ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ.Τσαρδελής, για εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALPHA BANK CYPRUS ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ, Πολιτική έφεση αρ.199/10, 200/10, 20/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A355

(2015) 1 ΑΑΔ 1090

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                    Πολιτική έφεση αρ.199/10

(σχετική με 200/10)

 

 

20 Μαϊου, 2015

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΑΤ΄ΕΦΕΣΗ ΕΚ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡ.351/2009

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΗΜΕΡ. 30/04/2009 ΑΠΟ ΤΗΝ ALPHA BANK CYPRUS LTD ΠΡΩΗΝ ALPHA BANK LTD

Εφεσείοντες/Πιστωτές Αιτητές

Kαι

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ, εξ αποφάσεως

Εφεσίβλητο/Οφειλέτη

---------------- -

Πολιτική έφεση αρ.200/10

(σχετική με 199/10)

 

ΚΑΤ΄ΕΦΕΣΗ ΕΚ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡ.350/2009

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΗΜΕΡ. 30/04/2009 ΑΠΟ ΤΗΝ ALPHA BANK CYPRUS LTD ΠΡΩΗΝ ALPHA BANK LTD

Εφεσείοντες/Πιστωτές Αιτητές

Kαι

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΝΤΙΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, εξ αποφάσεως

Εφεσίβλητη/Οφειλέτιδα

---------------------

 

Γ.Ζαχαρίου, (κα),για εφεσείοντες

Γ.Τσαρδελής, για εφεσίβλητους

--------- ---------

 

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει η δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

-------- ---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Oι πιο πάνω εφέσεις εκδικάστηκαν μαζί ενόψει των ταυτόσημων θεμάτων που παρουσίαζαν τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον μας.    Οι δύο εφεσίβλητοι παρουσιάζονται ως εξ αποφάσεως οφειλέτες δυνάμει απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην αγωγή 955/98 ημερ. 23.1.2001, με άδεια του Δικαστηρίου ημερ. 9.1.2008 να εκτελέσει.   Δυνάμει αντίστοιχων ειδοποιήσεων πτώχευσης που εξεδόθησαν από τους εξ αποφάσεως πιστωτές, νυν εφεσείοντες, ζητήθηκε από τους εφεσίβλητους όπως καταβάλουν ποσό «€150,686.17».  Να σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση η οποία ήταν εκ συμφώνου αφορούσε συνολικό ποσό  £1.051.227,09 πλέον τόκους ενώ η κάθε πλευρά θα ήταν υπόλογη για τα δικά της έξοδα.  Οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε αίτηση ημερ. 8.5.2009 για παραμερισμό των ειδοποιήσεων πτωχεύσεων που εξεδόθηκαν εναντίον τους και οι αποφάσεις ημερ. 17.6.2010 με τις οποίες οι ειδοποιήσεις πτωχεύσεων ακυρώθησαν με την ταυτόχρονη δήλωση ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν διαπράξει πράξη πτώχευσης, είναι το αντικείμενο των δύο αυτών εφέσεων.  (Αίτηση 350/2009 σε σχέση με την Ντίνα Αριστείδου και Αίτηση 351/2009 σε σχέση με τον Κώστα Αδάμου Αριστείδη).  Οι εφεσείοντες προσβάλλουν τις εκκαλούμενες αποφάσεις εισηγούμενοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε σχέση με την προσέγγιση του στον υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού και στο συμπέρασμα του ότι υπήρχε ανατοκισμός.  (Λόγοι 1 και 3).  Περαιτέρω, προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες λανθασμένα καταλόγισαν τα ποσά που καταβλήθηκαν με τον τρόπο που έπραξαν ενώ αν ακολουθούσαν τις οδηγίες της εφεσίβλητης τότε το ποσό πιθανόν να ήταν εξοφλημένο.  (Λόγος 2). 

 

Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν τους πιο πάνω λόγους έφεσης προβάλλοντας δύο λόγους αντέφεσης:  (α)  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η μη σύμφωνη με το Νόμο αναγραφή του χρηματικού ποσού της κατ΄ισχυρισμόν απαίτησης των εφεσειόντων ως €150,686,17 αντί της ορθής αναγραφής €150.686,17 δεν επηρέασε την εγκυρότητα του ποσού και συνεπαγόμενα την αίτηση τους για έκδοση πτωχευτικής ειδοποίησης.  (β)  ότι η πρωτόδικη θέση ότι η πιο πάνω μη ορθή αναγραφή του ποσού οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος, είναι λανθασμένη. 

 

΄Ολοι οι λόγοι έφεσης ως εκ της συνάφειας τους δύνανται να συνεξεταστούν.

 

Με βάση τις εκκαλούμενες αποφάσεις αφού γίνεται αναφορά στο άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ.5 και στο ότι οι ειδοποιήσεις βασίστηκαν ακριβώς στην προαναφερθείσα απόφαση, παρατίθεται ο βασικός ισχυρισμός των εφεσιβλήτων επί της αίτησης παραμερισμού των ειδοποιήσεων πτώχευσης, δηλαδή της πλήρους εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους.  Υποστηρίζεται ακόμη στις ίδιες αιτήσεις ότι οι εφεσίβλητοι έχουν βάσιμη ανταπαίτηση, ανταξίωση, ή συμψηφισμό  που υπερβαίνει το κατ΄ισχυρισμόν εξ αποφάσεως χρέος. 

 

Αναφορικά με τη θέση της πλήρους εξόφλησης οι εφεσίβλητοι συγκεκριμένα αναφέρουν ότι οι ίδιοι και άλλοι συνεναγόμενοι, ενώ όφειλαν δυνάμει δικαστικών αποφάσεων £1.302.955,00 (€2.226.230,79) πλήρωσαν ποσά που υπερέβαιναν κατά ένα και πλέον εκατομμύριο το οφειλόμενο.  Η διαφορά αποτελεί, όπως ισχυρίστηκαν, παράνομες χρεώσεις τόκου και εξόδων, για τα οποία έχουν ανταπαίτηση.  Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν έντονα τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες λόγισαν κατά βούληση και αντίθετα με τις οδηγίες των πρώτων διάφορα ποσά.  Ακόμα υποστήριξαν ότι, πέραν των όσων αναφέρονται στην εκ συμφώνου απόφαση, έγινε συμφωνία επί Δικαστηρίω με συγκεκριμένο όρο για συμψηφισμό σε σχέση με κατάθεση η οποία υπήρχε προς όφελος κάποιου από τους εξ αποφάσεως χρεώστες.  Συμφωνία που δεν ετηρήθη.  Προβλήθηκε πρωτοδίκως ακόμη η θέση ότι τα οφειλόμενα ποσά είναι εξασφαλισμένα με επιβαρύνσεις σε ακίνητη ιδιοκτησία πολύ μεγαλύτερης αξίας, ενώ διατυπώθηκε κατηγορία εναντίον των πιστωτών ότι ενεργούν με τρόπο καταπιεστικό χρησιμοποιώντας την πτωχευτική διαδικασία ως μοχλό πίεσης, πράγμα το οποίο είχαν κάνει και στο παρελθόν. 

 

Στην αντίπερα όχθη, οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τους πιο πάνω ισχυρισμούς, επιμένοντας ότι το ποσό το οποίο απαιτείται στην ειδοποίηση πτώχευσης  είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό, δυνάμει της απόφασης εάν ληφθούν υπόψη «οι οφειλόμενοι τόκοι οι οποίοι και κεφαλαιοποιούνται στις 31/12 και 30/6 κάθε έτους σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση και οι οποίοι ανέρχονται σε ποσό εκ €113.122,49 μέχρι την 16.10.2009.».  Εν πάση περιπτώσει υπήρξε άρνηση της θέσης περί εξόφλησης ή περί παράνομης χρέωσης ή περί μη τήρησης όρων σε συμφωνία επί Δικαστηρίω, με την προβολή παράλληλης θέσης ότι αυτό έγινε μετά από παράκληση των εξ αποφάσεως οφειλετών.  Αβάσιμο θεώρησαν οι εφεσείοντες και το παράπονο για καταλογισμό των πληρωμών που έγιναν με τρόπο άλλο απ΄αυτό που είχαν καθορίσει οι χρεώστες, ενώ αποδέχονταν ότι δεν ακολουθήθηκαν οι σχετικές οδηγίες λόγω του ότι ήταν λανθασμένες υπό την έννοια ότι δίδονταν οδηγίες για καταβολή σε διάφορους λογαριασμούς ποσών πέραν απ΄αυτά που πράγματι οφείλονταν.  Προβάλλεται ακόμη η θέση ότι σε σχετική επιστολή των πιστωτών, τεκμ.Β στην ένσταση, με την οποία ενημερώνονταν οι χρεώστες για τον τρόπο κατανομής των ποσών στους διάφορους λογαριασμούς, οι τελευταίοι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν και συνεπώς εμποδίζονται να προβάλουν τον ισχυρισμό αυτό. 

 

Με την επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενώ προβλήθηκαν αντικρουόμενες εκδοχές, υπάρχει ένας κοινός κορμός από αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία από μόνα τους μπόρεσαν να οδηγήσουν  την πρωτόδικη κρίση σε κατάληξη, προβαίνει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

·       Καταγράφεται η προσέγγιση ότι η λανθασμένη αναγραφή του ποσού (ως εξηγήθηκε πιο πάνω επί του σχετικού λόγου αντέφεσης) δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα της ειδοποίησης πτώχευσης η οποία αφορά ποσό €150.686,17.

·       Αναφέρεται ότι η τυχόν ύπαρξη εξασφαλίσεων δεν αποτελεί εμπόδιο για την προώθηση σχετικής διαδικασίας ειδοποίησης πτώχευσης, (βλ.άρθρο 5(2) του Κεφ.5).  Πρόσθετα οι θέσεις των εφεσειόντων περί ύπαρξης ανταπαίτησης, συμψηφισμού κ.λπ., εφόσον ήταν αντικρουόμενες με τις θέσεις των εφεσιβλήτων, έπρεπε να αποδειχθούν και το βάρος απόδειξης τους το είχαν οι εφεσίβλητοι/αιτητές, ως εκ τούτου δεν κρίθηκε ότι πετυχαίνουν.

 

·       Δεν στοιχειοθετήθηκε ο ισχυρισμός για κατάχρηση διαδικασίας.

 

·       Σε σχέση με τις αυθαίρετες χρεώσεις παρατηρείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σχετικός κατάλογος που κατεχωρήθη από τους εφεσείοντες για να καταδείξει την ορθότητα του ποσού περιείχε τέτοιες χρεώσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο εξ αποφάσεως χρέος.  Δίδονται δε οι σχετικές λεπτομέρειες, πρωτοδίκως.

 

·       Ακόμη για τους λόγους που εξηγούνται στις σελ.8-12 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη υλοποίηση των οδηγιών των χρεωστών σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό δεν ήταν δικαιολογημένη και ότι εάν ακολουθούνταν οι σχετικές οδηγίες θα έπρεπε να πιστωθούν επιπρόσθετα ποσά με αποτέλεσμα να υπάρχει ασάφεια ως προς το ορθό ποσό το οποίο θα ήταν αντικείμενο της ειδοποίησης πτώχευσης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε επί λέξει τα εξής:

«Δεν είναι δυνατό το Δικαστήριο να προβεί σε υπολογισμό του ορθού ποσού τόκου σύμφωνα με την απόφαση επειδή δεν υπάρχουν ενώπιον μου πλήρη στοιχεία για την κίνηση του λογαριασμού από την ημερομηνία της απόφασης.»

 

Καταλήγει δε ως ακολούθως:

«Το βάρος απόδειξης της αίτησης για παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης έχει ο χρεώστης ο οποίος οφείλει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού της εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους.  Το βάρος αυτό ικανοποιείται εφ όσον υπό το φως της μαρτυρίας στην ολότητα της εγείρεται γνήσιο ενδεχόμενο το εξ αποφάσεως χρέος να έχει εξοφληθεί (βλ. Re a Debtor (991 of 1962) {1963} 1 W.L.R. 51).  Στην υπό εκδίκαση αίτηση από το σύνολο της μαρτυρίας έχει δημιουργηθεί πραγματική αμφιβολία κατά πόσο αν το ποσό που κατέβαλε ο χρεώστης είχε καταλογισθεί σύμφωνα με τις οδηγίες του και ο τόκος υπολογιζόταν σύμφωνα με την απóφαση θα παρέμενε οποιοδήποτε υπόλοιπο στο συγκεκριμένο εξ αποφάσεως χρέος.

 

Η πτωχευτική διαδικασία είναι οιωνεί ποινικού χαρακτήρα.  Η διαπίστωση πως είναι αβέβαιο ότι το εξ αποφάσεως χρέος για το οποίο εκδόθηκε η ειδοπο9ίηση πτώχευσης εξακολουθεί να υφίσταται επαρκεί για να ικανοποιήσει το βάρος απόδειξης στο βαθμό που αυτό βρίσκεται στους ώμους του αιτητή.

 

Συνεπώς η αίτηση επιτυγχάνει.  Η ειδοποίηση πτώχευσης ακυρώνεται και δηλώνεται ότι ο αιτητής δεν έχει διαπράξει πράξη πτώχευσης.

 

Η ύπαρξη άλλων διαφορών ή λογαριασμών μεταξύ των διαδίκων και πώς αυτοί θα διαμορφώνονταν αν ο καταλογισμός πληρωμών γινόταν με διαφορετικό τρόπο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας.»

 

Με βάση το άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5 

«3.—(1) Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης σε καθε΅ιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

.........

(ζ) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγ΅α για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγ΅ατος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού ΅ε άδεια του ∆ικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νό΅ου αυτού και ΅έσα σε επτά η΅έρες ΅ετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού ΅έσα στον καθορισ΅ένο από το διάταγ΅α που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συ΅΅ορφώνεται ΅ε τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το ∆ικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίω΅α συ΅ψηφισ΅ού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δύνατο να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγ΅α. Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νο΅ι΅οποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγ΅α, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγ΅α·»

 

Σχετικοί είναι και οι Κανονισμοί 40(2) και 41 των περί Πτωχεύσεων Θεσμών που προνοούν τα ακόλουθα:

«40(2) There shall also be indorsed an intimation to the debtor that if he has a counterclaim, set-off, or cross demand which equals or exceeds the amount of the judgment debt or sum ordered to be paid, and which he could not have set up in the action or proceedings in which the judgment or order was obtained, he must within the time specified in the notice file an affidavit to that effect with the Registrar. Such affidavit shall be indorsed with an address within the town in which the registry of the Court is situated at which notices to the debtor may be left by the Registrar."

 

"41. The filing of such affidavit shall operate as an application to set aside the bankruptcy notice, and thereupon the Registrar shall fix a day for hearing such application, and not less than three days before the day so fixed shall give notice thereof both to the debtor and the creditor at the addresses given by them under rule 40. If the application cannot be heard until after the expiration of the time specified in the bankruptcy notice as the day on which the act of bankruptcy will be complete, the Court shall extend the time, and no act of bankruptcy shall be deemed to have been committed under the notice until the application has been heard and determined."

 

Κρίνεται ότι με βάση την κείμενη νομοθεσία και τους σχετικούς θεσμούς, ως ερμηνεύονται (βλ. Halsbury´s Laws of England 3rd ed. Vol.2, p.272 κ.επ.  και Williams and Hunter on Bankruptcy, 19th ed.p.28 κ.επ.), έχοντας υπόψη τους ισχυρισμούς και θέσεις που προώθησαν οι εφεσίβλητοι πρωτοδίκως, το ορθό δικονομικό διάβημα ήταν η καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της ειδοποίησης πτώχευσης, όπως έγινε εν προκειμένω διότι η αμφισβήτηση επί της ειδοποίησης δεν περιορίζεται στα στεγανά των πιο πάνω θεσμών.

 

Όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία όταν ο χρεώστης επιθυμεί να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα, πέραν των σχετιζομένων με ανταπαίτηση, ανταξίωση ή συμψηφισμό, όπως εξόφληση ή αναστολή, τότε η αίτηση για ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης είναι το ορθό δικονομικό διάβημα (βλ. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ ν. Δημητρίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 425, Λάρκος ν. Κατσιαρή (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1694 καθώς και την κλασσική ανάλυση που έγινε από τον Καλλή, Δ., στην υπόθεση In re Luca (1986) 2 J.S.C. 365). 

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και ενισχύεται από την Αλωνεύτης ν. Αlpha Bank Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 475 στην οποία ο Ναθαναήλ, Δ. παρατηρεί τα ακόλουθα στη σελ.483:

 

Όσον αφορά τις υπόλοιπες αιτιάσεις είναι νομολογημένο ότι είναι δυνατή η εισαγωγή αίτησης για ακύρωση της πτωχευτικής ειδοποίησης για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(g) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5, αλλά και σ' αυτήν την περίπτωση το βάρος παραμένει με το χρεώστη, η δε προθεσμία των τριών ημερών (Καν. 40(3) των Πτωχευτικών Κανονισμών του 1995), δεν ισχύει, (δέστε Williams and Muir Hunter: "The Law and Practice in Bankruptcy" 19η έκδ. σελ. 38 και In re a Debtor (No. 30 of 1956) ex parte The Debtor v. Harman [1957] 2 All E.R. 216). Το βάρος απόδειξης σε τέτοια περίπτωση ακολουθεί το γενικότερο διαχρονικό κανόνα ότι ο διάδικος που επιζητεί ορισμένη θεραπεία, φέρει και το ανάλογο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του. Στην περίπτωση αίτησης όπως η παρούσα, το βάρος απόδειξης δεν μπορεί να είναι διαφορετικό ή μεγαλύτερο από το βάρος που ο χρεώστης φέρει στην περίπτωση που καταχωρεί ένορκη δήλωση ισχυριζόμενος ότι είχε ανταπαίτηση ή ανταξίωση που ισούται ή υπερβαίνει το αιτούμενο ποσό και η οποία ένορκη δήλωση επενεργεί ως αίτηση παραμερισμού της ειδοποίησης (Καν. 41 των Πτωχευτικών Κανονισμών). Εκείνο όμως που ο χρεώστης οφείλει να δείξει με εύλογο βαθμό λεπτομέρειας είναι τη φύση καθώς και το ποσό της ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή και συμψηφισμού, τα οποία θα πρέπει να είναι γνήσια, προβληθέντα καλή τη πίστει και με μια εύλογη πιθανότητα επιτυχίας. Στο τέλος της ημέρας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπό το φως της ολότητας της προσαχθείσας μαρτυρίας, εγείρεται όντως γνήσιο θέμα προς εκδίκαση, οπότε και η πτωχευτική ειδοποίηση υπόκειται σε ακύρωση.»

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η καταληκτική παρατήρηση στην πιο πάνω αυθεντία είναι άκρως βοηθητική και σε συνάρτηση με τις εκκαλούμενες αποφάσεις αποδεικνύοντας την ορθότητα των συλλογισμών του ευπαιδεύτου πρωτόδικου δικαστή αλλά και το ότι εφάρμοσε ορθές αρχές στο χειρισμό των εκατέρωθεν ισχυρισμών επιβεβαιώνοντας ότι ακριβώς η «ανασφάλεια» επί του θέματος των ποσών που πληρώθηκαν με τη λανθασμένη εφαρμογή των οδηγιών που νομίμως δόθησαν από τους χρεώστες ως προς την κατανομή των ποσών στους διάφορους λογαριασμούς των χρεωστών (βλ.  άρ.59 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149), αλλά και ευρύτερα ως θέμα πραγματικής απόδειξης του πραγματικά χρωστούμενου ποσού που όφειλαν οι ίδιοι οι πιστωτές να περιλάβουν στην ειδοποίηση, δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε επιτυχία των αιτήσεων παραμερισμού των ειδοποιήσεων πτωχεύσεων.  Το άρθρο 59 του ως άνω Νόμου έχει ως εξής:

«59. Αν οφειλέτης χρέους, ο οποίος χρωστεί διάφορα συγκεκρι΅ένα χρέη στο ίδιο πρόσωπο, διενεργήσει οποιαδήποτε πληρω΅ή σε αυτό, είτε ορίζοντας ρητά είτε υπό περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι η πληρω΅ή πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση ειδικού χρέους, η πληρω΅ή, αν γίνει αποδεκτή, πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση του χρέους αυτού».

 

Βλ.(Devanes v. Noble Clayton (1816) 1 Mer.529), και Επίσημος Παραλήπτης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (2005)1Α Α.Α.Δ. 38).

 

Θα λέγαμε επιπρόσθετα ότι τα κατωτέρω σχόλια του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αλωνεύτη (ανωτέρω) είναι ιδιαίτερα χρήσιμα και εν προκειμένω:

 

«Αναμένεται από τους πιστωτές, ενόψει και της sui generis φύσης της διαδικασίας πτώχευσης, οιωνεί ποινικού χαρακτήρα, μεγαλύτερη προσοχή στην προώθηση τέτοιων μέτρων καθώς και αυστηρή προσήλωση στους τύπους της ειδοποίησης, περιλαμβανομένης της ορθής και επακριβούς αναφοράς στο ποσό που στην πράξη παραμένει οφειλόμενο.»

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε τις αδυναμίες στην υπόθεση των εφεσειόντων και ορθά χαρακτήρισε νομικά την όλη συμπεριφορά των πιστωτών με την αυθαίρετη χρέωση είτε τόκων, είτε εξόδων και κυρίως  ότι δεν ακολούθησαν τις οδηγίες των χρεωστών κατά την καταβολή ενός μεγάλου ποσού κατά παράβαση του άρθ.59 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 ως δημιουργούσα ασάφεια που αφορά τόσο το θέμα της επικαλούμενης εξόφλησης, όπως περιορίζει το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ευρύτερα, κατά την θεώρηση μας, ως καθήκον καθορισμού του ορθώς οφειλόμενου στην ειδοποίηση πτώχευσης γιατί εν προκειμένω η ασάφεια δεν θα μπορούσε να εκληφθεί απλώς ως ένα «λάθος» στο ποσό, το οποίο λάθος, θα μπορούσε να θεραπευθεί.  (βλ. Williams and Hunter on Bankruptcy (ανωτέρω), σελ.33 και 34).  Αντιθέτως· η όλη ασάφεια του ποσού που οι πιστωτές θεωρούν οφειλόμενο προκύπτει ως ουσιαστική ανεπάρκεια της εκδοθείσας ειδοποίησης.  Οι υπολογισμοί στο βαθμό που έγιναν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και για τους οποίους παραπονούνται οι εφεσείοντες, είχαν σκοπό να καταδείξουν την όλη αβεβαιότητα επί του οφειλομένου ή μη ποσού.  Η πρωτόδικη κρίση λοιπόν είναι ορθή συνολικά και οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.  Ενόψει του πιο πάνω αποτελέσματος οι αντεφέσεις στερούνται αντικειμένου και θα πρέπει ομοίως να απορριφθούν.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.  Το ίδιο και οι αντεφέσεις.  ΄Εξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα για τις αντεφέσεις.

 

 

                                                            ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                            ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                            ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο