραδέχονται ότι,
″Τελικά όμως τα εμπορεύματα επιστράφησαν κατ' εντολή μας στην Κύπρο και επανατοποθετήθηκαν σε αποθήκες BONDED επ' ονόματι σας, ένεκα απροθυμίας του πελάτη μας στο Ισραήλ να τα παραλάβει ..″
Τούτου δοθέντος θα εξετάσουμε πώς αντικρίστηκε το θέμα πρωτοδίκως έχοντας στο μυαλό μας τα παράπονα των εφεσειόντων όπως διατυπώνονται στο δικόγραφο τους. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην απουσία γνωστοποίησης της διάρκειας ζωής του εμπορεύματος, οι υπερχρεώσεις που επέβαλλαν οι εφεσίβλητες και καθιστούσαν την απόσυρση των εμπορευμάτων ασύμφορη και δύσκολη. Η πλήρης εξασφάλιση της αξίας του εμπορεύματος που προέκυψε με την παραχώρηση από τους εφεσείοντες υποθήκης και μεταχρονολογημένων επιταγών.
Το θέμα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό και με το λόγο έφεσης 10, που αμφισβητεί το εύρημα αξιοπιστίας του Μ. Αλωνεύτη (Μ.Ε. 2), καθότι τα συμπεράσματα του δικαστηρίου στηρίζονται στην αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που προσήχθηκε. Σημειώνουμε ότι ευρήματα αξιοπιστίας δεν ανατρέπονται εύκολα, σε εφετειακό επίπεδο, παρά μόνο μετά από τη διαπίστωση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία είχε υποπέσει σε σφάλμα αρχής, ή κατέληξε σε αποτελέσματα που δεν συνάδουν με τη λογική των πραγμάτων. (Philippou General Bonded Warehouse Ltd. v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057 και Μιάρης κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1625).
Παραπονούνται ιδιαιτέρως οι εφεσείοντες ότι το δικαστήριο έκαμε αναφορά σ' άλλη υπόθεση που ο συγκεκριμένος μάρτυρας των εφεσειόντων (Μ. Αλωνεύτης) κρίθηκε αναξιόπιστος, σε βαθμό που όπως προβλήθηκε, επηρεάστηκε από αυτό το γεγονός. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη μαρτυρία του Μ. Αλωνεύτη όταν ανέλυε κάθε επιμέρους θέμα της υπόθεσης και έδωσε και πειστικούς και αναλυτικούς λόγους γιατί δεν πίστεψε τον εν λόγω μάρτυρα. Η αντίδραση του μάρτυρα στη διάσταση μεταξύ δικογράφων, επιστολών που οι εφεσείοντες απέστειλαν κατά καιρούς, και της δικής του μαρτυρίας, είναι ενδεικτική του επιπέδου ανάλυσης που έγινε.
Το σχόλιο του δικαστηρίου ως προς την προηγούμενη απόφαση που έκρινε την αξιοπιστία του Μ. Αλωνεύτη, είναι ενδεικτική της απουσίας ερείσματος στο προβληθέν επιχείρημα.
″Τέθηκε ενώπιον μου το κείμενο απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 3382/95 μεταξύ Barclays Bank v. 1. M.A. Goodvalue Supplies Ltd. 2. Χ. Αλωνεύτη 3. Μ. Αλωνεύτη κ.α. ημερ. 7.1.99. Το Δικαστήριο σε εκείνη την υπόθεση στην οποία βέβαια τα γεγονότα είναι άσχετα με την παρούσα, αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ. Αλωνεύτη ο οποίος εκεί ήταν εναγόμενος και προέβηκε σε κάποια σχόλια. Χωρίς ούτε προς στιγμή να έχω επηρεαστεί από εκείνα τα σχόλια ή να θεωρώ ότι έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εδώ παράσταση του μάρτυρα, δεν μπορώ παρά να πω ότι τα συμμερίζομαι πλήρως και αντικατοπτρίζουν την δική μου αξιολόγηση της μαρτυρίας εδώ του Μ.Ε.2. Γι' αυτό και τα μεταφέρω αυτούσια.″
Συνεπώς θεωρούμε το παράπονο του λόγου έφεσης 10 αβάσιμο και απορρίπτεται.
Επανερχόμενοι στα θέματα της καταστροφής του εμπορεύματος, πρέπει να παρατηρήσουμε από την αρχή ότι το εύρημα του δικαστηρίου, στηριζόμενο σε αναμφισβήτητη έγγραφη μαρτυρία, ότι, οι εφεσείοντες δεν απέσυραν το εμπόρευμα με ικανοποιητικούς ρυθμούς παρέμεινε, χωρίς αμφισβήτηση.
Η κατ' επανάληψη προειδοποίηση των εφεσιβλήτων που παρουσιάζεται με τις επιστολές ημερ. 25 Ιουνίου 1991 (Τεκ. 19), ημερ. 9 Ιουλίου 1991 (Τεκ. 209) είναι ενδεικτική. Η ανησυχία για την ποιότητα των εμπορευμάτων εκφράστηκε και με άλλες επιστολές ημερ. 26 Ιουλίου 1991 και 18 Σεπτεμβρίου 1991 (Τεκ. 22 και 21, αντίστοιχα).
Οι εφεσείοντες δεν είχαν ποτέ παραπονεθεί, όπως διαπιστώνεται πρωτοδίκως, για μη έγκαιρη παράδοση, αντίθετα προέβαιναν σε εισηγήσεις για παραχώρηση περαιτέρω εξασφαλίσεων προς τις εφεσίβλητες (επιστολή ημερ. 9 Δεκεμβρίου 1982 (Τεκ. 180)).
Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο πραγματικός λόγος που προσφέρθηκαν οι εγγυήσεις ήταν η παροχή δυνατότητας μεγαλύτερου χρόνου προς τους εφεσείοντες γι' απόσυρση των εμπορευμάτων. Συνεπώς, η καθυστέρηση ορθώς αποφασίστηκε ότι δεν οφειλόταν στις ενέργειες των εφεσιβλήτων.
Ως προς δε την ίδια την καταστροφή του εμπορεύματος το δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Λ. Χατζησάββα για τη μη ικανοποιητική απόσυρση των εμπορευμάτων, που όπως αναφέραμε πιο πάνω δεν έχουμε πεισθεί ότι το εύρημα ως προς την αξιοπιστία του θα πρέπει ν' ανατραπεί. Υπήρχε, όμως, επιπροσθέτως η μαρτυρία ότι ο Χαρ. Αλωνεύτης, ένας εκ των διευθυντών της εφεσείουσας 1, ″διαβεβαίωνε, ότι ως γνώστης του εμπορεύματος που ήταν, αφ' ης στιγμής το εμπόρευμα υφίστατο τον υποκαπνισμό, που του γινόταν, δεν επρόκειτο να χαλάσει″. Αυτή η μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη, όπως σημειώθηκε στην πρωτόδικη απόφαση.
Το εύρημα ότι η κυριότητα του εμπορεύματος μεταβιβάστηκε στους εφεσείοντες κατά τον Ιούνιο του 1995, χωρίς μαρτυρία επί τούτου για αλλοίωση του περιεχομένου, αδυνατίζει το επιχείρημα των εφεσειόντων. Περαιτέρω, το αναντίλεκτο εύρημα για τη μη πληρωμή των μεταχρονολογημένων επιταγών που εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες με την επιστολή τους ημερ. 19 Ιουνίου 1993 (Τεκ. 51), στηρίχθηκε στην απόρριψη της μαρτυρίας του Μ. Αλωνεύτη που ερχόταν σ' αντίθεση με το περιεχόμενο άλλης μαρτυρίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων, όπως του Χρ. Γεωργίου, ως προς τα προηγηθέντα σε διάφορες συσκέψεις με εκπροσώπους της τράπεζας και άλλο διευθυντή των εφεσειόντων, ήτοι του Χαρ. Αλωνεύτη, εκτός του Μ. Αλωνεύτη, που δεν ήταν παρών. Σημειώνουμε επί του προκειμένου το αναντίλεκτο εύρημα ότι οι επιταγές δεν είχαν τιμηθεί κατόπιν εντολής των εφεσειόντων. Επίσης δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις στο πλαίσιο της πρωτόδικης απόφασης γιατί δεν έγινε αποδεχτή η μαρτυρία του Μ. Αλωνεύτη περί καταστροφής του εμπορεύματος. Αντιθέτως, όπως σημειώνεται πρωτοδίκως, ο Μ. Αλωνεύτης είχε επισημάνει ότι στο μεσοδιάστημα Ιουνίου - Δεκεμβρίου 1993, είχε χρησιμοποιηθεί ποσότητα του εμπορεύματος για βιομηχανοποίηση χωρίς πρόβλημα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 7, 8, 9 και 10, απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες είχαν δικαίωμα ανάκλησης των πιστώσεων και κλεισίματος των λογαριασμών των εφεσειόντων.
Το εν λόγω παράπονο θα εξεταστεί σε συνδυασμό με το λόγο έφεσης 2(β), ο οποίος είχε, ως υπόβαθρο τη θέση ότι, ο συγκεκριμένος λογαριασμός των εφεσειόντων ουδέποτε τερματίστηκε.
Τούτο αντίκειται στη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων, όπως αναγράφεται στην παρ. 20 της Εκθέσεως Απαιτήσεως. Αναγνωρίζεται, στην εν λόγω παράγραφο, η λήψη επιστολής ημερ. 21 Ιουνίου 1993, για κλείσιμο όλων των ″λογαριασμών″ και ″συμβάσεων″ που διατηρούσαν οι εφεσείοντες. Χαρακτηρίζεται βεβαίως, ως παράνομος ο εν λόγω τερματισμός. Ο τερματισμός ορθώς επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση ότι αποτελεί ″κοινό τόπο″. Παράλληλα, δεν υπάρχει δικογραφημένη θέση γιατί ήταν παράνομο το κλείσιμο των λογαριασμών. Υπήρχε προς την κατεύθυνση ύπαρξης πολλών λογαριασμών μαρτυρία ότι, ο λογαριασμός ήταν ένας, κοινός, με υπολογαριασμούς.
Επικεντρώθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος στον τερματισμό που έγινε στις 21 Ιουνίου 2003, ενώ υπήρχε χρονοδιάγραμμα που παραχωρήθηκε από τις εφεσίβλητες μέχρι 30 Ιουνίου 2003.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε τον προβληματισμό του επί του προκειμένου, σε δύο επίπεδα:
″α. Κατά πόσο οι εναγόμενοι είχαν συμβατικό ή άλλο δικαίωμα τερματισμού και,
β. Αν ναι κατά πόσο ενομιμοποιούντο να ασκήσουν ένα τέτοιο δικαίωμα υπό τις περιστάσεις.″
Από την ίδια τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί, είχε εξαχθεί αναντίλεκτα ότι ο ρυθμός αποπληρωμής της αξίας του εμπορεύματος και συνεπώς η αποκόμιση ποσοτήτων των εμπορευμάτων δεν ήταν ικανοποιητικός. Πρωτοδίκως έγινε ευρεία αναφορά στους λόγους που οδήγησαν σ' αυτό το συμπέρασμα ήτοι:
″1. Το ίδιο το γεγονός ότι ενώ τα εμπορεύματα είχαν αποθηκευτεί από τα μέσα του 1990, μέχρι και το Δεκέμβριο του 1995 που έγινε ο υγειονομικός έλεγχος δεν είχε αποσυρθεί και υπήρχε αποθηκευμένη σημαντική ποσότητα.
2. Το γεγονός ότι ενώ είχε συμφωνηθεί χρονοδιάγραμμα για την πολύ ενωρίτερη απόσυρση, αυτό δεν τηρήθηκε.
3. Το γεγονός ότι επανειλημμένα οι εναγόμενοι με επιστολές τους έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου σε ανύποπτο χρόνο, για το μη ικανοποιητικό ρυθμό απόσυρσης.″
Η αξιοπιστία των μαρτύρων, επί της οποίας στηρίχτηκε το δικαστήριο όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση αφού δεν έχουμε πεισθεί ότι θα πρέπει να επέμβουμε.
Η πορεία που ακολουθήθηκε από την αποθήκευση του εμπορεύματος, μέχρι τον τερματισμό των συμφωνιών στις 21 Ιουνίου 1993, σε συνάρτηση με την υποχρέωση των εφεσειόντων για απόσυρση ποσοτήτων και πληρωμή, αναλύεται σ' έκταση στην πρωτόδικη απόφαση. Οι παράμετροι της νομιμοποίησης λόγω συμβατικών όρων αφενός (Τεκ. 2(α) και 3(α)) Συμβάσεις χορηγήσεως τραπεζικών ευκολιών και οι πολλές επιστολές προειδοποιήσεις που οι εφεσίβλητες έστειλαν (Τεκ. 19, 20(α-στ), 23, 25, κ.ά.) για να προωθηθεί η απόσυρση των εμπορευμάτων, ορθώς κατά την άποψη μας οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν τη δυνατότητα τερματισμού και ορθώς την άσκησαν.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 5 και 2(β) απορρίπτονται.
Το τελευταίο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι το παράπονο των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξαν λανθασμένοι υπολογισμοί με αποτέλεσμα να χρεωθούν τόκοι, πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, του 9%. (Λόγοι 2(γ) και 6).
Το θέμα προωθήθηκε σε δύο σκέλη:
α) Ότι χρησιμοποιήθηκε ο διαιρέτης των 360 ημερών αντί 365 που αποτελεί το ημερολογιακό έτος και
β) ότι δεν αποδείχτηκε με το σωστό τρόπο τα διεκδικούμενα από τις εφεσίβλητες ποσά.
Το δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Λ. Χατζησάββα ως προς τη λειτουργία των λογαριασμών και την πληρωμή με κάθε κατάθεση αρχικά των τόκων, χωρίς να εγείρεται θέμα ανατοκισμού. Η περί του αντιθέτου μαρτυρία του Λ. Παπαλλή, ελεγκτή, εκ μέρους των εφεσειόντων, απορρίφθηκε χαρακτηριζόμενη ως περισσότερο θεωρητική και ακαδημαϊκή άσκηση. Σημειώνουμε ότι δεν εφεσιβλήθηκε αυτό το εύρημα.
Ως προς δε το συμπέρασμα για τη νομιμότητα των εγγράφων που κατέθεσε ο Λ. Χατζησάββας, και εκτυπώθηκαν με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή, που ήταν αντικείμενο ενδιάμεσης απόφασης, ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε περαιτέρω αφού δεν είχε, όπως επισημάνθηκε, προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να οδηγεί σε διαφοροποίηση της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης. Έφεση εναντίον της απόφασης δεν υπάρχει. Από μόνη της η αναφορά στην αξιοπιστία του Λ. Χατζησάββα δεν είναι επαρκής.
Η δυνατότητα χρησιμοποίησης ως διαιρέτη του αριθμού 360 αντί 365, για τη χρέωση τόκου, αναλύθηκε σ' έκταση από το πρωτόδικο δικαστήριο, υιοθετώντας το σκεπτικό της υπόθεσης Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 322.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε επί τούτου, επισημαίνοντας ότι η αποδοχή αυτής της πρακτικής, της χρήσης δηλαδή του ″εμπορικού έτους″ στηρίχθηκε στην προφορική και έγγραφη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σημειώνουμε περαιτέρω ότι από πλευράς εφεσειόντων δεν συγκεκριμενοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης η απαίτηση επί του προκειμένου.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η κατάληξη του δικαστηρίου κρίνεται ορθή και οι λόγοι έφεσης 2(μέρος) και 6 απορρίπτονται.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ