ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A361
(2015) 1 ΑΑΔ 1103
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2010)
21 Μαΐου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΨΑΡΑΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥ,
Εφεσίβλητος.
----------
Μ. Παρασκευάς, για τον Εφεσείοντα.
Ντ. Καψάλης, για τον Εφεσίβλητο.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραμερισμό της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του για αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα, που υπέστη ο εφεσίβλητος, συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος.
Στις 22.1.2008, εκδόθηκε δικαστική απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα και της εταιρείας New Cyfish Distributors Ltd, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το ποσό των €51.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις και το ποσό των €213,58, πλέον τόκους και έξοδα, μετά από εξέταση αίτησης για έκδοση απόφασης, λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης.
Στις 3.7.2009, ο εφεσείων καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούσε τον παραμερισμό της πιο πάνω απόφασης. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ιδίου, στην οποία αναφέρει ότι η δικαστική απόφαση του επιδόθηκε στις 2.6.2009 και διόρισε δικηγόρο να προβεί σε έρευνα του φακέλου, πράγμα που έπραξε και μετά από ολιγοήμερες διακοπές καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε του επιδόθηκε οποιοδήποτε δικαστικό έγγραφο αγωγής, ενώ από το φάκελο της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι η αγωγή επιδόθηκε στον αδελφό του, στην οικία των γονιών του. Ο ίδιος την περίοδο εκείνη, ισχυρίζεται ότι δεν διέμενε στην εν λόγω διεύθυνση, ούτε επισκεπτόταν συχνά τους γονείς του. Επικαλέστηκε, επίσης, καλή υπεράσπιση στην αγωγή, αφού ο εφεσίβλητος οδηγούσε μοτοποδήλατο παράνομα, ενόσω ήταν 17 ετών, δεν είχε άδεια οδηγού και οδηγούσε χωρίς κράνος. Ο εφεσείων, περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι πίστευε πως η υπόθεση είχε διευθετηθεί μεταξύ των εμπλεκομένων ασφαλιστικών εταιρειών και, συνεπώς, δεν υπήρχε λόγος μη εμφάνισής του στο Δικαστήριο εάν γνώριζε για την αγωγή. Άλλωστε, αναφέρει, όταν κλήθηκε να παρουσιαστεί στο ποινικό Δικαστήριο για την ίδια υπόθεση, παρουσιάστηκε και παραδέχθηκε ενοχή.
Ο αδελφός του εφεσείοντα, Περικλής Ψαρής, στον οποίο έγινε η επίδοση της αγωγής, σε ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε μεταγενέστερα, αναφέρει ότι δε θυμόταν καθόλου το περιστατικό και πως αν έγινε κάτι τέτοιο δεν αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του εγγράφου που υπέγραψε και δεν ενημέρωσε περί τούτου τον αδελφό του, ο οποίος «από πολλά χρόνια προηγουμένως δεν διέμενε στο σπίτι μας το οποίο και δεν επισκεπτόταν σχεδόν καθόλου και για αυτό τον λόγο δεν το έβλεπα σχεδόν καθόλου και δεν είχαμε στενές σχέσεις».
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση, επικαλούμενος ότι δεν αποκαλύπτονταν εκ πρώτης όψεως βάσιμοι και ικανοποιητικοί λόγοι υπεράσπισης ώστε να καθίστατο αναγκαία η επανάνοιξη της υπόθεσης, δεν προβάλλονταν ικανοποιητικοί λόγοι γιατί η επίδοση που έγινε σε μέλος της οικογένειας του εφεσείοντα δεν ήταν καλή επίδοση και ότι δεν προβλήθηκε λογική εξήγηση γιατί ο εφεσείων δεν καταχώρησε εμφάνιση. Η ένσταση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ιδίου, με την οποία απέρριπτε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι αγνοούσε την ύπαρξη αγωγής εναντίον του. Όπως ανέφερε στην ένορκη του δήλωση, ο ίδιος είχε προφορική συνομιλία μαζί του πριν αρκετά χρόνια και του το είχε αναφέρει. Η δε επίδοση της αγωγής ήταν καλή και έγινε την ίδια ημέρα της καταχώρησής της, στον Περικλή Ψαρή, αδελφό του εφεσείοντα, στο σπίτι των γονιών τους, στην οδό Πλουτάρχου 38Α, στη συνοικία Άγιος Ιωάννης, Λεμεσού, όπου κατοικούσε και ο εφεσείων. Διερωτάται ο εφεσίβλητος πως πίστευε ο εφεσείοντας ότι είχε συμβιβαστεί η υπόθεση από την ασφαλιστική εταιρεία, αφού ο ίδιος δεν τους είχε ενημερώσει. Αποτελεί θέση του εφεσίβλητου ότι αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος είχε ο εφεσείων, ο οποίος ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε ο ίδιος.
Καταχωρήθηκαν επίσης, προς υποστήριξη της ένστασης, επιπρόσθετη ένορκη δήλωση από τον επιδότη Σωφρόνη Παντελή Σωφρονίου, ο οποίος επέδωσε στις 10.8.2000 την ποινική υπόθεση υπ΄ αριθμό 14334 εναντίον του εφεσείοντα, στη ίδια διεύθυνση όπως και η υπό κρίση αγωγή, στη μητέρα του, η οποία του ανέφερε ότι συγκατοικεί με τον εφεσείοντα. Περαιτέρω, καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση της Σωτηρούλας Θρασυβούλου, Πρωτοκολλητού στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, η οποία είχε στην κατοχή της τους φακέλους των ποινικών υποθέσεων και επιβεβαίωσε την επίδοση και καταχώρηση σχετικής ένορκης δήλωσης από τον επιδότη Σωφρονίου, στην πιο πάνω ποινική υπόθεση. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ο εφεσείων καταδικάστηκε στην εν λόγω ποινική υπόθεση, σε πρόστιμο ύψους ΛΚ90, πλέον έξοδα.
Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων, με την αντεξέταση μόνο του Περικλή Ψαρή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέλυσε, με περισσή σχολαστικότητα, τη νομική πτυχή της υπόθεσης και προέβη σε αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, καθώς επίσης και των θέσεων και ισχυρισμών του αιτητή.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι έγινε κανονική και έγκυρη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, απορρίπτοντας ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η δικαστική απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί στη βάση της αρχής ex depito justitiae. Κατέληξε, επίσης, το Δικαστήριο ότι ακολουθήθηκε κανονική διαδικασία έκδοσης δικαστικής απόφασης εναντίον του εφεσείοντα και ότι δε δόθηκε οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση εκ μέρους του αναφορικά με τη μη εμφάνισή του στη διαδικασία. Αντίθετα οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εφεσείων απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Περαιτέρω το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων επέδειξε αδικαιολόγητη αδιαφορία για την εναντίον του αγωγή και πως η συμπεριφορά του αυτή ήταν υπό τις περιστάσεις ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, παρά το ότι κατέληξε ότι πληρείται το κριτήριο της εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης ή καλόπιστης συζητήσιμης υπόθεσης.
Ο εφεσείων, με τους ακόλουθους πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
1. Παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα για ακρόαση και δίκαιη δίκη.
2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν προβάλλει σοβαρούς και ικανοποιητικούς λόγους, γιατί η επίδοση της αγωγής που έγινε σε μέλος της οικογένειάς του δεν ήταν καλή επίδοση και δεν έχει παραθέσει κανένα στοιχείο για την αιτιολόγηση του ισχυρισμού αυτού, είναι λανθασμένη.
3. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έλαβε γνώση της αγωγής και ότι δεν προβάλλει λογική εξήγηση, γιατί παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση, είναι λανθασμένο.
4. Το εύρημα του σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο αιτητής με την παράλειψή του να καταχωρήσει εμφάνιση συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά προς τους θεσμούς και το Δικαστήριο είναι λανθασμένο.
5. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εύρημα και/ή ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας του αιτητή και του μάρτυρα Περικλή Ψαρή και βασίζεται σε εικασίες και υποθέσεις.
Η ακύρωση απόφασης που εκδίδεται στην απουσία διαδίκου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι αρχές με βάσει τις οποίες ασκείται η σχετική διακριτική ευχέρεια συνοψίσθηκαν στην υπόθεση Φυλακτού κ.α. ν. Μιχαήλ (1982) 1 ΑΑΔ 204, 210, ως ακολούθως, (σε μετάφραση):
«Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δύο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης. Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφαλίσεως από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας διεκπεραιώσεως των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη. Η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευχέρειας αλλά ένα καθ΄ όλα αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτή η αρχή είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο παράγοντα ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή την ανάγκη να υποστηριχθεί η τελεσιδικία. Εάν επιτραπεί σε ένα διάδικο εύκολα να επανανοίγει την υπόθεση του η σφραγίδα της τελεσιδικίας με όλες τις συνέπειες που επιφέρει, και η βεβαιότητα που ενέχει στην διαχείρηση των ανθρωπίνων υποθέσεων, θα εξαφανισθούν με σοβαρές συνέπειες στην απονομή της δικαιοσύνης (Βλ. παρατηρήσεις του Λόρδου Δικαστή Megaw στην Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, 833).
Το αποτέλεσμα της νομολογίας είναι ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να εφευρίσκει τρόπους αφαίρεσης από τους διαδίκους του δικαιώματος τους να ακουστούν στην υπόθεσή τους εφόσον αποκαλύπτουν υπεράσπιση. Ωστόσο το δικαστήριο, μπορεί, οπωσδήποτε, να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση εάν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Οσάκις η διαγωγή του διαδίκου ο οποίος αιτείται παραμερισμό απόφασης δεν δύναται να συγχωρεθεί λόγω εμφανούς καταφρονήσεως της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου το δικαστήριο μπορεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αρνηθεί ακύρωση της απόφασης.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ. Ενώ το Δικαστήριο, υποστήριξε ο συνήγορος, προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων έχει επί της ουσίας υπεράσπιση, του αποστερεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, καθότι αποφάνθηκε ότι, εφόσον πληρείτο η τυπική προϋπόθεση για επίδοση του κλητηρίου σε μέλος της οικογένειάς του, έστω και αν ο εφεσείων ουδέποτε έλαβε γνώση γι΄ αυτό, δε δίδει το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ακουστεί η υπόθεσή του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Προς τούτο, ο συνήγορος παρέπεμψε σε νομολογία του ΕΔΑΔ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το συνταγματικό δικαίωμα ενός ατόμου να ακούγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αντισταθμίζεται και εξισορροπείται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η οποία υποχρέωση επίσης κατοχυρώνεται συνταγματικά (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Διαφορετικά, ανέφερε, η υιοθέτηση άλλης προσέγγισης και αντιμετώπισης θα ισοδυναμούσε με αυτόματη, μονόπλευρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή του εκάστοτε αιτητή για παραμερισμό δικαστικής απόφασης, παραβιάζοντας το συνταγματικό δικαίωμα του ενάγοντα για εκδίκαση της υπόθεσής του μέσα σε εύλογο χρόνο και, συνεπώς, θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία των θεσμών απονομής δικαιοσύνης και έτσι θα τον εξέθετε σε χλευασμό (Μουγής ν. Σπανούδης (1996) 1 ΑΑΔ 997 και Ανδρέας Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 ΑΑΔ 364).
Θεωρούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ορθή και συμβατή με τη νομολογία. Στην υπόθεση Μουγής ν. Σπανούδης (πιο πάνω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, 988).
Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα λοιπόν με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διαδίκους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Strogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). Η διασφάλιση υπογραμμίζει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989)). Παρόλο ότι μπορεί να λεχθεί ότι υπεύθυνοι για την πρόοδο της πολιτικής διαδικασίας είναι οι διάδικοι αυτό δεν απαλλάσσει τα δικαστήρια από την ευθύνη να διασφαλίσουν συμμόρφωση με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain, Series A, 157, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).»
Ο εφεσείων αμφισβητεί την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, αναπτύσσοντας το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, ο κ. Παρασκευά ανέφερε ότι οι θέσεις του αιτητή στην ένορκή του δήλωση παραμένουν αναντίλεκτες, ενώ η μαρτυρία του αδελφού του ότι δε θυμάται το γεγονός της επίδοσης απερρίφθη από το Δικαστήριο αναιτιολόγητα. Η βάση της αξιολόγησης του Δικαστηρίου, εισηγείται ότι ήταν ένα γεγονός που συνέβη 15 μήνες προηγουμένως, όταν επιδόθηκε μία ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα.
Κατ΄αρχάς να σημειώσουμε ότι οι θέσεις του αιτητή στην ένορκή του δήλωση αναφορικά με την επίδοση έχουν αμφισβητηθεί με την ένσταση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Η δε μαρτυρία που προσκομίστηκε από τον αδελφό του αιτητή, ο οποίος αντεξετάστηκε, δεν κρίθηκε αξιόπιστη. Το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ειλικρινής μάρτυρας και δεν είπε την αλήθεια. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Ο πιο πάνω μάρτυρας δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Δεν ήταν ειλικρινής μάρτυρας και δεν είπε την αλήθεια. Ήλθε στο Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό να βοηθήσει την υπόθεση του αδελφού του που είναι ο Αιτητής στην υπό εξέταση αίτηση. Ούτε πειστικός ούτε θετικός ήταν με τις απαντήσεις που έδινε στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν.
Χωρίς ευθέως να παραδέχεται ότι υπέγραψε για την παραλαβή της αγωγής στο σπίτι των γονιών του όπου διέμενε, ταυτόχρονα δεν απέκλεισε και δεν απέρριψε κάτι τέτοιο λέγοντας στο τέλος ότι μπορεί και να το έπραξε με αποτέλεσμα να μην αμφισβητεί την ένορκο δήλωση επίδοσης της αγωγής του επιδότη, η οποία του υπoδείχθηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του. Αρχικά είχε πει ότι δεν θυμόταν εάν παρέλαβε το συγκεκριμένο έγγραφο αλλά στη συνέχεια ελίχθηκε και διαφοροποιήθηκε. Ανάφερε επίσης κατά την αντεξέταση του ότι ο αδελφός του (Αιτητής) δεν διέμενε στο σπίτι των γονιών του την περίοδο 1999-2001 ούτε και τους επισκεπτόταν συχνά αφού δεν διατηρούσαν, όπως είπε, τότε στενές σχέσεις. Το ίδιο ανάφερε και στην παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως του αποφεύγοντας όμως επιμελώς να αναφέρει που διέμενε ο αδελφός του εκείνη την περίοδο, τουλάχιστο εάν διέμενε στην ίδια πόλη με αυτούς, απλά ισχυριζόμενος και πάλι ότι δεν θυμόταν. Ο ίδιος παραδέχεται ότι διέμενε με τη μητέρα του στην οδό Πλουτάρχου 38Α, στην ενορία Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό.
Ωστόσο ο ισχυρισμός του περί μη διαμονής του Αιτητή μαζί με τον ίδιο και τη μητέρα του καταρρίπτεται από την ένορκη δήλωση του κυρίου Σωφρονίου που δήλωσε ότι ο ίδιος στις 10.08.2000 επίδωσε το κατηγορητήριο της ποινικής υπόθεσης υπ΄ αριθμό 14334 που αφορούσε τον Αιτητή στη μητέρα του και συγκεκριμένα στην οδό Πλουτάρχου 38Α, στην ενορία Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό, η οποία του ανάφερε ότι συγκατοικούσε με τον Αιτητή στην εν λόγω διεύθυνση. Η θέση αυτή του κυρίου Σωφρονίου τεκμηριώνεται και από την παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή που ρητά σημειώνει ότι ο ίδιος έλαβε γνώση για την επίδοση του κατηγορητηρίου και εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την πιο πάνω ποινική υπόθεση όπου και παραδέχθηκε στην κατηγορία της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς να καταβάλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή.
Ο Περικλής Ψαρής αναφέρει ακόμη ότι εκείνη την περίοδο έρχονταν κλήσεις και για τον πατέρα του τις οποίες θυμάται σε αντίθεση με την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγή που δεν θυμάται χωρίς να αναφέρει εάν για οποιαδήποτε από τις κλήσεις του πατέρα του δημιουργήθηκε το ίδιο πρόβλημα ως αποτέλεσμα της σοβαρότητας και σημασίας που επιδείκνυε στην παραλαβή των εγγράφων αυτών. Είναι πάντως άξιο απορίας γιατί ο εν λόγω μάρτυρας προτού υπογράψει την παραλαβή του κλητηρίου εντάλματος δεν ρώτησε τον επιδότη που του το διαβίβαζε σε ποιον απευθύνετο το έγγραφο ή γιατί ο ίδιος δεν έλεγξε κάτι τέτοιο έτσι ώστε να ενημερώσει τον επιδότη ότι δεν θα παραλάβει το εν λόγω έγγραφο αφού, όπως είναι η θέση του, ο Αιτητής δεν συγκατοικούσε μαζί του και δεν γνώριζε που κατοικούσε. Είναι επίσης άξιο απορίας πως είναι δυνατό ο μάρτυρας αυτός να θυμόταν ότι παρέλαβε διάφορες κλήσεις για τον πατέρα του ενώ να μην θυμάται ότι παρέλαβε κλητήριο ένταλμα εκ μέρους και για λογαριασμό του Αιτητή με τον οποίον, όπως ισχυρίζεται, δεν συγκατοικούσε, δεν είχε στενές σχέσεις και ούτε γνώριζε που διέμενε. Είναι ακόμη άξιο απορίας γιατί ενώ επέδειχνε σοβαρότητα για τη φύση και τις συνέπειες παραλαβής διαφόρων εγγράφων εκ μέρους και για λογαριασμό του πατέρα του ισχυρίζεται ότι δεν έπραξε το ίδιο ή δεν ένιωθε κάτι τέτοιο όταν παρέλαβε το κλητήριο ένταλμα εκ μέρους και για λογαριασμό του Αιτητή. Είναι τέλος άξιο απορίας γιατί ο μάρτυρας αυτός τελικά αποδέκτηκε να παραλάβει έγγραφο για άτομο με το οποίο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν διατηρούσε στενές σχέσεις και δεν γνώριζε που διέμενε.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη μου δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού ως αληθή, εκτός μόνο εκεί που αναφέρει ότι είναι αδελφός του Αιτητή που διέμενε μαζί με τη μητέρα του στην οδό Πλουτάρχου 38Α, στην ενορία Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό και ότι την περίοδο εκείνη ήταν 20 ετών καθώς και το ότι παρέλαβε την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγή που αφορούσε τον Αιτητή, γεγονότα τα οποία δεν θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά αφού ούτως ή άλλως επαληθεύονται από τις υπόλοιπες ενόρκους δηλώσεις και τα επισυνημμένα σ' αυτές τεκμήρια που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση.»
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα σε συνάρτηση με το θέμα της επίδοσης της αγωγής:
«Στην προκείμενη περίπτωση ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν διέμενε με τον αδελφό και τους γονείς του στην οδό Πλουτάρχου 38Α, στην ενορία Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό. Παρ΄ όλα αυτά όμως, ουδεμία μαρτυρία προσφέρεται από τον Αιτητή για να στηρίξει και να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι δεν διαμένει στην οικία όπου έγινε η επίδοση, ως όφειλε να πράξει. Ειδικότερα, κάποιος λογικά σκεπτόμενος ανέμενε από τον Αιτητή να αναφέρει στην ένορκη δήλωση του την ακριβή διεύθυνση της οικίας στην οποία ισχυρίζεται ότι διαμένει και που σύμφωνα με τον ίδιο είναι διαφορετική από αυτή που επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει. Ούτε όμως ο Αιτητής επισυνάπτει οποιοδήποτε έγγραφο που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του αυτό και ταυτόχρονα να βοηθά το Δικαστήριο στο να μπορεί να προσδιορίσει τη διεύθυνση της οικίας που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι διαφορετική από αυτή που επιδόθηκε το έγγραφο, ως επίσης όφειλε να πράξει. Αντίθετα, στην παράγραφο 9 της ενόρκου δηλώσεως του ο Αιτητής αποκαλύπτει ότι στις 22.10.2001, δηλαδή 8 ημέρες πριν από την επίδοση της αγωγής, ο ίδιος βρισκόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για την αντίστοιχη ποινική υπόθεση, της οποίας το κατηγορητήριο επιδόθηκε στη μητέρα του Αιτητή στην προαναφερόμενη οδό, γεγονός για το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο τον Αιτητή, είχε ενημερωθεί (βλέπε παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή).
Κοντά σ΄ αυτά θα πρόσθετα και την παρατήρηση μου ότι εφόσον ο Αιτητής ήταν εμπλεκόμενο μέρος στο δυστύχημα και ταυτόχρονα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, υπάλληλος της Εναγομένης 2 ανέμενα από τον ίδιο να επιμένει μέχρις ότου επιβεβαιωθεί στη βάση τεκμηρίων ή εγγράφων ή άλλως πως ότι η υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγή είχε πλήρως διευθετηθεί εξωδίκως είτε μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών είτε άλλως πως. Αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ από μέρους του Αιτητή, ο οποίος αρκείται στο ν΄ αναφέρει απλώς ότι θεωρούσε ότι η υπόθεση είχε κλείσει με συμβιβασμό από τις ασφαλιστικές εταιρείες χωρίς όμως ποτέ να δηλώσει που στηρίζει αυτό το συλλογισμό του ή να αποκαλύψει ή να δώσει λεπτομέρειες επί των οποίων κατέληξε στην εκτίμηση του αυτή. Ο Αιτητής ουσιαστικά δεν επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον και ουδέποτε φαίνεται να προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια από την ημέρα που εμπλάκηκε στο δυστύχημα που θα τον οδηγούσε στο να εξακριβώσει εάν είχε οποιεσδήποτε νομικές ή άλλες συνέπειες.
Κατά συνέπεια, πρόκειται για ένα ακόμη γενικό και ασαφή ισχυρισμό που δεν μπορεί και δεν γίνεται αποδεκτός από το Δικαστήριο.»
Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση που προέβη το Δικαστήριο έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων κατά το χρόνο της επίδοσης διέμενε με τους γονείς του στην οδό Πλουτάρχου 38Α, στην ενορία Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό και ότι η επίδοση έγινε σ΄ αυτή τη διεύθυνση στο αδελφό του εφεσείοντα, ηλικίας 20 ετών κατά τον επίδικο χρόνο, ορθά οδήγησε σε συμπέρασμα ότι η επίδοση έγινε νόμιμα και ήταν έγκυρη.
Αμφισβητείται, επίσης, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της αγωγής και δεν προέβαλε λογική εξήγηση γιατί παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση. Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η αναφορά στην ένορκή του δήλωση ότι δεν έλαβε γνώση της αγωγής παρέμεινε αναντίλεκτη. Περαιτέρω, η ίδια αναφορά γίνεται και στην ένορκη δήλωση του αδελφού του, εισηγείται ο συνήγορος. Προς επίρρωση των θέσεών του, παρέπεμψε στην υπόθεση Ζήνωνα Μερκή, ο οποίος εμπορεύεται με την επωνυμία Merkis General bonded Warehouse v. Yiannoukas Holiday Inns Limited κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 736.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Από τη στιγμή που το Δικαστήριο δε δέχθηκε τη θέση του αιτητή ότι δε διαμένει στη διεύθυνση που έγινε η επίδοση και, επίσης, κατέληξε ότι η επίδοση έγινε νομότυπα στην εν λόγω διεύθυνση, απαιτείτο αξιόπιστη μαρτυρία εκ μέρους του ότι δεν έλαβε γνώση της αγωγής. Τέτοια μαρτυρία, όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπήρξε. Ούτε βέβαια δόθηκε οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση από μέρους του εφεσείοντα αναφορικά με την παράλειψη εμφάνισής του στη διαδικασία. Οι λόγοι που έδωσε ο εφεσείων απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την προσαχθείσα μαρτυρία αδύνατη, ανεπαρκή και γενικά μη πειστική. Η υπόθεση Ζήνωνα Μερκή, ο οποίος εμπορεύεται με την επωνυμία Merkis General bonded Warehouse v. Yiannoukas Holiday Inns Limited κ.ά. (πιο πάνω), θεωρούμε ότι διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα και δε θα μπορούσε να αποτελέσει καθοδήγηση. Στην υπόθεση εκείνη, η ενέργεια της θυγατέρας του εναγομένου να παραλάβει στο χώρο εργασίας της έγγραφο της αγωγής που αφορούσε τον πατέρα της και το οποίο εξέλαβε ως έγγραφο του οργανισμού κάτω από τον οποίον εργαζόταν και να το τοποθετήσει σ΄ ένα από τους εμπορικούς φακέλους του στα πλαίσια διεξαγωγής των εργασιών κρίθηκε ως ικανοποιητικός λόγος για τη μη εμφάνιση του πατέρα στη δικαστική διαδικασία, αφού στερήθηκε της ευκαιρίας να λάβει γνώση για την επίδοση της αγωγής και έτσι να καταχωρήσει εμφάνιση στην εν λόγω διαδικασία.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου περί μη ικανοποιητικής εξήγησης από μέρους του εφεσείοντα αναφορικά με τη μη εμφάνισή του στη διαδικασία δεν μπορεί παρά να υποδηλεί περιφρόνηση προς τους θεσμούς και, συνεπώς, απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του αιτητή και του αδελφού του έχουν ήδη εξεταστεί και δεν κρίνουμε ότι πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Συνακόλουθα, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 6 και 7, προστέθηκαν με το διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, χωρίς να προηγηθεί λήψη άδειας του Εφετείου και, συνεπώς, δεν μπορούν να εξεταστούν.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο, επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ