ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Χρ. Αδάμου, για τον εφεσείοντα. Ε. Γεωργίου-Παρούτη (κα), για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΥΡΗ ν. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 198/2010, 22/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A365

(2015) 1 ΑΑΔ 1151

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 198/2010)

 

22 Μαΐου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΥΡΗ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

1.    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

2.    ΑΡΙΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

          Εφεσίβλητοι

----------------

 

Χρ. Αδάμου, για τον εφεσείοντα.

Ε. Γεωργίου-Παρούτη (κα), για τους εφεσίβλητους.

---------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.

 

--------- 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Κατόπιν παράκλησης του Προέδρου της Δημοκρατίας, η Γενική Ελέγκτρια διενήργησε έρευνα για τη διαδικασία αγοράς συστημάτων θερμικών καμερών που θα εγκαθίσταντο στις ακάτους της Λιμενικής Αστυνομίας και έδωσε σχετικό πόρισμα ημερομηνίας 7.5.2005. Στο πόρισμα διαπίστωνε, μεταξύ άλλων, ότι προέκυπταν λανθασμένες εισηγήσεις για κατακύρωση της προσφοράς, παραλείψεις στην αξιολόγηση των διαφόρων διαδικασιών και καθυστέρηση στην αγορά του εξοπλισμού αγοράς συστημάτων θερμικών καμερών. Στις 19.5.2004 η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ δημοσίευσε εκτενές πρωτοσέλιδο άρθρο, με τίτλο «Ύποπτος ρόλος του υπαστυνόμου της Λιμενικής Κώστα Μαυρή».

 

Ο ενάγων-εφεσείων θεώρησε ως δυσφημιστικό το δημοσίευμα και προχώρησε με καταχώριση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αξιώνοντας εναντίον της εκδοτικής εταιρείας «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ», εναγόμενη 1-εφεσίβλητη 1, καθώς και εναντίον του Άριστου Μιχαηλίδη ως αρχισυντάκτη της, εναγόμενου-εφεσίβλητου 2, αποζημιώσεις για δυσφήμιση. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη απόφαση του επί της ουσίας των επίδικων θεμάτων, έκρινε το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό.  Απέρριψε όμως την αξίωση αποδεχόμενο της ειδικές υπερασπίσεις που ήγειραν οι εφεσίβλητοι.

 

Ο εφεσείων με υπόβαθρο το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου εισάγει τέσσερις λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τρεις άπτονται της λανθασμένης κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή των ειδικών υπερασπίσεων, ενώ ο 4ος λόγος του λανθασμένου ευρήματος του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την ιδιότητα του εναγόμενου 2 ως τυπογράφου ή διανομέα του επιδίκου δημοσιεύματος.

 

Πέραν από την έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, οι εφεσίβλητοι κατείχαν πληροφορίες που προέρχονταν εκ των έσω, από την Αστυνομική Δύναμη, TAE, σχετικά με το διαβλητό της διαδικασίας προσφορών και στη βάση των δύο ανεξάρτητων και αυτοτελών πηγών - η δεύτερη επιβεβαίωνε την πρώτη - προχώρησαν στις 19.5.2004 στη δημοσίευση του επίδικου άρθρου:

«ΚΑΜΕΡΕΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΡΥΠΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

 

Σοβαρότατα ερωτηματικά εγείρονται, ως προς το αδιάβλητο της διαδικασίας αγοράς συστημάτων θερμικών καμερών, οι οποίες θα εγκατασταθούν στις ακάτους της Λιμενικής Αστυνομίας.

 

Μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι εμφανές ότι κάποιοι αξιωματικοί της Δύναμης εξυπηρέτησαν συμφέροντα προσφοροδοτών, κατά τρόπο μάλιστα προκλητικό. Οι υποψίες στρέφονται κατά κύριο λόγο στον υπαστυνόμο της Λιμενικής Ναυτικής Αστυνομίας Κώστα Μαυρή.

 

Έρευνα, κατόπιν παράκλησης του Προέδρου της Δημοκρατίας, διενήργησε και η Γενική Ελέγκτρια Χρυστάλλα Γιωρκάτζη. Το πόρισμα της έρευνας καταδεικνύει ότι υπήρξαν λανθασμένες εισηγήσεις για κατακύρωση της προσφοράς, καθυστέρηση στην αγορά του εξοπλισμού, προφορική επικοινωνία στελεχών της Αστυνομίας με προσφοροδότες και διαρροή πληροφοριών προς αυτούς.

 

Σύμφωνα με την έρευνα της Γενικής Ελέγκτριας, καθοριστικό ρόλο για να ευνοηθεί η μια από τις τρεις προσφοροδότριες Εταιρείες που συμμετείχε στο διαγωνισμό για την προμήθεια αυτών των θερμικών καμερών διαδραμάτισε ο υπαστυνόμος της Λιμενικής κ. Μαυρής.

 

και στη σελ. 19:

 

          ΥΠΟΠΤΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ Κ. ΜΑΥΡΗ

 

Ματσαράγκες στη Λιμενική.

Ύποπτη η διαδικασία για την αγορά εξοπλισμού των ακάτων, αξίας εκατομμυρίων λιρών και υπόνοια για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων.

 

Σοβαρότατα ερωτηματικά εγείρονται, ως προς το αδιάβλητο της διαδικασίας αγοράς συστημάτων θερμικών καμερών για τις ανάγκες της Λιμενικής Αστυνομίας. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία που προκύπτουν, μέσα και από έρευνα που διενήργησε η εφημερίδα μας, συνηγορούν στο ότι κάποιοι αξιωματικοί της Δύναμης εξυπηρέτησαν συμφέροντα προσφοροδοτών, κατά τρόπο μάλιστα προκλητικό. Οι υποψίες στρέφονται κατά κύριο λόγο στον υπαστυνόμο της Λιμενικής Ναυτικής Αστυνομίας Κώστα Μαυρή.

 

Οι πληροφορίες - καταγγελίες για τη συγκεκριμένη διαδικασία έχουν φθάσει προ μηνών και στο Προεδρικό Μέγαρο. Εξ' ου και ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω Χρ. Πασιαρδής, κατά παράκληση του Προέδρου Παπαδόπουλου, ζήτησε τη διενέργεια έρευνας από την Ελεγκτική Υπηρεσία.

 

Η έρευνα της Γενικής Ελέγκτριας της Δημοκρατίας Χρυστάλλας Γιωρκάτζιη ολοκληρώθηκε πρόσφατα και ενισχύει στην ουσία την υποψία ότι κάποιοι αξιωματικοί της Λιμενικής και δη ο κος Μαυρής επιχείρησαν κατ' επανάληψη να ευνοήσουν προσφοροδότρια εταιρεία.

 

          Έρευνα Γεν. Ελέγκτριας

Με βάση μάλιστα τα πορίσματα της έρευνας της Γενικού Ελέγκτριας, διαπιστώνεται μεταξύ άλλων ότι υπήρξαν:

 

. λανθασμένες εισηγήσεις για κατακύρωση της προσφοράς,

. παραλείψεις στην αξιολόγηση των διαφόρων διαδικασιών,

. καθυστέρηση στην αγορά του εξοπλισμού,

. προφορική επικοινωνία στελεχών της Αστυνομίας με προσφοροδότες,

. διαρροή πληροφοριών σε προσφοροδότες,

. και πρόσβαση εκπροσώπων εταιρειών σε μέλη της Αστυνομίας τα οποία ασχολούνται με την ετοιμασία των προδιαγραφών.

 

Σύμφωνα με την έρευνα της Γενικής Ελέγκτριας καθοριστικό ρόλο για να ευνοηθεί η μαρτυρία από τις τρεις προσφοροδότριες εταιρείες που συμμετείχε στο διαγωνισμό για την προμήθεια αυτών των θερμικών καμερών διαδραμάτισε ο υπαστυνόμος της Λιμενικής Κ. Μαυρής.

 

Ο ρόλος Μαυρή

Ο κ. Μαυρής φέρεται, μέσα από εσωτερική έρευνα που διενήργησε η Αστυνομία (ΤΑΕ/Αρχηγείου, υπό τον υπαστυνόμο Ι. Μαυροχάννα) πριν από την έρευνα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ότι είχε προφορική επικοινωνία με τις προερχόμενες από το Ισραήλ προσφοροδότριες εταιρείες "ELOP" και "RAFAEL" κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών. Αφήνεται επίσης να νοηθεί ότι ο ίδιος αξιωματικός διαβίβασε πληροφορίες στην εταιρεία "ELOP", ύστερα από επίδειξη του προσφερόμενου συστήματος από τη γαλλική "SAGEM". Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, επικαλούμενης την έρευνα της Αστυνομίας. «Κατά την αξιολόγηση της προσφοράς έγινε επίδειξη του προτεινόμενου συστήματος από την εταιρεία "SAGEM" και στην οποία παρόντες ήταν οι αστυνόμος Λ. Πραστίτης, υπαστυνόμος Κ. Μαυρής, ο καπετάνιος του σκάφους και εκπρόσωποι της κατασκευάστριας εταιρείας. Έξι μέρες αργότερα, η εταιρεία "ELOP" έστειλε επιστολή, από το περιεχόμενο της οποίας συμπεραίνεται ότι κατείχε λεπτομέρειες της επίδειξης. Λαμβανομένης υπόψη της θέσης του Λ. Πραστίτη, ο οποίος εισηγήθηκε την εταιρεία "SAGEM" και της θέσης του Κ. Μαυρή (ο οποίος στην προσφορά που ακολούθησε διαφοροποιήθηκε από τα άλλα δύο μέλη της επιτροπής αξιολόγησης και εισηγήθηκε κατακύρωση στην εταιρεία "ELOP"), εύλογα υποψιάζεται κάποιος την πηγή των πληροφοριών της εν λόγω εταιρείας». Η Ελεγκτική Υπηρεσία σε αυτό το σημείο υπενθυμίζει ότι η υποβολή της πιο πάνω επιστολής της "ELOP" ήταν η κυρίως αιτία για να ακυρωθεί από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών η αρχική προσφορά.

 

Υπάρχει προϊστορία

Η ανάγκη για την απόκτηση αυτών των συστημάτων, τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα παρατήρησης σε πληρώματα των σκαφών (ακάτων) της Λιμενικής Αστυνομίας και κατά τη διάρκεια της νύκτας, προέκυψε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος αυτών των καμερών ουδόλως είναι ευκαταφρόνητο. Στοιχίζει περίπου η κάθε μία γύρω στις 250-300 χιλιάδες λίρες!

 

Για την απόκτηση τους, βαρύνοντα λόγο είχε τότε και η υπόδειξη της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση του προβλήματος των λαθρομεταναστών. Η διαδικασία για την αγορά, δύο καταρχάς, συστημάτων θερμικών καμερών, και εγκατάσταση τους στις αντίστοιχες υπάρχουσες ακάτους της Λιμενικής Αστυνομίας άρχισε το 2000. Μάλιστα, τότε η Αστυνομία προέβαλλε επίμονα το επείγον της αγοράς τους, λόγω πιέσεων, όπως υποδείκνυε, από την Ε.Ε. για αντιμετώπιση της παράνομης εισόδου λαθρομεταναστών στο νησί.

 

Ακυρώθηκε η πρώτη

Η πρώτη προσφορά (για δύο κάμερες των σκαφών που ήδη διαθέτει η Δύναμη) προκηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 2000. Συμμετείχαν τρεις εταιρείες, οι ισραηλινές "ELOP" και "RAFAEL" και η γαλλική "SAGEM". Ωστόσο, η διαδικασία αυτή ακυρώθηκε λίγους μήνες αργότερα από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, όταν διαπιστώθηκε ότι η προσφορά της εταιρείας, την οποία εισηγείτο η επιτροπή αξιολόγησης της Αστυνομίας για κατακύρωση ήταν εκτός των όρων - προδιαγραφών. Η μοναδική προσφορά εντός των προδιαγραφών, σύμφωνα με το Συμβούλιο Προσφορών ήταν πολύ ψηλότερη της εκτιμηθείσας δαπάνης. Στην ακύρωση της πρώτης προσφοράς συνέβαλε, όπως γράψαμε και πιο πάνω, και η επιστολή - παράπονο της "ELOP".

 

Η δεύτερη στη "SAGEM"

Ακολούθως προκηρύχθηκε δεύτερη προσφορά και η οποία κατακυρώθηκε στη γαλλική εταιρεία "SAGEM" και η οποία υπέβαλε και τη χαμηλότερη οικονομική πρόταση (675 χιλιάδες λίρες περίπου και για τις δύο). Με βάση τους όρους της προφοράς, η κατασκευάστρια εταιρεία θα έπρεπε να παραδώσει εντός 6 μηνών τα δύο συστήματα. Όμως η "SAGEM" με επιστολή της, ημ. 11.12.2002 πληροφορεί την ενδιαφερόμενη υπηρεσία (διάβαζε Αστυνομία) ότι δεν μπορεί να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα των 6 μηνών και αιτείται παράτασης 3 μηνών για την παράδοση των δύο καμερών. Το αίτημα απορρίπτεται άνευ συζήτησης από την Αστυνομία. Τρεις μήνες αργότερα η Αστυνομία εισηγείται τελικά την αποδοχή της πρότασης του προσφοροδότη (SAGEM) υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Γίνονται κάποιες διαβουλεύσεις για την προσωρινή παραχώρηση κάποιων διαφορετικού τύπου καμερών «για να κάνει η Αστυνομία τη δουλειά της» οι οποίες ναυαγούν και αποφασίζεται η διακοπή του συμβολαίου. Τότε στο συγκεκριμένο προσφοροδότη κατακρατήθηκε και ποσό 70.000 λιρών το οποίο κατέθεσε με την έναρξη της διαδικασίας, υπό μορφή εγγυητικής επιταγής.

 

Στην "ELOP" η καλύτερη

Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο του 2002 προκηρύσσεται χωριστή προσφορά για την προμήθεια τεσσάρων θερμικών καμερών για τις καινούριες ακάτους που παραγγέλθηκαν από την Κύπρο στην ιταλική εταιρεία "CANTIERE NAVAL" (δύο για την Αστυνομία και δύο για την Εθνική Φρουρά). Λίγους μήνες αργότερα προστίθενται στην τελευταία προσφορά και οι δύο κάμερες για τις υφιστάμενες ακάτους της Λιμενικής. Εν ολίγοις οι κάμερες στην τρίτη και τελευταία προφορά γίνονται σύνολο έξι. Δημιουργούνται επίσης ερωτηματικά γιατί άλλαξε η σύνθεση της επιτροπής αξιολόγησης στην τρίτη προσφορά και αντί του αστυνόμου Β' Λοϊζου Πραστίτη διορίστηκε ο αστυφύλακας (!) 1461 Σπύρος Γρηγορίου. Η Ελεγκτική Υπηρεσία επ' αυτού του θέματος επισημαίνει ότι το επίπεδο αξιολόγησης σε αυτή την τελευταία προσφορά ήταν υποβαθμισμένο και τον κύριο λόγο και τις απαραίτητες γνώσεις είχε ο κ. Μαυρής, ο οποίος στην προηγούμενη διαδικασία διαφώνησε με τα άλλα δύο μέλη της επιτροπής και εισηγήθηκε την κατακύρωση της προφοράς στην «ELOP». Η τελευταία προσφορά κατακυρώνεται τελικά στην εταιρεία «ELOP» έναντι του ποσού των 407,450 χιλιάδων δολαρίων για την καθεμιά κάμερα (2,5 εκ. Δολάρια περίπου σύνολο).

 

Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί - πράγμα το οποίο κάνει και στην έκθεσή της η Γενική Ελέγκτρια - ότι η τιμή της «ELOP» για την κάθε κάμερα στην πρώτη προσφορά ήταν $ 572,727, στη δεύτερη $509,000 και στην Τρίτη $ 407,450 για τα ίδια ακριβώς συστήματα. «Δηλαδή, η τιμή μειώθηκε κατά 30% από την αρχική προσφορά», όπως αναφέρει χαρακτηριστική και η κ. Γιωργκάτζιη.

 

Η καθυστερημένη παράδοση

Το συμβόλαιο με την ισραηλινή εταιρεία υπεγράφη στις 28.5.2003 και η ημερομηνία παράδοσης των δύο πρώτων συστημάτων ορίστηκε η 31η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους. Με βάση το συμβόλαιο η εταιρεία θα παρέδιδε ακολούθως κάθε δύο μήνες και μαρτυρία κάμερα. Όμως μέχρι σήμερα καμία κάμερα δεν έχει παραδοθεί και ουδεμία επίπτωση έχει υποστεί η κατασκευάστρια εταιρεία.

 

Και είναι εδώ που δημιουργούνται πρόσθετα ερωτηματικά, ενισχύοντας την υποψία ότι υπήρξε και υπάρχει εύνοια κάποιων στελεχών της Λιμενικής Αστυνομίας προς την ισραηλινή εταιρεία «ELOP».

 

Επιστολή «γάντι»

Σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε ο «Π», η Αστυνομία, μια εβδομάδα προ την εκπνοής της προθεσμίας για την παράδοση των πρώτων δύο καμερών, όπως προνοούσε το συμβόλαιο, απέστειλε επιστολή η ίδια και ζητούσε από την "ELOP" να παρατείνει την παράδοση για δύο μήνες (μέχρι τέλος Μαρτίου) μέχρι να παραληφθούν τα νέα σκάφη από την Ιταλία. Η Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων του Συμβουλίου Προσφορών οργίστηκε από αυτή την εξέλιξη και ζήτησε έκθεση (από τις 6 παρασμένου Μαρτίου) για αυτή την απόφαση παράτασης, έκθεση η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει διαβιβασθεί.

 

Σωρεία ερωτημάτων

Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω , εγείρεται σωρεία ερωτημάτων για αυτή τη διαδικασία αγοράς, αλλά και για το ρόλο κάποιων αξιωματικών της Αστυνομίας:

- Καταρχάς, γιατί δεν υπήρξε παραλαβή των δύο καμερών στις 31.1.2004, όπως προνοούσε η συμφωνία με την ισραηλινή εταιρεία, ούτως ώστε να εγκατασταθούν στις δύο υπάρχουσες ακάτους της Λιμενικής για τον εξοπλισμό των οποίων προκηρύχθηκε η προσφορά από το 2000;

-Ευσταθούν ή όχι οι πληροφορίες ότι ούτε και η "ELOP" ήταν σε θέση να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα κατασκευής και κάποιοι μέσα από την Αστυνομία την έκαναν πλάτες για να μην υποστεί το «πέναλτι», όπως η "SAGEM";

- Τηρήθηκαν ή όχι οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των προσφοροδοτών;

- Γιατί δεν συμμετείχαν στην τρίτη και τελική διαδικασία και άλλα στελέχη της Αστυνομίας, πέραν του κ. Μαυρή, οι οποίοι θα είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και θα ήταν τουλάχιστον ομόβαθμοί του;

- Είχε ή όχι προφορικές επικοινωνίες ο υπαστυνόμος της Λιμενικής με τις δύο προσφοροδότριες εταιρείες από το Ισραήλ αρχές του καλοκαιριού του 2002, εν εξελίξει της διαδικασίας.

- Γιατί δεν διαβιβάστηκε στη Γενική Εισαγγελία το πόρισμα της έρευνας της Αστυνομίας, αφού μέσα από αυτό υπήρχε πλέον η υπόνοια διάπραξης αδικήματος (Νόμος περί Προσφορών του Δημοσίου, αποκάλυψη πληροφορίας σε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο) και απλούστατα ο φάκελος αρχειοθετήθηκε;

- Γιατί η εισήγηση του ανακριτή του ΤΑΕ Αρχηγείου για απόσυρση της έκθεσης αξιολόγησης της προσφοράς (με συμμετοχή Μαυρή) και επανεξέταση της από νέα επιτροπή, δε τέθηκε ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών προτού αποφασίσει την κατακύρωση της στην "ELOP";

- Γιατί συστήματα των οποίων η αγορά τους χαρακτηρίστηκε ως επείγουσα από το 2000 δεν έχουν παραληφθεί μέχρι σήμερα;

- Αληθεύει ή όχι ότι υποδομή για την εγκατάσταση αυτών των καμερών μόλις πρόσφατα δημιουργήθηκε στη μαρτυρία από τις δύο υπάρχουσες ακάτους της Αστυνομίας.

 

Αναμένουμε ΠΕΙΣΤΙΚΕΣ απαντήσεις από την Αστυνομία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης. Υπάρχουν στοιχεία και θα υπάρξει, τουλάχιστον από την εφημερίδα μας, και συνέχεια! "

 

 

Επί του τελικού ευρήματος του χαρακτηρισμού του κειμένου ως λιβελλογραφήματος δεν καταχωρίστηκε αντέφεση.  Στη βάση του άθικτου πλέον αυτού πυρήνα θα πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα των αιτιάσεων ως προς την αποδοχή των τριών υπερασπίσεων των εφεσιβλήτων.

 

1ος λόγος έφεσης.

Πολύς λόγος έγινε από τον συνήγορο του εφεσείοντος για την έρευνα που διενεργήθηκε από το ΤΑΕ, ημερομηνίας 13.5.2003, από τον Υπ/μο Ιωάννη Μαυρόχαννα για να πλήξει το επιμέρους εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι βασικοί πυλώνες προς «άντληση πληροφοριών» για την συγγραφή του δημοσιεύματος, απετέλεσε τόσο η έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας προς τον τότε Υφυπουργό παρά τω Προέδρω καθώς επίσης και το πόρισμα του ΤΑΕ.  Είναι προφανές, είναι η θέση του συνηγόρου, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι για τη συγγραφή του επιδίκου δημοσιεύματος οι εναγόμενοι άντλησαν τις πληροφορίες τους και από το πόρισμα του Υπ/μου Μαυρόχαννα, που φέρει ημερομηνία 13.5.2003, ενώ στο τεκμήριο 13, η Έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, περιλαμβάνει μόνο σχόλια πάνω στην εσωτερική έρευνα της Αστυνομίας, χωρίς να αναφέρεται η ημερομηνία του εν λόγω πορίσματος.

 

Οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν το επίμαχο άρθρο και απέδωσαν στον εφεσείοντα μη αληθή γεγονότα, ώστε να εννοηθεί ότι ο εφεσείων εξυπηρέτησε συμφέροντα προσφοροδοτών αποκομίζοντας προσωπικό όφελος, ενώ κάτι τέτοιο δεν του αποδίδεται με την έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας.  Παρέβλεψε επίσης το Δικαστήριο ότι η μαρτυρία που είχε εισαχθεί από τους εφεσίβλητους υποστήριξε ότι αμέσως πριν τη δημοσίευση του επιδίκου δημοσιεύματος είχαν στη διάθεση τους μόνο την έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο εύρημα ότι το πόρισμα του Υπ/μου Μαυρόχαννα συνιστά επίσημο έγγραφο που ετοιμάστηκε από αρμόδιες αρχές κατόπιν επίσημων οδηγιών.    

Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση.  Το ζήτημα αντικρίζεται αποσπασματικά, όπως και η μαρτυρία του εφεσίβλητου 2, ΜΥ2.  Στη μαρτυρία του ο ΜΥ2 με αναδρομή στα πρακτικά εξέθεσε εκτενώς το υπόβαθρο των γεγονότων επί των οποίων στηρίχθηκε για να γραφεί το επίδικο δημοσίευμα.  Ιδιαιτέρως αναφέρθηκε σε πληροφορίες που είχε πάρει από την Αστυνομία και που περιστρέφονταν γύρω από την ύπαρξη των σχετικών καταγγελιών και τη διερεύνηση της υπόθεσης από το ΤΑΕ.  Αυτά τα γεγονότα ήτανε ήδη υπόψη του μάρτυρα τα οποία ήρθε να επιβεβαιώσει αργότερα η έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, στην οποία γινόταν επίκληση του πορίσματος της Αστυνομίας. 

 

2ος λόγος: Υπεράσπιση του εντίμου σχολίου

Ο 2ος λόγος έφεσης υποστηρίζεται από την ίδια αιτιολογία, όπως και ο 1ος, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν στην κατοχή τους το πόρισμα του Μαυρόχαννα αμέσως πριν τη δημοσίευση του επίδικου άρθρου.  Ήδη έχουμε εκφραστεί επί του προκειμένου.  Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα θέματα που άπτονται του επίδικου άρθρου, θέματα που σχετίζονται άμεσα με την Αστυνομική Δύναμη και το διαβλητό των προσφορών του δημοσίου αποτελούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.    Συναφώς λοιπόν προκύπτει πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το επίδικο δημοσίευμα εμπίπτει στην ειδική υπεράσπιση του εντίμου σχολίου για θέμα δημοσίου συμφέροντος. 

Ο εφεσείων δεν προσκόμισε καμιά μαρτυρία από την οποία να προκύπτει οποιαδήποτε κακοβουλία ή κακοπιστία εκ μέρους των εφεσιβλήτων.  Οι εφεσίβλητοι ενήργησαν μέσα στα πλαίσια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τους κατά τη μεταφορά απόψεων και σχετικών πληροφοριών επί θέματος δημοσίου συμφέροντος, πιστεύοντας εντίμως στην ορθότητα των πληροφοριών που δημοσίευσαν και των απόψεων που εξέφρασαν.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει θέμα κακοπιστίας με αποτέλεσμα να μην αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφερε σχετικά με το εν λόγω ζήτημα (Παττούρας ν. Εκδοτική Εταιρεία Τηλέγραφος Λτδ κ.α. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222).  Ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

3ος  λόγος έφεσης

Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη προβλέπεται στο άρθρο 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148.  Αφορά στο καθήκον του τύπου να πληροφορεί το κοινό για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και το δικαίωμα του κοινού να τυγχάνει πληροφόρησης για τέτοια ζητήματα ως αναγκαία συνθήκη για διαλογική συζήτηση σε μια ευνομούμενη και δημοκρατική κοινωνία (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863).  Θα επικεντρωθούμε στα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης χωρίς περαιτέρω σχολιασμό: Λαμβανομένου υπόψη του ισχυρού υποβάθρου στο οποίο βασίστηκε το επίδικο δημοσίευμα, όπως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας, ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα εμπίπτει στην ειδική υπεράσπιση του υπό επιφύλαξη προνομιούχου δημοσιεύματος. 

 

Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει το ζήτημα από τη μια, αλλά  και το καθήκον και το δικαίωμα των μέσων ενημέρωσης από την άλλη, για πληροφόρηση του κοινού για ζητήματα πολιτικής και θέματα που αφορούν σε δημόσια πρόσωπα, εξισορροπείται από την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη.  Δεν μπορεί να παραγνωριστεί, όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ύπαρξη της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, εξαρτάται από αριθμό παραγόντων που έχουν ως πυρήνα το καθήκον του τύπου να ερευνά για να βρει την αλήθεια του δημοσιεύματος και να δημοσιεύει με δίκαιο τρόπο αντίθετες εκδοχές. 

 

Επί του τελευταίου, ο συνήγορος του εφεσείοντος επικεντρώθηκε στο ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσείοντα να τοποθετηθεί και ότι αυτός αρνήθηκε.  Υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, του εφεσίβλητου 2 (ΜΥ2), ο οποίος αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον εφεσείοντα, από τον οποίο, αφού προηγουμένως του απεκάλυψε την ιδιότητα του, ζήτησε να τοποθετηθεί επί του διερευνώμενου φλέγοντος ζητήματος.  Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγείται ότι ένα απλό τηλεφώνημα, ενώ ο εφεσείων βρισκόταν στο εξωτερικό από άγνωστο για τον τελευταίο πρόσωπο, δεν είναι αρκετό προς πλήρωση της υποχρέωσης των εφεσίβλητων, να πάρουν τη γνώμη του εφεσείοντος, προ της δημοσίευσης.    Και πάλι επιλεκτικά γίνεται αναφορά από τον συνήγορο του εφεσείοντος σε αποσπάσματα της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2.  Ο εφεσίβλητος 2 όπως καταγράφεται στα πρακτικά, πρόσθεσε με σαφήνεια ότι κατά τη συνομιλία του με τον εφεσείοντα του αποκάλυψε την ιδιότητα του, ζητώντας του να τοποθετηθεί επί του διερευνώμενου θέματος, όμως ο εφεσείων αρνήθηκε για να κλείσει τη συνομιλία τους με τη φράση: «Μην ανακατώνεις τα χώματα γιατί εν να μπουν στα μάτια σου».  Το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2, και τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν αμφισβητήθηκαν κατ΄ έφεση.  Ήταν λοιπόν αρκετό για το Δικαστήριο να καταλήξει στο λογικό συμπέρασμα ότι δόθηκε όντως η ευκαιρία στον εφεσείοντα να τοποθετηθεί.  Η τελευταία αποστροφή του λόγου του εφεσείοντος δεν μπορούσε να διαγνωστεί παρά μόνο ως άρνηση του να τοποθετηθεί επί του δημοσιεύματος.   Άλλωστε ο τελευταίος, είχε τη δυνατότητα, μετά την τηλεφωνική τους συνομιλία, να επικοινωνήσει με το εν λόγω πρόσωπο, του οποίου το όνομα ήταν πλέον γνωστό ως και η ιδιότητα του, για να τοποθετηθεί πριν την δημοσίευση του επιδίκου δημοσιεύματος. 

Η ύπαρξη κακοβουλίας διαπιστώνεται αντικειμενικά.  Η συρροή παραγόντων όπως αναδύονται μέσα από τη δημοσίευση ή όπως διαφαίνεται από τη γενική συμπεριφορά του εναγομένου και την όλη στάση του απέναντι στον ενάγοντα, πριν από τη δίκη και καθόλη την εκδίκαση της υπόθεσης, όπως και η χρήση των συγκεκριμένων λέξεων, μπορεί αφ΄ εαυτής να είναι τέτοια που να οδηγεί σε συμπεράσματα κακοβουλίας (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 717).  Ορθά κρίθηκε ότι τέτοιοι παράγοντες δεν συνέτρεχαν ώστε αντικειμενικά να διαπιστωθεί κακοβουλία και ότι το δυσφημιστικό δημοσίευμα εμπίπτει στην ειδική υπεράσπιση της δημοσίευσης υπό επιφύλαξη προνομιούχας. 

 

Ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης κατείχε αξίωμα δημοσίου λειτουργού, υπαστυνόμος στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, εκτελούσε ανάμεσα στ΄ άλλα και καθήκοντα που άπτονταν ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και συμφέροντος όπως η αγορά του εν λόγω εξοπλισμού, και σχετίζονται άμεσα με τη διαφάνεια και το διαβλητό των δημοσίων προσφορών και τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος, στα οποία ο κάθε φορολογούμενος πολίτης συμβάλλει. 

 

Ο συνήγορος μας παρέπεμψε στην υπόθεση Σπετσιώτης ν. Ιερού Ναού Αγίου Ερμογένους (1996) 1 Α.Α.Δ. 549, όπου υιοθετείται η Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 713 για να υποστηρίξει ότι χωρεί επέμβαση του Εφετείου και ακύρωση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον είναι η περίπτωση κατά την οποία προφανώς αποδεικνύεται ότι είναι λανθασμένη ή απαράδεκτη η αιτιολογία που χρησιμοποιείται ως βάση των προσβαλλομένων ευρημάτων. Δεν θα συμφωνήσουμε και ούτε θα συζητήσουμε περαιτέρω το ζήτημα.  Οι θέσεις που εκφράσαμε ανωτέρω κατά την ανάλυση του 1ου λόγου έφεσης, καλύπτουν απολύτως το ζήτημα.  Σε κάθε περίπτωση δεν βλέπουμε το συσχετισμό της εν λόγω απόφασης με τα όσα ο συνήγορος εισάγει.  Ότι καταγράφεται στο κριθέν ως δυσφημιστικό δημοσίευμα αποτελεί αξιολογική κρίση (valued judgment) επιτρεπτή και διακριτή από τα γεγονότα ή δηλώσεις επί των γεγονότων, εφόσον μπορούν να αποδειχθούν.  Αυτό χωρίς να πλαισιώνεται βεβαίως η εν λόγω απόληξη από το δικαίωμα των δημοσιογραφικών οργάνων να εκφράζουν γνώμη, ασχέτως των συνεπειών που μπορούν να επιφέρουν για τον ενάγοντα ή χωρίς να προσάγουν οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη των θέσεων ή των ισχυρισμών τους.  Θα πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο της δημοσίευσης πραγματική βάση ώστε να θεωρηθεί ανεκτή η αξιολογική κρίση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ιδιαιτέρως και θα λέγαμε, πέραν από το ότι απαιτείται υπό τις περιστάσεις, εν είδη διατριβής, επί της νομικής πτυχής, σε κάθε μια από τις υπερασπίσεις για να θεμελιώσει το σκεπτικό και την κατάληξη του.  Το επίδικο δημοσίευμα σε καμιά περίπτωση δεν εξέρχεται του αποδεκτού πλαισίου του έντιμου σχολιασμού εφόσον τα γεγονότα στα οποία αναφέρονταν οι εφεσίβλητοι ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ώστε να είναι δυνατή η επιτυχία της σχετικής υπεράσπισης. 

 

Ως εκ τούτου οι 1ος, 2ος και 3ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.  Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα για ανατρέψουμε τα ορθά και εύλογα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά τον 4ο λόγο εν όψει του ότι απορρίφθηκαν οι 1ος, 2ος και 3ος λόγοι έφεσης, δεν θα προχωρήσουμε να τον εξετάσουμε, εφόσον επί της ουσίας δεν θα είχε οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ενδιαφέρον.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων σε βάρος του εφεσείοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

                                                                     

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο