ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A476
(2015) 1 ΑΑΔ 1461
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 363/2012)
3 Ιουλίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΩΝ:
1. ΕDRINOTIO LTD
2. KEYGE INVESTMENTS LTD
3. STYMIE TRADING LTD
4. ROBYNN HOLDINGS LTD
5. RHAMES INVESTMENTS LTD
6. MAREMIO INVESTMENTS LTD
7. KEFOLEMA LTD
8. XSTRATA INVESTMENTS LTD
9. WAGONER HOLDINGS LTD
10. WOLSELEY HOLDINGS LTD
11. LARA BUSINESS LTD
12. AHANIC INVESTMENTS LTD
13. LITISA INVESTMENTS LTD
14. POVERO HOLDINGS LTD
15. PIOSTER INVESTMENTS LTD
16. PURPLIO LTD
17. RIGHT PATH LTD
18. AFRIETEC LTD
19. CALCULASIO HOLDINGS LTD
20. CHROIA HOLDING LTD
21. CHRONOPEMIC INVESTMENTS LTD
22. CONTROVERSIC INVESTMENTS LTD
23. CRAZIENO HOLDINGS LTD
24. ERTASIO HOLDINGS LTD
25. EUGENIN LTD
26. FRAGMENTO LTD
27. FRUCTANIC INVESTMENTS LTD
28. FYLARGIRO LTD
29. HISTERIO LTD
30. KAKTIKA HOLDINGS LTD
31. KALIDASA INVESTMENTS LTD
32. KOULTIS HOLDINGS LTD
33. KRITHARIC HOLDINGS LTD
34. MAMICO LTD
35. MREYTON INVESTMENTS LTD
36. PADOMIC INVESTMENTS LTD
37. PAMPALAION LTD
38. PAPRYROS INVESTMENTS LTD
39. PERTAMIO HOLDINGS LTD
40. PINKEDIA LTD
41. POINSETTER INVESTMENTS LTD
42. POIONTEC LTD
43. SHREDIA INVESTMENTS LTD
44. SOSTREFO INVESTMENTS LTD
45. STALEY HOLDINGS LTD
46. TINIOTIC INVESTMENTS LTD
47. VESTIARIO HOLDINGS LTD
48. XALAZI INVESTMENTS LTD
49. BROVEMIC LTD
50. ELIANISA HOLDINGS LTD
51. LEAVINESIO HOLDINGS LTD
52. BITONIC LTD
53. DRIMACO LTD
54. EXBIGI LTD
55. VANISHA INVESTMENTS LTD
56. KMAG HOLDING LTD
57. JUSTGATE HOLDINGS LTD
58. REALNATION HOLDINGS LTD
59. XROMATIOJO LTD
ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
Εφεσειόντων/Αιτητών
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 10.04.2012 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΥΤΟΥ Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Ε.Δ. ΣΕ ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ (ΑΡ. ΑΙΤ. 44/2012) ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ
Χρ. Κληρίδης με Αλ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
E. Ρωσσίδου-Παπακυριακού (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Σ. Γιορδαμλής, για τη Marfin Popular Bank.
Α. Νικολάου (κα), για την Eurobank.
Ν. Κουρσάρης, για την Τράπεζα Κύπρου.
___________________________
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος. Με αυτή συμφωνούν οι Νικολάτος, Π. και Ναθαναήλ, Δ. Ο Γιασεμής, Δ., θα δώσει τη δική του απόφαση, με την οποία συμφωνεί η Παναγή, Δ.
____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ενώπιον μας Πολιτική Έφεση στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης αδελφού Δικαστή, ημερομηνίας 8/8/2012, επί της Πολιτικής Αίτησης 60/2012, με την οποία απερρίφθη αίτημα για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, ημερομηνίας 10/4/2012, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 45 και 46 των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 και 2010, Ν.188(Ι)/2007 και Ν.58(Ι)/2010 (θα αναφέρονται στη συνέχεια ως «ο Νόμος»).
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση αίτησης χωρίς ειδοποίηση εκ μέρους της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «ΜΟΚΑΣ»), και οι προσεγγίσεις των εμπλεκομένων μερών, καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στην εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση. Έχουν ως ακολούθως:
«Η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ), μετά από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για νομική συνδρομή, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, ώστε οι Τράπεζες Kύπρου, Marfin Popular Bank, Eurobank EFG και Alpha Bank, να αποκαλύψουν διάφορα στοιχεία που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των 59 Αιτητριών-Εταιρειών. Η ΜΟΚΑΣ στήριξε το αίτημα της στο εξής ιστορικό, το οποίο καταγράφεται στις παραγράφους 3-6 της ένορκης δήλωσης που επισυνάπτεται στην αίτησή της για εξασφάλιση του διατάγματος αποκάλυψης:-
«3. Σύμφωνα με το επίσημο αίτημα, το Τμήμα Ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας διερευνά ποινική υπόθεση εναντίον πρώην αξιωματούχων της Δημόσιας Ανώνυμης Εταιρείας «Τράπεζα της Μόσχας» (στο εξής η ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας»), των Borodin Andrey Fridrikhovich (Η/Γ: 24/05/1967), Akulinin Dmitry καθώς και εταιρειών που έχουν συσταθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για αδικήματα απάτης, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η παρούσα ποινική υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη από τις 22/2/2012.
4. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, κατά την χρονική περίοδο 2008-2011, ο Borodin Andrey Fridrikhovich ως πρόεδρος της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» και ο Akulinin Dmitry ως πρώτος αντιπρόεδρος της εν λόγω τράπεζας, συνέστησαν εγκληματική ομάδα με άγνωστα πρόσωπα και υπεξαίρεσαν πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, που ανήκε στην ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης.
5. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι οι Borodin Andrey Fridrikhovich και Akulinin Dmitry, έχουν παραβιάσει το καταστατικό της ΔΑΕ «Τράπεζα τη Μόσχας» και την οδηγία που εγκρίθηκε με διάταγμα της πιο πάνω τράπεζας την 21η Απριλίου του 2000, «Περί της διαδικασίας χορήγησης δανείων νομικών προσώπων από την Τράπεζα της Μόσχας». Τα πιο πάνω πρόσωπα, καθώς και άγνωστοι συνεργοί τους, με ιδιοτελή κίνητρα, εκμεταλλευόμενοι την υπηρεσιακή τους θέση, με το πρόσχημα της συμμόρφωσης με τους όρους που προβλέπονται από τις συμφωνίες και τα δάνεια, έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των μετόχων και άλλων προσώπων και οργάνωσαν τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους τουλάχιστον 7,8 δισεκατομμυρίων ρουβλιών (περίπου €201,582,970) από τους αντίστοιχους λογαριασμούς της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας», προς διάφορους λογαριασμούς εταιρειών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο τους και είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο και δεν πραγματοποιούν οποιαδήποτε οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Πρόκειται για τις εταιρείες ...... (αναφέρονται τα ονόματα διάφορων εταιρειών)
6. Στο αίτημα αναφέρεται ότι με σκοπό την απόκρυψη των εγκληματικών τους προθέσεων και δημιουργώντας την εντύπωση της συμμόρφωσης με τις ήδη συναφθείσες συμφωνίες για δάνεια, μεταξύ της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» και αλλοδαπών νομικών προσώπων, οι Borodin Andrey Fridrikhovich και Akulinin Dmitry, καθώς αι οι άγνωστοι συνεργάτες τους, οργάνωσαν τη μεταφορά ποσού περίπου 1,1 δισεκατομμυρίου ρουβλιών (περίπου €28,429,104), για την αποπληρωμή του χρέους, ενώ υπεξαίρεσαν το υπόλοιπο χρηματικό ποσό, ύψους τουλάχιστον 6,7 δισεκατομμυρίων ρουβλιών (περίπου €173,155,903), για ίδιον όφελος. Σύμφωνα με τις έρευνες των Ρωσικών Αρχών, η οικονομική ζημιά η οποία προκλήθηκε στη ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας», ανέρχεται τουλάχιστον σε 6,7 δισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου €173,155,903). Στις 2/3/2012, η ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» αναγνωρίστηκε ως πολιτικός ενάγων.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, εξέδωσε στις 10.4.2012 το αιτούμενο διάταγμα, με το οποίο διατάσσονταν οι Διευθυντές των τεσσάρων πιο πάνω Τραπεζών όπως, σε σχέση με τις Αιτήτριες, παραδώσουν τα πιο κάτω στοιχεία:-
«- Έγγραφα ανοίγματος και τήρησης των τραπεζικών λογαριασμών συμπεριλαμβανομένων και εγγράφων που να αποδεικνύουν τους πραγματικούς δικαιούχους, τους διευθυντές, ποιοι ενεργούν ή ενεργούσαν ως εξουσιοδοτημένοι υπογράφοντες των λογαριασμών, ποιοι άνοιξαν στην τράπεζα τους λογαριασμούς των εταιρειών καθώς και πιστοποιητικά ίδρυσης τους.
- Καταστάσεις κίνησης όλων των τραπεζικών λογαριασμών τους οποίους οι πιο πάνω εταιρείες τηρούν / τηρούσαν.
- Δικαιολογητικά για όλες τις χρεώσεις και πιστώσεις που παρουσιάζονται στους εν λόγω λογαριασμούς.
- Οποιαδήποτε άλλα συναφή έγγραφα τα οποία έχουν σχέση με τους εν λόγω λογαριασμούς.
- Τα έγγραφα πρέπει να καλύπτουν την περίοδο από την ημερομηνία ανοίγματος των λογαριασμών μέχρι σήμερα.»
Οι Αιτήτριες είναι 59 κυπριακές εταιρείες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται άμεσα από το εκδοθέν διάταγμα. Μετά από άδεια που εξασφάλισαν από το Δικαστήριο, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητούν την έκδοση εντάλματος Certiorari για:- (α) να ακυρωθεί το πιο πάνω διάταγμα αποκάλυψης και (β) να ανασταλεί κάθε περαιτέρω διαδικασία για την αποστολή εγγράφων ή άλλων στοιχείων στις ρωσικές αρχές, καθότι επηρεάζονται άμεσα τα συμφέροντά τους.
Το ιστορικό από τη σκοπιά των Αιτητριών, διαφέρει ουσιωδώς από αυτό που πρόβαλαν οι Καθ' ων η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση:-
«Οι Αιτήτριες συστάθηκαν και λειτουργούσαν με οδηγίες της Τράπεζας της Μόσχας την περίοδο 2007 - 2011. Κατά ή περί τον Απρίλη του 2011 για «καθαρά» πολιτικούς λόγους το «Κρεμλίνο» Ρωσίας μετακίνησε τον τότε Δήμαρχο της Μόσχας κον. Λουσκόφ και σαν αποτέλεσμα τους πρώην Πρόεδρο (A. Borodin) και Αντιπρόεδρο (D. Akulinin) Τραπέζης της Μόσχας ενόψει του ότι τον έλεγχο της Τράπεζας είχε ο Δήμαρχος Μόσχας. H VTB αγόρασε μετοχές της Τραπέζης της Μόσχας και με «ευλογίες» «Κρεμλίνου» ανέλαβε τον έλεγχο και διοίκηση της Τράπεζας. Οι πρώην Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος είναι αιτητές Πολιτικού Ασύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με πάγια Νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην Ρωσία δεν εκδίδονται αιτητές πολιτικού ασύλου στη χώρα αυτή. Στην προσπάθεια της η Ρωσική Κυβέρνηση να εξασφαλίσει μαρτυρία για δήθεν διάπραξη αδικημάτων από τα δύο πιο πάνω στελέχη σε συνεργασία με την Τράπεζα Μόσχας καταχώρησε 7 Αιτήσεις για Εκκαθάριση των κατωτέρω Αιτητριών:
....(αναφέρονται τα ονόματα των Αιτητριών αρ. 8, 22, 23, 26, 32, 38 και 50).....
Οι Αιτήσεις εκκρεμούν. Βασίζονται στα επίδικα Δάνεια. Επίσης για τα υπόλοιπα απέστειλε «Statutory Notices» για να προχωρήσει σε εκκαθάριση ενώπιον των υπολοίπων Αιτητριών Εταιρειών.
Παράλληλα προώθησε την πιο κάτω αγωγή για αποκάλυψη:
OJSC Bank of Moscow Vs 1. Marfin Popular Bank Public Co Ltd κ.ά. Αρ. Αγ. 1832/2012. Σε εκείνη εκκρεμεί εκδίκαση Αίτησης Παραμερισμού Διατάγματος Αποκάλυψης κατά της Τράπεζας (Λαϊκής) για δύο εκ των Αιτητριών ήτοι Litisa Investments (Αιτήτρια Αρ. 13) και Sostrefo Investments Ltd (Αιτήτρια Αρ. 44).
Ενώ προωθούσαν τις πιο πάνω διαδικασίες προφανώς η Ρωσική Κυβέρνηση απετάθην στην κυπριακή μετά από «παράπονο» της Τράπεζας της Μόσχας για την εξασφάλιση Μαρτυρίας με τον ψευδή «ισχυρισμό» περί ξεπλύματος. Καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε ή υπάρχει επί του θέματος. Μετά το «πραξικόπημα» Απριλίου 2011 με την απομάκρυνση του Δημάρχου της Μόσχας και του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Τράπεζας Μόσχας οι Αιτήτριες Εταιρείες ζήτησαν από την Τράπεζα της Μόσχας να μεταβιβάσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αγοράστηκαν με τα επίδικα Δάνεια στην Τράπεζα της Μόσχας. Η τελευταία καθυστερεί να δώσει απάντηση με «στόχο» να «εξασφαλίσει» «μαρτυρία» κατά των πρώην διευθυντών της. Στο πλαίσιο αυτό ψευδώς και κακοβούλως ενεπλάκησαν οι Αιτήτριες Εταιρείες και εξεδόθη το Επίδικο Διάταγμα Αποκάλυψης ημερ. κατά ή περί 10/04/2012 που επηρεάζει τις Αιτήτριες τις οποίες και δυσφημίζει ως δήθεν εμπλεκόμενες ψευδώς και κακοβούλως σε «ξέπλυμα». Καμία εύλογη υποψία, μπορούσε να υπάρχει αλλά κατασκευάστηκε μέσα από αοριστολογίες και γενικόλογες υποθέσεις.»
Οι Αιτήτριες για να εξασφαλίσουν τις θεραπείες που ζητούν, ισχυρίζονται ότι υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοτικού πλαισίου του δικαστηρίου και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό. Πιο συγκεκριμένα προβάλλουν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι:-
(1) Παραβίασε το Άρθρο 17 του Συντάγματος και/ή 15 και/ή το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και/ή το άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997.
(2) Παραβίασε το Άρθρο 30 του Συντάγματος και/ή το άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6,
(3) Παραβίασε το Άρθρο 15 του Συντάγματος και/ή το άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και βασίστηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου.
(4) Εκδόθηκε από το δικαστήριο καθ' υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου που παρέχεται από τα άρθρα 45 και/ή 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και /ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό.
(5) Υπήρξε δόλος εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στην αρχική διαδικασία και/ή ψευδορκία του ενόρκως δηλούντα, παραπλάνηση του Δικαστηρίου και παράλειψη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων στο Δικαστήριο.
(6) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου των άρθρων 9 και 15 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001) και των άρθρων 15, 3, 4 και 5 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2000 (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000).
(7) Το αίτημα της ΜΟΚΑΣ για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών, υπερέβη τα όρια του αιτήματος συνδρομής της ρωσικής ομοσπονδίας για εξασφάλιση μαρτυρίας.
(8) Μη παρουσίαση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο όλης της γραπτής μαρτυρίας η οποία βρισκόταν στην κατοχή της ΜΟΚΑΣ.
(9) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου του άρθρου 72 του Νόμου 188(Ι)/2007 και/ή της Δ.39 θ. 20 και 21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Τέλος, ο δικηγόρος των Αιτητριών εισηγείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του εντάλματος Certiorari, αφού δεν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέτρο και εν πάση περιπτώσει συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης.
Ως προς την ουσία, υποστηρίζουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ορθά και νόμιμα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα αποκάλυψης κατ' εφαρμογή των άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και αντικρούουν ένα προς ένα τους νομικούς ισχυρισμούς των Αιτητριών.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού απέρριψε, για τους λόγους που ανέπτυξε, την προδικαστική ένσταση ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το διάταγμα αποκάλυψης, προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της ενώπιόν του αίτησης. Αποφάσισε, αναλύοντας σχετικά τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 29 του Νόμου 66(Ι)/1997, ότι όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο επίδικο διάταγμα ημερομηνίας 10/4/2012, πλην μίας κατηγορίας, αφορούσαν σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα και όχι σε αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της. Προχωρώντας, έκρινε ότι το υπό αναφορά διάταγμα αποκάλυψης, ως ενιαίο κείμενο, δεν αφορά στην αποκάλυψη προστατευόμενης από τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος επικοινωνίας. Έκρινε, επίσης, ότι στην προκειμένη περίπτωση, και δεδομένου ότι το διάταγμα αποκάλυψης αφορούσε σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, δεν μπορούσε να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του αντίστοιχου άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Απέρριψε, επίσης, τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι εντοπίζεται παραβίαση του τραπεζικού απόρρητου, κατ΄ακολουθία του άρθρου 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/1997. Τέλος, παρέχοντας επαρκή αιτιολογία, απέρριψε σειρά εισηγήσεων της πλευράς των Εφεσειόντων, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από κατ΄ισχυρισμόν παραβιάσεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος, υπέρβασης του δικαιοδοτικού πλαισίου των άρθρων 45 και 46 του Νόμου και παραβίασης της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων. Είναι αχρείαστη στο παρόν στάδιο περαιτέρω καταγραφή της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά την ανάπτυξη των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, και στο βαθμό που αυτό θα κριθεί απαραίτητο, θα παραθέσουμε εκτενώς τις ανάλογες προσεγγίσεις του.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με δεκατέσσερις λόγους έφεσης. Αναλυτικότερα:
Οι δύο πρώτοι λόγοι συμπλέκονται. Τίθεται εκ μέρους των Εφεσειόντων ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο επίδικο διάταγμα υπάρχουν κατηγορίες εγγράφων, ήτοι συνήθη τραπεζικά έγγραφα αλλά και έγγραφα προστατευόμενα ως αλληλογραφία, από μόνο του έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος. Προστίθεται, περαιτέρω, ότι, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα πως δεν υπήρχε τελικά πρόσβαση σε επικοινωνίες αλλά σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι ορθά έκρινε ότι τα έγγραφα των οποίων ζητείτο η αποκάλυψη συνιστούσαν «πληροφορία» εντός της έννοιας του άρθρου 44 του Νόμου, εσφαλμένα παρέκαμψε το Νόμο και το Άρθρο 17 του Συντάγματος, διατυπώνοντας την άποψη ότι τα αναφερόμενα στο σχετικό διάταγμα έγγραφα δεν συνιστούσαν αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι εσφαλμένα και/ή αντισυνταγματικά και/ή κατά παράβαση της Αρχής Διάκρισης των Εξουσιών, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαίρεσε από μόνο του «συνήθη τραπεζικά έγγραφα» από το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 17 του Συντάγματος, αφού πουθενά ο συνταγματικός νομοθέτης δεν έχει εξαιρέσει επικοινωνίες με τραπεζικούς οργανισμούς ή «συνήθη τραπεζικά έγγραφα» από την εφαρμογή του πιο πάνω Άρθρου. Πρόσθετα, μέσω του πέμπτου λόγου έφεσης προβάλλεται ότι υπήρχε μαρτυρικό υλικό με το οποίο καταδεικνύετο ότι το διάταγμα αφορούσε, όπως ήταν διατυπωμένο, ούτως ή άλλως, επικοινωνία μεταξύ των Εφεσειόντων και της Τράπεζας.
Ο έκτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακύρωσε το διάταγμα από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι συγκεκριμένο μέρος του, η προτελευταία παράγραφος, είναι γενική και δεν εξαιρεί την αποκάλυψη εγγράφων που ενδεχομένως να εμπίπτουν στους όρους «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία».
Ο έβδομος λόγος έφεσης αναφέρεται σε συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι σε αναφορά υπό μορφή obiter, γύρω από τη σχέση της ΜΟΚΑΣ με τον Γενικό Εισαγγελέα. Ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ερμηνεύοντας το άρθρο 54 του Νόμου, ότι η ΜΟΚΑΣ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητη αρχή ή ξεχωριστή οντότητα. Θέτει η πλευρά των Εφεσειόντων ότι η ΜΟΚΑΣ είναι ανεξάρτητη αρχή, ξεχωριστή οντότητα, με ιδιότυπο νομικό καθεστώς.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα, και παρερμηνεύοντας τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι τα τραπεζικά έγγραφα δεν εμπίπτουν σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος.
Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο του άρθρου 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/1997. Συμπλέκεται με τον εντέκατο λόγο έφεσης, ο οποίος επίσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι αιτούμενες θεραπείες δεν ήταν προνομοιούχες. Τίθεται, συναφώς, ότι η ΜΟΚΑΣ δεν ήταν εξουσιοδοτημένη από κανένα νόμο να ζητήσει άρση του τραπεζικού απορρήτου, ούτε και επικαλέστηκε το υπό αναφορά άρθρο στην νομική βάση της αίτησής της για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Εισηγείται η πλευρά των Εφεσειόντων ότι η έκδοση μονομερώς του επίδικου διατάγματος, χωρίς τούτο να καταστεί επιστρεπτέο, και χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία σε οποιοδήποτε στάδιο να ακουστούν και να παρουσιάσουν τις θέσεις και επιχειρήματά τους, συνιστά σαφή και ξεκάθαρο επηρεασμό των δικαιωμάτων τους.
Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που καλύπτουν θέματα δόλου και/ή μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Πιο αναλυτικά, τίθεται ότι στοιχεία τα οποία αντέκρουαν θεμελιωδώς τους ισχυρισμούς της ΜΟΚΑΣ δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερώς του προσβαλλόμενου διατάγματος και λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα έγγραφα αυτά δεν ήταν απαραίτητο να τεθούν.
Εισηγούνται οι Εφεσείοντες, μέσω του δέκατου τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στα συμπεράσματά του ως προς το κατά πόσο τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί της Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου, Ν.23(Ι)/2001 και/ή κατά πόσο εφαρμοζόταν ο σχετικός κυρωτικός Νόμος περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, Ν.2(ΙΙΙ)/2000. Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι ο μεν πρώτος Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με αιτήματα ρωσικών αρχών, ο δε κυρωτικός δεν καλύπτει υποθέσεις όπως η υπό κρίση.
Με τον δέκατο τέταρτο, και τελευταίο, λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα τραπεζικά έγγραφα που καλύπτει το επίδικο διάταγμα προσδιορίζονται με αρκετή σαφήνεια, και ότι δεν υπάρχει απόλυτη υποχρέωση των αρχών σε υποθέσεις αυτής της μορφής να επισυνάπτουν ολόκληρη την αλληλογραφία και το σύνολο των εγγράφων, όπως αυτά αποστέλλονται από τη ξένη χώρα.
Τα ουσιαστικά για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης άρθρα του Νόμου 45 και 46 έχουν ως εξής:
«45.(1) Ανευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.»
«46.(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος.
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη.
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών.
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει από την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
3. ................................»
Για τους σκοπούς του Νόμου η έννοια των όρων «πληροφορία» και «προνομιούχα πληροφορία» καθορίζεται από το άρθρο 44 και έχει ως ακολούθως:
«44. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους-
«πληροφορία» σημαίνει κάθε μορφής προφορική ή έγγραφη επικοινωνία και περιλαμβάνει πληροφορίες καταχωρισμένες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
«προνομιούχα πληροφορία» σημαίνει-
(α) Επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη για σκοπούς παροχής νομικής συμβουλής ή για την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών σχετικά με οποιαδήποτε νομική διαδικασία είτε αυτή άρχισε είτε όχι, η αποκάλυψη της οποίας σε οποιαδήποτε νομική διαδικασία προστατεύεται από το προνόμιο της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία:
Νοείται ότι επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη με σκοπό τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος δε συνιστά προνομιούχα πληροφορία.
(β) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία δε γίνεται αποδεκτή ενώπιον δικαστηρίου για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.»
Ως θέμα λογικής προτεραιότητας κρίνεται ορθό να εξετασθεί στο στάδιο αυτό ο 12ος λόγος έφεσης, το παράπονο δηλαδή των Εφεσειόντων ότι αποκρύφτηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία τα οποία έπλητταν στη ρίζα τους τους ισχυρισμούς της ΜΟΚΑΣ και τα οποία ήταν απαραίτητα προκειμένου το Επαρχιακό Δικαστήριο να καταλήξει ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που αφορά την ύπαρξη εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος, όπως αυτή τίθεται από το άρθρο 46(2)(α) του Νόμου. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του αδελφού πρωτόδικου Δικαστή εντοπίζεται στις σελίδες 29 και 30 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης:
«Κατά πόσον υπήρξε δόλια απόκρυψη ή η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο
Οι Αιτήτριες παραπονούνται ότι αποκρύφτηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο δύο σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία:- (α) ότι η παραπονούμενη Τράπεζα Μόσχας είχε ξεκινήσει σωρεία αστικών διαδικασιών με τις οποίες διατύπωνε απαιτήσεις βασιζόμενες σε αστικά χρέη και οφειλές εναντίον των Αιτητριών. Κατά τις Αιτήτριες, δεν είναι δυνατό για τα ίδια αστικά δάνεια να προωθείται παράλληλα από τη ΜΟΚΑΣ ο ψευδής ισχυρισμός περί εσόδων από παρανομίες ή παράνομα δάνεια και (β) ότι η ΜΟΚΑΣ έλαβε επιστολή ημερ. 28.3.2012 από το δικηγόρο των Αιτητριών Δρ. Χρ. Κληρίδη στην οποία αναφερόταν ότι το θέμα ήταν πολιτικό, αλλά δεν την αποκάλυψε στο δικαστήριο.
Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης. Έχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, δεν θεωρώ ότι τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.»
Με όλο το σεβασμό δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως, ορθά εντοπίζεται, στη σελίδα 34 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης «Το τι θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται το αίτημα και κατά δεύτερο λόγο, από τη φύση της υπόθεσης». Ουσιαστικά γεγονότα είναι αυτά τα οποία είναι σημαντικό να γνωρίζει το Δικαστήριο κατά το στάδιο της ενασχόλησής του με οποιοδήποτε ενώπιον του αίτημα, ιδίως όταν τέτοιο αίτημα υποβάλλεται μονομερώς. Σε τελική δε ανάλυση το κατά πόσο ένα στοιχείο είναι ουσιαστικής μορφής επαφίεται στο ίδιο το Δικαστήριο να το αποφασίσει και δεν συναρτάται με τον καθορισμό του ως τέτοιο από τον αιτητή ή τον συνήγορό του. Το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών και υπό το φως πάντοτε της φύσης της αιτούμενης θεραπείας.
Είναι απαραίτητη η αναφορά στα περιστατικά της ενώπιον μας υπόθεσης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι κάλυψαν το καθήκον τους για αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όπως ήδη λέχθηκε η φύση της υπόθεσης σε συνάρτηση με τα επιζητούμενα διατάγματα συνιστούσαν την ουσιαστική οριοθέτηση του εύρους της αποκάλυψης που είχαν υποχρέωση να προβούν οι Εφεσίβλητοι.
Πυρήνας των θέσεων των Εφεσιβλήτων στην προσπάθειά τους για στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης πληροφοριών ήταν οι αναφορές περί σύστασης εγκληματικής ομάδας από δύο πρώην αξιωματούχους της Τράπεζας της Μόσχας προς το σκοπό υπεξαίρεσης μεγάλων χρηματικών ποσών από την εν λόγω Τράπεζα με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης. Υπό αυτές τις συνθήκες προέβαλαν οι Εφεσίβλητοι ότι τα δύο πιο πάνω πρόσωπα παραβιάζοντας το καταστατικό της Τράπεζας και τις οδηγίες σε σχέση με τη διαδικασία χορήγησης δανείων και εκμεταλλευόμενοι την υπηρεσιακή τους θέση οργάνωσαν τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τους αντίστοιχους λογαριασμούς της Τράπεζας προς διάφορους λογαριασμούς εταιρειών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους και οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο, ήτοι τις Εφεσείουσες Εταιρείες. Με αυτούς τους ισχυρισμούς ως δεδομένους το όλο πλαίσιο των γεγονότων που κάλυπτε τη φύση των υπό αναφορά δανείων, τον τρόπο λήψης και τη νομική διάσταση των συμφωνιών που κάλυπτε τις προαναφερθείσες μεταφορές των κεφαλαίων αυτών ήταν απόλυτα σχετικό και ουσιαστικό προκειμένου να διαφωτίσει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης. Εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται και το ζήτημα της παράλειψης των Εφεσιβλήτων να θέσουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά το στάδιο της μονομερούς παρουσίας τους τη θέση των Εφεσειόντων ως προς το όλο θέμα, όπως αυτή τους μεταφέρθηκε προηγουμένως μέσω της επιστολής του συνηγόρου τους ημερομηνίας 28.3.2012. Η επιστολή αυτή κοινοποιήθηκε στην υπεύθυνη της ΜΟΚΑΣ λίγες μέρες πριν την καταχώρηση της επίδικης αίτησης και της έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης. Συνοδευόταν από όγκο εγγράφων τα οποία αφορούσαν την όλη υπόθεση, για την οποία και προβάλλετο ο ισχυρισμός ότι καλυπτόταν από καθαρά πολιτικά κίνητρα και πως για πολιτικούς λόγους και πολιτικές εξελίξεις που αφορούσαν τη Ρωσική Ομοσπονδία επιδιώκετο η ποινική δίωξη των πρώην αξιωματούχων της Τράπεζας της Ρωσίας. Στην πιο πάνω επιστολή γινόταν επίσης αναφορά στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού αστικών υποθέσεων σχετικών με την απαίτηση της Τράπεζας της Μόσχας για εξόφληση των επίδικων δανείων.
Η έκδοση διατάγματος αυτής της μορφής, ήτοι διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ΄ ακολουθία των προαναφερθέντων άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υποψίας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 46, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία. Εύλογη αιτία που συνδέεται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) του εν λόγω εδαφίου, με την αντιστάθμιση του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας αλλά, κατ΄ ακολουθία της υποπαραγράφου (ii), και των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
Προς κάλυψη των πιο πάνω προϋποθέσεων και προκειμένου να ήταν σε θέση το Επαρχιακό Δικαστήριο να ασκήσει την εκ του Νόμου εξουσία του για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, οι Εφεσίβλητοι είχαν βασικό καθήκον να θέσουν ενώπιόν του τις θέσεις των Εφεσειόντων και τα πιο πάνω στοιχεία που τέθηκαν υπόψη τους μέσω της επιστολής ημερομηνίας 28.3.2012. Στοιχεία τα οποία ήταν ουσιαστικής μορφής με δεδομένη τη φύση των αιτουμένων διαταγμάτων. Η παράλειψη των Εφεσιβλήτων να το πράξουν στέρησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δυνατότητα σφαιρικής εκτίμησης της υπόθεσης και εξέτασής της κάτω από τις προϋποθέσεις του άρθρου 46 του Νόμου.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εκτροπής ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και, συνακόλουθα, τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΜΣ/ΣΦ.