ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A320
(2015) 1 ΑΑΔ 1010
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 271/2010)
11 Μαΐου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
CRS PLIROFORIKI LIMITED,
Εφεσείουσα,
ν.
1. ANDROS MARKET LTD,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΦΑΝΤΗ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ζ. Νικολάου και Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Α. Σαβεριάδης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε εναντίον των Εφεσιβλήτων ποσό ΛΚ9.395.65 (€16.053,42) ως υπόλοιπο λογαριασμού σε σχέση με την πώληση εμπορευμάτων και την προσφορά υπηρεσιών κατά το έτος 2003. Ηταν η δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας ότι στις 5.6.2003 και κατόπιν συμφωνίας με τους Εφεσίβλητους, προμήθευσε και εγκατέστησε σε υπεραγορά που διατηρούσαν οι τελευταίοι σύστημα μηχανογράφησης, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα συναφή μηχανήματα και σχετικά προγράμματα (software). Το συμφωνηθέν ποσό χρέωσης ήταν, κατά την Εφεσείουσα, ΛΚ18.895,65, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, έναντι του οποίου οι Εφεσίβλητοι κατέβαλαν μόνο ΛΚ9.500 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και ως αποτέλεσμα παρέμεινε προς εξόφληση το πιο πάνω ποσό των ΛΚ9.395,65, το οποίο και αξίωσαν δικαστικά. Οι Εφεσίβλητοι προέβαλαν ως υπεράσπισή τους στην πρωτόδικη διαδικασία ότι η μεταξύ των μερών συμφωνία, η οποία ήταν προφορική, διαλάμβανε την προμήθεια των υπό αναφορά εμπορευμάτων έναντι του ποσού των ΛΚ8.620 πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικά ΛΚ9.500. Το εν λόγω ποσό κατεβλήθη στην Εφεσείουσα, όπως άλλωστε παρέμεινε αναντίλεκτο, με σειρά επιταγών (τεκμήρια 6 - 12). Ως εκ τούτου, ήταν η υπεράσπιση των Εφεσιβλήτων ότι είχαν εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό που προνοούσε η επίδικη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν πέντε συνολικά μάρτυρες για την πλευρά της Εφεσείουσας και ο Εφεσίβλητος 2, εκ μέρους των Εφεσιβλήτων. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αφού τόνισε ότι αποτελεί κοινό έδαφος πως οι Εφεσίβλητοι κατέβαλαν το συνολικό ποσό των ΛΚ9.500 για τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες που πρόσφερε η Εφεσείουσα, σημείωσε ότι το βασικό θέμα που παρέμενε υπό αμφισβήτηση ήταν κατά πόσο το συμφωνηθέν ποσό χρέωσης ήταν ΛΚ18.895,65, οπόταν όντως παρέμενε οφειλόμενο το ποσό της απαίτησης, ή κατά πόσο το συμφωνηθέν ποσό ήταν ΛΚ9.500, οπόταν είχε εξοφληθεί πλήρως και η απαίτηση ήταν έκθετη σε απόρριψη. Με αυτά ως δεδομένα προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που πρόσφεραν οι δύο πλευρές, η οποία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη ως προς το επίδικο θέμα. Η μαρτυρία της Εφεσείουσας δεν έγινε αποδεκτή. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που πρόσφερε ο Εφεσίβλητος 2 ως ανταποκρινόμενη στα πραγματικά γεγονότα και κατέληξε στο εύρημα ότι το συνολικό τίμημα της επίδικης συμφωνίας ήταν ΛΚ9.500, το οποίο και εξοφλήθη με την ολοκλήρωση των εργασιών με επιταγές τεκμήρια 6-12. Υπό το πρίσμα αυτό, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η Εφεσείουσα δεν είχε ικανοποιήσει με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το βάσιμο της απαίτησής της και, κατά συνέπεια, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος της και προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης, απόλυτα συναρτημένους μεταξύ τους, δεδομένου ότι στο σύνολό τους αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των συνακόλουθων ευρημάτων που οδήγησαν στην απόρριψη της αγωγής. Πιο αναλυτικά: Με τον πρώτο λόγο έφεσης τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι το τεκμήριο 1, δελτίο παραγγελίας «proforma», υποδηλούσε μη αποδοχή του περιεχομένου του από τους Εφεσίβλητους επειδή δεν ήταν υπογεγραμμένο. Ταυτόσημα, με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 4, απόδειξη πληρωμής επί της οποίας αναγράφεται «on a/c», δεν αποδεικνύει ότι την παρέλαβαν οι Εφεσίβλητοι επειδή υπογράφεται μόνο από την Εφεσείουσα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν έχει σημασία το τελικό κόστος εγκατάστασης των επίδικων μηχανημάτων αλλά το ποσό χρέωσης. Ο τέταρτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως επιβαρυντικό για την αξιοπιστία των θέσεων της Εφεσείουσας τη μη έκδοση τιμολογίου για την επίδικη εργασία. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως αβάσιμη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δεν φρόντισε να παραλάβει από το ταχυδρομείο επιστολή των Εφεσιβλήτων, το τεκμήριο 13. Μέσω του έκτου λόγου έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε εντελώς και δεν έλαβε υπόψη επιστολή, τεκμήριο 5, της δικηγόρου της Εφεσείουσας ημερομηνίας 12.9.2005 με την οποία ζητούσε την πληρωμή του ποσού που αξίωνε στην πρωτόδικη διαδικασία. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα κατέληξε ότι η Εφεσείουσα απέτυχε με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον των Εφεσιβλήτων.
Λόγω της συνάφειας τους, θα εξετάσουμε σε μια ενότητα το σύνολο των λόγων έφεσης και τις ανάλογες εισηγήσεις που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσείουσας προέβαλαν προς προώθησή τους, υπενθυμίζοντας στο στάδιο αυτό ότι είναι γνωστές οι αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της επέμβασης του Εφετείου σε συμπεράσματα αξιοπιστίας. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Για τους λόγους που παραθέτουμε στη συνέχεια, κρίνουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης μας στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έδωσε πειστικές εξηγήσεις αιτιολογώντας την απόρριψη των θέσεων που προέβαλαν οι μάρτυρες της Εφεσείουσας και με επάρκεια αιτιολόγησε την κατάληξή της για απόρριψη της αγωγής. Επεξηγούμε σχετικά:
Η Εφεσείουσα, προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς της ως προς το συμφωνηθέν τίμημα των ΛΚ18.895,65 παρουσίασε ως τεκμήριο 1 δελτίο παραγγελίας, «proforma». Σύμφωνα με τη θέση που προωθούσε η Εφεσείουσα το εν λόγω δελτίο εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2003. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δεν απέδωσε καμία σημασία στο υπό αναφορά τεκμήριο, ούτε και οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενό του, αφού δεν έφερε την υπογραφή των Εφεσιβλήτων. Αλλωστε, όπως σημειώνεται στη σελίδα 11 της πρωτόδικης απόφασης:
«Οσον αφορά τη ΜΕ2, σημειώνω ότι διαφάνηκε τελικά ότι δεν είναι απλώς υπεύθυνη του λογιστηρίου της ενάγουσας, αλλά και μέτοχός της κατά 50% και αδελφή του ΜΕ1. Ηταν εμφανές ότι σκοπός της ήταν να στηρίξει την εκδοχή του ΜΕ1 σε σχέση με την έκδοση του δελτίο παραγγελίας - «proforma» Τεκμήριο 1 από τον Ιούνιο 2003. Στη συνέχεια, όμως, δεν μπορούσε να αποκρύψει την πραγματικότητα, η οποία ήταν ότι, εάν πράγματι είχε εκδοθεί και παραδοθεί στους εναγομένους από την αρχή, θα ήταν υπογεγραμμένο.»
Το τεκμήριο 4, που αφορά ο τρίτος λόγος έφεσης, είναι απόδειξη που κατέθεσε ο ΜΕ1 για να καταδείξει ότι η τελευταία πληρωμή εκ ΛΚ2.000 ήταν έναντι λογαριασμού και όχι προς εξόφληση. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απόδειξη αυτή υπογράφεται μόνο από τον εισπράξαντα και συνεπώς δεν τεκμηριώνεται ότι την παρέλαβαν ποτέ οι Εφεσίβλητοι. Η ουσία του όλου ζητήματος στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι αναφορές περί λήψης του εν λόγω ποσού «on a/c» (έναντι λογαριασμού) γίνονται από την πλευρά της Εφεσείουσας, η οποία και εξέδωσε την εν λόγω απόδειξη. Καμία μαρτυρία προσφέρθηκε προς την κατεύθυνση της αποδοχής της συγκεκριμένης αναφοράς «on a/c» από τους Εφεσίβλητους. Αντίθετα, μέσα από την όλη πορεία της μαρτυρίας διεφάνη ότι σταθερή θέση των Εφεσιβλήτων ήταν πως είχαν εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό με την καταβολή των ΛΚ9.500. Αυτό επιβεβαιώνεται και από σχετική επιστολή που απέστειλαν στην Εφεσείουσα ημερομηνίας 14.6.2005, τεκμήριο 13(Α).
Μέσα από το δεύτερο λόγο έφεσης, αλλά και κατά τη συζήτηση ενώπιόν μας της έφεσης, προωθήθηκε ως ουσιαστική θέση της πλευράς της Εφεσείουσας - προκειμένου να τεκμηριώσει την εισήγησή της περί λανθασμένης αξιολόγησης της ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου παρασχεθείσας μαρτυρίας επί του σημαντικού θέματος του ύψους του συμφωνηθέντος τιμήματος - ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως δεν έχει σημασία το τελικό κόστος εγκατάστασης των επίδικων μηχανημάτων αλλά το ποσό χρέωσης. Ηταν η προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Εφεσείουσας ότι η τεθείσα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία μέσω της δέσμης τιμολογίων- τεκμηρίων 3(1-23), σύμφωνα με την οποία το κόστος αγοράς των επίδικων εμπορευμάτων υπερέβαινε κατά πολύ τις ΛΚ9.500, καταδείκνυε ότι ήταν αδύνατο η επίδικη συμφωνία να είχε ως τίμημα τις ΛΚ9.500, όπως ήταν η θέση των Εφεσίβλητων. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε σημασία πόσο κόστισε τελικά η όλη εργασία στην Εφεσείουσα, αλλά το τί συμφώνησε ότι θα χρέωνε τους Εφεσίβλητους για την εν λόγω εργασία. Το εξεταζόμενο ζήτημα αποφασίστηκε ως ακολούθως στη σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης:
«Ειδικότερα σε σχέση με τη δέσμη εγγράφων-Τεκμήριο 3, τονίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύουν από μόνα τους την αξίωση. Κατ΄ αρχάς, δεν επεξηγήθηκε επαρκώς το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών ώστε να καταστεί κατανοητό ποια εμπορεύματα αφορούν την υπεραγορά και ποια άλλους πελάτες της ενάγουσας, εφόσον, όπως διαφάνηκε, εμπεριέχονται χρεώσεις για μηχανήματα που εγκαταστάθηκαν σε άλλους πελάτες της ενάγουσας. Ένα παράδειγμα της ασάφειας των εγγράφων αυτών είναι το Τεκμήριο 3(20), το οποίο είναι φωτοαντίγραφο ενός τιμολογίου τρίτης εταιρείας για συγκεκριμένα μηχανήματα, χωρίς να φαίνεται το όνομα του αγοραστή. Επιπλέον, σημειώνω ότι ναι μεν η εν λόγω δέσμη περιέχει και τιμολόγια από τρίτες εταιρείες, από τις οποίες προμηθεύτηκε η ενάγουσα μηχανήματα τα οποία ακολούθως εγκατέστησε στην υπεραγορά (εξου και η μαρτυρία των ΜΕ 3, 4 και 5), εν τούτοις, η εν λόγω δέσμη περιέχει και τιμολόγια της εταιρείας CRS Services Ltd προς την ενάγουσα. Η CRS Services Ltd, όπως δεν αμφισβητήθηκε, διευθύνεται από τον ΜΕ1, όπως και η ενάγουσα, η οποία ανήκει στη σύζυγο του ΜΕ1 και στη ΜΕ2 (βλ. πιστοποιητικά Εφόρου Εταιρειών Τεκμήρια 15 και 16). Η παρουσίαση τιμολογίων που εκδόθηκαν από μία αδελφική εταιρεία προς άλλη, δεν δεικνύει το πραγματικό κόστος αγοράς των εμπορευμάτων από τους προμηθευτές της ενάγουσας, αλλά το ποσό που χρέωσε η μία αδελφική εταιρεία την άλλη, για εμπορεύματα των οποίων η πραγματική αγοραστική αξία παραμένει άγνωστη στο Δικαστήριο.»
Είναι απολύτως πειστική η πιο πάνω ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι επισημάνσεις του οποίου ορθά οδήγησαν στην κατάληξη ότι το συγκεκριμένο τεκμήριο 3 δεν βοηθούσε στην προώθηση της εκδοχής της Εφεσείουσας.
Δεν εντοπίζουμε επίσης ο,τιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τα αποτελέσματα της μη έκδοσης τιμολογίου από την Εφεσείουσα αναφορικά με την επίδικη εργασία. Η έκδοση τιμολογίου δεν συναρτάτο, όπως λανθασμένα εισηγείται η πλευρά της Εφεσείουσας, από τη δεδηλωμένη πρόθεση των Εφεσιβλήτων να μην καταβάλουν οποιοδήποτε περαιτέρω ποσό. Ηταν ζήτημα το οποίο επαφίετο και αφορούσε την Εφεσείουσα και μόνο και, υπό τις συνθήκες αυτές, ορθά εντόπισε το Δικαστήριο ότι η μη έκδοση συνιστούσε στοιχείο που αποδυνάμωνε τις προβαλλόμενες θέσεις της.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την παράλειψη της Εφεσείουσας να παραλάβει την επιστολή τεκμήριο 13(Α), που καλύπτεται από τον πέμπτο λόγο έφεσης, ήταν ορθή και πλήρως εναρμονισμένη με τα όσα επιμαρτυρούνται από το τεκμήριο 13(Β), ήτοι τον φάκελο αποστολής της επιστολής. Εντοπίζεται στον εν λόγω φάκελο σφραγίδα του ταχυδρομείου στην οποία σημειώνεται ότι η επιστολή ως «ΑΖΗΤΗΤΟ» επιστρέφεται στον αποστολέα. Η επιστολή, ημερομηνίας 14.6.2005, ταχυδρομήθηκε στη διεύθυνση της Εφεσείουσας ως συστημένο αντικείμενο και η μη παραλαβή της εύλογα οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο στο εύρημα ότι η Εφεσείουσα δεν φρόντισε να την παραλάβει. Εκ του περισσού προσθέτουμε ότι η λανθασμένη αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε διπλοσυστημένη επιστολή, αντί του ορθού συστημένη, δεν διαφοροποιεί το όλο ζήτημα, ούτε και δικαιολογεί οποιαδήποτε επέμβασή μας. Όπως ήδη αναφέρθηκε με την υπό αναφορά επιστολή οι Εφεσίβλητοι ζητούσαν από την Εφεσείουσα «για πολλοστή φορά τους τελευταίους 20 μήνες περίπου» όπως τους αποστείλει εξοφλητική απόδειξη για την εγκατάσταση των επίδικων μηχανημάτων και του όλου συστήματος.
Ούτε και οι αναφορές του έκτου λόγου έφεσης σε σχέση με την παραγνώριση από το πρωτόδικο δικαστήριο της επιστολής της δικηγόρου της Εφεσείουσας ημερομηνίας 12.9.2005, έχουν περιθώρια επιτυχίας. Η επιστολή αφορούσε απαίτηση για εξόφληση του κατ΄ ισχυρισμό της Εφεσείουσας οφειλόμενου ποσού. Στάληκε ενώ είχαν ήδη από πολλού αποκρυσταλλωθεί οι θέσεις των δύο μερών και ιδίως η θέση των Εφεσιβλήτων ότι έχουν εξοφλήσει κάθε οφειλόμενο ποσό, θέση που επιβεβαιώθηκε και με προηγούμενη επιστολή, ημερομηνίας 14.6.2005, το τεκμήριο 13. Συνεπώς η επιστολή της συνηγόρου ήταν χωρίς ουσιαστική σημασία για τους σκοπούς της επίδικης διαφοράς και ορθώς δεν ασχολήθηκε με αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο.
Τα πιο πάνω δίνουν απάντηση και στον τελευταίο λόγο έφεσης, ο οποίος, όπως ήδη καταγράφηκε, αφορά, στη γενικότητά του, το παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα κατέληξε με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων στην απόρριψη της απαίτησης. Η μη αποδοχή, για καλούς λόγους, της μαρτυρίας που πρόσφερε η Εφεσείουσα είχε ως άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια την ίδια την εκθεμελίωση του αγώγιμου δικαιώματός της.
Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εις βάρος της Εφεσείουσας και προς όφελος των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.