ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Π.Αγγελίδης, για τους εφεσείοντες Α.Γ.Μιχαηλίδης, για Μιχαηλίδης amp;amp;amp; Μιχαηλίδης ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΦΑΚΟΝΤΗ κ.α. ν. ΕΛΕΝΗ ΚΑΚΟΥΤΗ, Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 70/2011, 23/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A444

(2015) 1 ΑΑΔ 1367

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                     oλιτική ΄Εφεση αρ. 70/2011)

 

23 Iουνίου, 2015

 

Π.ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες

 

1.    ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΦΑΚΟΝΤΗ,

2.    ΚΥΒΕΛΗ Δ. ΦΑΚΟΝΤΗ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

          και

          ΕΛΕΝΗ ΚΑΚΟΥΤΗ,

          Εφεσίβλητη/Eνάγουσα

          - - - - - - - - -

Π.Αγγελίδης, για τους εφεσείοντες

Α.Γ.Μιχαηλίδης,  για Μιχαηλίδης & Μιχαηλίδης ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη

  - - - - - - - - -

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

           Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Η αγωγή αρ.112/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στα πλαίσια της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη δια της εφέσεως ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου είχε εγερθεί από την εφεσίβλητη/ενάγουσα εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και 2 και του εναγόμενου 3 (Alpha Bank Cyprus Ltd) με κύρια αιτούμενη θεραπεία την ακύρωση εγγραφής στο όνομα της εφεσείουσας 2 του επίδικου κτήματος στην Πέγεια Πάφου λόγω της ύπαρξης εξ επαγωγής ή καταληκτικού εμπιστεύματος προς όφελος της εφεσίβλητης και/ή λόγω δόλου και/ή απάτης εκ μέρους των εφεσιβλήτων και/ή έλλειψης αντιπαροχής και/ή λόγω απόφασης που λήφθηκε στην αγωγή 2479/2000 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

Επιδιώκεται ακόμη έκδοση «διατάγματος με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι η εφεσείουσα 2 υπέχει έναντι της εφεσίβλητης, θέση θεματοφύλακα (trustee) αναφορικά με το πιο πάνω κτήμα».

 

Την ίδια ημέρα καταχώρησης της αγωγής η εφεσίβλητη καταχώρισε την επίδικη αίτηση με την οποία εξεδόθη μονομερώς το εκκαλούμενο ενδιάμεσο διάταγμα και έγινε απόλυτο με την υπό κρίση απόφαση.  Το περιεχόμενο του διατάγματος έχει ως εξής:

 

«Απαγορευτικό Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο η Εναγόμενη 2 να εμποδίζεται από το να πωλήσει, μεταβιβάσει, διαθέσει, επιβαρύνει, υποθηκεύσει ή να αποξενώσει με οποιοδήποτε τρόπο το ακίνητο με αριθμό εγγραφής Β263, τεμάχιο 263, φύλλο/σχέδιο 45/25ΕΙ στην τοποθεσία Βατούδια, στην Πέγια μέχρι εκδίκασης και έκδοσης τελικής απόφαση στην αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής Δικαστηρίου.»

 

Να σημειώσουμε ότι, ενώ η αίτηση και το διάταγμα είχε επιδοθεί και στους εναγόμενους 3, οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν στη διαδικασία οπότε εκ πρώτης όψεως δεν έχουν βάση οι σχετικές αιτιάσεις των εφεσειόντων για βλάβη τρίτων και δη των εναγομένων 3. 

 

Όπως και οι δυο ευπαίδευτοι συνήγοροι αποδέχθησαν ενώπιον μας οι διαφορές των διαδίκων ανάγονται στο παρελθόν και μάλιστα από το 2000.

 

Είναι κοινό έδαφος ότι δύο προηγούμενες αγωγές μεταξύ των διαδίκων και/ή συγγενών μ΄αυτούς προσώπων αφορούν το ίδιο επίδικο κτήμα.

 

Η πρώτη αγωγή - η υπ΄αρ.2479/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου - είχε εγερθεί από τον εφεσείοντα 1 εναντίον της εφεσίβλητης και του συζύγου της (Κ.Κακουτή) με την οποία γινόταν επίκληση δύο πωλητηρίων εγγράφων και αγώγιμου δικαιώματος δυνάμει αυτών.  Λόγω παράλειψης εμφάνισης των εναγομένων, εξεδόθη απόφαση ημερ. 20/9/2000 με την οποία διετάχθηκε τιτλοποίηση του επίδικου κτήματος στο όνομα του εφεσείοντα 1.  Ακολούθησε αίτηση παραμερισμού και στα πλαίσια αυτά - λέει η πλευρά της εφεσίβλητης - συμφωνήθηκε αναστολή εκτέλεσης με σχετική δήλωση του τότε δικηγόρου των εφεσειόντων, χωρίς όμως έκδοση αντίστοιχου διατάγματος αναστολής.  Παρά την κατ΄ισχυρισμό από την εφεσίβλητη συμφωνία, οι εφεσείοντες προχώρησαν δολίως σε εκτέλεση της απόφασης με εγγραφή του κτήματος της εφεσίβλητης στο όνομα του εφεσείοντα 1, στις 12/4/2001, ο οποίος και στη συνέχεια το δώρισε στην εφεσείουσα 2. Η τελευταία δε το υποθήκευσε προς όφελος της εναγομένης 3 στις 18/4/2001. 

 

Η απόφαση στην πρώτη αγωγή εν τέλει παραμερίστηκε με σχετική απόφαση του Δικαστηρίου στις 20/5/2002, η οποία και επικυρώθηκε κατ΄έφεση.  Τελικά ο εφεσείων 1 απέσυρε την πρώτη αυτή αγωγή άνευ βλάβης στις 26/2/2008.  Το ίδιο έγινε εκ μέρους της εφεσίβλητης για την ανταπαίτηση. 

 

Η δεύτερη αγωγή υπήρξε η υπ΄αριθμόν 1495/01 με ενάγουσα την παρούσα εφεσίβλητη και εναγόμενους τους παρόντες εφεσείοντες.  Στην εν λόγω αγωγή ζητείτο μεταξύ άλλων διάταγμα ακύρωσης των πιο πάνω εγγραφών.  Στα πλαίσια της δεύτερης αγωγής εκδόθηκε συντηρητικό διάταγμα (παρομοίου περιεχομένου με το υπό κρίση) το οποίο και οριστικοποιήθηκε μετά από ακρόαση.

 

Τελικά στην αγωγή εξεδόθη απόφαση κατόπιν ακρόασης και η αγωγή της εφεσίβλητης απορρίφθηκε στις 22/12/2009 ως πρόωρη.  Θεωρούμε σκόπιμο για σκοπούς κατανόησης του πλήρους ιστορικού της διαφοράς των διαδίκων να τεθεί το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου. (σελ.16-18).  

 

«Η παρούσα αγωγή κινήθηκε πριν παραμεριστεί η απόφαση του Δικαστηρίου για ειδική εκτέλεση του επίδικου ακινήτου στην αγωγή 2479/00 κάτι που έγινε στις 20.5.2002.  Βέβαια το γεγονός του παραμερισμού της απόφασης αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης η οποία καταχωρήθηκε στις 5.9.2002.  Η συμπερίληψη γεγονότων που προέκυψαν μετά την έγερση μίας αγωγής είναι επιτρεπτή.  Όμως δεν μπορεί ένας διάδικος να προωθεί αιτία αγωγής η οποία δεν υφίστατο κατά την έγερση της αγωγής.    Στη παρούσα υπόθεση το γεγονός ότι η απόφαση παραμερίστηκε περιλαμβάνεται στην έκθεση απαίτησης.  Όμως δεν μπορεί στη βάση αυτού του γεγονότος να εισαχθεί ισχυρισμός περί δημιουργίας εξ επαγωγής εμπιστεύματος, ο οποίος μάλιστα δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο και να υποστηρίξει θεραπεία την οποία δεν θα δικαιούτο να προωθήσει η ενάγουσα κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η αγωγή.   Συνακόλουθα η απόδοση των θεραπειών που περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στη δημιουργία εξ υπαγωγής εμπιστεύματος προς όφελος της ενάγουσας μετά τον παραμερισμό της απόφασης στη βάση της οποίας ο εναγόμενος 1 κατέστη ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου γιατί τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στα δικόγραφα και τέτοια αιτία αγωγής θα ήταν πρόωρη. 

 

Η εγγραφή του ακινήτου στο όνομα του εναγομένου 1 ήταν το αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 20.9.2000 η οποία κατά το χρόνο που έγινε η εγγραφή βρισκόταν σε ισχύ και όχι το άμεσο αποτέλεσμα της απόσυρσης της αίτησης για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που έγινε στα πλαίσια που έχω αναφέρει πιο πάνω και δεν θα μπορούσε να διαταχθεί η ακύρωση της μεταβίβασης ακινήτου μόνο στη βάση αυτή.  Βέβαια το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του εναγομένου 1 έχει εκπέσει με τον παραμερισμό της απόφασης.  Με αυτά τα δεδομένα και έχοντας υπόψη ότι η αγωγή 2479/00 έχει αποσυρθεί άνευ βλάβης, η ενάγουσα θα μπορούσε ενδεχόμενα να επιτύχει τις αξιούμενες στην παρούσα αγωγή θεραπείες στη βάση αυτή με αγωγή.  Δεν κρίνω όμως ότι μπορεί να επιτύχει την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, καθότι κατά τον χρόνο έγερσης της η απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή 2479/00 εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και συνεπώς, δεν υφίστατο αιτία αγωγής στη βάση των όσων έχει αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης στην αγόρευση του.  Περαιτέρω ένα άλλο στοιχείο που προβληματίζει στην παρούσα υπόθεση είναι το γεγονός ότι το ακίνητο είναι υποθηκευμένο σε τράπεζα η οποία δεν είναι διάδικος στην υπόθεση.  Σύμφωνα με τη Δ.9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών σε μία αγωγή θα πρέπει να περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία πρόσωπα τους οποίους τα δικαιώματα επηρεάζονται από την έκβαση της.  Εδώ είναι γεγονός ότι τα δικαιώματα του ενυπόθηκου οφειλέτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιδιοκτησία του ακινήτου επί του οποίου υπάρχει υποθήκη για ποσό €170.860,14  όπως ανέφερε ο ΜΕ2 και δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο ενυπόθηκος δανειστής γνώριζε για τον τρόπο με τον οποίο κατέστη ιδιοκτήτης ο εναγόμενος 1 και ακολούθως η εναγόμενη 2.

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω πως παρά το ότι οι εισηγήσεις του κ. Μιχαηλίδη ως προς τη δημιουργία εμπιστεύματος προς όφελος της ενάγουσας καθώς και την εισήγηση του ότι για το επίδικο ακίνητο δεν μπορούσε να διαταχθεί ειδική εκτέλεση με βάση τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας ενδεχόμενα να είναι ορθές, αυτές δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι δημιουργείται μία αδικία γιατί το ακίνητο ενεγράφη στο όνομα του εναγόμενου 1 δυνάμει μίας απόφασης η οποία έχει παραμεριστεί, όμως από την άλλη δεν μπορεί αποδοθεί θεραπεία στη βάση αιτίας αγωγής που δεν υφίστατο κατά τη καταχώρηση της αγωγής.  Περαιτέρω, ακόμα και σε περίπτωση που αυτό θα ήταν επιτρεπτό να γίνει πάλι θα εξακολουθούσε να υφίσταται θέμα του ποιος δικαιούται την  ιδιοκτησία του κτήματος δυνάμει των συμφωνιών πώλησης μεταξύ των διαδίκων έχοντας υπόψη ότι η απόφαση που επέλυε το θέμα έχει παραμεριστεί. 

 

            Συνακόλουθα η αγωγή κρίνεται ότι είναι πρόωρη και ως τέτοια δεν μπορεί να αποδώσει στην ενάγουσα τις αιτούμενες θεραπείες και απορρίπτεται.  Αναφορικά με την ανταπαίτηση, δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς υποστήριξη της και απορρίπτεται ως ατεκμηρίωτη. 

 

            Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μου, αποφασίζω όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της. 

 

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Ο λόγος της ενασχόλησης μας με το «παρελθόν» των σχέσεων των διαδίκων είναι επειδή το θέμα αυτό συναρτάται άμεσα με τις διαμορφούμενες εκ των επιδίκων θεμάτων προϋποθέσεις του άρθρ.32 του Ν.14/60 αλλά και ευθέως προκύπτει και από τη σημασία που εδόθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο  των εφεσειόντων στο χρόνο αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά στην επίπτωση επί των δικαιωμάτων των διαδίκων.

 

Παραπονείται η πλευρά των εφεσειόντων επί της έλλειψης οποιασδήποτε αιτιολογίας ή έστω επαρκούς αιτιολογίας σε συνάρτηση με την ύπαρξη των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60 (5ος λόγος έφεσης) και ακόμη ότι ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από τον πρωτόδικο δικαστή «αποτελεί στην ουσία άρνηση δικαιοσύνης και παράβαση της υποχρεώσεως περί δικαιολογημένης αποφάσεως».  (7ος λόγος έφεσης).

 

Τέσσερις λόγοι έφεσης - ο 1ος, 2ος, 4ος και 6ος - αφορούν με επάλληλο τρόπο το θέμα του δεδικασμένου σε σχέση με τις προαναφερθείσες δύο αγωγές ως εξής:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε και/ή δεν επιλήφθηκε επαρκώς της ένστασης ότι η υπόθεση καλύπτετο από δεδικασμένο «καθότι για το ίδιο θέμα κινήθηκε η πιο πάνω αγωγή 1495/01 η οποία κατέληξε σε απόρριψη, ή σε σχέση με την αγωγή 2479/00 χωρίς ο τότε και νυν ενάγων να απαντήσει και να πετύχει διαγραφή της εγγραφής του κτήματος επ΄ονόματι των εναγομένων».  Ακόμη επισημαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επελήφθη επί της ένστασης στην αίτηση διότι οι ισχυρισμοί περί δόλου λανθασμένα δεν εκδικάστηκαν με τη μορφή απαίτησης ή ανταπαίτησης στην αγωγή αρ.2479/00 ή 1495/01.

 

Η δε τοποθέτηση σε λίγες γραμμές του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου έκρινε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο έγινε χωρίς αξιολόγηση μαρτυρίας και εντελώς ανεπαρκώς.

 

Με ξέχωρο λόγο έφεσης (3ος λόγος) οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ή δεν ασχολήθηκε επαρκώς σε σχέση με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση 10 ετών από την εγγραφή της περιουσίας επί των εναγομένων και ότι εν τω μεταξύ τρίτοι έχουν αποκτήσει δικαιώματα επ΄αυτής.

 

Παρατηρούμε, όπως ήδη υποδείξαμε πιο πάνω, ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι σχετικοί με το παρελθόν στις σχέσεις των διαδίκων όπως αυτές διαμορφώθηκαν σε ευρύ ομολογουμένως χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβαν χώρα δικαστικές διαδικασίες με αλλεπάλληλα αποτελέσματα τα οποία καθόριζαν ή επανακαθόριζαν εν πολλοίς τα δεδομένα και τα δικαιώματα των μερών με τελευταία την απόφαση 1495/01 λίγες ημέρες πριν την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.

 

Γι΄αυτό κρίνουμε ότι όλοι οι λόγοι μπορούν να εξεταστούν ομοούσια συναρτώμενοι κυρίως με την ύπαρξη ή μη επαρκούς αιτιολογίας επί της πρωτόδικης κρίσης.  Εξάλλου επ΄αυτού δεν φαίνεται να διαφωνούν οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι αφού τόσο ο κ.Αγγελίδης όσο και ο κ.Μιχαηλίδης έχουν ασχοληθεί μ΄αυτό το παρελθόν ερμηνεύοντας βέβαια τα αντικειμενικά σχεδόν δεδομένα υπό διαφορετικό πρίσμα, αφού ο κ.Μιχαηλίδης δεν αποδέχεται τα περί δεδικασμένου λέγοντας επιπρόσθετα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε στο στάδιο αυτό να εξετάσει το θέμα του δεδικασμένου ως θέμα ουσίας της διαφοράς.  Κατά τα λοιπά αναφέρει ο κ.Μιχαηλίδης, παρά τη λιτή διατύπωση, η πρωτόδικη κρίση είναι αρκούντως αιτιολογημένη. 

 

΄Εχουμε μελετήσει την εκκαλούμενη απόφαση υπό το πρίσμα των θέσεων των δύο πλευρών και έχοντας υπόψη το ιστορικό της διαφοράς όπως απεδόθη προηγουμένως με συνοπτικό τρόπο.

 

Είναι γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν δύναται να θεωρηθεί ως υπόδειγμα είτε γραφής είτε δομής.  Δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε ότι είναι πρέπον και αρμόζον με το δικαστικό καθήκον η απόφαση να εντρυφήσει - όχι φλύαρα αλλά με επάρκεια - στα προβαλλόμενα ως επίδικα θέμα.

 

Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι αν η καθόλα συνοπτική αναφορά του Δικαστηρίου ως προς τα επίδικα θέματα δύναται ή όχι να κριθεί δεόντως αιτιολογημένη.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής καταγράφει τις θέσεις των δύο πλευρών στη μορφή παρουσίασης τους με το αντίστοιχο αυτούσιο λόγο των ενόρκως δηλούντων επί της αίτησης και επί της ένστασης.

 

Το ιστορικό λοιπόν των πραγμάτων αποδίδεται με αυτό τον έστω μη ιδανικό τρόπο.  Από την παράθεση των αυτούσιων αντίστοιχων εκδοχών πάντως προκύπτει, αντικειμενικά θα λέγαμε, η πορεία των γεγονότων που θα μας είναι χρήσιμα για να κρίνουμε το θέμα της αιτιολογίας ή μη επί της πρωτόδικης κρίσης.

 

Στη συνέχεια ο πρωτόδικος δικαστής, αφού παραθέτει ορθά τις νομικές αρχές και τον τρόπο προσέγγισης επί τέτοιων αιτήσεων δυνάμει του άρθρου 32 του Ν.14/60, καταλήγει στις εξής διαπιστώσεις;

«Με βάση τα γεγονότα που εκτίθενται στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση,  τα γεγονότα που εκτίθενται στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, τα τεκμήρια που επεσυνάφθησαν στις ενόρκους δηλώσεις και το τι λέχθηκε ενώπιον μου,  έχω καταλήξει στη βάση της πιο πάνω νομικής ανάλυσης ότι η Ενάγουσα έχει εγείρει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και έχει πιθανή ορατότητα επιτυχίας.  Ο ισχυρισμός των Εναγομένων ότι ήδη το κτήμα έχει μεταβιβασθεί επ΄ ονόματι των Εναγομένων αρ. 1 και ακολούθως στην Εναγόμενη αρ. 2, κρίνω ότι δεν αποκλείει το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας , διότι η όποια μεταβίβαση έγινε με βάση απόφαση Δικαστηρίου η οποία έχει παραμερισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει καμία ισχύ. 

 

Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32  που εξετάζεται το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων, όπως λέχθηκε και πιο πάνω, σημειώνω ότι η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε  κατοπινότερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά.  Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη.  (Βλέπε Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 321 και Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245).

 

Τελειώνοντας κρίνω ότι υφίστανται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, όπως και οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Κεφ.6 για συνέχιση της ισχύος του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος.  Ευρίσκω επίσης ότι το ισοζύγιο ευχέρειας του Δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί υπέρ της Αιτήτριας προς τον σκοπό διατήρησης της κατάστασης πραγμάτων ως είχαν αμέσως προ της έγερσης της αγωγής και κρίνω επίσης ότι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 1 του Κεφ.6 για το θέμα του επείγοντος έκδοσης τέτοιου διατάγματος.   Με βάση όλα όσα τέθησαν ενώπιον μου κρίνω επίσης ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο για οποιοδήποτε θέμα εγείρεται στην παρούσα υπόθεση.»  

 

 

Με τα πιο πάνω το Δικαστήριο προχώρησε στο να καταστήσει το διάταγμα απόλυτο.

 

Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι υπήρξε πλήρωση των προϋποθέσεων του νόμου έγινε σε συνάρτηση με το ίδιο το περιεχόμενο της δικογραφίας της αίτησης και ένστασης και όλων των τεκμηρίων της υπόθεσης που κατά πολύ είχαν κοινό αντικειμενικό έρεισμα στη δικογραφία και αποφάσεις των προηγούμενων αγωγών.  Και φυσικά η εξέταση των προϋποθέσεων πάντοτε γίνεται υπό την οπτική γωνία που η ένσταση θέτει τα θέματα ώστε το Δικαστήριο να επικεντρωθεί στα ζητήματα που όντως είναι αμφισβητούμενα.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο στάδιο έκδοσης προσωρινού διατάγματος εκείνο που απαιτείται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας της ύπαρξης του, κάτι που υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Υπό το πρίσμα λοιπόν της καταχωρισθείσας ένστασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει την πλήρωση των προϋποθέσεων ως αναδύονται από την ένορκη δήλωση που στήριξε την αίτηση αφού εξέταζε την ένσταση χωρίς να δύναται να προβαίνει σε τελικά ευρήματα επί της ουσίας. Όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία Σλοβενίας ν. Beogradska Banka (1999) 1 (A) A.A.Δ. 225:

 

«..όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της».  

 

Το ίδιο συνεπώς ισχύει και για το res judicata.

 

Παρατηρούμε ότι οι κύριοι λόγοι ένστασης που είχε καταχωρηθεί πρωτοδίκως από τους εφεσείοντες αναφέρονται στην κάλυψη από δεδικασμένο (ως εκ της αγωγής 1495/01- λόγος 1) ή ως εκ της αγωγής 2479/2000 - λόγος 2) και εκ των δύο - λόγος 4).  Με το ίδιο θέμα σχετίζεται εμμέσως και η προβολή της αδικαιολόγητης καθυστέρησης των 10 ετών από την εγγραφή της περιουσίας στο όνομα των εναγομένων και στην απόκτηση δικαιωμάτων τρίτων (λόγος 3).

 

Τα πιο πάνω αναφέρθηκαν μόνο ως εντασσόμενα στις (α) και (β) προϋποθέσεις του άρθρου 32 και μόνο ως τέτοια μπορούσαν να αφορούν τη διαδικασία.  Επ΄αυτής όμως της πτυχής ακριβώς ήταν σχετικά όλα τα δικονομικά διαβήματα των διαδίκων και ειδικά η τελευταία απόφαση 1495/01 ανωτέρω.   Στο πιο πάνω απόσπασμα της εν λόγω απόφασης γίνεται αναφορά στο λόγο απόρριψης της αγωγής που εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον κρινόμενο δεν συναρτάται με την ουσία της διαφοράς των διαδίκων, αφού χαρακτηρίζει και την αγωγή ως πρόωρη συσχετίζοντας το όλο θέμα με το ότι ο παραμερισμός της απόφασης στην πρώτη αγωγή έλαβε χώραν μετά την έγερση της δεύτερης αγωγής.

 

Ακριβώς η μεταβαλλόμενη κατάσταση των διαδίκων ως εκ των αλλεπάλληλων διαδικασιών που παρουσιάζονται με κοινό, ως προς τα ουσιώδη, περιεχόμενο παρουσιάζει δύο σημεία, τα οποία έστω και με πενιχρό τρόπο, επισημάνθηκαν από το πρώτοδικο Δικαστήριο: 

 

(α)  Το γεγονός του παραμερισμού της απόφασης που εξασφάλισαν οι εφεσείοντες στην πρώτη αγωγή και το ότι η επίδικη μεταβίβαση του επίδικου κτήματος ακριβώς είχε λάβει χώρα  δυνάμει αυτής της απόφασης που έχει παραμεριστεί, και

 

(β)  στη μη διαπίστωση ύπαρξης δεδικασμένου, στα πλαίσια της αίτησης πάντα κρινόμενο το θέμα.

 

Προφανώς και οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθ.32 δηλαδή (α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και (β) η ύπαρξη πιθανότητας ότι η εφεσίβλητη δικαιούται θεραπείας εξετάστηκαν μαζί.  Ως γνωστό η εξέταση της πρώτης προϋπόθεσης έχει σχέση με τη δικογραφική θεμελίωση της αξίωσης και η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης απαιτεί να καταδειχθεί δια της προσφερόμενης στην αίτηση μαρτυρίας κάτι περισσότερο από την απλή πιθανολόγηση, αλλά και κάτι λιγότερο από το βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

Συνεπώς ως προς την εξέταση της στοιχειοθέτησης του αγώγιμου δικαιώματος στην α΄ και β΄ προϋπόθεση περιέχεται δικαστική κρίση για το εξ επαγωγής και/ή καταληκτικό εμπίστευμα προς όφελος της εφεσίβλητης λόγω δόλου που με βάση τη δικογραφία συσχετίστηκε με την απόφαση τις 2479/00, η οποία και παραμερίστηκε μετά την έγερση της δεύτερης αγωγής, σημείο που κρίθηκε ότι είχε σημασία για την απόρριψη της δεύτερης αγωγής ως πρόωρης (βλ. πιο πάνω σχετικό απόσπασμα).

 

Δέον να προσεχθεί ότι οι εφεσείοντες στους λόγους ένστασης τους δεν έθεσαν θέμα μη επάρκειας της αναφοράς για δόλο ή του ευρύτερου αγώγιμου δικαιώματος πέραν από τα όρια των δύο προηγούμενων διαδικασιών ως προς την πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων, συνεπώς δεν έχουν θέση οι σχετικές εισηγήσεις τους.

 

Σημασία έχει ακόμη η θεώρηση που προκύπτει εκ των ιδίων των πραγμάτων ότι δια του παραμερισμού της απόφασης στην πρώτη αγωγή το 2002 και την έκδοση της απόφασης στη δεύτερη αγωγή, τα γεγονότα που αφορούν  τους δύο διαδίκους δεν έμειναν στατικά αλλά μεταβάλλονταν διαμορφούμενα αναλόγως ώστε να μην ευσταθεί η θέση της σημασίας της παρόδου των 10 χρόνων όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων. 

 

Είναι γεγονός ότι δεν υπήρξε ad hoc απόρριψη ενός εκάστου των επιχειρημάτων του κ.Αγγελίδη πρωτοδίκως.  Δεν είναι όμως υποχρεωμένο το Δικαστήριο να ασχολείται με ένα έκαστο των επιχειρημάτων ενός διαδίκου.  (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).  Σημασία έχει αν, δια της συνολικής απόφασης, μεταδίδεται έστω και με λιτό τρόπο, η διεργασία της δικαστικής κρίσης, υπό το πρίσμα πάντα της συγκεκριμένης αμφισβήτησης.

 

Στα πλαίσια αυτά λοιπόν κρίνοντας την επίδικη απόφαση θεωρούμε ότι ήταν εντός του επιτρεπτού η δοθείσα αιτιολογία και η πρωτόδικη κρίση δύναται να επικυρωθεί και επικυρώνεται.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, ως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                      ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                      ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                      ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο