ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A393
(2015) 1 ΑΑΔ 1267
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 228/2010)
4 Ιουνίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
AΡΤΕΜΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
1. ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ - ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ
2. ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
3. ΑΛΚΗΣ ΚΟΥΛΛΗ
4. ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσίβλητοι
----------------
Π. Πιερίδης, για τον εφεσείοντα.
Χρ. Λειβαδιώτου (κα), για τον εφεσίβλητους.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο αξίωνε εναντίον του συνεταιρισμού στον οποίο μετείχε ως ομόρρυθμος εταίρος και εναντίον των άλλων εφεσιβλήτων-εναγομένων (εφεσίβλητοι 2-4) σειρά διαταγμάτων και θεραπειών για παύση του διευθυντή και της διαχείρισης του, καθώς και για απόδοση λογαριασμών για όσα ποσά εισέπραξε ο καθένας από τους εταίρους από τις 8.12.2002 μέχρι την ημέρα καταχώρισης της αγωγής, καθώς και άλλα συναφή διατάγματα που άπτονται του κυρίου αιτήματος. Επιπροσθέτως αποζημιώσεις για ζημιές λόγω παράβασης των όρων του συνεταιρισμού καθώς και πληρωμή προς τον εφεσείοντα ποσού χρημάτων τα οποία αυτός δικαιούταν ως εκ της συμμετοχής του στο συνεταιρισμό - εφεσίβλητo 1.
Κύριος πυρήνας της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντος, όπως προωθήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως δικογραφημένη θέση, ήταν ότι ο εφεσίβλητος 1 ανέλαβε τη μελέτη λυκείου στη Λεμεσό και δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των λοιπών συνεταίρων συμφωνήθηκε ότι καθένας θα λάμβανε το ένα τέταρτο των εισπράξεων αφαιρουμένων οποιωνδήποτε εξόδων. Ήταν περαιτέρω όρος της συμφωνίας, ότι ο κάθε συνέταιρος θα δικαιούτο σε επιπλέον αμοιβή για τις εργασίες που θα προσέφερε. Παρά την εκτέλεση επιπλέον εργασίας εκ μέρους του εφεσείοντος οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να του καταβάλουν την αμοιβή του, προσπαθώντας να τον αποβάλουν από το συνεταιρισμό, καταπατώντας έτσι τα νόμιμα δικαιώματα του.
Οι εφεσίβλητοι αρνούμενοι τις αξιώσεις του εφεσείοντος ήγειραν προδικαστική ένσταση: ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας δια της καταχωρίσεως πολλαπλών αγωγών, υπ΄ αρ. 6619/02 και ανταπαίτηση στην αγωγή υπ΄ αρ. 818/02.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος για μια σειρά από λόγους που με πολλή επιμέλεια και με παραπομπή στη μαρτυρία κατέγραψε στην απόφαση του, δίνοντας το στίγμα και τους λόγους απόρριψης της. Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του εφεσείοντος σε σχέση με τις αξιώσεις του εναντίον των εφεσιβλήτων, ότι διεπόταν από αοριστία που έπληττε αυτή καθαυτή την αξίωση του για τα ποσά τα οποία αξίωνε. Αποδεχόμενο δε το Δικαστήριο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 4 για τους λόγους που με λεπτομέρεια επίσης παραθέτει, απέρριψε την αξίωση και τις θεραπείες που επιζητούσε με την αγωγή του ο εφεσείων. Λαμβάνοντας δε υπόψη του το ατέρμονο της αντιπαράθεσης, ευθύνη για την οποία έκρινε ότι έφεραν αμφότερες οι πλευρές - οι διάδικοι ενέπλεξαν στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης ζητήματα τα οποία αποτέλεσαν επίδικα θέματα στην υπ΄ αρ. 818/02 αγωγή και τα οποία συνιστούσαν δεδικασμένο, επιδίκασε το ήμισυ των εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρίστηκαν πέντε λόγοι έφεσης που άπτονται στην ουσία τους του εσφαλμένου της αξιολόγησης της μαρτυρίας και την παράλειψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει και να εκτιμήσει ορθά τη μαρτυρία, εμπράγματη και πραγματική, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα ευρήματα και συμπεράσματα κατά τρόπο που η απόφαση να αντιστρατεύεται την κοινή λογική και να έρχεται σε αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία (1ος και 2ος λόγος έφεσης). Καταχωρούνται κάτω από το κεφάλαιο του 1ου λόγου έφεσης επτά λόγοι αιτιολογίας, ενώ ως προς το 2ο λόγο έφεσης αυτός αιτιολογείται με πέντε σημεία, με τον 5ο να φέρει υποπαραγράφους (α)-(φ)(!). Ο 3ος λόγος άπτεται και πάλι της αξιοπιστίας και στρέφεται εναντίον του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το αξιόπιστο του εφεσίβλητου 4, κρίνοντας το ως ανασφαλές, ενώ ο 4ος και ο 5ος της εσφαλμένης καθοδήγησης του Δικαστηρίου ως προς το επιμέρους εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων συμμετείχε σε εργασία μέχρις ενός σημείου για την οποία και έλαβε ίση αμοιβή ως και οι εφεσίβλητοι 2-4.
Θα πρέπει εξ υπαρχής να παρατηρήσουμε ότι ενώ οι λόγοι έφεσης αναλύονται σε μεγάλη έκταση, το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος καταλαμβάνει μόλις 3½ σελίδες, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε παραπομπή, είτε στα πρακτικά του Δικαστηρίου, είτε στην απόφαση, κατά τρόπο που το Δικαστήριο θα συμφωνήσει με την πρωτόδικη Δικαστή περί αοριστίας η οποία φαίνεται να άρχισε ενώπιον του και να συνεχίστηκε και στην κατ΄ έφεση ακροαματική διαδικασία.
Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, κακώς κατά την κρίση μας, και παντελώς αχρείαστα αναλώθηκε στη δική της μακροσκελή αγόρευση, είκοσι μία σελίδες, για να παραπέμψει στην απόφαση του Δικαστηρίου, έργο που ανήκε αποκλειστικά στο συνήγορο του εφεσείοντος, το οποίο ο τελευταίος απέτυχε να εκπληρώσει.
Από προσεκτική ανάγνωση της απόφασης του Δικαστηρίου κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και όχι μόνο δεν ευσταθούν, αλλά όπως είπαμε παρέμειναν αστήρικτοι και αόριστοι μέχρι τέλους. Σημειώνουμε όμως το πλέον ουσιαστικό στο οποίο στηρίχθηκε το Δικαστήριο ως προς το ότι καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ως προς το ύψος του ποσού των εξόδων του εφεσίβλητου 1-συνεταιρισμού ώστε στην απουσία λογιστικής ανάλυσης ή βιβλίων του συνεταιρισμού, που δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, δεν ήταν δυνατόν να αποκρυσταλλωθεί το ύψος του ποσού στο οποίο ο εφεσείων δικαιούταν. Ορθά λοιπόν στη βάση της αξιολογηθείσας μαρτυρίας και για τους λεπτομερείς λόγους στους οποίους προέβη το Δικαστήριο, προέκυπτε το αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την αξίωση του.
Είναι η κατάλληλη περίπτωση να επισημάνουμε ότι η παρατήρηση του Δικαστηρίου περί αχρείαστης περιπλοκής της υπόθεσης δεν αφήνει στο απυρόβλητο το ίδιο το Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευθύνη ελέγχου της ενώπιον του διαδικασίας για να εμποδίσει εκτροχιασμό της δίκης, στο κατάλληλο πάντοτε στάδιο (Δ.30 Κλήση για Οδηγίες). Μπορούμε να αντιληφθούμε τη δυσκολία του πρωτόδικου Δικαστή ο οποίος κάτω από την πίεση και τον όγκο της εργασίας την οποία διεκπεραιώνει καθημερινώς, δυστυχώς τις πλείστες φορές δεν βρίσκει τον χρόνο να εντρυφήσει ως απαιτείται στα δικόγραφα, ώστε να είναι σε θέση να αποτρέψει εν τη γενέσει του το συχνό φαινόμενο κατάχρησης της διαδικασίας και κατασπατάλησης του δικαστικού χρόνου, φαινόμενο που επιτείνει την ολοένα αυξανόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων. Το καθήκον όμως του Δικαστηρίου έστω και κάτω από αντίξοες συνθήκες όχι μόνο δεν πρέπει να ατονεί αλλά να επαυξάνει.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως αστήρικτοι.
Επιδικάζονται €2.500 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΦΚ