ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Παύλος Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες. Ανδρέας Χαραλάμπους για Ανδρέας Γιωργκάτζιης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-01-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο CYPRUS IMPORT CORPORATION LTD ν. ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 29/2010, 30/1/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A44

(2015) 1 ΑΑΔ 127

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 29/2010

 

 

30 Ιανουαρίου, 2015

 

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

CYPRUS IMPORT CORPORATION LTD,

                                                  Εφεσειόντων,

-      ΚΑΙ -

 

ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

                                                                              Eφεσίβλητου.

----------------------

 

Παύλος Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ανδρέας Χαραλάμπους για Ανδρέας Γιωργκάτζιης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

  

   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΔΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο ενάγων - εφεσίβλητος  αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και συνακόλουθες ζημιές που υπέστηκε ως αποτέλεσμα ατυχήματος που συνέβηκε στις 31.8.2000 σε υποστατικό της εναγόμενης - εφεσείουσας  εταιρείας στη Λεμεσό, όπου αυτή διατηρούσε συνεργείο επιδιόρθωσης αυτοκινήτων.  Ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν υδραυλικός,  είχε κληθεί στο εν λόγω υποστατικό της εφεσείουσας για να επιδιορθώσει ντεπόζιτο νερού που ήταν τοποθετημένο σε ύψος.  Κατά τη διαδικασία πρόσβασης του στο ντεπόζιτο έπεσε από ύψος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά.

 

Για να είναι καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συνέχεια, θεωρούμε σκόπιμο να περιγράψουμε τον επίδικο χώρο για τον οποίο, όπως σημειώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, δεν υπήρξαν αντιμαχόμενες εκδοχές, ούτε και για τις περιβάλλουσες συνθήκες που μπορεί να είχαν διαδραματίσει ρόλο.

 

Το υποστατικό της εφεσείουσας είχε την μορφή μεγάλης αποθήκης ή εργοστασίου με  κεκλιμένη οροφή που στηριζόταν σε τριγωνικά σιδερένια υποστηρίγματα γνωστά ως «ψαλίδες».   Επρόκειτο για μεγάλο χώρο που περιβαλλόταν από τοιχοποιία.  Στο εσωτερικό του υποστατικού υπήρχε ο χώρος που διορθώνονταν και συντηρούνταν τα αυτοκίνητα καθώς και ένας άλλος χώρος, διαχωρισμένος με τοιχοποιία, που είχε διαμορφωθεί σε γραφεία και αποθήκη ανταλλακτικών.  Στην τοιχοποιία, η οποία ήταν ύψους ενός ορόφου, στηριζόταν  η στέγη των γραφείων η οποία ήταν κατασκευασμένη με χονδρούς και ανθεκτικούς ξυλοδοκούς τοποθετημένους κατά σειρά σε απόσταση περίπου 50-60 εκατοστών ο ένας από τον άλλο.   Κάθετα σε σχέση με αυτούς ήταν καρφωμένες λεπτές ξυλόβεργες ώστε να σχηματίζεται ένα αραιό ξύλινο δίκτυο.  Στο κάτω μέρος του δικτύου αυτού είχε εφαρμοστεί διακοσμητικό σέλοτεξ, δηλαδή λεπτά φύλλα επεξεργασμένης ξυλείας.  Έτσι, κάποιος που βρισκόταν στα γραφεία δεν έβλεπε την κεκλιμένη οροφή αλλά μιαν επίπεδη οροφή στο κανονικό ύψος ενός δωματίου.  Στο χώρο επιδιόρθωσης και συντήρησης των αυτοκινήτων και στην αποθήκη ανταλλακτικών δεν υπήρχε ενδιάμεση στέγη και άτομο που βρισκόταν στους χώρους εκείνους έβλεπε από πάνω την κεκλιμένη στέγη και τα σιδερένια υποστηρίγματα.  Το ντεπόζιτο βρισκόταν εντός του ευρύτερου χώρου του συνεργείου σε μέρος της οροφής όπου δεν υπήρχε πάτωμα.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα επίδικα γεγονότα της 31.8.2000, διαδραματίστηκαν γύρω στις 17.30-18.00. Στην οροφή εκείνη την ώρα δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός. Ωστόσο, κάποιος θα μπορούσε, εάν κοίταζε την οροφή, να διακρίνει πως αυτή δεν είχε δάπεδο.  Αν όμως η σκέψη και η παρατήρηση του δεν στρεφόταν στην οροφή, ο φωτισμός της οροφής δεν ήταν τέτοιος που να προσελκύσει την προσοχή ώστε να διαπιστώσει κάποιος την κατάστασή της. Ο εφεσίβλητος ανέβηκε με τον Άθω Βασιλειάδη, διευθυντή στο συνεργείο της εφεσείουσας, στο μέρος της οροφής των γραφείων της τελευταίας, όπου υπήρχε πάνω από τους χονδρούς ξυλοδοκούς, ανθεκτικό πάτωμα, με σκοπό να υποδείξει από εκεί ο Α. Βασιλειάδης στον εφεσίβλητο το ντεπόζιτο.  Το προσωπικό της εφεσείουσας είχε πρόσβαση στο χώρο αυτό, τύπου σοφίτας που χρησιμοποιείτο για την αποθήκευση εξαρτημάτων, μέσω μόνιμης μεταλλικής σκάλας.  Ο Βασιλειάδης δεν πληροφόρησε τον εφεσίβλητο πως στη μεριά που βρισκόταν το ντεπόζιτο δεν υπήρχε πάτωμα, ούτε μπορούσε από εκεί που βρισκόταν ο εφεσίβλητος με τον Βασιλειάδη να το διαπιστώσει τούτο.  Από το χώρο αυτό δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στο χώρο όπου βρισκόταν το ντεπόζιτο.

 

Αφού ο εφεσίβλητος στη συνέχεια διεκπεραίωσε κάποιες άλλες εργασίες που του ζητήθηκαν και βρισκόταν στην αποθήκη εξαρτημάτων, η οποία δεν είχε ενδιάμεση στέγη, ζήτησε από υπάλληλο της εφεσείουσας, να του φέρει τριπόδι, σύμφωνα με οδηγίες που είχε δώσει προηγουμένως ο Α. Βασιλειάδης.  Ο υπάλληλος του έφερε μια παλιά σκάλα, την οποία τοποθέτησε έναντι του τοίχου της αποθήκης και ο εφεσίβλητος ανέβηκε στην οροφή. Έχοντας ανεβεί λοιπόν στην οροφή στη μεριά όπου βρισκόταν το ντεπόζιτο, ο εφεσίβλητος ήταν της αντίληψης ότι είχε και αυτή πάτωμα.  Πάτησε στον τοίχο που περιέβαλλε τα γραφεία.  Στην προσπάθεια του όμως να κινηθεί για να προσεγγίσει το ντεπόζιτο, περιπλέχτηκαν τα πόδια του σε σύρματα που διέρχονταν και ήταν τοποθετημένα ελεύθερα στην οροφή με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του, να πέσει πάνω στα σέλοτεξ στην οροφή των γραφείων, τα οποία ήταν αδύνατα για να συγκρατήσουν το βάρος του, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν και ο εφεσίβλητος να πέσει στο γραφείο από κάτω, διερχόμενος μεταξύ των ξυλοδοκών στήριξης της οροφής των γραφείων.

 

Υποστηρίχθηκε από τον εφεσίβλητο πρωτόδικα πως την ευθύνη για το επίδικο ατύχημα έφερε αποκλειστικά η εφεσείουσα γιατί ως κάτοχος του χώρου όφειλε να τον προειδοποιήσει για τους πιθανούς κινδύνους τους οποίους θα αντιμετώπιζε κατά την παραμονή του στο χώρο και κατά την εκτέλεση της εργασίας που του είχε ανατεθεί.  Σύμφωνα δε με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας σε σχέση με τις καταλογιζόμενες σ' αυτή λεπτομέρειες αμελείας, ο εφεσίβλητος παρέβηκε τις οδηγίες της.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα, ως κάτοχος του εν λόγω υποστατικού, έφερε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, ενώ παράλληλα καταλόγισε ευθύνη και στον ίδιο τον εφεσίβλητο, καταμερίζοντας την σε ποσοστό 1/3 - 2/3 αντίστοιχα.  

 

Με την έφεση η εφεσείουσα προβάλλει έξι λόγους έφεσης, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση. 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, αφορά ουσιαστικά, στην ευθύνη της εφεσείουσας για το ατύχημα, η οποία προβάλλει ότι λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ίδια γνώριζε για τον κίνδυνο και έπρεπε να προειδοποιήσει τον επισκέπτη (εφεσίβλητο). 

 

Δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα ότι η εφεσείουσα ήταν κάτοχος του χώρου όπου επισυνέβηκε το ατύχημα εν τη εννοία του άρθρου 51(2)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.  Ήταν δε εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν προσκεκλημένος της στο υποστατικό της.  Εξετάζοντας το δικαστήριο στη συνέχεια την έκταση του καθήκοντος του κατόχου έναντι του προσκεκλημένου, με ιδιαίτερη αναφορά σε  αγγλική νομολογία,  σημείωσε ότι ο κάτοχος έχει καθήκον προς τον προσκεκλημένο να μεριμνήσει όπως το υποστατικό είναι εύλογα ασφαλές, παρατηρώντας παράλληλα πως δεν έχει καθήκον να εμποδίσει ασυνήθιστο κίνδυνο αλλά να εμποδίσει την πρόκληση ζημιάς από ασυνήθιστο κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει.  Σχετικά με τη γνώση, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ο κάτοχος έχει υποχρέωση να γνωρίζει εκείνο που ένας λογικός άνθρωπος γνωρίζει ή θεωρείται ότι γνωρίζει.  Τι είναι λογικό εξαρτάται από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, έκρινε πως η εφεσείουσα υπέδειξε ουσιαστικά στον εφεσίβλητο τον τρόπο πρόσβασης στο χώρο της εργασίας που του ανάθεσε και, ως εκ τούτου, γνώριζε ότι ο εφεσίβλητος, από το σημείο που θα πετύχανε την άνοδο θα έπρεπε να κινηθεί προς το ντεπόζιτο, περπατώντας δηλαδή επί της οροφής, εύρημα που η εφεσείουσα αμφισβητεί.  Η δε οροφή στο μέρος όπου ανέβηκε ο εφεσίβλητος δεν είχε δάπεδο, ο φωτισμός δεν ήταν επαρκής και υπήρχαν εμπόδια στην οροφή, δηλαδή σύρματα, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στον εφεσίβλητο να χάσει το βηματισμό του, να σκουντουφλήσει  και να πέσει.  Το ενδεχόμενο να πέσει πάνω στο σέλοτεξ δεν ήταν απομακρυσμένο, ενώ ήταν αντιληπτό από την εφεσείουσα πως το σέλοτεξ και οι ξυλόβεργες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το βάρος ενός ανθρώπου.  Κατέληξε το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε υπό τις περιστάσεις καθήκον να προειδοποιήσει τον εφεσίβλητο για την κατάσταση του χώρου και την ύπαρξη εμποδίων στην οροφή, πράγμα που απέτυχε να πράξει και γι' αυτό το λόγο έφερε ευθύνη για το επίδικο ατύχημα.

Η νομική προσέγγιση του δικαστηρίου είναι ορθή, ενώ τα συμπεράσματα του τόσο για την υπόδειξη του τρόπου πρόσβασης του εφεσίβλητου στο χώρο της εργασίας που του είχε ανατεθεί όσο για την κατάσταση του χώρου βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που αυτό είχε δεχτεί.

 

«Ασυνήθιστος κίνδυνος» σημαίνει τέτοιος κίνδυνος που δεν παρουσιάζεται συνήθως κατά την εκτέλεση της εργασίας  ή την εκπλήρωση της λειτουργίας που ο προσκεκλημένος έχει να επιτελέσει.  Τι είναι ασυνήθιστο, ποικίλει βεβαίως, ανάλογα με τους λόγους για τους οποίους ο προσκεκλημένος εισέρχεται στο υποστατικό και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.[1]  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η συνολική κατάσταση του επίδικου χώρου, ειδικότερα οι κίνδυνοι που δημιουργούνταν από τα εμπόδια και λόγω του μη επαρκούς φωτισμού, σε συνάρτηση με την απουσία δαπέδου, ήταν μη εμφανείς και ασυνήθιστοι, αφού τέτοιοι κίνδυνοι δεν παρουσιάζονται συνήθως κατά την εκτέλεση εργασίας του είδους που είχε ανατεθεί από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο.  Ο δε κίνδυνος να χάσει τον βηματισμό του ο εφεσίβλητος λόγω της ύπαρξης των εμποδίων - συρμάτων - και να πέσει πάνω στο σέλοτεξ ήταν εύλογα προβλεπτός.  Εύλογα προβλεπτό ήταν επίσης πως σε τέτοια περίπτωση, το σέλοτεξ δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει το βάρος του.  Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εφεσείουσα είχε καθήκον να προειδοποιήσει τον εφεσίβλητο για την κατάσταση του χώρου, πράγμα που δεν έπραξε.  Καταλήγουμε λοιπόν ότι η απόδοση ευθύνης στην εφεσείουσα ήταν δικαιολογημένη.

 

Δεν παραγνωρίζουμε βεβαίως ότι o εφεσίβλητος είχε επιδιορθώσει το ντεπόζιτο μία φορά προηγουμένως, αυτό όμως έγινε 5-6 χρόνια πριν από το επίδικο ατύχημα, ενώ τότε η πρόσβαση του στο χώρο εργασίας είχε γίνει με διαφορετικό τρόπο.   Ούτε παραγνωρίζουμε πως κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσίβλητος πριν επιχειρήσει να κινηθεί προς το ντεπόζιτο είδε στην οροφή «στρόππους» από σύρματα - δηλαδή πολλά μπερδεμένα σύρματα σαν κουβάρια - και πάτησε στην άκρια της δοκού, και γνώριζε ότι από κάτω ήταν τοίχος.  Η ενέργεια του αυτή, όπως σημειώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, υποδηλώνει πως είχε υπόψη του κάποιο πρόβλημα ή αδυναμία «... προδήλως κάποια ανησυχία .... στο να πατήσει ενδότερα στην οροφή». Οι περιστάσεις αυτές επαύξαναν την φροντίδα και προσοχή που ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να έχει για τη δική του ασφάλεια, ιδιαίτερα ενόψει του ανεπαρκούς φωτισμού.  Δεν μπορεί να παραγνωριστεί όμως το γεγονός ότι, ενώ σε άλλο μέρος της οροφής που είχε επισκεφθεί ο εφεσίβλητος μαζί με τον Α. Βασιλειάδη λίγο πριν από το ατύχημα, για να του υποδειχθεί το ντεπόζιτο, υπήρχε δάπεδο (μεταλλική μεμβράνη πάνω από το σέλοτεξ), η εφεσείουσα δεν  προειδοποίησε τον εφεσίβλητο για την απουσία δαπέδου στον επίδικο χώρο ώστε να έχει πλήρη αντίληψη του κινδύνου και του μεγέθους του σε περίπτωση που έχανε τον βηματισμό του και έπεφτε, για να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και προς αποφυγή του ατυχήματος. 

 

Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι η αμέλεια του εφεσίβλητου ήταν ολοκληρωτική και όχι 2/3.  Από την άλλη, με την αντέφεση, ο εφεσίβλητος παραπονείται ότι η απόφαση του δικαστηρίου για 2/3 ευθύνη είναι εσφαλμένη, εισηγούμενος ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε τόσο μεγάλη συντρέχουσα αμέλεια.  Ο καταμερισμός της ευθύνης έχει ως συνισταμένη τη συμβολή του καθενός από τα μέρη στην πρόκληση της ζημιάς και το μέτρο είναι η λογική πρόβλεψη των συνεπειών που θα προκύψουν εξαιτίας της παρέκκλισης από το καθήκον επιμέλειας που αναλογεί στο καθένα από τα μέρη (Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1A A.A.Δ 556).  Σημειώνουμε εδώ τη θέση  του εφεσίβλητου πως το παράπονο της εφεσείουσας δεν μπορεί να μας απασχολήσει, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη διεύρυνση του πρώτου λόγου έφεσης.  Είναι γεγονός ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν είναι διατυπωμένος με τον καλύτερο τρόπο, με αποτέλεσμα να δίδεται η εντύπωση ότι δεν προσβάλλεται ευθέως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για  την ευθύνη της εφεσίβλητης για το ατύχημα και το ζήτημα του καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων.  Ωστόσο, θεωρούμε ότι προκύπτει άμεσα από τον ήδη διατυπωμένο λόγο έφεσης πως αυτό που αμφισβητείται είναι η ευθύνη που αποδόθηκε στην εφεσείουσα εκ της παράλειψης της να ειδοποιήσει τον εφεσίβλητο επισκέπτη για τον κίνδυνο που αυτή γνώριζε, ενώ άμεσα συνυφασμένο είναι και το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων.  Σε ό, τι αφορά το παράπονο του εφεσίβλητου για την απόδοση μεγαλύτερης ευθύνης στον ίδιο, θεωρούμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η δική του αμέλεια ήταν μεγαλύτερη από αυτή της εφεσείουσας, ακριβώς επειδή είχε προσέξει την ύπαρξη των συρμάτων στην οροφή τα οποία αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία για την πτώση του με όλα τα επακόλουθα, ενώ είχε αντιληφθεί επίσης την ύπαρξη κάποιου προβλήματος ή αδυναμίας - προφανώς με το πάτωμα - αφού βγαίνοντας στην οροφή δεν πάτησε «στα τυφλά».  Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου.  Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία θεωρούμε ότι δεν υπάρχει λόγος επέμβασης μας προς ανατροπή του καταμερισμού της ευθύνης.

 

Αφού το δικαστήριο αξιολόγησε τη σχετική με τα τραύματα του εφεσίβλητου μαρτυρία, προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«.[το κάταγμα της ωμοπλάτης] ήταν επώδυνο και πόνοι εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τον ενάγοντα.  Υπάρχει μεγάλη δυσκαμψία στον αριστερό ώμο, η απαγωγή του οποίου περιορίζεται στις 70 μοίρες ενώ η κάμψη, έκταση και στροφικές κινήσεις είναι περιορισμένες κατά το ήμισυ και επώδυνες.

 

O ενάγοντας υπέστηκε ένα σοβαρό συντριπτικό μετατοπισμένο κάταγμα στην αριστερή ωμοπλάτη το οποίο επεκτείνετο εντός της αρθρώσεως, που πορώθηκε όχι ορθά, ενώ μικρό τεμάχιο παρέμεινε ελεύθερο.  Ανέπτυξε μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα που επηρεάζει τη λειτουργικότητα του ώμου και κατ' επέκταση του αριστερού άνω άκρου ώστε να μην μπορεί να εκτελεί με τη χρήση του οιαδήποτε εργασία.  Η μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα εξελίσσεται αρνητικά για τον ενάγοντα, με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση του επιδεινώθηκε και αναμένεται περαιτέρω επιδείνωση όσο περνά ο χρόνος.

...............................................................................................

 

Το αριστερό άνω άκρο του ενάγοντα παρουσιάζει και αδυναμία . Σε κάθε περίπτωση η αδυναμία είναι απότοκο των βλαβών του επίδικου ατυχήματος .

Στην εμπρόσθια επιφάνεια της μεσότητας του αριστερού μηρού υπάρχει βαθύ και επώδυνο εντύπωμα του δέρματος.  Η μυϊκή δύναμη του αριστερού τετρακέφαλου μυός είναι μειωμένη και ο μυς παρουσιάζει ατροφία.  Το γεγονός προκαλεί αδυναμία στην ανάβαση σκαλοπατιών και ο ενάγοντας δεν μπορεί να εκτελεί εργασίες που απαιτούν ανεβοκατέβασμα σκαλών ή άλλη βαριά χρήση των κάτω άκρων . Το πρόβλημα αφορά τον τετρακέφαλο μου.

 

Ο ενάγοντας υπέστηκε μια σοβαρή εγκεφαλική κάκωση.  Διαπιστώθηκαν κατάγματα στο αριστερό κροταφικό οστούν του κρανίου και πολλαπλές εγκεφαλικές θλάσεις.  Η ζωή του τέθηκε σε κίνδυνο.

.........................................................................................................

 

Αποδέχομαι τη γνώμη της Μ. Πέτσα ότι ο ενάγοντας είχε υποστεί υπαραχνοειδή αιμορραγία και είχε μεταδιασεισικό σύνδρομο με συμπτώματα κεφαλαγίας, ζάλης διαταραχής της μνήμης και συγκέντρωσης.  Αυτά τα συμπτώματα υφίσταντο μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2009 με μικρή μόνο βελτίωση και έχοντας υπόψη τα χρονικά δεδομένα αποδέχομαι ότι αυτά θα συνεχίσουν να τον ταλαιπωρούν σε όλη του τη ζωή.

 

Αποδέχομαι ακόμα την θέση της Α. Μαλεκκίδου για τη διαπίστωση βραδυψυχισμού που το 2009 χαρακτηρίζεται ελαφρύς.

 

Αποδέχομαι και την θέση του Κ. Χ"Βασίλη πως οι συνέπειες του κρανιοεγκεφαλικού τραυματισμού του ενάγοντα στερούσαν και στερούν από τον ενάγοντα την δυνατότητα να εργαστεί.

 

Ο ενάγοντας είχε οπίσθια οστεόφυτα στα σώματα του 4ου και 5ου αυχενικού σπονδύλου και οπίσθιο οστεόφυτο στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο.

 

Η ύπαρξη των οστεοφύτων δεν οφείλεται στο επίδικο ατύχημα.  Πρόκειται για εκφυλιστικές διαταραχές. 

 

Αξονική τομογραφία που έγινε την 15.3.2001 έδειξε ότι τα πρώτα πίεζαν τον νωτιαίο σάκκο και το δεύτερο την αριστερή εξερχόμενη ρίζα.  Η ιατρική προσέγγιση είναι πως μετά από ένα ατύχημα η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί και πως μπορεί η παθολογική οστεοαρθρίτιδα που ήταν σιωπηρή (ασυμπτωματική) να κατέστηκε μετά το ατύχημα συμπτωματική.

 

Έχοντας υπόψη την κατάσταση του ενάγοντα πριν και μετά το επίδικο ατύχημα καταλήγω πως το ατύχημα επενήργησε ώστε μια προϋπάρχουσα ασυμπτωματκή κατάσταση να καταστεί συμπτωματική.  Η κατάσταση προκαλεί αυχεναλγία στον ενάγοντα.

......................................................................................................

 

Αναφορικά με το τρέμουλο στο αριστερό χέρι του ενάγοντα η εικόνα δεν ξεκαθάρισε.

 

Δεν αποδείχθηκε πως το τρέμουλο οφειλόταν στο επίδικο ατύχημα και για σκοπούς αποζημιώσεων για ταλαιπωρία και απώλεια διευκόλυνσης δεν προσμετρά η εξέλιξη αυτή.»

 

 

Η εφεσείουσα παραπονείται με τον 3ο λόγο έφεσης ότι το δικαστήριο απέφυγε να προσδιορίσει την επίπτωση του τρέμουλου και της ασθένειας του Parkinson στην ικανότητα του εφεσίβλητου να εργαστεί στο χειρονακτικό επάγγελμα του υδραυλικού, σημειώνοντας ότι δεν υπήρξε ιατρική μαρτυρία ότι ένα πρόσωπο 60 ετών με Parkinson, διαβήτη και τρέμουλο στο αριστερό χέρι μπορούσε να εργαστεί, εξασφαλίζοντας ένα κανονικό μεροκάματο.

 

Οι αιτιάσεις της εφεσείουσας είναι αβάσιμες.  Κατ' αρχήν παρατηρούμε ότι η εφεσείουσα δεν είχε καταστήσει επίδικο το ζήτημα που ουσιαστικά προβάλλει τώρα με την έφεση, δηλαδή την ανικανότητα του εφεσίβλητο να εργαστεί λόγω ασθένειας άσχετης με το επίδικο ατύχημα.  Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο, εάν η εφεσείουσα ήθελε να καταστήσει τη θέση της αυτή επίδικη, θα έπρεπε να τη δικογραφήσει. Εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να υπήρξε θετική διάγνωση της ασθένειας Parkinson, αλλά αναφέρθηκε από την ιατρό Α. Μαλεκκίδου ως μια πιθανή εξήγηση για το τρέμουλο που παρατήρησε στο αριστερό χέρι του εφεσίβλητου.  Περαιτέρω, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ήταν μόνο το πρόβλημα στο αριστερό χέρι που καθιστούσε τον εφεσίβλητο ανίκανο για εργασία.  Ο εφεσίβλητος είχε αποδείξει πως κατέστη ανίκανος για εργασία από τις βλάβες που υπέστηκε από το επίδικο ατύχημα και δεν φαινόταν πως, αν ήταν κατά τα άλλα εντάξει, το τρέμουλο και μόνο θα τον καθιστούσε πλήρως ανίκανο.   Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρούμε πως ούτε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν διαβητικός,  αλλάζει τα δεδομένα της υπόθεσης.   Όπως εύστοχα σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, πριν το ατύχημα ο εφεσίβλητος εργαζόταν με άνεση, ενώ μετά το ατύχημα αδυνατεί πλήρως να εργαστεί.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει στο επίκεντρο τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την παρουσία οπίσθιων οστεοφύτων στα σώματα του 4ου και 5ου αυχενικού σπονδύλου και οπίσθιο οστεόφυτο στον 6ον αυχενικό σπόνδυλο.  Προβάλλει η εφεσείουσα συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε λανθασμένα την παρουσία των οστεοφύτων και την επίπτωση τους αφού «τα οστεόφυτα ποτέ δεν είναι παράγωγα ατυχήματος και ποτέ δεν επιφέρουν δυσμενείς αλλαγές μετά από ένα ατύχημα».  Παραπέμπει και στη μαρτυρία της ιατρού Μ. Πέτσα, η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο, με την επισήμανση ότι κατά την εν λόγω ιατρό η ύπαρξη πονοκεφάλου δεν οφείλεται σε μετακινήσεις των οστεοφύτων.  

Θεωρούμε ότι πρόκειται για παρανόηση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο και των συμπερασμάτων του.  Όπως φαίνεται από τα ευρήματα του δικαστηρίου που έχουν παρατεθεί πιο πάνω, το δικαστήριο δεν θεώρησε τα οστεόφυτα παράγωγα ατυχήματος αλλά μια προϋπάρχουσα ασυμπτωματική κατάσταση που λόγω του ατυχήματος κατέστη συμπτωματική, με αποτέλεσμα να προκαλεί στον εφεσίβλητο αυχεναλγία και όχι πονοκέφαλο, όπως λανθασμένα η εφεσείουσα αναφέρει.  Αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων στο ποσό των €60.000 για «πόνο και ταλαιπωρία» (επί ποσοστού πλήρους ευθύνης).  Αναφέρεται συναφώς στην αιτιολογία του λόγου έφεσης ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη «την αποδεδειγμένη ύπαρξη διαβήτη και Parkinson ως και το γεγονός ότι σε 9 ημέρες από το κτύπημα ο Ενάγων πήγε σπίτι του, καθώς και την παρουσία των οστεοφύτων και των ενεργειών των».  Ισχύουν εδώ τα όσα έχουμε ήδη παρατηρήσει σε σχέση με το δεύτερο και τον τρίτο λόγο έφεσης με την προσθήκη πως η διάρκεια της νοσηλείας του εφεσίβλητου στο Νοσοκομείο, αποτελούσε παράγοντα σχετικό που συνεκτιμάται μαζί με άλλους σχετικούς παράγοντες στον υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων. 

 

Υπενθυμίζουμε ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του δικαστηρίου για το θέμα του ύψους των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (βλ. Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228). 

 

Εν προκειμένω, κρίνουμε ότι το ποσό των αποζημιώσεων που υπολόγισε το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση την έκταση των κακώσεων που ο εφεσίβλητος υπέστη και τα επακόλουθα τους καθώς και τον πόνο και την ταλαιπωρία του, ήταν υπό τις περιστάσεις, δίκαιο και εύλογο.

 

Ο 5ος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου να υπολογίσει τον συντελεστή (multiplier) στο 6 για απώλεια μελλοντικών απολαβών.  Η εφεσείουσα θεωρεί ότι ο πολλαπλασιαστής αυτός δεν δικαιολογείται από τη νομολογία η οποία προνοεί πολλαπλασιαστή  1-2.     

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος ήταν 59½ ετών, με την έκθεση απαίτησης αξίωνε απώλειες απολαβών ως ειδικές αποζημιώσεις μέχρι 31.1.2006 που ήταν η ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης.  Λόγω της προ του ατυχήματος καλής φυσικής του κατάστασης, προσδοκούσε ότι θα εργαζόταν μέχρι την ηλικία των 75 ετών ή και περισσότερο.  Το δικαστήριο θεώρησε με βάση την ηλικία του εφεσίβλητου, τη φύση του επαγγέλματος του και την εν γένει κατάσταση και υγεία του προ του ατυχήματος, ότι ο κατάλληλος πολλαπλασιαστής θα ήταν «ίσως» το 3.  Αυτό με αναφορά στην υπόθεση Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1Α Α.Α.Δ. 218 όπου είχε υιοθετηθεί πολλαπλασιαστής 4 για τραυματία ηλικίας 57 ετών κατά την έκδοση της απόφασης.  Στην προκείμενη περίπτωση όμως είχαν παρέλθει 9 και πλέον χρόνια από την ημέρα του ατυχήματος.  Θεώρησε, το δικαστήριο, ότι η αποζημίωση του εφεσίβλητου δεν θα έπρεπε να περιοριστεί σε απολαβές τριών ετών, η οποία θα ήταν η κατάλληλη αποζημίωση πριν από 9 χρόνια.  Από την άλλη «.η πάροδος του χρόνου δεν πρέπει να αφεθεί να τύχει εκμετάλλευσης με τον ενάγοντα να εμμένει, έστω χωρίς κακοπιστία, πως θα μπορούσε να εκτελεί μια χειρονακτική κοπιώδη εργασία που απαιτεί και άσκηση μυϊκής δύναμης με την αναρρίχηση σε δύσκολους χώρους και ύψη μέχρι μεγάλης ηλικίας».  Κατέληξε συναφώς, αφού αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία[2], πως εάν δεν επισυνέβαινε το επίδικο ατύχημα, είναι λογικό και δίκαιο να θεωρηθεί ότι ο εφεσίβλητος θα εργαζόταν για άλλα 5-6 χρόνια, ίσως και λίγο περισσότερο, καθορίζοντας στη συνέχεια τον  συντελεστή στο 6.

 

Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η αρχική εντύπωση που δίνει το πρωτόδικο δικαστήριο προσεγγίζοντας το θέμα του κατάλληλου στην περίπτωση του εφεσίβλητου πολλαπλασιαστή είναι ο συντελεστής 3. Όπως έχει ήδη λεχθεί, ο εφεσίβλητος προσδοκούσε να εργαστεί, αν δεν επισυνέβαινε το επίδικο ατύχημα, για αρκετά χρόνια ακόμα. Η προσδοκία, βέβαια, του εφεσίβλητου ότι θα εργαζόταν μέχρι την ηλικία των 75 ετών ή και περισσότερο παραγνώριζε τους αστάθμητους μελλοντικούς παράγοντες που έγκεινται στο γεγονός ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ήδη 59½ ετών, ενώ δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις άσκησης του επαγγέλματος του για το χρονικό διάστημα που αυτός ανέφερε.  Η αναφορά του Δικαστηρίου στο χρόνο που παρήλθε και η κατάληξη του σε παροχή συντελεστή 6 ετών λαμβάνοντας υπόψη τον πιο πάνω χρόνο, στερείται νομικού ερείσματος.  Το Δικαστήριο στον προσδιορισμό του κατάλληλου πολλαπλασιαστή πρέπει να προσμετρά τους παράγοντες που η νομολογία καθορίζει και μόνο.  Ήτοι την ηλικία του ενάγοντα σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας του και σε συνάρτηση με τη λογική πρόβλεψη - πρόγνωση της διάρκειας της χρονικής περιόδου που θα εργαζόταν.  Στα στοιχεία αυτά θα πρέπει επίσης να συνυπολογίζει την αβεβαιότητα του μέλλοντος και την προείσπραξη μελλοντικού εισοδήματος και την ευχέρεια, που αυτή παρέχει, προς επένδυση του κεφαλαίου (Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιου Γ. Συκοπετρίτης Λτδ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049).  Στην υπό κρίση περίπτωση, ορθό ήταν να ληφθεί υπόψη ότι το στοιχείο της προείσπραξης δεν μπορούσε να προσμετρήσει γιατί είχαν παρέλθει 9 χρόνια από το ατύχημα.  Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, θεωρούμε εσφαλμένη των πρωτόδικη κατάληξη για πολλαπλασιαστή 6 ετών και καθορίζουμε ως δίκαιο υπό τις συνθήκες πολλαπλασιαστή τα 4 χρόνια.  Ως εκ τούτου, το ποσό για απώλεια απολαβών επί ποσοστού πλήρους ευθύνης ανέρχεται στα €52.209 (Λ.Κ. 30.584).

 

Με τον 6ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι «λανθασμένα απερρίφθει η διάγνωση του Ιατρού των Εναγομένων Κ. Ανδρέου», και αυτό, κατά την αιτιολογία του λόγου έφεσης, «διότι ήταν η μόνη δικαιολογημένη και που συμφωνούσε με τα πραγματικά ευρήματα» και «όλες οι άλλες βασίζονταν σε εικασίες επί πιθανών ευρημάτων και είχαν έντονο το στοιχείο της αβεβαιότητας». Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι στο περίγραμμα της εφεσείουσας ο συνήγορός της προωθεί άλλη θέση,  ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε καμία αιτιολογία για την απόρριψη της άποψης «του μόνου ειδικού τραυματολόγου» από τους ιατρούς που κατέθεσαν ενώπιν του δικαστηρίου, δηλαδή του ιατρού Κ. Ανδρέου. 

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η βάση συζήτησης μιας έφεσης είναι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και οι λόγοι για τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα τους (Parma Brokerage Ltd v. Antoniou, (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 888).  Η ειδοποίηση έφεσης αποτελεί το πλαίσιο της έφεσης το οποίο καθορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζεται η έφεση. Το πλαίσιο αυτό είναι περιοριστικό και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται (Παχατουριάν ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1Α Α.Α.Δ. 322). Είναι δε απαραίτητο να προσδιορίζονται, με την αιτιολογία, τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης, τα οποία να καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή (Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη, (1997) 1Β Α.Α.Δ. 1002).  Τα πιο πάνω έχουν πρόσφατα επαναδιατυπωθεί στην υπόθεση Μυριάνθη Παναγιώτη Προκοπίου ν. Jacquelin Lesley Ryan κ.ά Πολ. Εφεση 341/2008, ημερ. 5.9.2012.

 

Γίνεται φανερό ότι η θέση που αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας δεν βρίσκει έρεισμα σε λόγο έφεσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μας απασχολήσει.  Συνεπώς, ο 6ος λόγος έφεσης θα κριθεί με βάση την αιτιολογία του.

 

Κεντρική θέση της εφεσείουσας πρωτόδικα, υιοθετώντας τη γνώμη του ορθοπεδικού χειρούργου τραυματολόγου Κ. Ανδρέου, όπως καταγράφεται σε σχετική έκθεση του,  ήταν ότι το κάταγμα στην αριστερή ωμοπλάτη του εφεσίβλητου ήταν ρωγμώδες.  Στο συμπέρασμα αυτό, κατέληξε ο ιατρός Ανδρέου, μετά που κλήθηκε να εξετάσει τον εφεσίβλητο για λογαριασμό της υπεράσπισης, 6½ περίπου χρόνια μετά το ατύχημα, από το γεγονός ότι ακτινογραφία που λήφθηκε την ημέρα του ατυχήματος ήταν αρνητική για κάταγμα.  Το κάταγμα έφερε στο φως αξονική τομογραφία που ακολούθησε.  Δέχτηκε, ωστόσο, κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του, ότι είναι πιθανό ένα κάταγμα να μη φανεί σε μια απλή ακτινογραφία.  Περαιτέρω, ο ίδιος δεν είχε δει τις πρώτες απλές ακτινογραφίες του εφεσίβλητου, ούτε τις αξονικές.  Διάβασε μόνο τις σχετικές εκθέσεις.  Όταν δε τέθηκε υπόψη του κατά την αντεξέταση ότι κατόπιν ακτινολογικού ελέγχου του εφεσίβλητου στις 2.4.2007, από τον ακτινολόγο Μ. Βαρνάβα, διαπιστώθηκε οστικό τεμάχιο πάνω από την αριστερή ωμοπλάτη και παραμόρφωση της άνω επιφάνειας από παλαιό κάταγμα, διασκέδασε την αρχική του θέση συμφωνώντας ότι σε τέτοια περίπτωση το κάταγμα στην αριστερή ωμοπλάτη δεν ήταν ρωγμώδες. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας διεξέλθει προσεκτικά και την υπόλοιπη μαρτυρία του ιατρού Κ. Ανδρέου και των ιατρών μαρτύρων που κάλεσε η πλευρά του εφεσίβλητου, θεωρούμε ότι οι αιτιάσεις της εφεσείουσας στερούνται ερείσματος.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Η πρωτόδικη απόφαση αντικαθίσταται και επιδικάζονται στον εφεσίβλητο τα ακόλουθα ποσά: €37.539, με τόκο επί του ποσού των €20.000 προς 8% ετησίως από 31.8.2003 μέχρι 14.10.2008 και επί του ποσού των €17.539 από 31.8.2006 μέχρι 14.10.2008. Από 15.10.2008 (Ν. 82(1)/2008) όλο το ποσό της απόφασης θα φέρει τόκο προς 5,5% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως. 

 

Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη τη μερική επιτυχία του εφεσείοντα, θεωρούμε ορθό και δίκαιο όπως του επιδικαστούν τα έξοδα της έφεσης, μειωμένα όμως κατά τα 2/3.  Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

Η αντέφεση απορρίπτεται, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. 

 

 

                                                                                    Κ.  Παμπαλλής, Δ.

 

 

                                                                      Π. Παναγή, Δ.

 

 

                                                                      Α. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

                                                                                     



[1] London Graving Dock Co Ltd v. Horton (1951) 2 All. E.R. 1

[2] Μιχαήλ κ.ά ν. Φίλιου Συκοπετρίτης Λτδ κ.ά (2000) 1Β Α.Α.Δ. 1049, σελ. 1061-1062


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο