ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A509
(2015) 1 ΑΑΔ 1593
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 378/2009 και 386/2009 )
10 Ιουλίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 378/2009)
1. Μ.Σ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ, (Αρ. Αγωγής 2892/2005),
2. CROWNHEAD LTD, (Αρ. Αγωγής 2891/2005),
3. CHRISTOFIDES & PAPAELLINAS (PHARMACEUTICALS)
LTD, (Αρ. Αγωγής 3073/2005),
4. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΥΠΡΟΥ,
(Αρ. Αγωγής 3253/2005),
5. GEORGE PETROU LTD, (Αρ. Αγωγής 3692/2005),
6. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΤΣΙΣΙΟΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ, (Αρ. Αγωγής 5016/2005),
7. CDL PHARMACEUTICALS, (Αρ. Αγωγής 6912/2005),
8. VARNAVAS HADJIPANAYIS LTD, (Αρ. Αγωγής 6858/2005),
9. PHADISCO LTD, (Αρ. Αγωγής 5664/2005),
10. P.T. HADJIGEORGIOU CO LTD, (Αρ. Αγωγής 5777/2005),
Εφεσείουσες-Ενάγουσες,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου-Εναγομένου.
________________________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 386/2009)
M.K. STAVRINOS LIMITED, (Αρ. Αγωγής 5537/2005),
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου-Εναγομένου.
_________________________
Αχιλλέας Δημητριάδης, για τις Εφεσείουσες στην Π.Ε. 378/2009.
Αρ. Λυμπουρή, για Στάθη Κιττή, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 386/2009.
Θεανώ Μαυρομουστάκη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η κατάληξη επί των λόγων έφεσης, οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια, και, όλως ιδιαίτερα, του τελευταίου, ο οποίος είναι και ο πλέον σημαντικός, θέτει, τελικώς, την παρούσα απόφαση στη μειοψηφία.
Εισαγωγή
Αρχίζοντας, λοιπόν, από τα βασικά, οι δυο αυτές εφέσεις, ουσιαστικά, αφορούν σε οικονομικής φύσεως διαφορά, που ανέκυψε σε χρόνο ο οποίος, εκ των πραγμάτων, προσδιορίζεται να είναι η 1.3.2005, μεταξύ αριθμού φαρμακευτικών εταιρειών, ήτοι των εφεσειουσών, ασχολουμένων με την εισαγωγή και εμπορία, χονδρικώς, φαρμακευτικών προϊόντων, και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποκλειστική αιτία υπήρξε η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 25.2.2005, με την Κ.Δ.Π. 100/2005, του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Καθορισμός Ανώτατων Ποσοστών Κέρδους και Μέγιστων Δυνατών Τιμών Φαρμακευτικών Προϊόντων) Διατάγματος του 2005, με ισχύ από την 1.3.2005. Το εν λόγω Διάταγμα εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας, δυνάμει των σχετικών προνοιών του Νόμου 70(Ι)/2001[1], ο οποίος τροποποιήθηκε, για το σκοπό αυτό, από τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 13(Ι)/2005, ο οποίος δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 25.2.2005.
Το Διάταγμα, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-
«3. Το ανώτατο ποσοστό κέρδους, το οποίο δύναται να αποκομισθεί από τη λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων, καθορίζεται σε τριάντα οκτώ τοις εκατόν (38%), λογιζόμενο πάνω στην τιμή αγοράς από το χονδροπώλη.»
«5. Οι μέγιστες δυνατές χονδρικές και λιανικές τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων είναι ως καθορίζονται έναντι ενός εκάστου φαρμακευτικού προϊόντος στο Παράρτημα.»
Επομένως, η εφαρμογή του Διατάγματος επέβαλε υποχρεωτικό περιορισμό και στην ανώτατη χονδρική τιμή πώλησης εκάστου των φαρμακευτικών προϊόντων που αναφέρονται στο Παράρτημά του. Από την 1.3.2005, κανένα από τα προϊόντα αυτά δε θα ήταν, πλέον, δυνατό να πωληθεί χονδρικώς σε τιμή υψηλότερη από ό,τι καθοριζόταν γι' αυτό στο εν λόγω Παράρτημα. Θα μπορούσε, όμως, να πωληθεί σε χαμηλότερη τιμή, ανάλογα με την επίδραση που, ίσως, θα ασκούσαν, συναφώς, οι νόμοι της αγοράς. Το ενδεχόμενο αυτό, βέβαια, ισχύει σε κάθε περίπτωση αγοραπωλησίας αγαθών. Ανεξάρτητα, όμως, είναι, επίσης, γεγονός ότι, με βάση προηγούμενα Διατάγματα, το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς ελέγχου των τιμών επέτρεπε τη χονδρική πώληση εισαγόμενων φαρμακευτικών προϊόντων σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίστηκαν με το Παράρτημα του Διατάγματος. Στις αρχές δε του 2003, η Κύπρος θεωρείτο μια από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στον τομέα αυτό.
Εν πάση περιπτώσει, η διαμορφωθείσα, ως άνω, νέα τάξη πραγμάτων οδήγησε τις εφεσείουσες εταιρείες να ισχυριστούν ότι η 1.3.2005 τις βρήκε να έχουν στην κατοχή τους αποθέματα φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία αυτές υποχρεούνταν να πωλήσουν στις νέες πιο χαμηλές μέγιστες χονδρικές τιμές, προς ζημιά τους, ουσιαστικά, συνιστάμενης σε μελλοντική απώλεια κέρδους. Μάλιστα, τρεις από τις εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι ανάλογη ζημιά θα υφίσταντο σε σχέση με φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία είχαν, ήδη, παραγγείλει και βρίσκονταν καθ' οδόν. Διαφορετικά τεθέντος του θέματος, με δεδομένο το προηγούμενο καθεστώς, που τους διασφάλιζε υψηλότερες τιμές χονδρικής πώλησης, η μείωση, η οποία επιβλήθηκε, ως άνω, και επηρέασε προϊόντα τα οποία την 1.3.2005 διατηρούσαν σε απόθεμα, θα τους προκαλούσε ανάλογη οικονομική απώλεια, της φύσης που αναφέρθηκε πιο πάνω, η οποία θεωρούν ότι συνιστά ευθέως αποστέρηση της περιουσίας τους, χωρίς να έχουν τύχει της ανάλογης αποζημίωσης. ΄Οπως ισχυρίζονται, τέλος, το πιο πάνω αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν τους παρεχόταν χρόνος, τουλάχιστον, έξι μηνών, ώστε να καθίστατο δυνατή η διάθεση, κατά το χρόνο αυτό, των αποθεμάτων που είχαν στην κατοχή τους, στις προηγούμενες υψηλότερες, εννοείται, χονδρικές τιμές.
Οι απαιτήσεις και οι εφέσεις
Οι εφεσείουσες είναι έντεκα, συνολικά, εταιρείες, μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών Κύπρου, Σ.Φ.Ε.Κ. Στο επίπεδο του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η κάθε μια καταχώρισε ξεχωριστή αγωγή, προβάλλοντας τη δική της ιδιαίτερη απαίτηση για την οικονομική απώλεια, την οποία ισχυρίζεται ότι αυτή έχει υποστεί, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται πιο πάνω. Θα πρέπει να έχει, ήδη, καταστεί πρόδηλο ότι, σε κάθε αγωγή, προβλήθηκε, ως κύρια αιτία, για νομική στήριξη της αντίστοιχης απαίτησης, η παραβίαση του δικαιώματος που έχει κάθε πρόσωπο για σεβασμό της περιουσίας του. Διαζευκτικά, μάλλον, έγινε επίκληση και τριών άλλων αιτιών, ήτοι για αμέλεια ή/και παράβαση θέσμιου καθήκοντος ή/και για δυσμενή διάκριση, που υπήρξε σε βάρος των εφεσειουσών, από μέρους της Δημοκρατίας.
Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν, με την ακρόαση να έχει διεξαχθεί στο πλαίσιο της αγωγής 2892/2005. Το ποσό δε, το οποίο διεκδικούσε, τελικώς, η κάθε εφεσείουσα, ως ενάγουσα, δηλώθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης, ως κοινώς παραδεκτό γεγονός, αντιπροσωπευτικό της οικονομικής απώλειας που αυτή θα υφίστατο, με αναφορά στα αποθέματά της την 28.2.2005, νοουμένου ότι θα επιτύγχανε η αγωγή της κατά της Δημοκρατίας. Ωστόσο, οι νομικές βάσεις, ανωτέρω, στις οποίες αυτές στηρίχτηκαν, δεν έγιναν αποδεκτές από το εκδικάσαν Δικαστήριο και οι αγωγές, η κάθε μια ξεχωριστά, απορρίφθηκαν. Προηγουμένως, το Δικαστήριο είχε, επίσης, αποφασίσει ότι δεν αποδείχθηκε και η οικονομική απώλεια για τα προϊόντα που ήταν καθ' οδόν, στις τρεις αγωγές όπου είχαν υποβληθεί τέτοιες απαιτήσεις.
Προβλήθηκε αριθμός λόγων έφεσης, ένας για κάθε μια από τις βάσεις αγωγής που αναφέρονται πιο πάνω, με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να τις απορρίψει. Παράλληλα με αυτούς, κάποιοι άλλοι λόγοι έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα του χειρισμού που έτυχε πρωτοδίκως η μαρτυρία, η οποία είχε προσφερθεί εκ μέρους των εφεσειουσών και η οποία οδήγησε σε αρνητικά γι' αυτές ευρήματα, όσον αφορά τα γεγονότα. Βέβαια, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι εφέσεις, οι οποίες καταχωρίστηκαν σε σχέση με όλες τις αγωγές, είναι δύο. Η μια αφορά σε δέκα αγωγές, τις οποίες χειρίστηκε, σε όλα τους τα στάδια, ο κ. Δημητριάδης, ενώ η άλλη αφορά σε μία αγωγή, η οποία καταχωρίστηκε από διαφορετικό δικηγόρο. Ο συνήγορος ο οποίος την χειρίστηκε στο Εφετείο, βασικά, υιοθέτησε τις θέσεις του κ. Δημητριάδη, με δεδομένο ότι οι λόγοι της είναι, ακριβώς, οι ίδιοι με εκείνους της πρώτης.
Τα γεγονότα
Ο τροποποιητικός Νόμος 13(Ι)/2005 και το Διάταγμα της Κ.Δ.Π. 100/2005, τα οποία δημοσιεύθηκαν συγχρόνως, ήταν το αποκορύφωμα των κυβερνητικών ενεργειών για μείωση των τιμών των εισαγόμενων φαρμακευτικών προϊόντων, προς όφελος των καταναλωτών. Βέβαια, οι ενέργειες που οδήγησαν στη λήψη των εν λόγω νομοθετικών μέτρων άρχισαν από πολύ πιο νωρίς και, συγκεκριμένα, μετά την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21.1.2003, με την οποία ανατέθηκε σε εμπειρογνώμονες του London School of Economics η εκπόνηση σχετικής μελέτης. Σε κάποιο στάδιο, η έκθεση για τη μελέτη αυτή ήταν έτοιμη και καταδείκνυε την ύπαρξη προβλημάτων στην τιμολόγηση των φαρμακευτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα αυτά να πωλούνταν σε πολύ πιο ψηλές τιμές, σε σύγκριση με ό,τι ίσχυε σε χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν υποψήφια προς ένταξη. Τότε, κρίθηκε ότι η ανάγκη για υιοθέτηση νέας πολιτικής τιμολόγησης, η οποία να λάμβανε υπόψη την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, καθίστατο, πλέον, επιτακτική. Τα ανωτέρω αναφέρονται στην Πρόταση του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 12.3.2004, προς το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου γίνεται, επίσης, εισήγηση για την υιοθέτηση της προαναφερθείσας έκθεσης. Αυτό έγινε στις 17.3.2004, με ταυτόχρονη εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου προς την Υπουργό Υγείας, όπως αυτή ετοιμάσει Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για αλλαγή του συστήματος τιμολόγησης των φαρμάκων και εξετάσει, με τη Νομική Υπηρεσία, τον τρόπο εφαρμογής του νέου συστήματος.
Από κυβερνητικής πλευράς, τις διαβουλεύσεις προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού ανέλαβε ομάδα στελεχών των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, υπό την ηγεσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ενώ, από τον ιδιωτικό τομέα, μετείχαν σε αυτές η ηγεσία του Σ.Φ.Ε.Κ. και εκπρόσωπος του Κ.Ε.Β.Ε. Η πρώτη συνάντηση με το Σ.Φ.Ε.Κ., η οποία ήταν ενημερωτικού χαρακτήρα, σε σχέση με την προαναφερθείσα μελέτη, πραγματοποιήθηκε στις 12.5.2004, ενώ, μερικές μέρες αργότερα, στις 21.5.2004, οι δύο πλευρές, μετέχοντος και εκπροσώπου του Κ.Ε.Β.Ε., πραγματοποίησαν δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία η συζήτησή τους εισήλθε, πλέον, σε επιμέρους θέματα ουσίας. Κατά τη συνάντηση αυτή, διαφάνηκε ότι ο Σ.Φ.Ε.Κ. συμμεριζόταν την άποψη της κυβερνητικής πλευράς για την ανάγκη μείωσης των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς, επίσης, για την εφαρμογή, προς τούτο, συγκεκριμένης μεθοδολογίας, απότοκου της προαναφερθείσας μελέτης. Τα ανωτέρω επιβεβαίωσε ο Σ.Φ.Ε.Κ., σε επιστολή του ημερομηνίας 3.6.2004, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. Στην ίδια επιστολή, παραθέτονταν, επιδοκιμαστικά, και οι παράμετροι τις οποίες θα λάμβανε υπόψη η εν λόγω μεθοδολογία, αν και, συγχρόνως, διατυπώνονταν και κάποιες επιφυλάξεις για επιμέρους πτυχές της.
Ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίστηκε και κατά τους μήνες Ιούνιο έως Σεπτέμβριο, με την πραγματοποίηση άλλων τεσσάρων τέτοιων συναντήσεων. Υπήρχαν ακόμα διαφωνίες επί κάποιων θεμάτων, αλλά, όπως υποδείχθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, κατά τη συνάντηση της 20.9.2004, η φιλοσοφία του νέου συστήματος τιμολόγησης ήταν, ήδη, γνωστή στα μέλη του Σ.Φ.Ε.Κ., όπως, επίσης, και οι χώρες αναφοράς, οι οποίες είχαν επιλεγεί σε σχέση με τη διαπίστωση του μέσου όρου των τιμών λιανικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων που ίσχυαν στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση· είναι η μεθοδολογία που αναφέρεται πιο πάνω. ΄Οπως δε επισημάνθηκε, κάθε εταιρεία, μέλος του Σ.Φ.Ε.Κ., ήταν, πλέον, σε θέση να υπολογίσει τις τιμές των δικών της φαρμακευτικών προϊόντων. Επί του προκειμένου, σχετικά είναι τα πρακτικά της υπό αναφορά συνάντησης. Στην πιο πάνω δε επισήμανση, προστίθεται ότι η κάθε εταιρεία, με δεδομένη την εν λόγω γνώση, μπορούσε να μεριμνήσει για τη διάθεση των αποθεμάτων της και για την εξασφάλιση, από τότε, φαρμακευτικών προϊόντων σε χαμηλότερες τιμές, συνάδουσες με τις τιμές στις οποίες αυτά θα κυμαίνονταν, με βάση την επικείμενη νέα τιμολογιακή πολιτική του Κράτους.
Ακολούθησαν, στις 4.11.2004, η Πρόταση του Υπουργείου Υγείας προς το Υπουργικό Συμβούλιο και, στις 9.12.2004, η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την «Αλλαγή του συστήματος τιμολόγησης των φαρμάκων». Με την εν λόγω Απόφαση, εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Υγείας να προχωρήσει στην εφαρμογή του νέου συστήματος τιμολόγησης φαρμάκων, σύμφωνα με συγκεκριμένο σενάριο, που αναφερόταν στην Πρόταση του Υπουργείου του, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής των επηρεαζομένων φαρμακευτικών προϊόντων κατά 25%. Συνακόλουθα, του δόθηκε εξουσιοδότηση να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την ετοιμασία και κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για ψήφισή του σε νόμο. Στην υπό αναφορά Απόφαση, επισημαίνεται, τέλος, πως η πιο πάνω αλλαγή «Αποκαθιστά μια αδικία σε βάρος του Κύπριου πολίτη, που μέχρι τώρα πλήρωνε τα φάρμακα πολύ ακριβότερα από τους περισσότερους Ευρωπαίους.».
Σε συνέχεια της πιο πάνω Απόφασης, δόθηκε, στις 14.12.2004, στη δημοσιότητα, από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, ανακοίνωση αναφορικά με τη νέα πολιτική τιμολόγησης των φαρμάκων, ως, επίσης, και κατάλογος με τις προτεινόμενες τιμές. Η εν λόγω ανακοίνωση κοινοποιήθηκε, συγχρόνως, προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήτοι τα μέλη του Σ.Φ.Ε.Κ. Επομένως, όλοι οι ενδιαφερόμενοι ήταν, πλέον, ενήμεροι της επερχόμενης κατάστασης αναφορικά με τη νέα πολιτική τιμολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς, επίσης, των νέων τιμών χονδρικής και λιανικής πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων που θα επηρεάζονταν από την εν λόγω πολιτική. Μάλιστα, με γραπτή απαίτηση του Σ.Φ.Ε.Κ., ημερομηνίας 24.1.2005, δόθηκε και κάποιος χρόνος, ώστε τα μέλη του να κοινοποιούσαν στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες τυχόν διαφοροποιήσεις που υπήρχαν στις τιμές των φαρμάκων τα οποία αυτά αντιπροσώπευαν, για να λαμβάνονταν υπόψη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος θα επισυναπτόταν στο σχετικό Διάταγμα, που θα δημοσιευόταν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο τελικός Τιμοκατάλογος Φαρμακευτικών Προϊόντων κοινοποιήθηκε επισήμως στους ιδιώτες φαρμακοποιούς, εισαγωγείς και παρασκευαστές αυτών στις 25.2.2005 και την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε και το Διάταγμα. Η νέα τιμολογιακή πολιτική για τα φαρμακευτικά προϊόντα τέθηκε, τελικώς, σε ισχύ από την 1.3.2005, ως η προηγηθείσα σχετική εξαγγελία του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τα γεγονότα, τα οποία παρατίθενται πιο πάνω, δεν αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης με οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης και, μάλλον, θέτουν το υπόβαθρο για εξέταση των λόγων οι οποίοι ασχολούνται, συγκεκριμένα, με την απόρριψη, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, των προαναφερθεισών αιτιών αγωγής. Οι λόγοι αυτοί περιορίζονται, τελικώς, σε μια μόνο πτυχή του όλου θέματος, την επίδραση, που φέρεται να είχε το υπό αναφορά Διάταγμα, όπως αυτή επεξηγείται προηγουμένως και διατρέχει το σύνολό τους. Εξέταση των συγκεκριμένων λόγων, όπως θα φανεί στη συνέχεια, θα καταστήσει αχρείαστη την ενασχόληση με τους λοιπούς λόγους έφεσης, με τους οποίους έχουν αμφισβητηθεί ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα.
Το Διάταγμα
΄Οπως προκύπτει, λοιπόν, από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, την 1.3.2005, τέθηκε σε ισχύ η νέα τιμολογιακή πολιτική της Κυβέρνησης για μείωση των τιμών χονδρικής και λιανικής πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτό επιτεύχθηκε με το Διάταγμα το οποίο εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας, δυνάμει του άρθρου 88(2) και (3) του Ν. 70(Ι)/2001, όπως αυτός τροποποιήθηκε, για τον πιο πάνω σκοπό, από το Ν. 13(Ι)/2005. Μια αναγκαία παρατήρηση, στο σημείο αυτό, είναι πως το συγκεκριμένο Διάταγμα, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα νόμου. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί η νομιμότητά του με προσφυγή, δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, ως εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό αποφασίστηκε στην υπόθεση Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250, σε σχέση με παρόμοιας φύσεως διάταγμα, το οποίο είχε εκδοθεί δυνάμει των ιδίων προαναφερθεισών προνοιών του Ν. 70(Ι)/2001.
Δεν ετίθετο θέμα, βέβαια, μη συμμόρφωσης από οποιοδήποτε με το εν λόγω Διάταγμα· ήταν νόμος. Οι εφεσείουσες συμμορφώθηκαν με αυτό και, βασιζόμενες στις προαναφερθείσες διαζευκτικές αιτίες, τις οποίες επικαλέστηκαν με τις πανομοιότυπες αγωγές τους, ισχυρίστηκαν ότι, εκ της εφαρμογής του, οι ίδιες υπέστησαν οικονομική απώλεια, την οποία απαίτησαν ειδικά, στην κάθε αγωγή, υπό μορφή αποζημίωσης. Οι αποζημιώσεις για όλες τις αγωγές, οι οποίες, όπως έχει αναφερθεί, συνεκδικάστηκαν, δηλώθηκαν, εκ συμφώνου, στην αγωγή στην οποία διεξήχθη η ακρόαση και θα αποδίδονταν στις εφεσείουσες, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαπιστωνόταν πως η Δημοκρατία υπήρξε αμελής, ή παρέβη θέσμιο καθήκον της, ή προκάλεσε δυσμενή διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών, ή προέβη σε παραβίαση του δικαιώματός τους για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους.
Αστική ευθύνη της Δημοκρατίας
΄Οσον αφορά τις απαιτήσεις οι οποίες βασίζονται στις αιτίες της αμέλειας και της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, επισημαίνεται, κατ' αρχάς, ότι, από την ανάγνωση της έκθεσης απαιτήσεως, δε διαπιστώνεται τι είναι αυτό που, συγκεκριμένα, αποδίδεται στη Δημοκρατία, ως συνιστών είτε τη μία είτε την άλλη αιτία. Θα πρέπει να τονιστεί δε πως τόσο η λέξη «αμέλεια» όσο και η φράση «παράβαση θέσμιου καθήκοντος» αποτελούν αξιολογικές έννοιες, γνωστές μεν στο δίκαιο, όμως, από μόνες τους, είναι άνευ σημασίας, αν, κατά την επίκλησή τους σε δικόγραφο, δε συνοδεύονται από λεπτομέρειες, οι οποίες να τους προσδίδουν το αναγκαίο περιεχόμενο, από το οποίο να προσδιορίζεται η επίδραση είτε της μιας, είτε της άλλης, ή και των δύο αιτιών, συγχρόνως, αναλόγως της περίπτωσης, στα δικαιώματα του διαδίκου που τις επικαλείται, (βλ. Petros Koulias v. Ioannis Chr. Polydorides & Others (1969) 1 C.L.R. 616 και Παναγή κ.ά. ν. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839). Οι λεπτομέρειες αυτές, στην περίπτωση των υπό αναφορά αιτιών, αποτελούν, σύμφωνα με τη Δ.19, κ. 4, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τα ουσιώδη γεγονότα, στα οποία βασίζεται ο ενάγων, για τον προσδιορισμό της φύσης και του περιεχομένου της απαίτησής του, καθιστώντας, συγχρόνως, το αντίδικο μέρος γνώστη αυτών, (βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται, ελλείπουν, από την έκθεση απαιτήσεως της κάθε αγωγής, τα εν λόγω ουσιώδη γεγονότα, ώστε δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί σε τι, ακριβώς, συνίσταται, υπό οποιαδήποτε αιτία, η ευθύνη, σχετικά, της Δημοκρατίας.
Συγχρόνως, πρέπει, επίσης, να αναφερθεί πως το θέμα που εξετάζεται πιο πάνω δεν ηγέρθη κατά την πρωτόδικη διαδικασία και, ειδικά, από την πλευρά της Δημοκρατίας, ενώ δεν ετέθη και από το εκδικάσαν Δικαστήριο, με δική του, έστω, πρωτοβουλία. Ως αποτέλεσμα, αυτό δεν ηγέρθη και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Εντούτοις, το κενό που υπάρχει στο συγκεκριμένο τομέα, ασφαλώς, δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Ως εκ τούτου, έπρεπε, γι' αυτό ακριβώς το λόγο, οι συγκεκριμένες αιτίες να μην εξετάζονταν από το εκδικάσαν Δικαστήριο, χωρίς τη δέουσα τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως στην κάθε αγωγή.
Εν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω αιτίες, προβάλλεται ευθέως η θέση ότι η Δημοκρατία υπήρξε, εν προκειμένω, αμελής ή και ότι παρέβη θέσμιο καθήκον της. Επιχειρείται, έτσι, ουσιαστικά, η εναπόθεση αστικής ευθύνης στη Δημοκρατία, σε σχέση με την απώλεια την οποία οι εφεσείουσες, όπως αυτές ισχυρίζονται, έχουν υποστεί. Η οποιαδήποτε ευθύνη της Δημοκρατίας έναντι οποιουδήποτε προσώπου πρέπει να στοιχειοθετείται, πρωτίστως, στο ΄Αρθρο 172 του Συντάγματος. Το θέμα αυτό, παρ' όλον ότι δε φαίνεται, επίσης, να απασχόλησε ευθέως, τουλάχιστον, κατά τη δίκη, εντούτοις δεν μπορεί, και πάλιν, να παραγνωριστεί. Το ΄Αρθρο 172 προβλέπει τα εξής:-
«Η Δημοκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.»
Το εν λόγω άρθρο, ουσιαστικά, αναγνωρίζει δικαίωμα έννομης αναζήτησης δικαστικής προστασίας, δηλαδή δικαίωμα αγωγής, κατά της Δημοκρατίας. Με τους όρους δε «ζημιογόνον» και «άδικον», ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται στα εντελώς βασικά στοιχεία υπαιτιότητας, που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πράξη ή την παράλειψη, προκειμένου να δικαιολογείται η εναπόθεση ευθύνης σε αυτή. Βέβαια, ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν η πρόθεσή του η ευθύνη της Δημοκρατίας να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, λιγότερη από την ευθύνη η οποία μπορεί να αποδοθεί, για οποιαδήποτε υπαίτια πράξη ή παράλειψη, είτε σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, κατά το εφαρμοζόμενο γενικό δίκαιο. Τέτοια διάκριση δεν είναι, άλλωστε, επιτρεπτή, λόγω, ακριβώς, της αρχής της κατίσχυσης του κράτους δικαίου επί παντός προσώπου και αρχής. Περαιτέρω, για την ευχερέστερη εφαρμογή του πιο πάνω δικαιώματος, θα έπρεπε, μάλλον, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 172, να είχε γίνει νομοθετική ρύθμιση. Με αυτή, θα καθοριζόταν ο τρόπος προσδιορισμού και η έκταση της εν λόγω ευθύνης, καθώς, επίσης, άλλα παρεμφερή θέματα, αφορώντα στην καλύτερη επιδίωξη του υπό αναφορά δικαιώματος, (βλ. Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938). ΄Οπως δε σημειώνεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ελλείψει τέτοιας ρύθμισης, αποφασίστηκε νομολογιακά ότι, στον τομέα του αστικού δικαίου, εφαρμόζεται, σε σχέση και με τη Δημοκρατία, αν και όχι εξαντλητικά, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, στο βαθμό που οι πρόνοιές του δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα. Με το άρθρο δε 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), προβλέπεται ότι, ενώπιον των Δικαστηρίων, η Δημοκρατία εκπροσωπείται από το Γενικό Εισαγγελέα.
Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, έχει, περαιτέρω, αποφασιστεί πως, με τους όρους «ζημιογόνον» και «άδικον», καθορίζεται ότι, για να είναι δυνατή η απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία, η πράξη ή η παράλειψη πρέπει να είναι έκνομη και, βεβαίως, να προέρχεται από υπάλληλό της ή κάποια αρχή, υπαγόμενη σε αυτή, (βλ. Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1 C.L.R. 41). Είναι δε σε σχέση με αυτήν, ακριβώς, την πτυχή της υπόθεσης που εντοπίζεται να υπάρχει το δικογραφικό κενό, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Αφού δε δεν εμπλέκονται συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας, όπως γίνεται, τουλάχιστον, αντιληπτό από τα παρατεθέντα πιο πάνω γεγονότα, τα ερωτήματα, τα οποία τίθενται, είναι σε ποιας αρχής την πράξη ή την παράλειψη πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και σε τι, ακριβώς, συνίσταται η ευθύνη αυτή. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι επιτακτική, για να μπορεί, ακολούθως, να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στη Δημοκρατία, (βλ. Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 907).
Υπενθυμίζεται πως, στην προκειμένη περίπτωση, από κυβερνητικής πλευράς, η τελική Απόφαση σε σχέση με τη συγκεκριμένη τιμολογιακή πολιτική, η οποία θα τύγχανε εφαρμογής, καθώς, επίσης, για την ετοιμασία και προώθηση σχετικού νομοσχεδίου, προς ψήφισή του σε νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 9.12.2004. Η πιο πάνω Απόφαση, όμως, προφανώς, δε δημιούργησε οποιαδήποτε τετελεσμένα, αφού τον τελικό λόγο είχε η Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία προέβη στην τροποποίηση του βασικού Νόμου 70(Ι)/2001 με το Νόμο 13(Ι)/2005 και, ακολούθως, ο Υπουργός Υγείας, ο οποίος εξέδωσε, με την Κ.Δ.Π. 100/2005, το υπό αναφορά Διάταγμα. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το Διάταγμα εκδόθηκε από τον Υπουργό, κατ' εντολή συγκεκριμένων προνοιών του προαναφερθέντος Νόμου και, όπως διαπιστώθηκε, ήδη, αυτό έχει την ισχύ νόμου. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται πως, με βάση την υπόθεση George S. Papaphilippou v. The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62, ακόμα και πράξεις προερχόμενες από το Υπουργικό Συμβούλιο, οι οποίες είναι προπαρασκευαστικές ενός νομοσχεδίου, για προώθησή του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, έχουν νομοθετικό χαρακτήρα. Στην κατηγορία αυτή των εν λόγω πράξεων, προφανώς, εμπίπτει η προαναφερθείσα Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Παρεμπιπτόντως, μια άποψη της προηγηθείσας παρατήρησης είναι και το ότι η εν λόγω Απόφαση, ως εκ της φύσεώς της, δεν μπορούσε να τύχει αναθεώρησης δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.
Αν, τελικώς, η ευθύνη της Δημοκρατίας αναζητηθεί σε πράξη ή παράλειψη προερχόμενη από κάποια αρχή της, αυτή η αρχή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον Υπουργό Υγείας, ενώ η πηγή της οποιασδήποτε υπαιτιότητας θα είναι, μάλλον, το υπό αναφορά Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε με την Κ.Δ.Π. 100/2005. ΄Ο,τι προηγήθηκε και οδήγησε στη διαμόρφωση της προαναφερθείσας νέας τιμολογιακής πολιτικής της Κυβέρνησης, όπως και ο χρόνος έναρξης της εφαρμογής της, ενσωματώθηκαν και βρήκαν την έκφρασή τους μέσω του Διατάγματος αυτού. Από τη θεσμική δε υπόστασή του, ήτοι αυτήν του νομοθετήματος, που του έχει αναγνωρίσει η σχετική νομολογία, τεκμαίρεται ότι αυτό είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, (βλ. Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, στη σελίδα 77 και την αναφερόμενη σε αυτή νομολογία). Δεν έχει αναληφθεί, όμως, σε οποιοδήποτε στάδιο των υποθέσεων αυτών, τέτοιο εγχείρημα εκ μέρους των εφεσειουσών. Η δικαστική διαδικασία, σχετικά, κινήθηκε και προχώρησε στη βάση ότι τόσο το Διάταγμα όσο και οι πρόνοιες του Νόμου, δυνάμει των οποίων αυτό έχει εκδοθεί, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Εν κατακλείδι, η διαπίστωση αυτή ως προς το νόμιμο των προαναφερθεισών νομοθετικών πράξεων και, βεβαίως, αυτών που προηγήθηκαν και οδήγησαν σε αυτές, καθιστά ανεδαφικούς τους λόγους έφεσης οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα της αστικής ευθύνης της Δημοκρατίας, υπό οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες δύο αιτίες.
Δυσμενής διάκριση
Προχωρώντας, περαιτέρω, διαπιστώνεται πως ίδια πρέπει να είναι η τύχη και ενός άλλου λόγου έφεσης, συνταγματικού, μάλλον, περιεχομένου, αν και δεν αναφέρεται οτιδήποτε, που να το καθιστά αυτό βέβαιο. Εν πάση περιπτώσει, με το συγκεκριμένο λόγο, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών. Στην έκθεση απαιτήσεως, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «οι πράξεις» της εφεσίβλητης Δημοκρατίας συνιστούν δυσμενή διάκριση έναντι των εφεσειουσών, καθότι δεν επιβλήθηκαν παρόμοιες μειώσεις και στους αδειούχους λιανικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων. Δε διευκρινίζεται, όμως, ποιες είναι οι συγκεκριμένες πράξεις της Δημοκρατίας οι οποίες είχαν την εν λόγω επίδραση και ποια συνταγματική πρόνοια αυτές παραβίασαν. Αν, ως τέτοιες πράξεις, οι εφεσείουσες εννοούν τον τροποποιητικό Νόμο 13/(Ι)/2005 και το Διάταγμα, δεν εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητάς τους και, δη, ότι οι πρόνοιές τους αντίκεινται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος. Η σχετική δε επί του θέματος τούτου νομολογία επιμένει σταθερά ότι η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, για να αποτελεί επίδικο θέμα σε μια υπόθεση, πρέπει να δικογραφείται συγκεκριμένα, (βλ. Investylia Ltd ν. Ε. & Π. Λειβαδιώτης Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1872). Περαιτέρω, διαπιστώνεται πως δεν υπάρχει, σχετικά, ισχυρισμός για ζημιογόνες άδικες πράξεις της Δημοκρατίας, οι οποίες θα μπορούσαν, ίσως, να εξεταστούν υπό το πρίσμα του ΄Αρθρου 172, ανωτέρω, οπότε θα ίσχυαν, εν προκειμένω, τα όσα αναφέρθηκαν, ήδη, προηγουμένως, σε σχέση με τον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.
Επιπρόσθετα, δε διαπιστώνεται να αναφέρονται και οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ως προς το πώς, ακριβώς, προέκυψε η ισχυριζόμενη δυσμενής διάκριση σε βάρος των εφεσειουσών. Η υπόδειξη στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης στην αύξηση που επέφερε το Διάταγμα στις λιανικές τιμές πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων, από 33% σε 38%, δεν αποδεικνύει αύξηση του κέρδους των λιανοπωλητών έναντι αυτού των χονδρεμπόρων· η ποσοστιαία αύξηση δεν αποτελεί, από μόνη της, ικανοποιητικό κριτήριο για τη διαπίστωση διαφοράς προς όφελος των λιανοπωλητών. Τέλος, όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Διατάγματος αφορούν μεν στον ίδιο οικονομικό τομέα, στοχεύουν, όμως, σε δύο διαφορετικές, μεταξύ τους, ομάδες εμπορευομένων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό επίπεδο η κάθε μια, ήτοι στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο, αντίστοιχα, (βλ. Kanika Hotels Ltd κ.ά. ν. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμ/ντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15). Καταλήγοντας, λοιπόν, πέραν των δικογραφικών προβλημάτων, τα οποία αναφέρονται πιο πάνω, η υπό εξέταση πτυχή πάσχει και ως προς την ουσία της, ώστε, ως εξ αυτού και μόνο, δεν είναι δυνατό ο λόγος αυτός έφεσης να επιτύχει.
Το δικαίωμα της ειρηνικής απόλαυσης περιουσίας
΄Οπως γίνεται αντιληπτό, πλέον σημαντικός για τις εφεσείουσες είναι ο λόγος έφεσης ο οποίος βασίζεται στο ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου εις την Σύμβασιν περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Στην έκθεση απαιτήσεως, υπάρχει σαφής αναφορά στο εν λόγω δικαίωμα και ότι αυτό παραβιάστηκε, αν και δεν υπάρχει αναφορά στο ίδιο το ΄Αρθρο 1 του πιο πάνω Πρωτοκόλλου, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, προνοεί ότι:-
«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»
Με το συγκεκριμένο λόγο, χαρακτηρίζεται ως λανθασμένη η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι «ουδεμία παραβίαση των δικαιωμάτων των Εναγόντων στην περιουσία τους υπήρξε». Η γενικότητα αυτή επεξηγείται στην αιτιολογία, με αναφορά σε επιμέρους πτυχές του ΄Αρθρου 1, οι οποίες έτυχαν εξέτασης, και θεωρείται ότι, σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη, σχετικά, του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Ως η βασικότερη αναφέρεται η διαπίστωσή του ότι δεν υπήρξε περιορισμός στην περιουσία των εφεσειουσών. Υποβάλλεται δε, συναφώς, πως, αντιθέτως, υπήρξε τέτοιος περιορισμός, συνιστάμενος στη μείωση των χονδρικών τιμών πώλησης των υφιστάμενων αποθεμάτων τους σε φαρμακευτικά προϊόντα, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, το γεγονός αυτό ως «de facto απαλλοτρίωση». Επομένως, ό,τι τίθεται, πρωτίστως, προς εξέταση είναι η πτυχή που αφορά στην έννοια της «περιουσίας», την οποία το ΄Αρθρο 1 προστατεύει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, στη γραπτή του αγόρευση, την οποία υπέβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, περιγράφει, με ιδιαίτερα σαφείς όρους, ως προς τη φύση της, την περιουσία την οποία οι εφεσείουσες θεωρούν ότι έχουν αποστερηθεί. ΄Οπως εισηγείται, έχοντας, προφανώς, κατά νουν το υπό αναφορά Διάταγμα, αυτό «στην πραγματικότητα απαλλοτρίωσε εκείνο το μέρος της αξίας του φαρμάκου που αντιστοιχεί στην υποχρεωτική μείωση της ελεγχόμενης τιμής του». Εδώ, επισημαίνεται, παρεμπιπτόντως, πως, στο ΄Αρθρο 1, όπως είναι, άλλωστε, εμφανές, δε χρησιμοποιείται ο όρος «απαλλοτρίωση». Ο συνήγορος τον χρησιμοποίησε, μάλλον, μεταφορικά, αφού ο όρος αυτός έχει συγκεκριμένη νομική σημασία, αναφερόμενη στην περίπτωση αποστέρησης από πρόσωπο της περιουσίας του προς όφελος της Πολιτείας. Εμφανίζεται δε στο ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, με αυτήν, ακριβώς, την έννοια, όπως προκύπτει από τις υποθέσεις Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 και Harvest Capital Manag. Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683. Εν πάση περιπτώσει, στις παρούσες υποθέσεις, δεν έγινε, τελικώς, επίκληση οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόνοιας του ΄Αρθρου 23.
Οι εφεσείουσες επικαλέστηκαν το ΄Αρθρο 1, ανωτέρω, επιδιώκοντας τη στοιχειοθέτηση αξίωσης, σε σχέση με την αποστέρηση από αυτές της προαναφερθείσας, όπως την περιέγραψε ο συνήγορός τους, περιουσίας. Η εν λόγω αποστέρηση φέρεται να ήταν, κατά την περαιτέρω εισήγησή του, το αποτέλεσμα της επίδρασης του υπό αναφορά Διατάγματος, έναντι του οποίου, όπως είναι, άλλωστε, η περίπτωση και με τον εξουσιοδοτών Νόμο, η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, περιλαμβανομένου του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, έχει αυξημένη ισχύ, κατά το ΄Αρθρο 169.3 του Συντάγματος. Η πιο πάνω αξίωση μπορεί να προσομοιασθεί με την ανάλογη αξίωση που δημιουργεί, ουσιαστικά, το ΄Αρθρο 23.3 του Συντάγματος και καθιστά δυνατή τη διεκδίκηση δίκαιης αποζημίωσης, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών σε σχέση με κάποια περιουσία. Εφόσον αποδειχθεί, σε τέτοια περίπτωση, ότι η Δημοκρατία υπέχει, όντως, ευθύνη για καταβολή αποζημίωσης, σαφώς, αυτή εμπίπτει στις πρόνοιες του ΄Αρθρου 172, που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι το Διάταγμα έχει ως συνέπεια την παραβίαση των προνοιών του ΄Αρθρου 1, ανωτέρω, δεδομένης της υπεροχής του ΄Αρθρου αυτού έναντι του ημεδαπού νόμου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η ως άνω προσδιορισθείσα οικονομική απώλεια των εφεσειουσών συνιστά περιουσία εντός της εννοίας του ΄Αρθρου 1, παρέπεμψε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Ε.Δ.Α.Δ.), Pressos Compania Naviera S.A. and Others v. Belgium, Application No. 17849/91, 20 November 1995, που, κατά την άποψή του, αποτελεί εύγλωττο παράδειγμα ως προς το εύρος των περιπτώσεων, το αντικείμενο των οποίων αποτελεί περιουσία και οι οποίες μπορούν, έτσι, να τύχουν προστασίας, κατά το εν λόγω ΄Αρθρο. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε περίπτωση κατά την οποία εγχώριος νόμος, με αναδρομική ισχύ, κατάργησε το δικαίωμα των αιτητών να αξιώσουν αποζημίωση για ζημιές που αυτοί είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια ναυτικού δυστυχήματος, το οποίο είχε συμβεί πριν από τη θέσπιση του εν λόγω νόμου. Τέτοιο δικαίωμα, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο της εμπλεκόμενης χώρας, εγεννάτο ευθύς μόλις προκαλείτο η ζημιά και παρείχε στο διεκδικητή του εύλογη προσδοκία ότι υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας. Υπό το φως των πιο πάνω νομικών δεδομένων, το Ε.Δ.Α.Δ. έκρινε, στην παράγραφο 31 της απόφασής του, ότι αξίωση (claim), όπως η ανωτέρω, αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο και, επομένως, ενέπιπτε στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 1.
Το Ε.Δ.Α.Δ., διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του ΄Αρθρου 1 ως προς το τι μπορεί να συνιστά περιουσία, επεξέτεινε τη σημασία του όρου αυτού και σε περιπτώσεις στις οποίες είναι ολιγότερο εμφανές το στοιχείο της ιδιοκτησίας. Στην υπόθεση, που μόλις έχει αναφερθεί, κρίθηκε ότι περιουσία συνιστά η αξίωση για διεκδίκηση αποζημίωσης, εφόσον διαπιστώνεται, με βάση το εσωτερικό δίκαιο μιας χώρας, η ύπαρξη εύλογης προσδοκίας για επιτυχία της. Σε προγενέστερή της υπόθεση, τη Van Marle and Others v. The Netherlands, Application No. 8543/79, 8674/79, 8675/79, 8685/79, 26 June 1986, κρίθηκε ότι συνιστούσε περιουσία, εμπίπτουσα στην εμβέλεια του ΄Αρθρου 1, το πελατολόγιο το οποίο είχαν δημιουργήσει με την εργασία τους, ως λογιστές, οι αιτητές στην υπόθεση εκείνη. Διαπιστώθηκε δε ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα σ' αυτήν, όταν η αρμόδια κρατική αρχή αρνήθηκε να τους αναγνωρίσει, επισήμως, την πιο πάνω ιδιότητα, προκαλώντας τους, έτσι, ανάλογη μείωση στην εν λόγω επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Το Ε.Δ.Α.Δ. δεν περιορίστηκε στην ad hoc αναγνώριση σε υποθέσεις του πιο πάνω δικαιώματος, το οποίο προστατεύει το ΄Αρθρο 1, αλλά καθόρισε, παράλληλα, προς τούτο, και συγκεκριμένα κριτήρια, καθιερώνοντας, έτσι, μια περισσότερο στέρεη βάση αναγνώρισής του. Στην υπόθεση Storksen v. Norway, Application No. 19819/92, 5 July 1994, στη σκέψη 3, το Συμβούλιο της Ευρώπης παρατήρησε, σχετικά, πως:-
"As regards expectations for future earnings, the Commission also recalls its previous case-law to the effect that future income could only be considered to constitute a 'possession', if it had already been earned or where an enforceable claim to it existed. ..."
Μεταγενέστερα, το Ε.Δ.Α.Δ., επικυρώνοντας, ουσιαστικά, την προηγούμενη νομολογία, ανωτέρω, του Συμβουλίου, επεσήμανε, στην υπόθεση Zelca and others v. Romania, Application No. 65161/10, 6 September 2011, στη σκέψη 18, πως:-
"The Court notes at the outset that Article 1 of Protocol No. 1 applies only to a person's existing possessions. Thus, future income cannot be considered to constitute 'possessions' unless it has already been earned or is definitely payable (see, for example, Koivusaari and others v. Finland (dec.), no. 20690/06, 23 February 2010). However, in certain circumstances, a 'legitimate expectation' of obtaining an 'asset' may also enjoy the protection of Article 1 of Protocol No. 1. Thus, where a proprietary interest is in the nature of a claim, the person in whom it is vested may be regarded as having a 'legitimate expectation' if there is a sufficient basis for the interest in national law, for example where there is settled case-law of the domestic courts confirming its existence (see Kopecký v. Slovakia [GC], no. 44912/98, § 52, ECHR 2004-IX)."
Με πολύ παρόμοιο τρόπο είχε εκφραστεί, προηγουμένως, το Ε.Δ.Α.Δ. και στην υπόθεση Anheuser-Busch Inc. v. Portugal, Application No. 73049/01, 11 January, 2005, στις σκέψεις 64 και 65.
Το θέμα του τι συνιστά περιουσία με βάση το ΄Αρθρο 1, απασχόλησε την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Γεώργιος Χαραλάμπους, κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1480/2011 κ.ά., 11.6.2014, όπου υιοθετήθηκε ο λόγος της υπόθεσης Zelca and others v. Romania, ανωτέρω, με παράθεση, μάλιστα, του αποσπάσματος που τίθεται πιο πάνω. Το Δικαστήριο, όμως, πρόσθεσε και τη δική του αντίληψη για το θέμα, αναφέροντας, σχετικά, τα εξής:-
«Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι ιδιοκτησιακό δικαίωμα στη συνήθη του μορφή αφορά σε υπάρχουσα ιδιοκτησία και δεν εκτείνεται σε δικαίωμα για απόκτηση της ιδιοκτησίας στο μέλλον, εκτός και αν, ως χρηματικής φύσεως δικαίωμα (pecuniary right) ή άλλης φύσεως δικαίωμα, είναι διά νόμου κατοχυρωμένο για πληρωμή στο μέλλον, όπως συμβαίνει με ορισμένες κατηγορίες συντάξεων (βλ. Marckx v. Belgium, App. No. 6833/74, [1979] ECHR 2, σκέψη 50, Vilho Eskelinen and Others v. Finland, App. No. 63235/00, [2007] ECHR 314, σκέψη 45 και Tushaj v. Albania, App. No. 13620/10, HEJUD [2013] ECHR 49, σκέψη 21). ...»
Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η οικονομική απώλεια, την οποία προσδιόρισε, ως ανωτέρω, ο συνήγορος των εφεσειουσών, αποτελεί περιουσία. Αν η απάντηση είναι καταφατική, αναμφίβολα, η συνέπεια της έκδοσης του Διατάγματος θα είναι ότι εφεσείουσες έχουν αποστερηθεί της περιουσίας τους αυτής. Σε τέτοια περίπτωση, η θεραπεία θα είναι η απόδοση προς αυτές της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, η οποία, προφανώς, ισούται με την αξία της περιουσίας που οι ίδιες έχουν, κατ' ισχυρισμό, αποστερηθεί και, προφανώς, ταυτίζεται με την οικονομική απώλεια την οποία τους έχει προκαλέσει το Διάταγμα. Η ταύτιση δε αυτή εγείρει, ακριβώς, το ερώτημα κατά πόσο η εν λόγω οικονομική απώλεια συνιστά, πράγματι, περιουσία εντός της εννοίας του ΄Αρθρου 1, όπως την έχει προσδιορίσει η προαναφερθείσα νομολογία, πρωτίστως, αυτή του Ε.Δ.Α.Δ., αλλά και η κυπριακή, η οποία την έχει υιοθετήσει.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσείουσες δραστηριοποιούνταν στην ελεύθερη αγορά και, συνεπώς, υπόκειντο στο «νόμο της ζήτησης και της προσφοράς», ο οποίος υποτίθεται ότι ισχύει σε σχέση με το συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού. ΄Οπως συνέβηκε δε και με το υπό αναφορά Διάταγμα, έτσι και προηγουμένως υπήρχε οροφή ως προς τις ανώτατες τιμές χονδρικής πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτή είχε καθοριστεί με προηγούμενα Διατάγματα, τα οποία είχαν εκδοθεί με τις Κ.Δ.Π. 197/2003 και 198/2003, δυνάμει του ιδίου προαναφερθέντος βασικού Νόμου. Βέβαια, με βάση το προηγούμενο καθεστώς, εφαρμοζόταν διαφορετική μεθοδολογία, με αποτέλεσμα η οροφή για τις χονδρικές τιμές πώλησης των εν λόγω προϊόντων να κυμαινόταν σε πιο ψηλό επίπεδο. Τίποτε, όμως, δε διασφάλιζε, στην πραγματικότητα, στις εφεσείουσες ότι τα προϊόντα τους, από την 1.3.2005 και μετά, θα πωλούντο, είτε όλα είτε μέρος τους, και, σε τέτοια περίπτωση, ότι αυτά θα πωλούντο σε υψηλότερες χονδρικές τιμές από εκείνες που είχε καθορίσει το υπό αναφορά Διάταγμα, πόσο μάλλον στις ανώτατες τιμές πώλησης που επέτρεπαν τα προϋπάρχοντα Διατάγματα.
Οπωσδήποτε, εκ των πραγμάτων, υπήρχε αυτή η αβεβαιότητα, γενικά, για το εν λόγω μελλοντικό εισόδημα των εφεσειουσών από τα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία αυτές διατηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε απόθεμα, ώστε αυτό να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί περιουσία εντός της εννοίας του ΄Αρθρου 1. Είναι δε σημαντικό για την πιο πάνω κατάληξη να τονιστεί ότι το εισόδημα αυτό δεν είχε ακόμα κερδηθεί, αποτελούσε, δηλαδή, μελλοντικό εισόδημα (future income) και ούτε υφίστατο, σε σχέση με αυτό, οποιαδήποτε δυνατότητα για αξίωσή του, με βάση το ισχύον δίκαιο. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα, ανωτέρω, είναι αρνητική, καθότι η οικονομική απώλεια, την οποία οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιες θα υφίσταντο ως εκ της εφαρμογής του Διατάγματος, δεν αποτελεί, με βάση τα προλεχθέντα, περιουσία. Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος έφεσης, για τους πιο πάνω λόγους, δεν μπορεί να επιτύχει.
Για όλους, λοιπόν, τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, οι εφέσεις θα αποτύγχαναν και θα απορρίπτονταν.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] ΄Αρθρο 88(2) και (3) του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (΄Ελεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου του 2001, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.