ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2015:1
(2015) 1 ΑΑΔ 182
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 31/2012)
3 Φεβρουαρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητος.
_________________________
Α. Ποιητής, για την Εφεσείουσα.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στις 8.5.2012 το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο (Δ.Ο.Δ.) εξέδωσε απόφαση, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, με την οποία η ενώπιον του έφεση γινόταν αποδεκτή, η πρωτόδικη απόφαση παραμεριζόταν και η αξίωση της αιτήτριας-εφεσείουσας κρινόταν παραγεγραμμένη με βάση το άρθρο 15 του Ν 232/91, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία της καταχώρισης της αίτησης. Στη συνέχεια το Δ.Ο.Δ. πρόσθεσε και τα εξής, αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής της αξίωσης, δυνάμει του άρθρου 15: «Εφόσον, όμως, μόνο αυτό το θέμα εξετάστηκε, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο, έτσι ώστε, να τύχει περαιτέρω χειρισμού (το θέμα) της συνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου».
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο σύμφωνα με τις οδηγίες του Δ.Ο.Δ..
Στις 25.5.2012 το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε της υποθέσεως. Παρατήρησε ότι ενώπιον του εκκρεμούσε αίτηση για ασφάλεια εξόδων η οποία είχε καταχωρηθεί στις 18.5.2012 και ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 29.5.2012. Τέθηκε ζήτημα ποιού ζητήματος θα έπρεπε να επιληφθεί κατά πρώτον, το πρωτόδικο δικαστήριο, εκείνου της παραπομπής του συνταγματικού θέματος στο Ανώτατο Δικαστήριο ή εκείνου της ασφάλειας εξόδων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να επιληφθεί του ζητήματος της παραπομπής του συνταγματικού θέματος και ότι δεν είχε οποιαδήποτε άλλη εξουσία να επιληφθεί οποιουδήποτε άλλου ζητήματος περιλαμβανομένου και αυτού της ασφάλειας εξόδων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να επιληφθεί πρώτα της αίτησης για ασφάλεια εξόδων.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου αποφάσισε ότι είχε εξουσία να επιληφθεί της αιτήσεως για ασφάλεια εξόδων και ότι, εφόσον η αίτηση για ασφάλεια εξόδων εκκρεμούσε από 18.5.2012, ενώ δεν είχε ακόμη υποβληθεί αίτημα παραπομπής συνταγματικού θέματος από την εφεσείουσα, η εξέταση της αίτησης ασφάλειας εξόδων θα έπρεπε να προηγηθεί.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 7 αφορούν στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη εφαρμογή της απόφασης του Δ.Ο.Δ., από το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατά την εφεσείουσα, το μόνο που όφειλε να πράξει το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν να παραπέμψει το ζήτημα της συνταγματικότητας, του προαναφερόμενου άρθρου 15, στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιληφθεί οποιασδήποτε άλλης αιτήσεως ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, εκτός από την προαναφερόμενη. Αυτές ήταν οι οδηγίες του Δ.Ο.Δ., ήταν ρητές και το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να τις ακολουθήσει πιστά.
Με τον 3ο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, να εξετάσει και να αποφασίσει κατά προτεραιότητα την αίτηση για ασφάλεια εξόδων, προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της υπόθεσης, όσον αφορά το ζήτημα της παραπομπής του συνταγματικού θέματος.
Με τον 4ο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα αποφάσισε δύο φορές και μάλιστα αντιφατικά, επί του ιδίου θέματος, δηλαδή, της σειράς με την οποία θα χειριζόταν τα δύο ζητήματα. Στις 22.5.2012 αποφάσισε ότι το μόνο ζήτημα που εγειρόταν ενώπιον του ήταν εκείνο της παραπομπής ενώ στις 29.5.2012 αποφάσισε διαφορετικά, λέγει η εφεσείουσα.
Με τον 6ο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η αίτηση ασφάλειας εξόδων έπασχε δικονομικά καθότι σ΄ αυτή δεν αναγραφόταν η Δ.11 των Θεσμών του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία είναι εκείνη, μέσω της οποίας, το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει πρόσβαση στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα θέματα που ηγέρθησαν υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταρχάς δεν συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε οποιαδήποτε άλλη εξουσία από του να παραπέμψει το ζήτημα της συνταγματικότητας του προαναφερόμενου άρθρου 15 στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος. Εάν αυτό ήταν το μόνο ζήτημα, το Δ.Ο.Δ. θα μπορούσε να προχωρήσει, το ίδιο, στην παραπεμπτική διαδικασία του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, όπως έπραξε και στην υπόθεση Ζένιου ν. Ζένιου (Αρ. 1) (2002) 1 ΑΑΔ 445. Στην υπόθεση εκείνη έγινε, απευθείας, παραπομπή από το Δ.Ο.Δ., στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια ακρόασης έφεσης ενώπιον του Δ.Ο.Δ.. Στην παρούσα υπόθεση το Δ.Ο.Δ., με την προαναφερόμενη απόφαση του, δεν απέρριψε την αξίωση, παρόλον που την έκρινε ως παραγεγραμμένη, δυνάμει του άρθρου 15, αλλά παρέπεμψε την υπόθεση στο Οικογενειακό Δικαστήριο «έτσι ώστε να τύχει περαιτέρω χειρισμού (το θέμα) της συνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου».
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, με το προαναφερόμενο λεκτικό, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, ως «functus officio» για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για ασφάλεια εξόδων. Μια τέτοια ερμηνεία των οδηγιών του Δ.Ο.Δ. θα αποψίλωνε το πρωτόδικο δικαστήριο και θα του στερούσε, κατά την κρίση μας, τις εγγενείς εξουσίες του να χειριστεί περαιτέρω το θέμα της συνταγματικότητας του προαναφερόμενου άρθρου, κατά τρόπο σφαιρικό.
Όσον αφορά τον 3ο λόγο έφεσης ότι η απόφαση στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της υπόθεσης όσον αφορά την παραπομπή, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε και με αυτό το λόγο έφεσης. Επαφίεται στην εφεσείουσα να ικανοποιήσει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για ασφάλεια εξόδων, ώστε να μπορέσει να χειριστεί περαιτέρω και το ζήτημα της παραπομπής, το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο 4ος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό αντιφατική στάση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο και, παρόλον που αρχικά ανέφερε ότι θα επιλαμβανόταν του ζητήματος της παραπομπής, στη συνέχεια πήρε τη θέση, όχι χωρίς καλό λόγο, ότι για να παραπεμφθεί προδικαστικό ζήτημα, δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος, θα έπρεπε (α) να υποβληθεί σχετικό αίτημα και (β) το δικαστήριο να κρίνει ότι το ζήτημα που εγείρεται είναι ουσιαστικό για τη διάγνωση της ενώπιον του υπόθεσης. Αναφέρθηκε και σε σχετική νομολογία. Εφόσον η εφεσείουσα δεν είχε καταχωρήσει αίτηση παραπομπής, μέχρι την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αίτηση για ασφάλεια εξόδων, το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, κατά την κρίση μας, αποφάσισε να επιληφθεί, κατά πρώτον, της αιτήσεως για ασφάλεια εξόδων. Όμως θεωρούμε τον χειρισμό από το πρωτόδικο δικαστήριο ως δικαιολογημένο και για ένα άλλο λόγο. Στις 11.6.2012, όταν το δικαστήριο επιλαμβανόταν της αιτήσεως ημερ. 28.5.2012 για παραπομπή, στην παρουσία του δικηγόρου της εφεσείουσας μόνο, μετά από σχετικές ερωτήσεις του δικαστηρίου ως προς τη σαφήνεια του αιτήματος για παραπομπή, ο κ. Ποιητής ζήτησε άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, προς υποστήριξη της αίτησης του, και το δικαστήριο έδωσε την άδεια και οδηγίες όπως η αίτηση για παραπομπή παραμείνει για περαιτέρω αγορεύσεις στις 14.6.2012. Στις 14.6.2012 το δικαστήριο όρισε την 25.6.2012 ως ημερομηνία για εξέταση του ζητήματος της παραπομπής συνταγματικού ερωτήματος και είπε ότι την ίδια μέρα θα απαγγελθεί η απόφαση για ασφάλεια εξόδων. Ο κ. Ποιητής ήταν παρών στις 14.6.2012 και δεν προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα.
Ο 6ος λόγος έφεσης, που αφορά στην απουσία της Δ.11 των Θεσμών του Οικογενειακού Δικαστηρίου, από την αίτηση για ασφάλεια εξόδων, επίσης δεν μπορεί να επιτύχει. Παρόμοιος λόγος ήδη προβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, υπό διαφορετική σύνθεση, και απερρίφθη. Αναφερόμαστε στην απόφαση ημερ. 8.4.2014 στην αίτηση ημερ. 29.8.2013, για ασφάλεια εξόδων. Λέχθηκε, στην απόφαση εκείνη, πως η αίτηση ήταν δικονομικά ορθή έστω και αν στο νομικό της υπόβαθρο δεν μνημονεύονταν οι σχετικοί, περί Οικογενειακών Δικαστηρίων, Διαδικαστικοί Κανονισμοί 2/90 (Κανονισμοί 9-11) που επιτρέπουν προσφυγή στις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και έστω και αν μαζί με την Δ.35 κ.2 δεν μνημονεύεται και η Δ.60 κ.1.
Ενόψει των προαναφερομένων, θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.