ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A462
(2015) 1 ΑΑΔ 1421
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2010)
26 Ιουνίου 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστών]
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ, ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Χρυσάνθης Μάρκου
2. ΜΑΡΙΛΕΝΑΣ ΜΑΡΚΟΥ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας Χρυσάνθης Μάρκου
3. ΘΕΩΔΩΡΟΥ ΜΑΡΚΟΥ, ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Χρυσάνθης Μάρκου
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ν.
ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΑΤΙΣΕΡΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ ΛΤΔ ΚΑΙ ΠΑΓΩΤΑ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΙΣΕΡΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
_________
Δ. Μιχαηλίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους εφεσείοντες.
Ε. Προδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τους εφεσίβλητους.
_________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η Χρυσάνθη Μάρκου εργαζόταν ως βοηθός λογιστής στις εταιρείες Παγωτά Παπαφιλίππου και Πατισερί Παναγιώτης Λτδ και Πατισερί Παναγιώτης και Παπαφιλίππου Λτδ. Παράλληλα ήταν μέλος της διαχειριστικής επιτροπής του Ταμείου Προνοίας («το Ταμείο») των υπαλλήλων της εταιρείας Παγωτά Παπαφιλίππου και Πατισερί Παναγιώτης Λτδ («η εταιρεία»).
Η Χρυσάνθη Μάρκου απεβίωσε στις 22.7.2002 και ως διαχειριστές της περιουσίας της διορίστηκαν οι εφεσείοντες 1, 2 και 3.
Κατά το έτος 2000 σε έλεγχο από το ελεγκτικό γραφείο Κ.P.M.G. διαπιστώθηκε έλλειμμα στο Ταμείο ως προς το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι, παραδέχθηκε κλοπή και οικειοποίηση η Χρυσάνθη Μάρκου. Συγκεκριμένα, ως τεκμήριο 1 κατατέθηκε, χωρίς ένσταση, γραπτή δήλωσή της, ημερομηνίας 29.5.2000, στην οποία παραδέχθηκε ότι μεταξύ 1.1.1996 και 5.5.2000, έκλεψε και/ή παρανόμως οικειοποιήθηκε χρήματα του Ταμείου με το συνολικό ποσό να ανέρχεται σε Λ.Κ. 26.254,65, επωφελούμενη στο μεταξύ τους τόκους, ώστε το οφειλόμενο ποσό κατ΄εκείνο το χρόνο να ανερχόταν σε Λ.Κ. 29.875,70. Στο ίδιο έγγραφο δηλώνεται από την Χρυσάνθη Μάρκου ότι το ποσό αυτό έχει επιβεβαιωθεί και από το σχετικό λογιστικό έλεγχο στον οποίο είχαν προβεί οι ελεγκτές του οίκου Κ.P.M.G. Μεταξάς, Λοϊζίδης, Συρίμης, τα αποτελέσματα του οποίου, όπως περαιτέρω δηλώνεται, της είχαν παρουσιασθεί και γίνονταν αποδεκτά εφόσον, όπως καταλήγει η δήλωσή της, πραγματικά είχε κλέψει και οικειοποιηθεί από το Ταμείο το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 29.875,70.
Χωρίς ένσταση παρουσιάστηκε και το τεκμήριο 3, το οποίο φέρεται να είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου ημερομηνίας 29.5.2000, δια του οποίου η Χρυσάνθη Μάρκου δήλωσε ότι χρωστούσε στο Ταμείο το εν λόγω ποσό και υπόσχετο να το εξοφλήσει σε τρεις δόσεις, με την πρώτη δόση για Λ.Κ. 2.500 πληρωτέα στις 12.6.2000, ενώ η τρίτη και τελευταία δόση συμφωνήθηκε να πληρωθεί μέχρι τις 9.10.2000. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε τόκος προς 8% ετησίως για το εν λόγω ποσό από της ημερομηνίας υπογραφής. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης περισσότερο από τρεις ημέρες οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής, το γραμμάτιο θα καθίστατο «άμεσα» [sic] ληξιπρόθεσμο και ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό αμέσως απαιτητό.
Από πλευράς προσωπικής μαρτυρίας, οι εφεσίβλητοι κάλεσαν τον Παναγιώτη Παπαφιλίππου, πρόεδρο του Ταμείου και της εταιρείας, ο οποίος ανέφερε τα όσα εν πολλοίς περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα δήλωση της Χρυσάνθης Μάρκου. Παράλληλα έδωσαν μαρτυρία για τις περιστάσεις υπογραφής του επιδίκου γραμματίου οι Μιχάλης Χρυσάνθου και Γιώργος Μαρκίδης, του ελεγκτικού οίκου ΚPMG, οι οποίοι παρουσιάζονται ως μάρτυρες στο γραμμάτιο, αναφέροντας ότι το γραμμάτιο υπεγράφη στην παρουσία τους στο γραφείο του Χρίστου Βασιλείου της KPMG. Η προσπάθεια που έγινε στην αντεξέταση περιστράφηκε βασικά, με ερωτήσεις και υποβολές, γύρω από την εκδοχή ότι η Χρυσάνθη Μάρκου είχε υπογράψει τα εν λόγω έγγραφα υπό την πίεση ότι αν δεν υπέγραφε θα καταγγελλόταν στην αστυνομία ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα. Τέτοια όμως εκδοχή δεν προωθήθηκε με μαρτυρία εφόσον οι εναγόμενοι δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία.
Ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο είχε προς αξιολόγηση τη μαρτυρία που προσέφεραν οι ενάγοντες, την οποία αποδέχθηκε ως ειλικρινή και αντικειμενική. Σημείωσε ότι επρόκειτο για μαρτυρία που ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, πλην των υποβολών περί εξάσκησης πίεσης και ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία. Περαιτέρω, δέχθηκε τις εξηγήσεις του Π. Παπαφιλίππου για την καθυστέρηση στην έγερση της αγωγής ως αποδιδόμενη σε ανθρωπιστικούς λόγους. Η καθυστέρηση, όπως θα δούμε, σχετίζεται με ένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτόδικα και κατ΄έφεσιν οι εφεσίβλητοι.
Απασχόλησε, στα πλαίσια της όλης αξιολόγησης, το πρωτόδικο δικαστήριο και η πρόνοια του άρθρου 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η οποία έχει ως ακολούθως:
«7. Αξίωση επί κληρovoμιάς, πoυ στηρίζεται σε ισχυρισμό χρέoυς ή δωρεάς δεv γίvεται δεκτή με μη εvισχυμέvη μαρτυρία τoυ πρoσώπoυ πoυ αξιώvει, εκτός αv φαίvovται ή απoδεικvύovται περιστατικά πoυ καθιστoύv τηv αξίωση εκ τωv πρoτέρωv πιθαvή, ή πoυ μεταθέτoυv τo βάρoς της αvαίρεσης αυτής στoυς αvτιπρoσώπoυς τoυ απoθαvόvτα.»
Θεώρησε ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία υπό τη μορφή θετικής προφορικής μαρτυρίας περί των γεγονότων, όπως το έθεσε, αλλά έκρινε ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή και εν πάση περιπτώσει, εφόσον θεώρησε το επίδικο έγγραφο ως γραμμάτιο συνήθους τύπου, έκρινε ότι επρόκειτο για περίπτωση τέτοια που το βάρος της αναίρεσης της αξίωσης είχε μετατεθεί στους ώμους των αντιπροσώπων της αποθανούσης.
Ως προς τη νομική φύση του επιδίκου εγγράφου, το ζήτημα που ηγέρθη από πλευράς των εφεσειόντων ήταν ότι τούτο δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, καθότι σ΄αυτό προβλεπόταν η πληρωμή διαφόρων ποσών, κατά δόσεις, σε διαφορετικές ημερομηνίες και καθότι προβλέφθηκε τόκος ο οποίος θα υπερέβαινε το 9%, που είναι το ανώτατο όριο κατά το άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, δεδομένου ότι ο τόκος χρεωνόταν επί ολόκληρου του ποσού εξ αρχής. Ως προς το ζήτημα της πληρωμής δια δόσεων, η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής παρέπεμψε στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. ν. Χρηματοδοτήσεις Πάνθηρας Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 7333, στην οποία αποφασίστηκε ότι ο καθορισμός πληρωμής του χρέους με δόσεις δεν ενέτασσε το επίδικο γραμμάτιο σε κατηγορία άλλη απ΄αυτή του γραμματίου συνήθους τύπου. Ως προς το ζήτημα του τόκου θεώρησε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο συνολικός τόκος επί του ποσού θα υπερέβαινε το 9%. Έχοντας απορρίψει τις αιτιάσεις αυτές των εναγομένων και εφόσον η δικογραφική θέση τους που αμφισβητούσε το γνήσιο της υπογραφής δεν προωθήθηκε, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο σε εύρημα ότι επρόκειτο για γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Ένα τελευταίο ζήτημα που τέθηκε προς εξέταση, σχετιζόταν με δύο άλλες, μεταγενέστερες, δηλώσεις της Χρυσάνθης Μάρκου που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια 4 και 5. Στο τεκμήριο 4 δήλωσε ότι είχε οικειοποιηθεί παρανόμως χρήματα της εταιρείας ύψους Λ.Κ10.000. Στο τεκμήριο 5 δήλωσε ότι είχε οικειοποιηθεί παράνομα χρήματα της εταιρείας ύψους Λ.Κ. 8.000. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων προέβαλε πρωτοδίκως τη θέση ότι τα τεκμήρια 4 και 5 καταδεικνύουν την άσκηση πίεσης και ότι από αυτά προκύπτει ότι το οφειλόμενο από την αποβιώσασα ποσό δεν ήταν αυτό της αγωγής, αλλά λιγότερο. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής θεώρησε ότι η αναγνώριση των οφειλών στα τεκμήρια 4 και 5, αναφερόταν σε ποσά που η Χρυσάνθη Μάρκου είχε οικειοποιηθεί από την εταιρεία και όχι από το Ταμείο.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι δεν επρόκειτο για γραμμάτιο συνήθους τύπου για τους λόγους που είχαν προβάλει πρωτοδίκως. Συναφώς, εισηγήθηκαν περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πως απαιτείτο μαρτυρία για να αποδειχθεί ότι θα επροκαλείτο υπέρβαση του μεγίστου επιτρεπομένου ορίου τόκου. Θεωρούμε ότι η προαναφερθείσα απόφαση Χαραλάμπους κ.α. ν. Χρηματοδοτήσεως Πάνθηρα Λτδ καλύπτει εν γένει τον πρώτο λόγο έφεσης. Η πρόνοια για πληρωμή δια δόσεων δεν επηρεάζει τη φύση του γραμματίου συνήθους τύπου, όπως ούτε και η πρόβλεψη για τόκο επί του συνολικού ποσού από την ημερομηνία υπογραφής του γραμματίου, σε περίπτωση που αυτό συμφωνείται να είναι πληρωτέο με δόσεις. Εάν τέτοια πρόνοια θα είχε την έννοια του υπολογισμού τόκου επί του αρχικού ποσού, ανεξαρτήτως της πληρωμής των δόσεων και του εκάστοτε υπολοίπου και δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά, κάτι που δεν θεωρούμε αναγκαίο να αποφασίσουμε, αυτή θα ήταν πρόνοια που οι διάδικοι συμφώνησαν, το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο, χωρίς εξήγηση, όπως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε. Εν πάση περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε ότι το ζήτημα καλύπτεται από την προαναφερθείσα νομολογία.
Άλλος λόγος έφεσης έγκειται στην εισήγηση ότι η ερμηνεία του πρωτόδικου δικαστηρίου για το άρθρο 7 του Κεφ. 9 ήταν λανθασμένη διότι παραγνώρισε πλήρως τον τρόπο που το Εφετείο ερμήνευσε, ως ετέθη, το άρθρο 7 στην υπόθεση Μuskita Aluminium Industries Ltd κ.α. ν. Αlsako Aluminium Ltd (2009) 1 AAΔ 1481. Δεν δόθηκαν περαιτέρω εξηγήσεις. Στην εν λόγω δε απόφαση εκείνο που συζητήθηκε ήταν η κατάργηση, δια του Ν. 32(Ι)/2004, του άρθρου 4 του Κεφ. 9 που επέτρεπε την παρουσίαση εγγράφου χωρίς την ανάγκη να κληθεί το πρόσωπο που το συνέταξε, όταν αυτό ήταν εκτός της Δημοκρατίας ή αποβιώσας. Η εν λόγω απόφαση δεν πραγματεύεται το άρθρο 7 και δεν είναι σχετική.
Περαιτέρω οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η επιλογή των εφεσιβλήτων να καταχωρήσουν αγωγή το 2005, ενώ θα μπορούσαν να το πράξουν ήδη από την καθυστέρηση καταβολής της πρώτης δόσης ή οποτεδήποτε μετά, εφόσον εκείνη ήταν η μόνη τελικά δόση που καταβλήθηκε, είχε ως αποτέλεσμα η αποβιώσασα να μην μπορεί να δώσει μαρτυρία για το πραγματικό ποσό που όφειλε στους εφεσίβλητους, ενόψει των τεκμηρίων 4 και 5. Σε συνάρτηση με αυτή την εισήγηση, τέθηκε και ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε καμιά ενίσχυση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων. Ήταν, εν τέλει, η θέση των εφεσειόντων ότι, υπό τις περιστάσεις (τεκμήρια 4 και 5, συμμετοχή του Βασιλείου της KPMG σε αυτά, καθυστέρηση στην έγερση της αγωγής, θάνατος στο μεταξύ της Χρυσάνθης Μάρκου), δεν ικανοποιείται η εξαίρεση του άρθρου 7. Ειδικά για τα τεκμήρια 4 και 5, η εισήγηση ήταν ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούν να απαιτούν ένα κατά πολύ μεγαλύτερο ποσό, αφού η απαίτησή τους αναιρέθηκε από τα μεταγενέστερα αυτά έγγραφα που έχουν το ίδιο αντικείμενο και αφορούν το ίδιο θέμα.
Οι πρόνοιες του άρθρου 7 του Κεφ. 9 επιβάλλουν όπως αξιώσεις κατά της περιουσίας αποβιώσαντος προσεγγίζονται, κατ΄αρχάς, με καχυποψία και όπως η σχετική μαρτυρία αξιολογείται διεξοδικά ενόψει της αδυναμίας να παρουσιαστεί η μαρτυρία του ίδιου του κατ΄ισχυρισμόν οφειλέτη. Εξ ου και η θεσμοθετηθείσα ανάγκη για ενισχυτική μαρτυρία, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος προβολής πλαστών αξιώσεων[1].
Εν προκειμένω, δεν κατέστη επίδικο το εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε η ενισχυτική μαρτυρία, γι΄αυτό και δεν θα επεκταθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι όμως βέβαιο ότι, ακόμα κι έτσι, με την υπάρχουσα μαρτυρία, ήτοι τις ρητές και συγκεκριμένες παραδοχές της αποβιωσάσης, αλλά και την υπογραφή εκ μέρους της γραμματίου συνήθους τύπου, ικανοποιούνται οι εξαιρέσεις του άρθρου 7 του Κεφ. 9. Τα τεκμήρια 4 και 5 είναι προφανές ότι αναφέρονται σε άλλες επιλήψιμες ενέργειες της αποβιωσάσης, όπως ορθά αντελήφθη το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν μπορούν να επηρεάσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο την παρούσα, είτε γενικότερα, είτε σε αναφορά με το άρθρο 7 του Κεφ. 9.
Ως προς το ότι η αγωγή καταχωρίστηκε μετά το θάνατο της Χρυσάνθης Μάρκου και όχι ενωρίτερα, όπως θα μπορούσε, δεν θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό έχει σημασία, ιδιαίτερα εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως πειστικές τις εξηγήσεις που έδωσαν οι εφεσίβλητοι περί καλόπιστης συμπεριφοράς. Η μη έγερση αγωγής εν ζωή της οφειλέτιδας ήταν ζήτημα που αξιολόγησε το Δικαστήριο σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Κεφ. 9, οι οποίες και ενεργοποιήθηκαν ακριβώς λόγω του θανάτου, στο μεταξύ, της οφειλέτιδας.
Τέλος, αν και το θέμα της πίεσης με αναφορά σε λήψη νομικών μέτρων, παρέμεινε σε επίπεδο υποβολών χωρίς να στοιχειοθετηθεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο, υπενθυμίζουμε την αρχή ότι, η επίκληση νόμιμων μέτρων, έστω και υπό τη μορφή άμεσης απειλής, σε αντιδιαστολή προς μία άνομη απειλή, δεν συνιστά, κατ' αρχήν, εξαναγκασμό, παρά μόνο κατ' εξαίρεση, όταν από το σύνολο των περιστάσεων κρίνεται παράλογη (R. v. Attorney General for England and Wales [2003] UKPC 22).
Θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ορθή και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π
[1]Milliotis Emphietzis (1974) 5 JSC 645, Loizidou v. Georgiou (1973) 9 JSC 1219, Λεωνίδου κ.α. ν. Δρ Θρασύβουλου Σπυριδάκη (2012) 1 ΑΑΔ 1694, Χατζηφιλίππου κ.α. v. Weinstock (1990) 1 ΑΑΔ 203, Σωκράτους κ.α. ν. Σιακατίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1390