ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D294
(2015) 1 ΑΑΔ 924
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 202/2014)
30 Απριλίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29, 30, 35, 113 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ KAI ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ TOY 1964 (Ν. 33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΡΘΡΟ 7 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 155), ΣΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004 (Ν. 73(Ι)/2004) ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6, ΣΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡ. 1/1 ΚΑΙ 1/32, ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ ΚΕΦ. 270 ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30 ΚΑΙ 40, ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ Δ.59 (ORDER 59), ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6, ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ, ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ, ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, ΤΙΣ ΣΥΜΦΥΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΡΦΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΥΣ ΠΕΤΡΟ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΩ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΤΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΗΦΘΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΣΤΡΟΜΕΡΙΤΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ
ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΡΦΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΟΥΝ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΙ ΟΥΤΩΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΝΑ ΑΣΚΗΣΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ
---------------------------------------
Π. Μιχαήλ, για τους Αιτητές.
Α. Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προνομιακού εντάλματος Mandamus οι αιτητές επιδιώκουν, πρωταρχικώς, την έκδοση διαταγής προς το Γενικό Εισαγγελέα και τον Αστυνομικό Διευθυντή Μόρφου, όπως παραδώσουν στους αιτητές το όνομα ή τα ονόματα των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο του προνομίου μεταλλείου που εκδόθηκε προς όφελος της εταιρείας «ΣΚΥΡΟΠΟΙΙΑ ΣΥΜΕΩΝ ΛΤΔ».
Τα γεγονότα τα οποία έδωσαν το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:
Στις 12 Απριλίου 2012 οι αιτητές, ως ιδιοκτήτες ακινήτου στην περιοχή Κοκκινόκαμπος στο χωριό Αστρομερίτης, κατήγγειλαν, μέσω του δικηγόρου τους, την εταιρεία K.M.S.P. Materials Ltd και τον Κλεάνθη Μόρτη, διευθυντή της εν λόγω εταιρείας, ότι είχαν επέμβει στο εν λόγω κτήμα τους προκαλώντας ζημιά. Με την εν λόγω επιστολή ο συνήγορος των αιτητών είχε αναφέρει ότι, οι πελάτες του είχαν παράπονο, τόσο εναντίον της πιο πάνω εταιρείας όσο και εναντίον των αρμόδιων λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων, οι οποίοι ανέχθησαν την, κατ' ισχυρισμό, παράνομη επέμβαση και επισήμανε την απουσία λήψης μέτρων για την αποφυγή της. Μετά από σχετική αλληλογραφία η οποία δεν είναι του παρόντος, η Αστυνομική Διεύθυνση Μόρφου γνωστοποίησε στους αιτητές την έκθεση των γεγονότων σύμφωνα με τα οποία επιβεβαιώθηκε η παράνομη επέμβαση, την επωνυμία της εταιρείας και τα περαιτέρω μετά τη συμπλήρωση των ανακρίσεων.
Ο συνήγορος των αιτητών επανήλθε με νέα επιστολή του ημερ. 17 Ιουλίου 2013, ζητώντας την ολοκλήρωση των αστυνομικών ερευνών και παράλληλα ζήτησε να εφοδιαστεί με αντίγραφα των καταθέσεων που έχουν ληφθεί έτσι ώστε, όπως αναφέρεται, να δυνηθούν οι αιτητές να καταχωρίσουν ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον προσώπων που, κατά την άποψη τους, δεν ενήργησαν ως όφειλαν.
Η εν λόγω επιστολή απαντήθηκε στις 19 Ιουλίου 2013 σύμφωνα με την οποία η παραχώρηση αντιγράφων καταθέσεων δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, καθότι η περίπτωση δεν καλυπτόταν από το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Με νέα έκθεση που δόθηκε στους αιτητές ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου 2013, επιβεβαιώθηκε η παράνομη επέμβαση και τους γνωστοποιήθηκε ο αριθμός της αδείας λατόμευσης που είχε παραχωρηθεί προς την εταιρεία K.M.S.P. Materials Ltd. Κοινοποιήθηκε, ταυτοχρόνως, στους αιτητές ότι η Αστυνομία προχώρησε σε καταγγελία της πιο πάνω εταιρείας.
Αυτό δεν ικανοποίησε τους αιτητές, οι οποίοι, με νέα επιστολή τους ημερ. 4 Οκτωβρίου 2013, απευθυνόμενοι, αυτή τη φορά, προς το Γενικό Εισαγγελέα, ζήτησαν τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από λειτουργούς της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Στην εν λόγω επιστολή οι αιτητές, μέσω του δικηγόρου τους, επανέλαβαν το αίτημα για παραχώρηση και αποκάλυψη των ονομάτων των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων που, αφενός παραχώρησαν την άδεια λατόμευσης και αφετέρου δεν είχαν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες έτσι ώστε να αποφευχθεί η παράνομη επέμβαση στο κτήμα τους. Η εν λόγω επιστολή δεν είχε απαντηθεί και ο συνήγορος των αιτητών απέστειλε υπενθύμιση στις 15 Ιανουαρίου 2014 και 24 Μαρτίου 2014.
Στο μεταξύ, οι αιτητές καταχώρισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την αγωγή υπ' αρ. 888/2014 εναντίον, αφενός μεν της εταιρείας K.M.S.P. Materials Ltd και αφετέρου της Κυπριακής Δημοκρατίας διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, €190.000 αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και επίσης τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις. Τα δικόγραφα της εν λόγω αγωγής έχουν συμπληρωθεί με την καταχώριση απάντησης, από πλευράς των αιτητών-εναγόντων, στις 25 Σεπτεμβρίου 2014.
Στις 24 Νοεμβρίου 2014, μετά από σχετικό αίτημα, παραχώρησα στους αιτητές άδεια για την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Mandamus, στο πλαίσιο της Πολ. Αίτ. 191/2014, εξ' ου και η παρούσα αίτηση.
Η αίτηση που αντίκρισε την ένσταση της Δημοκρατίας επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο, στην απουσία δημοσίου καθήκοντος ή υποχρέωσης επιβαλλόμενης από το Νόμο για ικανοποίηση του αιτήματος των αιτητών. Κατά δεύτερο λόγο, οι καθ'ων η αίτηση πρόβαλαν ότι δεν υπάρχει, προς όφελος των αιτητών, συνταγματικό δικαίωμα καταχώρισης ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.
Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο η αγόρευση αμφοτέρων των πλευρών επικεντρώθηκε στην ύπαρξη ή όχι δημοσίου καθήκοντος επιβαλλόμενου από το Νόμο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών πρόβαλε ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Αστυνομίας Νόμου Ν. 73(Ι)/2004, η Αστυνομία έχει την υποχρέωση της διατήρησης του νόμου και της τάξης, την πρόληψη και εξιχνίαση εγκλημάτων όπως και τη σύλληψη και δίωξη των παρανομούντων. Η Αστυνομία έχει περαιτέρω υποχρέωση να σέβεται, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο συνήγορος, τα δικαιώματα των πολιτών της δημοκρατίας ιδιαιτέρως των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης με στόχο την υπεράσπιση των προσβληθέντων δικαιωμάτων του. Προς επίρρωση της θέσης του ο συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 C.L.R. 363 για να υποστηρίξει το δικαίωμα ενός ιδιώτη να προχωρήσει με την καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον οποιουδήποτε έχει παραβιάσει τα δικαιώματα του, ιδιαιτέρως όταν, όπως στην προκείμενη περίπτωση, τόσο η Αστυνομία όσο και κατ' επέκταση ο Γενικός Εισαγγελέας είναι απρόθυμοι να προβούν σε δίωξη όλων των υπευθύνων για την καταστρατήγηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών.
Περαιτέρω ο συνήγορος έκαμε αναφορά στις Αστυνομικές Διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν την υποχρέωση καθοδήγησης των Αστυνομικών κατά την εκτέλεση των αστυνομικών τους καθηκόντων και την υποχρέωση παραχώρησης σε ιδιώτη, όταν υποβληθεί προς τούτο αίτημα, σαφούς, περιεκτικής και εμπεριστατωμένης αστυνομικής έκθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, ανέφερε, ενώ αρχικώς η Αστυνομία είχε πληροφορήσει τους αιτητές για τη διαπιστωθείσα επέμβαση στο ακίνητο τους με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες στη συνέχεια επιλεκτικά, όπως τονίστηκε, απέφυγε να γνωστοποιήσει τα ονόματα των ατόμων που διενήργησαν την επέμβαση και αφετέρου να γνωστοποιήσει τα ονόματα των εμπλεκομένων στην υπόθεση λειτουργών του Τμήματος Μεταλλείων οι οποίοι, όπως ισχυρίζεται, έχουν παραβεί τα προβλεπόμενα στα άρθρα 30 και 40 του περί Ρύθμισης Μεταλλείων, Λατομείων Νόμου, Κεφ. 270.
Ο συνήγορος επισήμανε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ως εκ της θέσεως του προΐσταται των διωκτικών αρχών και αυτός έχει την εξουσία και τον τελευταίο λόγο για την έναρξη και διακοπή ποινικής δίωξης. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης ο κ. Μιχαήλ εξέφρασε το παράπονο που εστιαζόταν στο γεγονός ότι παρόλη τη γνωστοποίηση τριών επιστολών προς το Γενικό Εισαγγελέα δεν είχε λάβει απάντηση παρά μόνο αυτή ήρθε στις 13 Φεβρουαρίου 2015, ενδιαμέσως της ακρόασης, της παρούσας υπόθεσης. Η υποχρέωση του Γενικού Εισαγγελέα να γνωστοποιεί τους αιτητές το διαθέσιμο για σκοπούς καταχώρισης ποινικής δίωξης, υλικό, επιβεβαιώθηκε, όπως ανέφερε, στην υπόθεση Ιερόθεου Χριστοδούλου, άλλως Ρόπα (2008) 1 Α.Α.Δ. 43.
Υπάρχει το στοιχείο της δίκαιης δίκης, το καθήκον των δημοσίων αρχών να ενεργούν δίκαια και να παρέχεται η ισότητα των όπλων έτσι ώστε να ικανοποιείται το βασικό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο. Η άρνηση του Γενικού Εισαγγελέα παραβιάζει τα εν λόγω δικαιώματα και ο συνήγορος κάλεσε το Δικαστήριο να επέμβει.
Αναφορικά με την ύπαρξη εναλλακτικού τρόπου για τη γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών ο συνήγορος υποστήριξε ότι η πλευρά της Δημοκρατίας εισηγείται ότι οι αιτητές θα πρέπει να αναμένουν την κλήτευση στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο μιας αστικής διαφοράς του ερευνώντος Αστυνομικού για να ερωτηθεί επί τούτου. Κάτι τέτοιο, υποστήριξε ο κ. Μιχαήλ, θα ισοδυναμούσε με πρόκληση μεγάλης καθυστέρησης η οποία θα επηρέαζε δυσμενώς το δικαίωμα των αιτητών για καταχώριση ποινικής διώξεως.
Σε συνάρτηση με τον τελευταίο λόγο ενστάσεως που χαρακτήρισε την ενέργεια των αιτητών ως "ελιγμό" για να επιτύχουν οι αιτητές μεγαλύτερης αποζημίωσης, στο πλαίσιο της αστικής αγωγής που έχουν καταχωρίσει, υποστήριξε ότι η διάπραξη ποινικών αδικημάτων επιβάλλει στην Αστυνομία και στο Γενικό Εισαγγελέα να προχωρήσουν σε καταχώριση ποινικής διώξεως και σε περίπτωση άρνησης τους, που είναι η προκείμενη περίπτωση, οι αιτητές επιδιώκουν την πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία έτσι ώστε να δυνηθούν να προχωρήσουν δικαστικά.
Στην αντιπέρα πλευρά η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι για να ασκηθεί η προσφερόμενη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Mandamus, θα πρέπει να καταδειχθεί η ύπαρξη νομικού καθήκοντος από την αρμόδια αρχή η οποία ασκεί δημόσια εξουσία και επίσης ότι η εν λόγω αρχή αρνείται να το εκτελέσει.
Η συνήγορος υποστήριξε ότι το δικαίωμα των αιτητών να προχωρήσουν σε καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης δεν αμφισβητείται. Τούτο, όμως, υποστήριξε η κα Κάρνου, δεν εδράζεται σε συνταγματική πρόνοια αλλά αποτελεί δικαίωμα που αναγνωρίστηκε νομολογιακά με βάση το κοινοδίκαιο. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί και ο λόγος της υπόθεσης Ttofinis την οποία επικαλέστηκαν οι αιτητές, όπως είπε. Στη συνέχεια η συνήγορος έκαμε αναφορά στις συγκεκριμένες πρόνοιες του περί Αστυνομίας Νόμου τις οποίες επικαλούνται οι αιτητές, για να υποστηρίξει ότι δεν έχει καταδειχθεί, ούτε κατ' ελάχιστο, όπως είπε, η ύπαρξη καθήκοντος το οποίο οι αρμόδιες αρχές έχουν παραβεί. Ούτε οι Αστυνομικές Διατάξεις, στις οποίες έγινε επίκληση, οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση. Το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είναι το μόνο το οποίο προσφέρει τη δυνατότητα και επιβάλλει την υποχρέωση παραχώρησης του μαρτυρικού υλικού αλλά ο δικαιούχος επί του προκειμένου είναι ο εκάστοτε κατηγορούμενος με προφανή στόχο.
Από τη στιγμή, συμπλήρωσε η συνήγορος, που οι αιτητές δεν έχουν στοιχειοθετήσει την ύπαρξη δημοσίου καθήκοντος επιβαλλόμενο από το Νόμο, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Το δικαίωμα για άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, υπό προϋποθέσεις, δεν εμπεριέχει δικαίωμα για λήψη μαρτυρικού υλικού και πληροφοριών τα οποία έχουν συλλεγεί από την Αστυνομία με σκοπό τη διευκόλυνση των αιτητών στην άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης.
Η υποχρέωση συλλογής στοιχείων ανήκει, όπως είπε η συνήγορος, στους αιτητές. Για επίρρωση της θέσης της η συνήγορος έκαμε αναφορά στην αγγλική υπόθεση R. v. Director of Public Prosecutions, ex parte Hallas (1988) 87 Cr. App. R. 340 στην οποία ανάλογο αίτημα είχε απορριφθεί καθότι δεν υπάρχει υποχρέωση παραχώρησης υλικού που συγκεντρώθηκε για σκοπούς εξέτασης πιθανότητας διάπραξης ποινικού αδικήματος, σε ιδιώτη. Η ικανοποίηση αναλόγου αιτήματος θα έθετε σε σοβαρή αμφισβήτηση τη δυνατότητα εμπλεκομένων να παραχωρούν πληροφορίες στην Αστυνομία γνωρίζοντας ότι σε κάποιο στάδιο οι εν λόγω πληροφορίες θα περιέλθουν σε γνώση τρίτων προσώπων.
Στην υπό εξέταση περίπτωση το υποβληθέν αίτημα των αιτητών είχε εξεταστεί από το Γενικό Εισαγγελέα, που ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος θεώρησε ότι από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον με την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον των εμπλεκομένων στην παράνομη είσοδο στη ξένη περιουσία, ήτοι των αιτητών, χωρίς σχετική επί τούτου άδεια. Το υλικό, συνέχισε η συνήγορος, δεν δικαιολογούσε την καταχώριση οποιασδήποτε ποινικής διώξεως εναντίον οποιουδήποτε λειτουργού της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Είναι στην κρίση των αιτητών να προχωρήσουν σε καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης στη βάση ιδιωτικής έρευνας που μπορούν οι ίδιοι να διεξαγάγουν.
Η συνήγορος αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ρόπας για να καταδείξει ότι τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης ήταν εντελώς διαφορετικά και δεν έχουν οποιαδήποτε συνάφεια ή συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η υπόθεση εκείνη κρίθηκε με τα δικά της δεδομένα και το Δικαστήριο θεώρησε, εκ πρώτης όψεως, ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις και χορηγήθηκε επί τούτου άδεια. Παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν μπορεί να υπάρξει, κατέληξε επί του προκειμένου η συνήγορος, καθότι ο παραπονούμενος δεν μπορεί να έχει τα ίδια δικαιώματα με ένα κατηγορούμενο πρόσωπο αναφορικά με το υλικό που έχει συγκεντρώσει η Αστυνομία στο πλαίσιο διερεύνησης μιας υπόθεσης.
Αναφορικά με το παράπονο των αιτητών ότι ο Γενικός Εισαγγελέας παρέλειψε να απαντήσει σε σχετικές επιστολές τους, πέραν από το γεγονός ότι η επιστολή απαντήθηκε, έστω και καθυστερημένα λόγω του ότι είχε παραπέσει, η ενδεχόμενη άρνηση οποιουδήποτε δημοσίου προσώπου ή οργάνου να απαντήσει σε επιστολή εντός ευλόγου χρόνου με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος, δεν αποτελεί αντικείμενο προνομιακού εντάλματος, αλλά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το κρίσιμο, προς συζήτηση, θέμα, δεν είναι η δυνατότητα που προσφέρεται στους αιτητές να καταχωρίσουν ιδιωτική ποινική δίωξη, εναντίον, οποιουδήποτε θεωρούν ότι άμεσα παραβίασε τα δικαιώματα τους ενεργώντας παράνομα. Τούτο είναι δεδομένο. (Βλ. Ttofinis (ανωτέρω) και Αίπεια Λτδ. ν. Sirocco Estates Co. Ltd. κ.ά. (1997) 2 A.A.Δ. 434).
Η εν λόγω νομολογία αναγνώρισε το εν λόγω δικαίωμα, όταν οι ίδιες οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας δεν επιθυμούν ν' αναλάβουν τέτοια διαδικασία (βλ. Γιάλλουρου κ.ά. ν. Οδοντ. Εργαστ. Γ.Α. Βαριάνος Λτδ κ.ά. (2007) 2 Α.Α.Δ. 151).
Η βασική συναφώς παράμετρος εξέτασης είναι η δυνατότητα ικανοποίησης του αιτήματος των αιτητών να παραλάβουν αντίγραφα των καταθέσεων που λήφθησαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο εξέτασης του υποβληθέντος παραπόνου τους για παράνομη επέμβαση στο κτήμα τους.
Το άρθρο 6 του περί Αστυνομίας Νόμου, που επικαλέστηκε ο συνήγορος των αιτητών, ουδόλως επιβάλλει νομικό καθήκον για τέτοια αποκάλυψη, όπως ορθά ανέφερε η συνήγορος της Δημοκρατίας. Ούτε βεβαίως και οι Αστυνομικές Διατάξεις, η επίκληση των οποίων δεν βοηθά περαιτέρω την υπόθεση των αιτητών.
Το προνομιακό ένταλμα Mandamus εκδίδεται για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη αρμοδιότητα τους. Εκδίδεται περαιτέρω, ανάλογο ένταλμα, για να υποχρεωθεί να εκτελέσει, δημόσιο καθήκον μια διοικητική αρχή, επιβαλλόμενο από το Νόμο που αρνείται να το εκτελέσει. (Βλ. Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 1, para 89, Leftis v. Police (1973) 2 C.L.R. 87, In Re S.G. Colocassides Co. Ltd. (1977) 1 C.L.R. 89, In Re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381, σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση (2004) σελ. 248-254).
Η υπόθεση R. v. Director of Public Prosecutions (ανωτέρω) που επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας επιβεβαιεί τη θέση της για ανυπαρξία νομικού καθήκοντος των διωκτικών αρχών, με βάση το κοινοδίκαιο, για την παραχώρηση αντίγραφων του μαρτυρικού υλικού που εξασφαλίστηκε μετά από μια ανάκριση, αναφορικά με θανατηφόρο ατύχημα, στην υπόθεση εκείνη. Πλην, όμως, το Δικαστήριο επικρότησε την απόφαση του DPP να παραχωρήσει απλώς τα ονόματα των εμπλεκομένων.
Το κρίσιμο ερώτημα επανέρχεται, οι αιτητές δεν έχουν καμιά προστασία;
Η απάντηση εδράζεται στο ενωσιακό δίκαιο το οποίο με βάση το Άρθρο 1Α του Συντάγματος (Ν. 127(Ι)/2006) καθιστά ανενεργό κάθε νομοθέτημα που εμποδίζει την εφαρμογή όλων των πράξεων νομοθετικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επί του προκειμένου εφαρμογή έχει η αρχή της διαφάνειας καθότι προβάλλεται ως το μέσον, αφενός, συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, αφετέρου, επίτευξης αποτελεσματικότητας και υπευθυνότητας απέναντι τους.
Η ειδικότερη έκφανση της διαφάνειας, δηλαδή το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα θεσμικών και λοιπών ενωσιακών οργάνων κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 της Συνθήκης της Λισσαβώνας:
"Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης ανεξαρτήτως υποθέματος."
Γενική κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα του συνόλου του δημοσίου τομέα των κρατών μελών παρέχει η Οδηγία 2003/98ΕΚ ημερ. 17 Νοεμβρίου 2003. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε με τον περί της Περαιτέρω Χρήσης Πληροφοριών του Δημόσιου Τομέα Νόμου (Ν. 132(Ι)/2006). Περαιτέρω, το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών της Ένωσης σε έγγραφα ενωσιακών και εθνικών οργάνων όταν εφαρμόζουν κοινοτικό δίκαιο κατοχυρώνεται με το άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με το άρθρο 41 του Χάρτη, που αφορά τη χρηστή διοίκηση συνυπάρχει και η ειδικότερη πτυχή που εξασφαλίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου στο φάκελο του ως απόρροια του δικαιώματος άμυνας, σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων.
Με γνώμονα τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι, κατ' αντιστοιχία ενυπάρχει υποχρέωση των καθ'ων η αίτηση να αποδώσουν τα ζητηθέντα στοιχεία, αναφορικά με τα ονόματα των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων που είχαν την εποπτεία της περιοχής που βρίσκεται το κτήμα των αιτητών, και εκδίδω ανάλογη διαταγή. Δεν θεωρώ ότι με τον τρόπο αυτό πλήττεται με οποιοδήποτε τρόπο η προσφερόμενη προστασία των προσωπικών δεδομένων των εν λόγω λειτουργών. Η αρχή της διαφάνειας που πρέπει να διέπει την κάθε δραστηριότητα της εκτελεστικής εξουσίας ουδόλως επιβάλλει την επί τούτου αποκάλυψη του περιεχομένου των καταθέσεων των λειτουργών, προστατεύοντας την εσωτερική λειτουργία των θεσμικών οργάνων, όπως γνωματεύσεις και προσωπικά δεδομένα, αλλά, μόνο, ποιοι ήταν αυτοί. Μια τέτοια ενέργεια, ενδυναμώνει την αξιοπιστία, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα των δημόσιων αρχών, έτσι ώστε να επιβεβαιώνει τη νομιμότητα τους.
Έχοντας υπόψη ότι η επιστολή του συνηγόρου των αιτητών έχει απαντηθεί, έστω και καθυστερημένα, το θέμα των εξόδων δεν μπορεί ν' αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, όπως πρόβαλε ο συνήγορος των αιτητών.
Η αίτηση επιτυγχάνει μερικώς όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πλην, όμως, με γνώμονα την ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία του εγερθέντος θέματος δεν επιδικάζονται έξοδα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ