ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A120
(2015) 1 ΑΑΔ 322
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 76/10
19 Φεβρουαρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΙΩΡΓΟΥ Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εφεσείοντα
και
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων
......
Γ. Στυλιανού (κα) για κ. Α. Χρ. Δημητριάδη & Σία, για εφεσείοντα
Ρ. Ιάσωνος (κα) για κ. Χρ. Δημητριάδη & Σία, για εφεσίβλητους
.......
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη τράπεζα (στο εξής η Τράπεζα) καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ΄ αρ. 5951/2002 αγωγή, με την οποία αξίωνε εναντίον του Α. Κυβίττη ως πρωτοφειλέτη και των Χρ. Α. Κυβίττη και Γ.Μ. Γρηγορίου ως εγγυητών (εναγομένων 1, 2 και 3 αντίστοιχα) το ποσό των £37.930,14 (Λ.Κ.) για χρεωστικό υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς και συμβάσεων εγγύησης ημερ. 8.8.2000. Περαιτέρω αξίωνε και διατάγματα παράδοσης των αντικειμένων της ενοικιαγοράς και εκποίησης κτήματος της εναγόμενης 2 (συζύγου του πρωτοφειλέτη) το οποίο αυτή είχε υποθηκεύσει προς επιπρόσθετη εξασφάλιση είσπραξης του λαβείν της Τράπεζας.
Με την επίδοση της αγωγής ο πρωτοφειλέτης και η σύζυγός του αποδέχτηκαν τις θέσεις της Τράπεζας και στις 23.12.02 εκδόθηκε εναντίον τους εκ συμφώνου απόφαση/διάταγμα ως η αξίωση της Τράπεζας. Παρέμεινε επομένως ως μόνος εναγόμενος στην αγωγή ο εναγόμενος 3 (εφεσείοντας), η δικαστική διαδικασία εναντίον του οποίου φαίνεται εκ του αποτελέσματος να έχει εκτραπεί. Και αυτό αφού, παρόλο που η αξίωση της Tράπεζας εναντίον του βασίζεται σε μια κοινότοπη και αδιαμφισβήτητη σύμβαση εγγυήσεως εντούτοις μέχρι και σήμερα - 13 περίπου χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής και της έκδοσης εκ συμφώνου απόφασης εναντίον των συνεναγόμενών του 1 και 2 - όχι μόνο η εκδίκαση της αγωγής δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά η αντιδικία μεταφέρθηκε και στο Ανώτατο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα ενδιάμεσης απόφασης που έκδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αίτηση του εφεσείοντα ημερ. 26.10.10.
Με την προαναφερθείσα αίτηση, η οποία είχε ως νομική βάση τη Δ.27 θ.θ. 1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και Πρόνοιες του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003 (Ν.197(1)/2003, στο εξής ο Νόμος), ο εφεσείοντας επεδίωξε την έκδοση διατάγματος για απόρριψη της αγωγής και/ή αναστολή και/ή ανακοπή της διαδικασίας και/ή αναστολής ενδεχόμενης απόφασης εναντίον του «. γιατί ο πρωτοφειλέτης και/ή η ενυπόθηκος οφειλέτης έχουν την οικονομική δυνατότητα ή και περιουσία να ικανοποιήσουν την εξ αποφάσεως οφειλή τους».
Η αίτηση, η οποία βεβαίως προσέκρουσε σε ένσταση, υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα όπου διατύπωνε τη θέση πως ήταν «δίκαιο και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης» να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αφενός καθότι η Τράπεζα πριν τον οχλήσει θα έπρεπε να στραφεί εναντίον του πρωτοφειλέτη και της ενυπόθηκης οφειλέτριας και, αφετέρου, η αξία της εμπράγματης εξασφάλισης που παρείχε η υποθήκη Υ4546/00 κάλυπτε πλήρως το λαβείν της Τράπεζας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την ένσταση, απέρριψε την αίτηση κρίνοντας πως (α) ο εφεσείοντας δεν ζητούσε ουσιαστικά εξέταση νομικού σημείου, αλλά τη ματαίωση της ακρόασης της αγωγής και το αίτημά του δεν μπορούσε να εξεταστεί βάσει της Δ.27 θ.θ. 1 και 2, (β) ο περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος του 2003 που αποτελούσε μέρος της νομικής βάσης της αίτησης δεν τύγχανε εφαρμογής και (γ) δεν συνέτρεχαν ειδικές περιστάσεις που καθιστούσαν αναγκαία την ικανοποίηση του αιτήματος του για αναστολή της διαδικασίας.
Ο εφεσείοντας θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για δύο αλληλένδετους μεταξύ τους λόγους, τους οποίους προώθησε με επίκληση την Αργυρού ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1255. Εφόσον, υπέβαλε, η Τράπεζα δεν καθόρισε εξ αρχής την εμβέλεια και/ή προτεραιότητα των επιθυμούμενων εξασφαλίσεων της και εφόσον είχε εξασφαλίσει απόφαση εναντίον της ενυπόθηκης οφειλέτριας (εναγόμενης 2) είναι ορθό, έντιμο και δίκαιο να στραφεί πρώτα προς τις εμπράγματες εξασφαλίσεις πριν να τον οχλήσει. Συναφώς επεσήμανε και το γεγονός ότι πρωτοδίκως είχε προσκομίσει και μαρτυρία που αποδείκνυε ότι η αξία της ενυπόθηκης εξασφάλισης υπερέβαινε το χρέος και ενόψει τούτου υπέβαλε πως ό,τι αποφασίστηκε στην Αργυρού ισχύει και στην παρούσα και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του.
Η πρωτόδικη απόφαση, αντέτεινε η Τράπεζα, είναι ορθή γιατί ο Νόμος δεν ετύγχανε εφαρμογής εφόσον αφορά συμβάσεις που συνήφθησαν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, όπως δεν ετύγχανε εφαρμογής και η Δ.27 θ.θ. 1 και 2 που αφορά εκδίκαση αμιγώς νομικών σημείων αφού με την αίτηση, ο εφεσείοντας, ζητούσε ουσιαστικά τη μη διεξαγωγή δίκης. Σ΄ ότι δε αφορά το αίτημα για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας επικαλέστηκε την Μerck & Co. Inc. κ.α. ν. Μedochemie Ltd (1998) 1(Δ) A.A.Δ. 2184 όπου τονίστηκε πως η εκδίκαση των αγωγών δεν πρέπει να αναστέλλεται εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οι οποίοι πέραν από κάθε λογική αμφιβολία καθιστούν αναγκαία την αναστολή.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και καταλήξαμε πως η έφεση είναι έκδηλα αβάσιμη. Η αίτηση του εφεσείοντα είχε νομική θεμελίωση τη Δ.27 θ.θ. 1 και 2 και τα άρθρα 2, 3, 9 και 10 του Νόμου, αλλά δεν ζητούσε την προεκδίκαση οποιουδήποτε (αμιγώς) νομικού σημείου. Ό,τι ζητούσε ήταν η αναστολή της δικαστικής διαδικασίας ως και η αναστολή εκτέλεσης ενδεχόμενης εναντίον του δικαστικής απόφασης κατ΄ επίκληση των άρθρων 9 και 10 του Νόμου. Παραγνωρίζοντας αφενός ότι δεν είχε εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση εναντίον του στην αγωγή και αφετέρου ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση του ο Νόμος. Και αυτό καθότι σύμφωνα με το άρθρο 13(1)[1] του Νόμου οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονται μετά την έναρξη της ισχύος του και η εγγύηση που υπέγραψε ο εφεσείοντας φέρει ημερ. 8.8.00, ενώ ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 31.12.03 με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Έπεται ότι η αίτηση του στερείτο νομικής θεμελίωσης και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτό που ουσιαστικά ζητούσε ήταν η μη διεξαγωγή ακρόασης. Σ΄ ότι δε αφορά την υπόθεση Αργυρού (ανωτέρω) που επικαλέστηκε ενώπιον μας, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι αυτή αφορούσε διαδικασία ακύρωσης κατ΄ ισχυρισμό δόλιας μεταβίβασης διαμερίσματος στην οποία προέβη ο εγγυητής, εναντίον του οποίου όμως είχε εκδοθεί απόφαση ενώ στην παρούσα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Τέλος, σ΄ ότι αφορά το αίτημα για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας εκδίκασης της αγωγής, είναι αρκετό να επαναλάβουμε αυτό που τονίστηκε στην υπόθεση Merck & Co (ανωτέρω). Ότι δηλαδή η εκδίκαση των αγωγών δεν πρέπει να αναστέλλεται και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείοντας δεν έθεσε ενώπιον του τέτοιες περιστάσεις για ικανοποίηση τέτοιου αιτήματος, απόφαση που δεν αμφισβητήθηκε και από τον εφεσείοντα στο πλαίσιο εκδίκασης της έφεσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση. Λαμβανομένης δε υπόψη της μακρόχρονης εκκρεμοδικίας της αγωγής, να υπενθυμίσουμε ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις δεν αποτελούν εμπόδιο για εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και αναμένουμε όπως η αγωγή εκδικαστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατό.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 13. (1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, περιλαμβανομένων συμβάσεων εγγύησης που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του αλλά αφορούν συμφωνίες δανείου που είχαν συναφθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας, και δεν επηρεάζουν καθ' οιονδήποτε τρόπο, οποιεσδήποτε υποχρεώσεις ή δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου που είναι πρωτοφειλέτης, πιστωτής και εγγυητής σε σχέση με σύμβαση εγγύησης που συνάφθηκε πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.