ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μιχαηλίδου, Δέσπω Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), Γ. Παπαϊωάννου, Γ. Σαββίδης και Χρ. Βασιλειάδης, για τους αιτητές. Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-07-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.71/2014, 10/7/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D511

(2015) 1 ΑΑΔ 1693

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.71/2014)

 

 

10 Ιουλίου, 2015

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3,4  ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΚΑΙ ΔΡ. ΣΑΒΒΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΑΡ. 34/11 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΑΝΝΗ ΠΑΝΤΑΖΗ-ΛΑΜΠΡΟΥ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ) ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ 11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

-----

 

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), Γ. Παπαϊωάννου, Γ. Σαββίδης και Χρ. Βασιλειάδης, για τους αιτητές.

Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Οι αιτητές κατόπιν αδείας που δόθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 31.3.2014, στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 53/14, επιδιώκουν την ακύρωση του πορίσματος της θανατικής ανάκρισης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄ αρ. 34/11, που εκδόθηκε στις 11.2.2014.  Με το επίδικο πόρισμα η Θανατική Ανακρίτρια διαπίστωσε ότι ο θάνατος του Άκη Κλεάνθους επήλθε στις 11.4.2011 και ως αιτία θανάτου, κατά την εκτίμηση της, ήταν έμφραγμα μυοκαρδίου επί εδάφους παλαιού.  Με το πόρισμα της η Θανατική Ανακρίτρια και τις εκτιμήσεις της, όπως καταγράφονται στις σ. 41-45, με επίκεντρο την απουσία συγκατάθεσης του ασθενούς και άλλα επιμέρους ευρήματα αναφορικά με την επιλογή θεραπευτικής αγωγής από τους θεράποντες ιατρούς του, συνόψισε τα ακόλουθα:

 

«Η τοποθέτηση των στεντ (αγγειοπλαστική μέθοδος θεραπείας) επιλέγηκε από τους γιατρούς γνωρίζοντας ότι ο ασθενής επιθυμούσε να αποφύγει τη χειρουργική επιλογή τύπου bypass, χωρίς όμως ποτέ να του έχει επεξηγηθεί ότι εκείνη ήταν η καταλληλότερη ή πλεονεκτικότερη έναντι της αγγειοπλαστικής μεθόδου και αυτός να την έχει απορρίψει.  Δεν υπάρχει ούτε έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς στην τοποθέτηση των δυο στεντ, ούτε έγγραφη άρνηση του να υποβληθεί σε εγχείρηση τύπου bypass. Βλέπε τις παρατηρήσεις μου στις σελ. 20-24 του παρόντος πορίσματος.»

 

Για να καταλήξει, στη βάση όπως αντιλαμβάνομαι των προνοιών του άρθρου 26:[1]

«Είναι με αυτές τις σκέψεις που καταλήγω να έχω εύλογη υποψία ότι συνέτεινε στην πρόκληση του θανάτου του αποβιώσαντος πράξη ή παράλειψη τρίτων προσώπων, σε δύο χρονικά στάδια:

Την 31.1.2011 στο στάδιο της επιλογής της θεραπευτικής μεθόδου, και

Την 23.3.2011 κατά την τελευταία επίσκεψη του θανόντος εν όψει των ευρημάτων από την εξειδικευμένη εξέταση Verify now που έγινε την 11.2.2011 και μετέπειτα, δηλαδή στο στάδιο της παρακολούθησης της ανάρρωσης ή/και φαρμακευτικής αγωγής του ασθενούς.

Παραπέμπω το πόρισμα μου στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

 

Το πόρισμα εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου όπως προβλέπει ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος, ΚΕΦ. 153. 

 

Η παρούσα αίτηση προωθείται εκ μέρους των αιτητών - θεράποντων ιατρών του θανόντος - ως πρόσωπα που πιθανόν να κατηγορηθούν με το πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας εφόσον θεμελιώνουν επαρκές συμφέρον ώστε να νομιμοποιούνται στην καταχώριση της παρούσας αίτησης. Πιττάκη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 296 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 761:

«Πρόσωπο νομιμοποιείται να ζητήσει την έκδοση εντάλματος certiorari, εάν έχει επαρκές συμφέρο στο θέμα στο οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται - (βλ. Rex v. Groom. Gobbold, Ex parte [1901] 2 K.B. 157 και Αγγλικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς - 0.53, r.6, 0.53, r.3 (7)).

Στην υπόθεση I.R.C. v. Federation of Self-Employed [1981] 2 All E.R. 93, αποφασίστηκε ότι το Δικαστήριο ερευνά τα ειδικά περιστατικά της κάθε αίτησης και αποφασίζει εάν ο αιτητής έχει επαρκές συμφέρο.

Η έκφραση "επαρκές συμφέρο" δεν έχει νομοθετημένο, ή δικαστικό ορισμό. Για παραδείγματα βλ. R. v. Secretary of State [1984] 2 All E.R. 556; R. v. I.R.C. [1984] 3 All E.R. 625· Wandsworth London B.C. v. Winder [1984] 3 All E.R. 976· R. v. H.M. Treasury (1985) 1 All E.R. 589· Preston v. I.R.C. [1985] 2 All E.R. 327· Winch v. Jones [1985] 3 All E.R. 97.»

 

Βλ. σχετικά και την Ανδρέας Σάββα Ηλία (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 780, και τη γνώμη που εξέφρασε εκεί ο Κωνσταντίνδης, Δ., με παραπομπή στο Basu's Commentary on the Constitution of India, 5η έκδοση, Τόμος 3, σ. 690 κ. επ., αποδεχόμενος ότι δεν είναι απαραίτητη η ιδιότητα του διαδίκου για την καταχώριση αίτησης για Certiorari

 

Αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ότι η αίτηση θα πρέπει να περιορίζεται στους λόγους για τους οποίους παραχωρήθηκε η άδεια για την καταχώριση της (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401, Παναγίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 837, Επιφανείου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1682).  Η άδεια δόθηκε στη διαπίστωση εκ πρώτης όψεως νομικού σφάλματος το οποίο οδήγησε και σε εσφαλμένη εκ πρώτης όψεως κατάληξη.  Σφάλμα το οποίο θεμελίωσαν οι αιτητές σε δύο πυλώνες:

 

(α)     Νομικό σφάλμα ως εκ του πρακτικού (error of law on the face of the record): ενώ κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και το ίδιο διαπιστώνει, ως τεκμήριο 5 αντίγραφο του ιατρικού φακέλου του θανόντος, η Θανατική Ανακρίτρια διαπίστωσε ότι δεν παρουσιάστηκε ενώπιον της οποιοδήποτε έγγραφο γραπτής συγκατάθεσης του αποβιώσαντος, για την επιλογή της συγκεκριμένης μεθόδου θεραπείας και ή οποιαδήποτε έγγραφη συγκατάθεση του, αγνοώντας ότι εντός του σχετικού ιατρικού φακέλου, υπήρχε γραπτή συγκατάθεση.

 

(β)      Ενώ η διαδικασία της θανατικής ανάκρισης είναι εξεταστικού χαρακτήρα μετετράπη σε αντιπαραθετικού: (α) υπήρξε εσφαλμένος προσδιορισμός του πλαισίου της θανατικής ανάκρισης και η διαδικασία εξελίχθηκε σε αναζήτηση ευθύνης από τους θεράποντες ιατρούς του αποβιώσαντος, κατόπιν αιτήματος των συνηγόρων της οικογένειας όπως καταγράφει και το ίδιο το Δικαστήριο στη σελ. 4 του πορίσματος,  (β) Επετράπη στους συνηγόρους της οικογένειας του αποβιώσαντος ατέρμονη αντεξέταση η οποία οδήγησε σε εξονυχιστική αξιολόγηση της μαρτυρίας, ωσάν να επρόκειτο για αστικής ή ποινικής φύσεως διαδικασία.  

 

Η Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Θανατική Ανακρίτρια ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας της και ουδεμία εμφανής παρατυπία προκύπτει από το πόρισμα της: είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τον περί Θανατικών Ανακριτών Νόμο, χωρίς να εντοπίζεται οποιοδήποτε νομικό σφάλμα, εμφανές στο πρακτικό ή άλλο ελάττωμα.  Αντιθέτως, η Θανατική Ανακρίτρια, ξεδιπλώνει το συλλογισμό της η συνήγορος, κινήθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας της και ασκώντας τη διακριτική της εξουσία, στη βάση των ουσιωδών στοιχείων και της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον της, δικαιολογημένα κατάληξε στο πόρισμα της.   Ως προς τα επιμέρους, αποδέχεται, ότι ο ιατρικός φάκελος του θανόντος που κατατέθηκε κατά τη δικάσιμο, εμπεριέχει όντως έγγραφο υπό τον τίτλο «Συγκατάθεση για εγχείρηση, θεραπεία ή άλλη διαδικασία» ημερομηνίας 31.1.2011, υπογεγραμμένο από τον αποβιώσαντα, όπως καταγράφεται στο πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας.  Όμως, όπως επιχειρεί η συνήγορος να αιτιολογήσει το εύρημα περί ανυπαρξίας συγκατάθεσης, η Θανατική Ανακρίτρια δεν αναφέρεται στο έγγραφο συγκατάθεσης, αλλά στη γραπτή συγκατάθεση του αποθανόντος σε σχέση με τη διαδικασία που θα ακολουθείτο στην περίπτωση του.  Ομολογώ, ότι δεν μπορώ να παρακολουθήσω τη θέση που εκφράζει η Δημοκρατία, η οποία παρέμεινε μέχρι τέλους ασαφής και ακατανόητη.  Η παραδεδειγμένα έγγραφη συγκατάθεση του θανόντος, τεκμήριο 5, αναφέρεται ρητά για την επιλογή θεραπευτικής αγωγής, μέθοδο θεραπείας δια της τοποθέτησης στεντ «υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και τα συγκεκριμένα μειονεκτήματα/ πλεονεκτήματα ή υπό τους συγκεκριμένους, κατά τον ισχυρισμό των ιατρών εξηγημένους σε αυτόν, κινδύνους», κατά τρόπο που εμφανώς έρχεται σε αντίθεση με το εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας περί έλλειψης συγκατάθεσης.

 

Επί της ουσίας είναι πλέον σαφές το πλαίσιο διεξαγωγής της θανατικής ανάκρισης.

 

Ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος ΚΕΦ. 153 προβλέπει τη δικαιοδοσία και την εξουσία του θανατικού ανακριτή, την ακολουθητέα διαδικασία και άλλα συναφή θέματα.  Παρέχεται δε η δυνατότητα εξέτασης, αντεξέτασης ή επανεξέτασης των μαρτύρων, άρθρο 14 του ΚΕΦ. 153, ενώ δεν ισχύουν οι περί αποδείξεως κανόνες, αντίστοιχοι προς ποινική ή αστική διαδικασία, άρθρο 17.  Η θανατική ανάκριση υπέχει εξεταστικό - ανακριτικό χαρακτήρα, σε αντιδιαστολή του αντιπαραθετικού, διεξάγεται χωρίς διαδίκους και είναι ημιδικαστικής φύσεως (Πιττάκη κ.α. (ανωτέρω)).  Ο θανατικός ανακριτής έχει καθήκον να εξετάσει τη μαρτυρία για να διαπιστώσει αν από αυτήν προκύπτουν γεγονότα που καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο επήλθε ο θάνατος.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αυστηρά εξετάζεται κατά πόσο ο θάνατος αποδίδεται σε εγκληματική ενέργεια ή τυχαίο συμβάν, χωρίς όμως αυτό να υπονοεί ότι το θανατικό πόρισμα δεν πρέπει να έχει το βαθμό βεβαιότητας που πρέπει να το χαρακτηρίζει, υπολειπόμενου όμως του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Νικολάου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1342).  

 

Καταληκτικά, η εξουσία του θανατικού ανακριτή και το πρώτιστο έργο του περιορίζεται στην απάντηση του πώς, πότε και πού επήλθε ο θάνατος, άρθρο 14 του ΚΕΦ. 153[2]  (Βλ. επίσης Halsbury's Law of England, (ανωτέρω) υπό τον τίτλο «Scope of inquest» και σύγγραμμα Coronership του Gavin Thurston, 1976, σ.116).

 

 Οι εξουσίες του θανατικού ανακριτή στην Κύπρο διακρίνονται από τις εξουσίες του Άγγλου θανατικού ανακριτή όπου ο τελευταίος δύναται να προσάψει κατηγορίες έναντι οποιουδήποτε προσώπου και να παραπέμψει την υπόθεση το Δικαστήριο (Halsbury's  Laws of England, 3rd ed., Vol. 8, σ. 526-534).  Στα πλαίσια του άρθρου 17 του Νόμου ο ανακριτής δεν έχει εξουσία εάν προκύπτει ποινικό αδίκημα να κατηγορήσει κάποιο πρόσωπο για συγκεκριμένο αδίκημα εν όψει και των προνοιών του Συντάγματος που εναποθέτουν το δικαίωμα δίωξης αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα (Republic v. Pandelides (Coroner) (1969) 1 C.L.R. 27 και In Re Nicolaou G. Linghis (1972) 11 J.S.C. 1589), όπως και δεν έχει εξουσία να επιλύσει ζητήματα αστικής ευθύνης (Πιττάκης (ανωτέρω), Halsbury's (ανωτέρω)), περιορισμός που απορρέει και από τη σοφία του ημεδαπού Νόμου και των σχετικών Αγγλικών αυθεντιών και Κανονισμών:

«No verdict must be framed in such a way as to appear to determine any question of civil liability.[3]»

 

Το πώς επήλθε ο θάνατος είναι ζήτημα ευρύτερο της εξακρίβωσης της ιατρικής αιτίας θανάτου και ο Θανατικός ανακριτής οφείλει να διερευνήσει τις περιβάλλουσες το θάνατο συνθήκες (βλ. σχετικά Halsbury's Laws of England, 4th ed., Vol.9, para. 11-10, Jerry's on Coroners, 9η έκδοση, σ. 84 και Επιφανείου (ανωτέρω)). 

 

Στην υπό κρίση αίτηση το Δικαστήριο, στη βάση του λανθασμένου ευρήματος ανυπαρξίας συγκατάθεσης εμφανώς κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα και σε διατύπωση υπόνοιας ενοχής τρίτων προσώπων.  Η Θανατική Ανακρίτρια εξερχόμενη της εμβέλειας των καθηκόντων της, μετέτρεψε τη διαδικασία  ουσιαστικά σε ποινική δίκη επιτρέποντας ατέρμονη αντεξέταση προς διαπίστωση ευθύνης και αξιολογώντας στην ουσία της τη μαρτυρία, καταχωρώντας μάλιστα αξιολογικές κρίσεις ως προς τους μάρτυρες και την ορθότητα των θεραπευτικών μεθόδων που ακολουθήθηκαν, όπως προκύπτει από το ίδιο το, μεγάλης έκτασης πόρισμα, 46 σελίδες.  Η δε αξιολόγηση απέληξε μέχρι και του σημείου αναζήτησης «ενισχυτικής μαρτυρίας» (sic) των ιατρών, κατά τρόπο εξερχόμενο του νομοθετικού πλαισίου και του έργου της Θανατικής Ανακρίτριας, λανθασμένη πρακτική που πολλές φορές φαίνεται να ακολουθείται από τους θανατικούς ανακριτές, πράγμα ανεπίτρεπτο. Επιφανείου (ανωτέρω), σ. 1695:

 

«Η αντεξέταση σε συνήθεις περιπτώσεις όπου αμφισβητούνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκε κάποιος το θάνατό του, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει στο μυαλό του θανατικού ανακριτή κάποια αμφιβολία για την ορθότητα των πληροφοριών που τίθενται ενώπιόν του. Βέβαια το δικαίωμα του πλησιέστερου συγγενή να υποβάλλει ερωτήσεις, πολλές φορές εξελίσσεται σε μια ατέρμονη διαδικασία που αποσκοπεί στο να επιρρίψει ευθύνες σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή για να συλλέξει μαρτυρία για χρήση σε άλλες πολιτικές ή ποινικές διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει ή θα ξεκινήσουν (βλ. R. v. Poplar Coroner ex parte Thomas [1933] QB 610 CA). Σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ ορθά οι θανατικοί ανακριτές ασκώντας την διακριτική τους ευχέρεια περιορίζουν τις ερωτήσεις στα απολύτως αναγκαία, ώστε να διαφανεί, μεταξύ άλλων, υπό ποιες συνθήκες επήλθε ο θάνατος και αν υπήρξε εμπλοκή τρίτου προσώπου στο θάνατο του αποβιώσαντος. Η πρακτική αυτή είναι θεμιτή ώστε η διαδικασία της θανατικής ανάκρισης να μη μετατραπεί από εξεταστική σε αντιπαραθετική, με αποτέλεσμα την άσκοπη σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και δημοσίου χρήματος (βλ. High Jordan v. The UK Application No. 2446/94, ΕΔΑΔ, ημερ. 4.8.2001). Γι' αυτό και όπως επισημάνθηκε στην R. v. South London Governer ex parte Thompson [1982] 126 SJ 625, ο θανατικός ανακριτής, ενώ δεν μπορεί να αγνοεί παντελώς τους ψιθύρους, από την άλλη θα πρέπει να περιορίζει την έρευνά του αυστηρώς στα γεγονότα της υπόθεσης.»

 

Υπέρβαση των εξουσιών του θανατικού ανακριτή στην Κύπρο συνιστά λόγο για τον παραμερισμό της απόφασης, και εν προκειμένω του πορίσματος, υπό την προϋπόθεση, ότι η ύπαρξη σφάλματος καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως, οπότε και δικαιολογείται η παροχή άδειας στον αιτητή για να απευθυνθεί για έκδοση του προνομιακού εντάλματος. Νοουμένου πάντοτε, ότι δεν συντρέχει υπέρμετρη καθυστέρηση, λόγος βεβαίως που συναρτάται προς τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, «η τήρηση των οποίων συνιστά προϋπόθεση για την έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης» (Πιττάκης κ.α. (ανωτέρω)), παράγοντας που δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση.

Με αναδρομή στο πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας και τα στοιχεία του φακέλου (τεκμήρια 4 και 5) αδιαμφισβήτητα προκύπτει εμφανές νομικό σφάλμα με αποτέλεσμα να διατυπωθούν συμπεράσματα «ενοχής» και  εύλογη υποψία εναντίον τρίτων προσώπων, οι πράξεις ή παραλείψεις των οποίων σε δύο χρονικά στάδια συνέτειναν σε πρόκληση θανάτου του αποβιώσαντος (Π. Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, σ. 214, §4.100).

 

Εκδίδεται διάταγμα Certiorari για ακύρωση του πορίσματος της Θανατικής Ανακρίτριας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 11.2.2014, καθώς επίσης και της έγκρισης του πορίσματος από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 12.2.2014.

 

Η θανατική ανάκριση να τεθεί ενώπιον άλλου θανατικού ανακριτή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για να της επιληφθεί εξ υπαρχής. 

 

Επιδικάζονται έξοδα €1.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ των αιτητών.

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

/ΦΚ



[1] «26. Αν, κατά την αποπεράτωση της θανατικής ανάκρισης, ο θανατικός ανακριτής είναι της γνώμης ότι υπάρχει λόγος υποψίας ότι κάποιο πρόσωπο είναι ένοχο για αδίκημα σε σχέση με το ζήτημα που εξετάστηκε, αλλά δεν δύναται να εξακριβώσει ποιο είναι το πρόσωπο αυτό, βεβαιώνει τη γνώμη του για τούτο και διαβιβάζει αντίγραφο της διαδικασίας στον υπεύθυνο αστυνομικό της επαρχίας στην οποία διεξάγεται η θανατική ανάκριση.»

[2] «14. Σε κάθε θανατική ανάκριση-

(α) ο θανατικός ανακριτής λαμβάνει με όρκο τέτοια μαρτυρία που δυνατό να εξασφαλιστεί σχετικά με την ταυτότητα του αποθανόντος και το χρόνο, τόπο και τρόπο του θανάτου το·

(β) κάθε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να εμφανιστεί είτε με δικηγόρο είτε προσωπικά και να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει, ανάλογα με την περίπτωση, οποιοδήποτε μάρτυρα.»

 

[3] Coroners Rules, 1953, S.I. 1953 No. 205, r.33.  The Coroner in his summing up must draw the attention of the jury to this rule (ibid. r.32).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο