ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γ. Παπαπέτρου για Μοντάνιο amp;amp;amp; Μοντάνιο, για τους Εφεσείοντες. Ντ. Πίπη (κα), για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-07-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο AIRTEC AIRCONDITIONING LTD ν. ΑΛΕΚΑΣ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2010, 17/7/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A527

(2015) 1 ΑΑΔ 1746

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2010)

 

17 Ιουλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

                                                 

AIRTEC AIRCONDITIONING LTD,

                                                  Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ν.

 

ΑΛΕΚΑΣ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

                                        Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

 

Γ. Παπαπέτρου για Μοντάνιο & Μοντάνιο, για τους Εφεσείοντες.

Ντ. Πίπη (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

 

Δικαστήριο:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Μια σχετικά μικρή διαφορά της τάξης των €1571 που ξεκίνησε πριν περίπου 24 χρόνια (1991), έγινε αφορμή να ξεκινήσει δικαστική διαμάχη μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και να φτάσει μάλιστα μέχρι το Εφετείο.  Για την κατάληξη αυτή ευθύνεται σαφώς το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, που μέχρι σήμερα δεν έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να δίδουν άλλες διεξόδους σε τέτοιου είδους διαφορές, ώστε να περιορίζονται οι αδικαιολόγητες δικαστικές αντιπαραθέσεις.

 

Το 1991 οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι συμφώνησαν να πωλήσουν στην Εφεσίβλητη-Ενάγουσα μια συσκευή κλιματισμού μάρκας York, η οποία προοριζόταν για εγκατάσταση στο δικηγορικό γραφείο της Εφεσίβλητης στη Λευκωσία.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης η συμφωνία, πέραν της πώλησης, προέβλεπε και την εγκατάσταση, τοποθέτηση και λειτουργία της συσκευής.

 

Η Εφεσίβλητη με την Έκθεση Απαιτήσεώς της ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία έγινε προφορικά, ότι η ίδια κατέβαλε το τίμημα αγοράς της συσκευής που ανερχόταν στις £920, αλλά οι Εφεσείοντες διέρρηξαν τη συμφωνία, αφού η συσκευή, ενώ τοποθετήθηκε στο γραφείο της, ουδέποτε συνδέθηκε με το δίκτυο της ΑΗΚ, με αποτέλεσμα να μη λειτουργήσει ποτέ.  Η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ήταν ευθύνη των Εφεσειόντων να υποβάλουν αίτηση στην ΑΗΚ για να γίνει η σωστή ηλεκτρική εγκατάσταση, ώστε να λειτουργήσει η συσκευή κλιματισμού.  Η Εφεσίβλητη, πέραν της διάρρηξης συμφωνίας, καταλόγισε στους Εφεσείοντες αμέλεια στην εκτέλεση του καθήκοντός τους, οχληρία και ότι με απάτη και ψευδείς παραστάσεις εισέπραξαν το ποσό των £920, χωρίς να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους και διεκδίκησε από τους Εφεσείοντες τις πιο κάτω θεραπείες:-

(1) £1000 για αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας,

(2) £1000 για αποζημιώσεις για απάτη και ψευδείς παραστάσεις,

(3) αποζημιώσεις για ζημιά που προκλήθηκε στην Εφεσίβλητη, τόσο σε προσωπικό, όσο και επαγγελματικό επίπεδο,

(4) αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας,

(5) £1000 για αποζημιώσεις για αμέλεια,

(6) £1000 για οχληρία,

(7) £920 για αποζημιώσεις συνεπεία άδικου πλουτισμού, και

(8) τόκους.

 

Από την άλλη, η θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι η συμφωνία περιλάμβανε πώληση και εγκατάσταση μιας συσκευής κλιματισμού, με βάση τις προδιαγραφές λειτουργίας και ασφάλειας της ΑΗΚ.  Όμως, κατά την εγκατάσταση της συσκευής στα υποστατικά της Εφεσίβλητης, δεν υπήρχε παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ούτε είχαν γίνει εκ μέρους της οι απαιτούμενες ενέργειες για την υποβολή αίτησης στην ΑΗΚ για τη διευθέτηση ημερομηνίας ελέγχου της εγκατάστασης της κλιματιστικής συσκευής.  Το μόνο που υπολειπόταν ήταν να υποβληθούν όλα τα στοιχεία από τον ηλεκτρολόγο της Εφεσίβλητης στην ΑΗΚ, ώστε να λειτουργήσει η συσκευή.  Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι εκτέλεσαν πλήρως τις υποχρεώσεις τους και ανταπαίτησαν το ποσό των £80, το οποίο παρέμεινε ως υπόλοιπο.  Επιπρόσθετα, με τροποποίηση της υπεράσπισής τους, οι Εφεσείοντες εισήξαν και ισχυρισμό ότι η Εφεσίβλητη ήταν υπεύθυνη αδικαιολόγητης καθυστέρησης (laches) στην έγερση της αγωγής  και ως εκ τούτου η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί γι' αυτό και μόνο το λόγο.

 

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και η διαδικασία, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν μακρά, αφού η πρωτόδικη δικαστής επέτρεψε, αδικαιολόγητα κατά την άποψή μας, παρατεταμένη αντεξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Διευθυντής των Εφεσειόντων αντεξεταζόταν για δύο δικασίμους.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατ' αρχάς, δεν αποδέχθηκε ότι υπήρξε καθυστέρηση (laches) στην έγερση της αγωγής και απέρριψε τη σχετική υπεράσπιση.  Έκρινε όμως ότι υπήρξε παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των Εφεσειόντων, καθότι είχαν αναλάβει υποχρέωση να προωθήσουν αίτηση στην ΑΗΚ εκ μέρους της Εφεσίβλητης.  Αρχικά, για παροχή ρεύματος και σε κατοπινό στάδιο, όταν υπήρξε παροχή ρεύματος, για αύξηση του φορτίου ώστε να μπορεί να λειτουργήσει η συσκευή κλιματισμού.  Ως εκ τούτου, βρήκε τους Εφεσείοντες υπεύθυνους όχι μόνο για παράβαση συμφωνίας, αλλά και για αμέλεια γενικά στην εκτέλεση όσων είχαν αναλάβει.  Απέρριψε όμως τους ισχυρισμούς για είσπραξη του ποσού των £920 με απάτη και ψευδείς παραστάσεις και προφανώς και για πρόκληση οχληρίας.  Ενόψει των ευρημάτων του το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της Εφεσίβλητης το ποσό των €1571,91 (£920), πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα και ταυτόχρονα απέρριψε την ανταπαίτηση των Εφεσειόντων.  Παρά ταύτα, δεν ανέφερε οτιδήποτε για επιστροφή στους Εφεσείοντες της συσκευής κλιματισμού.

 

Οι Εφεσείοντες με οκτώ λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη κρίση.

 

Πριν προχωρήσουμε με τους λόγους έφεσης, θα πρέπει να ασχοληθούμε με τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρει η Εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσής της, ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί προδικαστικώς για τους εξής λόγους:-

(α) Η έφεση καταχωρήθηκε στις 23.12.2010 και επιδόθηκε μετά από σχεδόν 3 μήνες (16.3.2011), γεγονός που κατά την Εφεσίβλητη δεικνύει ότι η έφεση εγκαταλείφθηκε από τους Εφεσείοντες.  Πέραν τούτου, ισχυρίζεται ότι ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης «εθίγησαν κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα» της.

(β) Το περίγραμμα των Εφεσειόντων πάσχει και θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι οι Εφεσείοντες παραβίασαν τον Κανονισμό 10(ν)(β) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 (στο εξής ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996), και

(γ) ο Χρονολογικός Πίνακας που επισυνάφθηκε στο Περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων δεν συνάδει με τα όσα προβλέπονται στον Κανονισμό 10(δ) του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

 

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες των ισχυρισμών και επιχειρημάτων της Εφεσίβλητης, καθότι θεωρούμε ότι είναι η ίδια που παραβιάζει τον Διαδικαστικό Κανονισμό με το να εγείρει θέματα προδικασίας, κατά τη συζήτηση της ουσίας της έφεσης.  Ρητώς ο Κανονισμός 10 αναφέρεται στο στάδιο της προδικασίας, η οποία ορίζεται στον Κανονισμό 2 ως η «διαδικασία εξέτασης της έφεσης πριν τον ορισμό της για ακρόαση».  Τα θέματα που εγείρει η Εφεσίβλητη, εντελώς ανορθόδοξα και παράτυπα στο στάδιο της ακρόασης, είναι θέματα που όφειλε να είχε εγείρει κατά το στάδιο της προδικασίας, αλλά παρέλειψε να το πράξει.  Επομένως, κρίνουμε ότι οι προδικαστικές ενστάσεις είναι εντελώς παράτυπες και ως τέτοιες απορρίπτονται.

 

Κρίνουμε ότι είναι λογικό να αρχίσουμε με τον έβδομο λόγο έφεσης, αφού τυχόν επιτυχία του ενδεχομένως να εκθεμελιώσει την έφεση.  Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την υπεράσπιση τους ότι εξαιτίας της μεγάλης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης (laches) στην έγερση αγωγής, η Εφεσίβλητη στην ουσία παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της και δεν θα έπρεπε να της επιτραπεί να προχωρήσει.  Αποτελεί δικογραφημένη θέση στην Έκθεση Υπεράσπισης των Εφεσειόντων ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματά τους, αφού κλήθηκαν μετά από 17 περίπου χρόνια από τα γεγονότα μέχρι την ακρόαση της υπόθεσης, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.  Αυτό, όπως ισχυρίζονται, είχε ως αποτέλεσμα να μην τύχουν δίκαιης δίκης, αφού, μεταξύ άλλων, δεν μπόρεσαν να καλέσουν όλους τους μάρτυρες που γνώριζαν τα γεγονότα.

 

Από την άλλη, η Εφεσίβλητη αντιτείνει ότι ο συγκεκριμένος λόγος είναι παντελώς αβάσιμος, ότι οι Εφεσείοντες ουδόλως επηρεάστηκαν και ότι όλοι οι μάρτυρες τους ήταν σε θέση να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο, αλλά οι Εφεσείοντες σκοπίμως δεν τους κλήτευσαν, γιατί η μαρτυρία τους δεν θα τους βοηθούσε.  Περαιτέρω, θεωρεί ότι οι σχετικές αρχές που αφορούν στην υπεράσπιση laches δεν εφαρμόζονται, εφόσον δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική μεταβολή γεγονότων που να καθιστoύσε τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης αδύνατη.

 

Τα πιο κάτω γεγονότα φαίνεται να είναι αποδεχτά και από τις δύο πλευρές.  Η επίδικη συμφωνία έγινε το 1991 και η αγωγή καταχωρίστηκε τον Ιούνιο του 2002, δηλαδή 11 χρόνια μετά τη συμφωνία.  Όταν έγινε η συμφωνία και στη συνέχεια η εγκατάσταση της κλιματιστικής συσκευής στο γραφείο της Εφεσίβλητης, δεν υπήρχε παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και το υποστατικό δεν χρησιμοποιείτο από την Εφεσίβλητη.  Το ηλεκτρικό ρεύμα συνδέθηκε μετά από 5 περίπου χρόνια (12.1.1996), οπότε και διαπιστώθηκαν τα προβλήματα που υπήρχαν και ξεκίνησε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, η οποία διήρκεσε μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής.

 

Η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται στο περίγραμμα αγόρευσής της, ότι μετά την επιστολή ημερ. 11.7.2000 που απέστειλε στον Διευθυντή των Εφεσειόντων, οι Εφεσείοντες ανέλαβαν περαιτέρω υποχρεώσεις.  Η μεταξύ των μερών αλληλογραφία διήρκεσε μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής το 2002 και αυτό καταδεικνύει ότι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε «δεν ήταν διάστημα απραξίας και κωλυσιεργίας» από πλευράς Εφεσίβλητης.

 

 Έχουμε εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης και έχουμε καταλήξει ότι το χρονικό διάστημα των 11 χρόνων που διέρρευσε από τη συμφωνία μέχρι να κινηθεί η αγωγή, ήταν όντως πολύ μεγάλο.  Όμως δεν έχουμε πεισθεί ότι η θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.  Όπως ορθά αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά τη σύνδεση του υποστατικού της Εφεσίβλητης με ηλεκτρικό ρεύμα το 1996, ακολούθησε μεταξύ των μερών αλληλογραφία επί των διαφορών τους, η οποία κατά καιρούς συνέχισε μέχρι το 2000.  Υπό τις περιστάσεις, δεν είναι δυνατό να γίνει δεχτή η θέση ότι η Εφεσίβλητη αποποιήθηκε ή ότι απεμπόλησε τα δικαιώματά της.  Επομένως, ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Ερχόμαστε τώρα στους δύο πρώτους λόγους έφεσης, με τους οποίους οι Εφεσείοντες προσβάλλουν το πρωτόδικο εύρημα, ότι πέραν της πώλησης και εγκατάστασης της συσκευής, οι ίδιοι με τη συμπεριφορά τους ανέλαβαν αυξημένες υποχρεώσεις.  Δηλαδή να υποβάλουν αίτηση προς την ΑΗΚ για έλεγχο της εγκατάστασης και για αύξηση του φορτίου του ρεύματος, εύρημα που θεωρούν αυθαίρετο, εφόσον δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. 

 

Από την άλλη, η Εφεσίβλητη υποστηρίζει πλήρως την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, θεωρώντας απολύτως ορθά τα ευρήματά του.  Θεωρεί ότι το εύρημα ότι οι Εφεσείοντες με τη συμπεριφορά τους ανέλαβαν αυξημένες υποχρεώσεις, υποστηρίζεται από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, η οποία έγινε πιστευτή.  Η Εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσής της, καταγράφει διάφορες πτυχές της μαρτυρίας που κατά την άποψή της δικαιολογούν την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Οι δύο λόγοι έφεσης κατά την κρίση μας ευσταθούν.  Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια αχρείαστα μακροσκελή απόφαση, με πολλές επαναλήψεις και ελλιπή αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε, κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα.  Ενώ υπήρχε σαφής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών ήταν προφορική, το δικαστήριο ανάλωσε μέρος της απόφασής του για να ενδιατρίψει στη νομολογία που αφορά στην ερμηνεία εγγράφου ώστε να εξακριβώσει την πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων.  Περαιτέρω, έκαμε αναφορά στη λήψη εξωγενούς μαρτυρίας και όλα αυτά ενώ δεν υπήρχε γραπτή συμφωνία.

 

Ως προς τους όρους της προφορικής συμφωνίας και συγκεκριμένα κατά πόσον οι Εφεσείοντες ανέλαβαν υποχρέωση να υποβάλουν αίτηση στην ΑΗΚ για να συνδέσουν το υποστατικό της Εφεσίβλητης με ηλεκτρικό ρεύμα, η πρωτόδικη δικαστής ανέφερε τα εξής:-

«Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, ουσιαστικά το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τους όρους εγκατάστασης και λειτουργίας της μεταξύ των μερών προφορικής συμφωνίας.  Σύμφωνα με τη θέση της Ενάγουσας η υποχρέωση της Εναγόμενης ήταν να λάβει όλα τα μέτρα, διαβήματα και διαδικασίες μέχρις ότου η συσκευή λειτουργήσει πλήρως, χαρακτηριστικά όπως και η ίδια ανέφερε στη μαρτυρία της «εγώ θα πατούσα τα κουμπί του switch και θα έπρεπε να δουλεύει ο κλιματισμός».  Εάν η θέση της Ενάγουσας είναι στο τέλος της ημέρας η ορθή αυτή η ανάληψη υποχρέωσης από την Εναγόμενη εξυπακούει, με βάση τα όσα έχουν λεχθεί στο Δικαστήριο, ότι η υποχρέωση της Εναγόμενης ήταν όχι μόνο να εγκατασταθεί η συσκευή στο γραφείο της Ενάγουσας και ο κομπρεσόρος στην οροφή του κτιρίου αλλά να γίνει σωστά η διακλάδωση και καλωδίωση της συσκευής στο χώρο, να έχει γίνει αίτηση στην ΑΗΚ για έλεγχο της εγκατάστασης της συσκευής με βάση τα στοιχεία της συσκευής όπως ήλθαν από το εργοστάσιο, να είναι παρών στη διενέργεια του ελέγχου που θα έπρεπε να γίνει στο γραφείο της Ενάγουσας άτομο εκ πλευράς της Εναγόμενης.  Συνεπάγεται, επίσης, την υποβολή αίτησης και πάλιν εκ μέρους της Εναγόμενης στην ΑΗΚ για αύξηση του φορτίου του ηλεκτρικού ρεύματος που υπήρχε στο γραφείο της Ενάγουσας, αφού σύμφωνα με εύρημα του Δικαστηρίου ήταν απαραίτητη η υποβολή τέτοιας αίτησης και παροχής αυξημένου φορτίου ηλεκτρικού ρεύματος για να μπορέσει να λειτουργήσει η κλιματιστική συσκευή.

 

Θεωρώ ότι με βάση και την πρακτική που υπάρχει στο παζάρι σε σχέση με την πώληση τέτοιων συσκευών από τις διάφορες εταιρείες που τις εμπορεύονται, και επί του σημείου αυτού δέχομαι τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, κάτι τέτοιο δεν είναι εντός της συνήθους πρακτικής και δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι η σύναψη της συμφωνίας άνευ άλλου δημιουργεί αυτή την υποχρέωση στην Εναγόμενη.

 

Αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι η συσκευή έχει εγκατασταθεί.  Τούτο προκύπτει από τη μαρτυρία των ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3 αλλά και από την ίδια την παραδοχή της Ενάγουσας στο Τεκμήριο 1 στο οποίο αναφέρει «Εσωκλείστως σας αποστέλλω το υπόλοιπο ποσό . προς πλήρη εξόφληση του air condition και της εγκατάστασης στο γραφείο μου».  Η Ενάγουσα διαφυλάττει τα δικαιώματα της στο ίδιο το Τεκμήριο 1 αναφορικά με τη λειτουργία της συσκευής.

 

Με βάση, λοιπόν, τη συνήθη πρακτική και την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης θα ήμουν διατεθειμένη να δεχτώ τη θέση της υπεράσπισης αναφορικά με τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τη συμφωνία.  Εκείνο, όμως, που πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω είναι κατά πόσο η Εναγόμενη δια της συμπεριφοράς της μέσω των διαφόρων υπαλλήλων και/ή εκπροσώπων της και δια της αλληλογραφίας που έχει αποστείλει στην Ενάγουσα έχει αποδεχτεί να αναλάβει τις αυξημένες υποχρεώσεις που η Ενάγουσα ισχυρίζεται.  Προς αποδοχή της θέσης αυτής συνηγορούν αρκετές από τις πράξεις της Εναγόμενης.  Και εξηγούμαι:  Η Εναγόμενη στην αλληλογραφία της προς την Ενάγουσα προβάλλει, πάντοτε, τη θέση ότι ο λόγος που δεν έχει λειτουργήσει η συσκευή κλιματισμού ήταν αρχικά επειδή δεν υπήρχε καθόλου παροχή ρεύματος στο γραφείο της Εναγόμενης και σε κατοπινό στάδιο μετά που υπήρχε ρεύμα το φορτίο δεν ήταν ικανοποιητικό και θα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση για αύξηση του.  Παρόλο που η Εναγόμενη θεωρούσε ότι δεν είναι δική της ευθύνη τα θέματα αυτά εντούτοις προχώρησε στην ανάληψη των υποχρεώσεων αυτών.  Δηλαδή, αξιωματούχοι της μαζί με διάφορους υπαλλήλους της σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις παρουσία των ΜΥ1 και ΜΥ2 κάθε φορά ανέλαβε την εκτέλεση και υλοποίηση περαιτέρω ενεργειών.».

 

Η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι μετά τη σύναψη της προφορικής συμφωνίας:-

«.η Εναγόμενη δια πράξεων της μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει απαιτούμενες εργασίες εκ μέρους της Ενάγουσας οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται συνήθως στη σύναψη συμφωνιών όπως η παρούσα.  Η θέση της και η στάση που τήρησε σε σχέση με τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Ενάγουσας για διευθέτηση του θέματος, και με τον όρο αυτό η Ενάγουσα πάντοτε εννοούσε την λειτουργία της συσκευής, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όντων ανέλαβε και μάλιστα σε διάφορα χρονικά διαστήματα να προωθήσει και τις αιτήσεις στην ΑΗΚ παρόλο που αυτό δεν είναι εντός των συνηθισμένων όρων της συμφωνίας για τα θέματα αυτά.  Την υποχρέωση της αυτή δεν την έχει εκπληρώσει και επομένως είναι ένοχη για παράβαση της συμφωνίας.»

 

Κατ' αρχάς η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν συνάδει με τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στην Έκθεση Απαιτήσεώς της.  Η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι η ανάληψη της υποχρέωσης σύνδεσης του υποστατικού και της συσκευής με το δίκτυο της ΑΗΚ, έγινε με την αρχική προφορική συμφωνία το 1991.  Δεν αποτέλεσε ποτέ θέση της Εφεσίβλητης ότι η συμφωνία για υποβολή αίτησης στην ΑΗΚ και για σύνδεση του υποστατικού με ηλεκτρικό ρεύμα, έγινε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπως βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Μάλιστα στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης, η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι:-

«..κατά το έτος 2001 συνεπεία της επαναλήψεως υπό της Εναγομένης κατόπιν πολλών οχλήσεων της Ενάγουσας, ότι θα εξετέλει όλες τις υποχρεώσεις της, βάσει της ως άνω Συμφωνίας, όπου μεταξύ των άλλων θα προέβαινε στον Έλεγχον και Υποβολήν των Σχεδίων στην ΑΗΚ και Σύνδεσην με αυτήν Air Conditioning Heating και ομαλήν και απρόσκοπτον Λειτουργίαν αυτού στο εν λόγω Γραφείον, Εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο υπό της Εναγομένης κατόπιπν εντολής της, ατόμου ως ηλεκτρολόγου προς πλήρη Εκτέλεσην των ων άνω Υποχρεώσεών της αλλά ΔΕΝ εξετελέσθησαν.

 

Όπως και ούτε Σχέδια υπεβλήθησαν στην ΑΗΚ και ούτε έγινεν οιαδήποτε Σύνδεσης οιουδήποτε Air Conditioning Heating και ουδέποτε ελειτούργησε τέτοιο στο εν λόγω Γραφείον ..».

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λόγω ελλιπούς και εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και στη συνέχεια λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς τα ενώπιον του επίδικα ζητήματα, προέβη σε ευρήματα που ήταν αντίθετα ακόμη και με αυτή την εκδοχή της Εφεσίβλητης, ότι μια ήταν η συμφωνία.  Η Εφεσίβλητη ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρξαν δύο συμφωνίες, δηλαδή μια το 1991 και μια δεύτερη σε κατοπινό στάδιο, όπως βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Θ. Χριστοφίδη (ΜΥ1), Διευθυντή των Εφεσειόντων και Χρ. Ηρακλέους (ΜΥ2), Διευθυντή Πωλήσεων των Εφεσειόντων, ότι «με βάση την πρακτική που υπάρχει στο παζάρι», η υποβολή αίτησης για σύνδεση του υποστατικού με ηλεκτρικό ρεύμα ή για αύξηση του φορτίου του ηλεκτρικού ρεύματος στα υποστατικά του ιδιοκτήτη δεν ήταν μέσα στις συνήθεις υποχρεώσεις που αναλάμβανε ένας πωλητής συσκευής κλιματισμού.

 

Παρά την αποδοχή των πιο πάνω θέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης επί αυτού του ουσιώδους, κατά την άποψή μας, σημείου, στη συνέχεια η πρωτόδικη δικαστής προχώρησε και εξέτασε μη δικογραφημένα ζητήματα και συγκεκριμένα κατά πόσον οι Εφεσείοντες σε μεταγενέστερο στάδιο της αρχικής συμφωνίας, με τη συμπεριφορά τους συνήψαν δεύτερη συμφωνία αναλαμβάνοντας αυξημένες υποχρεώσεις έναντι της Εφεσίβλητης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχαν αρκετές πράξεις των Εφεσειόντων που συνηγορούσαν υπέρ «της θέσης αυτής».  Όμως τέτοια θέση όχι μόνο δεν δικογραφήθηκε, αλλά ήταν και αντίθετη με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ότι η ετοιμασία της αίτησης προς την ΑΗΚ για σύνδεση του υποστατικού με ηλεκτρικό ρεύμα καθώς και η αύξηση του φορτίου ρεύματος, ήταν σαφώς ευθύνη του ιδιοκτήτη του υποστατικού, δηλαδή της Εφεσίβλητης.  Αυτό εξάλλου υποστήριξε και ο Κ. Αδαμίδης (ΜΕ1), Επιθεωρητής της ΑΗΚ, χωρίς το δικαστήριο να αξιολογήσει αυτό το μέρος της μαρτυρίας του.  Πέραν τούτου, η θέση ότι η σύνδεση του υποστατικού ήταν ευθύνη των Εφεσειόντων ήταν μια παράλογη θέση που προβλήθηκε κατά τη δίκη από την Εφεσίβλητη, χωρίς όμως να υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το κόστος για ανάληψη μιας τέτοιας υποχρέωσης.  Επιπρόσθετα των πιο πάνω, η Εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 27.10.1995 (Τεκμήριο 1) προς τους Εφεσείοντες, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά την εγκατάσταση της συσκευής, τους καταβάλλει με επιταγή το υπόλοιπο της τιμής αγοράς (£220), χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε περί της υποχρέωσης των Εφεσειόντων να συνδέσουν το υποστατικό με ηλεκτρικό ρεύμα, όπως η ίδια ισχυρίστηκε μετέπειτα.  Με δεδομένο ότι μέχρι τότε η συσκευή δεν είχε ακόμα λειτουργήσει, επιφύλαξε απλώς τα δικαιώματά της σε περίπτωση που παρουσίαζε προβλήματα, όταν τελικά θα λειτουργούσε.  Ήταν με την επιστολή της ημερ. 10.1.1996 (Τεκμήριο 3), δηλαδή πέντε χρόνια μετά την αρχική συμφωνία, που η Εφεσίβλητη για πρώτη φορά κατηγόρησε αόριστα τους Εφεσείοντες ότι αθέτησαν την υποχρέωσή τους να συνδέσουν το υποστατικό της με ηλεκτρικό ρεύμα.

 

Ούτε το δικαστήριο ασχολήθηκε, εφόσον επρόκειτο για νέα συμφωνία, κατά πόσον πληρούνταν τα προαπαιτούμενα του Κεφ. 149, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη ανταλλάγματος για την ανάληψη πρόσθετων υποχρεώσεων, που σύμφωνα με τη μαρτυρία θα είχαν οικονομικό κόστος.

 

Κατά την κρίση μας, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη δεύτερης συμφωνίας, είναι σαφώς εσφαλμένη και αντίθετη με τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη δικαιούται να αποζημιωθεί με την επιστροφή του ποσού των £920 που αντιστοιχεί στο τίμημα που κατέβαλε για την αγορά και εγκατάσταση της συσκευής κλιματισμού.  Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ήταν η θέση τους ότι η κύρια συμφωνία αφορούσε σαφώς σε πράξη πώλησης αγαθών.  Η Εφεσίβλητη αποδέχθηκε τη συσκευή και για χρόνια την άφησε αδρανή, εφόσον δεν φρόντισε να συνδέσει τα υποστατικά της με ρεύμα, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει.  Καμιά μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ότι η συσκευή είχε οποιοδήποτε πρόβλημα.  Επομένως, εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, με κανένα τρόπο δεν δικαιολογείτο η διαταγή για επιστροφή του ποσού των £920.

Από την άλλη, η Εφεσίβλητη θεωρεί ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι οι Εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ήταν αναπόφευκτη η επιδίκαση του ποσού των £920 υπό μορφή αποζημιώσεων, αφού η συσκευή τελικά ουδέποτε λειτούργησε.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Η Εφεσίβλητη ουδέποτε τερμάτισε τη σύμβαση και ουδέποτε ζήτησε να επιστρέψει τη συσκευή κλιματισμού στους Εφεσείοντες.  Ούτε με την αγωγή της ζήτησε επιστροφή του ποσού που κατέβαλε.  Εκείνο που ζητούσε ήταν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, ενώ το ποσό των £920 συνδέθηκε με άδικο πλουτισμό.  Θα λέγαμε ότι ο γενικός και ασαφής τρόπος που δικογραφήθηκαν οι ισχυρισμοί των Εφεσιβλήτων, δεν βοήθησαν στο να αποκρυσταλλωθούν τα επίδικα θέματα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, ως προς την αρχική συμφωνία, έκρινε ότι οι Εφεσείοντες με την πώληση και εγκατάσταση της συσκευής εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους.  Επομένως, η επιδίκαση του ποσού των £920 δεν αφορούσε την αρχική συμφωνία.  Φαίνεται να αφορούσε την κατ' ισχυρισμό μετέπειτα συμφωνία για την οποία, όπως αναφέραμε στα πλαίσια των δύο πρώτων λόγων έφεσης, τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένα.  Επομένως, η επιδίκαση του ποσού των £920 ήταν αδικαιολόγητη και θα πρέπει να ακυρωθεί.  Εάν η Εφεσίβλητη ισχυριζόταν ότι υπήρξε δεύτερη συμφωνία, όφειλε να είχε δικογραφήσει τη θέση της.  Αν το έπραττε, θα έπρεπε να δικογραφήσει ειδικά και τις ζημιές που υπέστη, οι οποίες, αν υπήρχαν, θα πρέπει να ήταν κατά κύριο λόγο ειδικές.  Όμως, η υπόθεση δεν δικογραφήθηκε με αυτό τον τρόπο και το δικαστήριο χωρίς να επισημάνει το πρόβλημα, με γενικό και αόριστο τρόπο επιδίκασε το ποσό των £920 χωρίς να εξηγήσει πώς δικαιολογείται σε σχέση με τη δεύτερη συμφωνία.  Για να διατασσόταν η επιστροφή ολόκληρου του τιμήματος αγοράς, θα έπρεπε να υπήρχε ισχυρισμός για ολική αποτυχία της αντιπαροχής ή να καταγγελθεί η σύμβαση και να προσφερθεί η επιστροφή της συσκευής, κάτι που δεν έγινε.

 

Ως προς τον τέταρτο λόγο έφεσης, είναι ορθή η παρατήρηση του συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι ακόμα και αν κρινόταν ορθό το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τη δεύτερη συμφωνία και πάλι το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξετάσει αν αποδείχθηκαν οι ζημιές της.  Από τη στιγμή που δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την ίδια τη συσκευή και το μόνο κώλυμα για να λειτουργήσει σχετιζόταν με την υποβολή αίτησης προς την ΑΗΚ για σύνδεση του υποστατικού με ρεύμα, το δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσον η Εφεσίβλητη είχε καθήκον να μειώσει τις ζημιές της, οπότε σε περίπτωση που δεχόταν την εκδοχή της, θα δικαιούτο τα έξοδα σύνδεσης του υποστατικού με ρεύμα.  Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Ενόψει τις κατάληξης μας στους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τον πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης, που αφορούν στη βαρύτητα που έδωσε το Δικαστήριο στη μαρτυρία της Εφεσίβλητης και της αδελφής της, ΜΕ2.  Ο λόγος είναι γιατί με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα και την κατάληξή μας στους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης, εκθεμελιώνεται η βαρύτητα που έδωσε το δικαστήριο στη μαρτυρία της Εφεσίβλητης και της αδελφής της, ΜΥ 2.  Όμως, ανεξάρτητα τούτου, η βαρύτητα που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη μαρτυρία της Εφεσίβλητης και της ΜΥ 2, ήταν λανθασμένη αφού το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ σημείωσε τη συναισθηματική φόρτιση της Εφεσίβλητης καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, το γεγονός ότι διακατέχετο από έντονα αισθήματα αδικίας, ότι υπήρξε «υπερβολική σε συγκεκριμένες στιγμές» ως αποτέλεσμα της συναισθηματικής της φόρτισης και ενώ απέρριψε τη μαρτυρία της ως προς το ότι στην αρχική συμφωνία συμπεριλαμβάνετο και η σύνδεση του υποστατικού με το σύστημα της ΑΗΚ, εντούτοις έκρινε ότι τα πιο πάνω δεν επηρέασαν καθόλου την αξιοπιστία της και προχώρησε να προσδώσει βαρύτητα στη μαρτυρία αυτή, για να καταλήξει ότι υπήρξε και δεύτερη συμφωνία, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίστηκε η ίδια η Εφεσίβλητη και η αδελφή της και ιδιαίτερα με τα όσα περιλαμβάνονταν στα δικόγραφα.

 

Όμως, παρά τα προβλήματα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, δεν τίθεται θέμα επανεκδίκασης.  Ακόμη και αν δεν ευσταθούσαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στη βαρύτητα της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και της ΜΥ 2, τίποτα το βοηθητικό δεν θα μπορούσε να προκύψει ως προς την πρώτη συμφωνία, όπως τη βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο και την επιβεβαίωσε το παρόν Εφετείο, εφόσον τα γεγονότα ήταν κατά κύριο λόγο αναντίλεκτα.

 

Ως προς τη δεύτερη συμφωνία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, αφού η ύπαρξη δεύτερης συμφωνίας είναι εκτός των δικογραφημένων θέσεων της Εφεσίβλητης.  Πέραν τούτου, ούτε η ίδια η Εφεσίβλητη και η ΜΥ 2 ισχυρίστηκαν ότι η σύνδεση του υποστατικού με το δίκτυο της ΑΗΚ ήταν μέρος πρόσθετης συμφωνίας.  Εκείνο που η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε, είναι ότι αυτή η πτυχή ήταν μέρος της πρώτης συμφωνίας, ισχυρισμός που το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως κρίναμε, ορθώς απέρριψε. 

 

Έχοντας υπόψη τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης και τα ορθά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την πρώτη συμφωνία, κρίνουμε ότι δεν παρίσταται ανάγκη να διατάξουμε επανεκδίκαση.  Θεωρούμε ότι όλα τα στοιχεία που χρειαζόμαστε για να επιτρέψουμε την έφεση, είναι ενώπιόν μας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση σε ό,τι αφορά την αγωγή, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση για απόρριψή της.  Το υπόλοιπο μέρος της απόφασης ως προς την ανταπαίτηση, παραμένει.  Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση ως προς την αγωγή, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων. 

 

 

 

                                                                  Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο