ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D614
(2015) 1 ΑΑΔ 1917
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 109/2015)
17 Σεπτεμβρίου, 2015
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ/΄Η PROHIBIRION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 09/07/2015 ΓΙΑ ΜΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ/΄Η ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ κας Δ. ΚΟΥΣΙΟΥ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΗΜΕΡ. 09/07/2015
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 09/07/2015 ΓΙΑ ΜΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 08/07/2015
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 09/07/2015 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΥΠΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΓΙΑ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΗΜΕΡ. 10/02/2015
________________________
Χαρά Αλεξάνδρου (κα), Χριστίνα Χριστοφή (κα), Ραφαέλα Καραμανή (κα) και Πολυάννα Τσατσάλη (κα), για την Αιτήτρια.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, ζητείται άδεια για καταχώριση, στη συνέχεια, εναρκτήριας αίτησης, στο πλαίσιο της οποίας θα επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος certiorari, για ακύρωση τριών διαφορετικών αποφάσεων του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, οι οποίες εκδόθηκαν στις 9.7.2015 στην αίτηση διατροφής αρ. 34/2015. Επίσης, ζητείται άδεια για να επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος prohibition, το οποίο να εμποδίζει Δικαστή του εν λόγω Δικαστηρίου να προβεί στην εκδίκαση της πιο πάνω αίτησης διατροφής, λόγω προκατάληψής της έναντι της αιτήτριας. Αίτημα αναφορικά με την επέκταση του εντάλματος prohibition, ώστε η Δικαστής να εμποδίζεται να προβεί στην αναθεώρηση του προσωρινού διατάγματος διατροφής το οποίο είχε εκδοθεί στις 12.2.2015 στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης, τελικώς, δεν προωθήθηκε.
Οι εν λόγω αποφάσεις αποτελούσαν απάντηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου στα αντίστοιχα δικονομικά διαβήματα που είχαν αναληφθεί εκ μέρους της αιτήτριας και κρίθηκαν στις 9.7.2015, ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένο για αναθεώρηση το προαναφερθέν προσωρινό διάταγμα διατροφής. Το ιστορικό που οδήγησε στην υποβολή των σχετικών διαβημάτων είναι, σε συντομία, το εξής: Συγκεκριμένα, μετά την καταχώριση ένστασης σε σχέση με το προσωρινό διάταγμα, ακολούθησε η υποβολή εκ μέρους της αιτήτριας αριθμού αιτήσεων, οι οποίες, βασικά, απέβλεπαν, όλες, πλην της πρώτης, στην ανακοπή της εκδίκασής του από τη Δικαστή η οποία το είχε εκδώσει.
Το έναυσμα για την πιο πάνω πορεία έδωσε η απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πρώτη αίτηση, η οποία είχε υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας και αφορούσε αίτημα για άδεια καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Με αυτή, θα απαντώντο ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν στην ένσταση του καθ' ου η αίτηση στην ενδιάμεση αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας είχε εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα. ΄Οπως δηλώνει η αιτήτρια σε ένορκη δήλωσή της στην παρούσα διαδικασία, η πιο πάνω απορριπτική απόφαση της «δημιούργησε αίσθημα άνισης μεταχείρισης» και «πραγματικό φόβο» ότι το Δικαστήριο δε θα λάμβανε υπόψη τα δικαιώματά της και τα δικαιώματα των ανήλικων τέκνων της, επειδή, όπως είναι η θέση της, αυτό δεν της επέτρεψε να αντικρούσει τα όσα ανέφερε ο καθ' ου η αίτηση στην ένστασή του.
Ακολούθως, η αιτήτρια, στις 21.5.2015, καταχώρισε έφεση κατά της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης και, στις 4.6.2015, καταχώρισε αίτηση για αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας σε σχέση με την αναθεώρηση του προσωρινού διατάγματος. Το εκδικάζον Δικαστήριο, αφού άκουσε την αίτηση αυτή, την απέρριψε, με αιτιολογημένη απόφασή του ημερομηνίας 1.7.2015. Στις 6.7.2015, καταχωρίστηκε έφεση εκ μέρους της αιτήτριας και κατά της απόφασης αυτής, η οποία είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη, αφού, σε τέτοια περίπτωση, το ορθό δικονομικό διάβημα είναι η καταχώριση νέας αίτησης για αναστολή, αυτήν τη φορά ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.35, κ. 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Τέτοια αίτηση καταχωρίστηκε, τελικώς, στις 8.7.2015, όμως, την ίδια ημέρα, παραδόξως καταχωρίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και αίτηση για αναστολή, με αναφορά τη δεύτερη έφεση η οποία είχε καταχωριστεί στις 6.7.2015. Να σημειωθεί πως, στην κάθε περίπτωση, η αναστολή ζητείτο σε σχέση με τη διαδικασία αναθεώρησης του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 12.2.2015. Στο μεταξύ, στις 6.7.2015, είχαν καταχωριστεί και δύο άλλες αιτήσεις εκ μέρους της αιτήτριας, η μια για εξαίρεση της πρωτόδικης Δικαστού και, η άλλη, για έκδοση διατάγματος αντεξέτασης του καθ' ου η αίτηση, καμία εκ των οποίων δεν είχε αίσιο τέλος· η πρώτη απορρίφθηκε στις 9.7.2015 και η δεύτερη αποσύρθηκε κατά την ίδια ημερομηνία.
Στις 9.7.2015, όταν ήταν ορισμένο, τελικώς, το προσωρινό διάταγμα για αναθεώρηση, το εκδικάζον Δικαστήριο, καθηκόντως, επιλήφθηκε πρώτα αριθμού γραπτών και προφορικών αιτήσεων, σχετικών με την ενώπιόν του διαδικασία, οι οποίες είχαν υποβληθεί είτε από την προηγούμενη ημέρα είτε κατά την ημέρα εκείνη, και εξέδωσε ανάλογο αριθμό αποφάσεων, ex tempore. Κατά λογική σειρά, αυτό εξέτασε πρώτα την αίτηση 8.7.2015 για αναστολή, η οποία, όπως έχει αναφερθεί, σχετιζόταν με τη δεύτερη έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης στην πρώτη αίτηση για αναστολή. Το απορριπτικό αποτέλεσμα και της αίτησης αυτής οδήγησε το συνήγορο της αιτήτριας στην υποβολή νέου προφορικού αιτήματος για εξαίρεση της πρωτόδικης Δικαστού από την όλη διαδικασία, το οποίο, πάλι, απορρίφθηκε.
Το Δικαστήριο θα προχωρούσε στην ακρόαση του προσωρινού διατάγματος, όταν συνέβησαν τα εξής: Ο συνήγορος της αιτήτριας, με αφορμή κάποιο τηλεφώνημα, το οποίο φέρεται να είχε λάβει κατ' εκείνη τη στιγμή, κατόπιν αδείας, εξήλθε της αίθουσας του Δικαστηρίου για να το απαντήσει και εγκατέλειψε το Δικαστήριο, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως τη Δικαστή, η οποία ήταν έτοιμη να επιληφθεί της υπόθεσης. ΄Οπως δε εξηγήθηκε, στη συνέχεια, από άλλη συνήγορο, η οποία, επίσης, εμφανιζόταν μαζί του στη διαδικασία, αυτός ενήργησε ως ανωτέρω, «λόγω προσωπικού του έκτακτου κωλύματος», οπότε ζητήθηκε αναβολή της ακρόασης από την ίδια μέχρι την επομένη. Το αίτημα προς τούτο παρέμεινε με τη γενικότητα που έχει προαναφερθεί, χωρίς, δηλαδή, να δοθούν εξηγήσεις ποιο ήταν το έκτακτο προσωπικό κώλυμα που προέκυψε και ανάγκασε το συνήγορο της αιτήτριας να εγκαταλείψει αιφνιδίως το Δικαστήριο. Η Δικαστής απέρριψε και το αίτημα αυτό. Στη συνέχεια, αφού άκουσε τους συνηγόρους των δύο πλευρών, που ήταν παρόντες, επιφύλαξε την απόφασή της σε σχέση με το προσωρινό διάταγμα.
Είναι σε σχέση με τις πιο πάνω τρεις ex tempore αποφάσεις, τις οποίες το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέδωσε στις 9.7.2015, που θα ζητηθεί ένταλμα certiorari από την αιτήτρια, για την ακύρωσή τους, αν, βεβαίως, δοθεί η αιτούμενη άδεια. Να σημειωθεί πως το μόνο που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σχετικά, είναι, βασικά, το κείμενο της καθεμιάς από τις εν λόγω αποφάσεις. Επί του περιεχομένου τους δε και μόνο μπορεί να διενεργηθεί η εξέταση της παρούσας αίτησης για άδεια, παίρνοντας κάθε απόφαση ξεχωριστά, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη του πασίδηλου νομικού σφάλματος, που εισηγείται η αιτήτρια.
Σε σχέση με την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας αναθεώρησης του προσωρινού διατάγματος, εν αναμονή της απόφασης στην έφεση η οποία καταχωρίστηκε στις 6.7.2015, προβλήθηκε η θέση ότι η αιτιολογία της, τόσο νομική όσο και πραγματική, είναι έκδηλα λανθασμένη, δεδομένου ότι, σε αυτή, το εκδικάσαν Δικαστήριο υιοθέτησε προηγούμενη απόφασή του σε σχέση με παρόμοια αίτηση, εννοώντας την απόφαση ημερομηνίας 1.7.2015, η οποία ήταν εντελώς διαφορετική και στους δύο πιο πάνω τομείς. ΄Εχει, όμως, ήδη, διαπιστωθεί ότι η καταχώριση της αίτησης η οποία οδήγησε στην υπό αναφορά απόφαση αποτελεί παραδοξότητα, αφ' εαυτής, και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με δεδομένο ότι αφορά σε μια, επίσης, ανεπίτρεπτη δικονομικά έφεση. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αυτήν την πτυχή, δεν αφήνει αδιάφορο το παρόν Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να διαπιστώσει ότι δεν έχει νόημα να ελεγχθεί απόφαση, η οποία ασχολήθηκε με μια καταχρηστική, ουσιαστικά, διαδικασία.
Περνώντας στην επόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το προφορικό αίτημα εξαίρεσης της Δικαστού, όπως έχει, ήδη, λεχθεί, ελλείψει άλλου πρακτικού, λαμβάνονται υπόψη μόνο τα γεγονότα τα οποία εκθέτει στην εν λόγω απόφασή του το εκδικάσαν Δικαστήριο, τα οποία και το ίδιο έλαβε υπόψη για να ασκήσει την κρίση του επί του σχετικού αιτήματος. Η Δικαστής, στην εν λόγω απόφασή της, αφού επεσήμανε ότι είχε, μόλις προηγουμένως, προηγηθεί η απόρριψη τριών άλλων αιτήσεων, οι οποίες είχαν υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας, στη συνέχεια, ανέφερε τα εξής:-
«Μετά και την απόρριψη προφορικού αιτήματος της Αιτήτριας για αναβολή της ακρόασης της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 10.2.2015, όταν ο κ. Δημητρίου κλήθηκε από το Δικαστήριο να αγορεύσει, αυτός αναφερόμενος στις σημερινές ενδιάμεσες ex-tempore αποφάσεις και αναλύοντας τες, ζήτησε εκ νέου την εξαίρεση μου διότι, όπως εισηγήθηκε, το αποτέλεσμα τους δημιουργεί παρεκτροπή στη διαδικασία εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά στην αίτηση αναστολής της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του, παρεκτροπή η οποία εξισούται με προκατάληψη.»
Να σημειωθεί πως οι αποφάσεις που αναφέρονται στο απόσπασμα είναι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως τεκμήρια στην παρούσα αίτηση. Από τη μελέτη τους, δε διαπιστώνεται, όπως δε διαπιστώνεται και από το απόσπασμα, ανωτέρω, οποιοδήποτε στοιχείο προκατάληψης της Δικαστού σε βάρος της αιτήτριας, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ότι αυτή δε λειτούργησε, σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, με αμεροληψία. Από το πιο πάνω δε απόσπασμα, προκύπτει ότι το συνήγορο της αιτήτριας απασχολούσε, μάλλον, το ενδεχόμενο επιτυχίας της έφεσης μετά την περάτωση της πρωτόδικης διαδικασίας και είναι υπό αυτήν την έννοια και μόνο που αυτός απέδωσε την απορριπτική απόφαση στην αίτηση για αναστολή σε προκατάληψη της Δικαστού, συμπέρασμα το οποίο, βέβαια, δεν ακολουθεί ως θέμα κοινής λογικής.
Περαιτέρω, εάν δοθεί η αιτούμενη άδεια, το αίτημα για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης με ένταλμα certiorari, όπως έχει εξηγηθεί κατά το στάδιο των αγορεύσεων, θα σχετίζεται άμεσα με το αίτημα για ένταλμα prohibition, προς παρεμπόδιση της Δικαστού να προβεί στην εκδίκαση της κυρίως αίτησης διατροφής 34/2015. Επομένως, οι πιο πάνω διαπιστώσεις ως προς τη μη κατάδειξη ύπαρξης προκατάληψης από μέρους της Δικαστού σε βάρος της αιτήτριας ισχύουν και σε σχέση με το δεύτερο αίτημα για παραχώρηση άδειας για να επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος prohibition, ως ανωτέρω. Ως εκ τούτου, ούτε και το αίτημα αυτό θα μπορούσε να επιτύχει.
Τέλος, όσον αφορά την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το προφορικό αίτημα της αιτήτριας για αναβολή της ακρόασης σε σχέση με την αναθεώρηση του προσωρινού διατάγματος, δε διαπιστώνεται, από τα όσα αναφέρονται στο κείμενό της, αυτή να περιέχει πασίδηλο νομικό σφάλμα. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, προφανώς, ενήργησε με βάση τα περιορισμένα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, με κυριότερο την έλλειψη πληροφόρησης για την ξαφνική αναχώρηση του συνηγόρου της αιτήτριας από το Δικαστήριο, και άσκησε, αναλόγως, τη διακριτική του εξουσία. Επομένως, η απόφαση η οποία προέκυψε δεν μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο, στο πλαίσιο της άσκησης από το Δικαστήριο τούτο της δικαιοδοσίας του δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος.
Τέλος, επισημαίνεται πως ο σκοπός, ειδικά, του εντάλματος certiorari είναι όχι, απλώς, η ακύρωση μιας κατά νόμο πασίδηλα λανθασμένης απόφασης αλλά και η απόδοση, συγχρόνως, θεραπείας, παρέχουσας θετικό όφελος προς τον αιτητή. Αν το ένταλμα certiorari δε θα αποφέρει ένα τέτοιο θετικό όφελος, τότε, ασφαλώς, η έκδοσή του θα είναι αλυσιτελής, η δε όλη άσκηση προς τούτο θα έχει διεξαχθεί επί ματαίω. Στην προκειμένη περίπτωση, η ακύρωση των υπό αναφορά αποφάσεων, δεδομένου του αντικειμένου τους, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, δε θα μπορούσε να ανατρέψει την πορεία την οποία ακολούθησε, στη συνέχεια, η διαδικασία και η οποία οδήγησε στην επιφύλαξη απόφασης σε σχέση με το προσωρινό διάταγμα διατροφής. ΄Οταν εκδοθεί η εν λόγω απόφαση, η αιτήτρια, αν διαφωνεί με αυτή, μπορεί να ασκήσει έφεση αναφορικά με τα εκεί επίδικα θέματα, τα οποία, βασικά, είναι αυτά που πρέπει να την ενδιαφέρουν.
Για όλους, λοιπόν, τους πιο πάνω λόγους, δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και, ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ