ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 23(I)/1996 - Ο περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμος του 1996
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:A868
(2014) 1 ΑΑΔ 2483
14 Νοεμβρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΛΗΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
1. ΚΩΣΤΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΗΛΙΔΗ,
2. ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΠΗΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 324/2009)
Δίκαιο Συμβάσεων ― Ικανότητα του συμβάλλεσθαι ― Ορισμός συμβαλλόμενου που έχει σώας τας φρένας ― Άρθρα 10(1), 11(1)(α) και 12 του Κεφ. 149 ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αγωγή με την οποία ζητείτο η ακύρωση πώλησης και μεταβίβασης ακινήτων, με βάση ισχυρισμό ότι η δικαιοπάροχος δεν είχε σώας τας φρένας κατά το χρόνο της επίδικης συναλλαγής ― Κατά πόσον ο εφεσείων, διαχειριστής της περιουσίας της, μπορούσε με βάση τις δικογραφημένες του θέσεις να επικαλεστεί το τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο η κατάσταση ενός προσώπου, το οποίο αποδεδειγμένα δεν έχει σώας τας φρένας, με αποτέλεσμα αυτό να είναι ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι, θεωρείται ότι συνεχίζει να υφίσταται, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή έχει παύσει να ισχύει.
Δίκαιο Συμβάσεων ― Ικανότητα του συμβάλλεσθαι ― Ποια πλευρά φέρει το βάρος απόδειξης και σε ποια έκταση ― Η θέση του Κοινοδικαίου.
Ανίκανα πρόσωπα ― Ικανότητα του συμβάλλεσθαι ― Το βάρος απόδειξης βαρύνει το πρόσωπο εκείνο που ισχυρίζεται ότι το ανίκανο πρόσωπο δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του κατά το χρόνο της δωρεάς ή της μεταβίβασης ― Άρθρο 15(2) του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου 23(Ι)/1996.
Με αγωγή η οποία προωθήθηκε από τον εφεσείοντα, επιδιώχθηκε η έκδοση δηλωτικής απόφασης, με την οποία να κηρυσσόταν ως άκυρη η μεταβίβαση δύο ακινήτων που είχε διενεργηθεί στις 6.7.2001 στα πλαίσια συγκεκριμένης συναλλαγής. Η αγωγή προχώρησε και εκδικάστηκε στη βάση του ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η δικαιοπάροχος στερείτο δικαιοπρακτικής ικανότητας. Ειδικότερα, προωθήθηκε η θέση, ότι η τελευταία δεν είχε σώας τας φρένας, ώστε να ήταν ικανή προς το συμβάλλεσθαι, όπως καθορίζεται από τη συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών των Άρθρων 10(1), 11(1)(α) και 12 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή και απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων προώθησε την υπό αναφορά αγωγή, ως διαχειριστής της περιουσίας της μητέρας του Ρέας Ξάνθου Γεωργιάδη. Η πιο πάνω σχέση αντιπροσώπευσης δημιουργήθηκε στις 12.9.2003, όταν η κα Γεωργιάδη, με διάταγμα δικαστηρίου, κηρύχθηκε ως πρόσωπο ανίκανο να διαχειρίζεται την περιουσία της. Ως εκ τούτου, τέθηκε, συγχρόνως, κάτω από ανάλογη απαγόρευση. Ισχύοντος του εν λόγω διατάγματος, αυτή ήταν, κατά νόμο, δικαιοπρακτικά ανίκανη. Με το ίδιο διάταγμα, διορίστηκε και ο εφεσείων ως διαχειριστής της εν λόγω περιουσίας. Τα πιο πάνω μέτρα λήφθηκαν από τον εφεσείοντα, ως αιτητή, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου Ν. 23(Ι)/1996.
Τα ανωτέρω, έλαβαν χώρα μετά τα γεγονότα τα οποία ήταν ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση. Κατά τον προηγηθέντα ουσιώδη χρόνο και, ειδικά, στις 6.7.2001, η κα Γεωργιάδη δεν τελούσε υπό το καθεστώς του Ν. 23(Ι)/1996. Κατ' εκείνη δε την ημερομηνία, αυτή πώλησε και μεταβίβασε στους εφεσίβλητους, ανά ένα δεύτερο μερίδιο, δύο διαμερίσματα - γραφεία, τα οποία είχε υπό την ιδιοκτησία της και βρίσκονται στην πόλη της Λάρνακας, αντί του συνολικού ποσού των ΛΚ17.000,00. Τα πιο πάνω αποτελούσαν ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και δεν είχαν αμφισβητηθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε σχετική μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου, την αποδέχτηκε, ως αποκαλύπτουσα την πραγματική κατάσταση της ψυχικής υγείας της κ. Γεωργιάδη, με τις διάφορες εκφάνσεις της. Συγκεκριμένα, αποδέχτηκε ότι αυτή έπασχε από μανιοκαταθλιπτική διαταραχή και ότι έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή. Όταν βρισκόταν στην πιο πάνω φάση, δεν ήταν δικαιοπρακτικά ικανή. Υπήρχαν, όμως και διαστήματα, κατά τα οποία, αυτή εισερχόταν σε φάση νορμοθυμίας και, τότε, σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, θα μπορούσε να επέλθει, ακόμα, και πλήρης βελτίωσή της, οπότε εμφανιζόταν φυσιολογική. Όσον αφορούσε στην κατάστασή της αυτή, αποδέχτηκε, επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, την αναφορά του ιατρού Αναστασίου ότι η κ. Γεωργιάδη είχε, μάλλον, βρεθεί σε τέτοια φάση, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 23.5.2001 και 25.8.2001.
Συνεκτιμώντας την πιο πάνω μαρτυρία, ουσιαστικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της διενέργειας της επίδικης συναλλαγής, η κ. Γεωργιάδη δεν είχε σώας τας φρένας. Συγχρόνως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την αλήθεια της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1, διαπίστωσε ότι, κατά τον ίδιο εν λόγω χρόνο και σε όλα τα στάδια από τα οποία διήλθε η εν λόγω συναλλαγή, η συμπεριφορά της κ. Γεωργιάδη εμφανιζόταν να ήταν φυσιολογική. Τίποτε δεν πρόδιδε ότι αυτή στερείτο δικαιοπρακτικής ικανότητας.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
α) Υπήρξε εσφαλμένος χειρισμός από το εκδικάσαν Δικαστήριο της ιατρικής μαρτυρίας η οποία είχε προσφερθεί για λογαριασμό του εφεσείοντος, ενάγοντος στην πρωτόδικη διαδικασία.
β) Η πρωτόδικη κατάληξη, σε σχέση με τη μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου, ήταν αντιφατική ενώ ήταν λανθασμένη και η καθοδήγηση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε από τη νομολογία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Eγειρόταν ευθέως θέμα κατά πόσο ορθώς διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπόθεσή του, ενώ, συγχρόνως, τίθετο εμμέσως και το ερώτημα τι θα έπρεπε αυτός να είχε αποδείξει, ώστε να επιτύγχανε η αγωγή.
2. Στο πλαίσια της εξέτασης των πιο πάνω θεμάτων, θα πρέπει, να λεχθεί ότι μια σύμβαση, για να είναι έγκυρη και νομικά εφικτή, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει, σχετικά, το Άρθρο 10(1) του Κεφ. 149. Η ικανότητα του συμβάλλεσθαι αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις αυτές.
3. Η περίπτωση της κ. Γεωργιάδη θα μπορούσε, ίσως, να ενταχθεί στην κατηγορία της δεύτερης παραγράφου του Άρθρου 12 του Κεφ. 149. Αυτή έπασχε, συνήθως, από σοβαρή υποτροπιάζουσα χρόνια ψυχική διαταραχή και τύγχανε, επί σταθερής βάσεως, θεραπείας, ως τρόφιμος αλλά και εκτός της ψυχιατρικής κλινικής.
4. Ο εφεσείων, όμως, δεν πρόβαλε, με ανάλογο ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεώς του, την πιο πάνω κατάσταση αναφορικά με την ψυχική υγεία της κ. Γεωργιάδη, ούτε πρόβαλε, τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι, ειδικά ο εφεσίβλητος 1, γνώριζαν οτιδήποτε σε σχέση με αυτή.
5. Επομένως, δεν ήταν δικονομικά επιτρεπτό γι' αυτόν να επικαλεστεί τώρα το τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο η κατάσταση ενός προσώπου, το οποίο αποδεδειγμένα δεν έχει σώας τας φρένας, με αποτέλεσμα αυτό να είναι ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι, θεωρείται ότι συνεχίζει να υφίσταται, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή έχει παύσει να ισχύει.
6. Με την αγωγή, προβλήθηκε, συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός ότι η κ. Γεωργιάδη, «... κατά την περίοδο που προέβη στις πιο πάνω κτηματικές πράξεις ήτο ... ανίκανη να χειρίζεται τα περιουσιακά της στοιχεία λόγω της διανοητικής της κατάστασης ...»· δηλαδή, επειδή δεν είχε σώας τας φρένας. Τίθετο, επομένως, ευθέως θέμα κατά πόσο υπήρξε απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού. Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια στον περί Συμβάσεων Νόμο όσον αφορά αυτήν την πτυχή.
7. Μπορεί, βέβαια, να αντληθεί χρήσιμη καθοδήγηση από τη σχετική στο ίδιο αυτό θέμα νομολογία του κοινοδικαίου.
8. Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά στην πιο πάνω πτυχή, ο Ν. 23(1)/1996 έχει παρομοίως προβλέψει στο Άρθρο 15(2) ότι το βάρος απόδειξης βαρύνει το πρόσωπο εκείνο που ισχυρίζεται ότι το ανίκανο πρόσωπο δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του κατά το χρόνο της δωρεάς ή της μεταβίβασης.
9. Με βάση, ουσιαστικά, τα όσα, ρυθμίζονται από το κοινοδίκαιο, αν και δεν υπήρξε ρητή αναφορά σχετικά, το εκδικάσαν Δικαστήριο κατέληξε πως ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης το οποίο έφερε σύμφωνα με το νόμο.
10. Όπως ορθά έκρινε, η μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου ήταν αναποτελεσματική και δε διαφώτιζε, ποσώς, ως προς το ποια ήταν η κατάσταση της κ. Γεωργιάδη κατά τον ουσιώδη χρόνο της διενέργειας της επίδικης συναλλαγής. Η κατάληξη αυτή, από μόνη της, ήταν αρκετή, ώστε να οδηγείτο σε απόρριψη η αγωγή, χωρίς να παρίστατο ανάγκη για εξέταση και της μαρτυρίας η οποία προσφέρθηκε από τους εφεσίβλητους ή εκ μέρους τους.
11. Επεκτείνοντας δε το Δικαστήριο την εξέτασή του και στην πτυχή αυτή, διαπίστωσε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η επίδικη συναλλαγή και οι περιβάλλουσες αυτήν συνθήκες, δεν αποκάλυπταν οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες, οι οποίες να την τοποθετούσαν εκτός του συνήθους για τέτοιες συναλλαγές.
12. Ακόμα και για το θέμα του συμφωνηθέντος τιμήματος δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι δεν ήταν αυτό που υπαγόρευαν οι συνθήκες της αγοράς κατά τον ουσιώδη χρόνο της επίδικης συναλλαγής.
13. Επιπρόσθετα, η συμπεριφορά, γενικά, της κ. Γεωργιάδη, κατά τον ίδιο εν λόγω χρόνο, δεν αποκάλυπτε ότι αυτή είχε κάποιο πρόβλημα σε σχέση με την ψυχική της υγεία, το οποίο να την εμπόδιζε να αντιληφθεί τη φύση και το περιεχόμενο των πράξεών της, σχετικά, θέτοντας, συγχρόνως, σε εγρήγορση, ως προς τούτο, τα αντισυμβαλλόμενά της μέρη, ήτοι τους εφεσίβλητους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) Savvas Karaolis by its Administrator Harilaos D. Demetriades, Advocate (1965) 1 C.L.R. 24,
Imperial Loan Co. v. Stone [1891 - 94] All E.R. Repr. 412,
Hart v. O'Connour [1985] 2 All ER 880 (P.C.).
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1956/04), ημερομηνίας 25/8/2009.
Ι. Φράγκος, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την πρωτόδικη διαδικασία, επρόκειτο για αγωγή, επιδιώχθηκε η έκδοση από το εκδικάσαν Δικαστήριο δηλωτικής απόφασης, με την οποία να κηρυσσόταν ως άκυρη η μεταβίβαση δύο ακινήτων που είχε διενεργηθεί στα πλαίσια συγκεκριμένης συναλλαγής. Η αγωγή προχώρησε και εκδικάστηκε στη βάση ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η δικαιοπάροχος στερείτο δικαιοπρακτικής ικανότητας· αποσύρθηκαν αιτιάσεις, βασιζόμενες σε απάτη και ψευδείς παραστάσεις. Ειδικότερα, προωθήθηκε η θέση ότι αυτή δεν είχε σώας τας φρένας, ώστε να ήταν ικανή προς το συμβάλλεσθαι, όπως καθορίζεται από τη συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών των Άρθρων 10(1), 11(1)(α) και 12 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Δεν έγινε, όμως, αποδεκτή και απορρίφθηκε, για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση.
Με την έφεση, αμφισβητείται, κυρίως, η ορθότητα του χειρισμού από το εκδικάσαν Δικαστήριο της ιατρικής μαρτυρίας η οποία είχε προσφερθεί για λογαριασμό του εφεσείοντος, ενάγοντος στην πρωτόδικη διαδικασία. Δευτερευόντως, αμφισβητείται η ορθότητα της αποδοχής από το εν λόγω Δικαστήριο επιμέρους στοιχείων μαρτυρίας, τα οποία, ως γεγονότα, πλέον, φέρεται να επηρέασαν αποφασιστικά την κρίση του. Η βασική αιτία, βέβαια, για την υποβολή της έφεσης αφορά στο ότι, γενικά, η εν λόγω κρίση ασκήθηκε υπέρ των εφεσιβλήτων, εναγομένων, και εναντίον του εφεσείοντος, ενάγοντος, με το αποτέλεσμα που έχει προαναφερθεί ως προς την τύχη της αγωγής.
Όπως διαπιστώνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο εφεσείων κίνησε την υπό αναφορά αγωγή ως διαχειριστής της περιουσίας της μητέρας του Ρέας Ξάνθου Γεωργιάδη, άλλως Ρέας Γεωργιάδη Κοροπούλλη. Να σημειωθεί πως η πιο πάνω σχέση αντιπροσώπευσης δημιουργήθηκε όταν, στις 12.9.2003, η κ. Γεωργιάδη, με διάταγμα δικαστηρίου, κηρύχθηκε ως πρόσωπο ανίκανο να διαχειρίζεται την περιουσία της. Ως εκ τούτου, τέθηκε, συγχρόνως, κάτω από ανάλογη απαγόρευση· ισχύοντος του εν λόγω διατάγματος, αυτή είναι, κατά νόμο, δικαιοπρακτικά ανίκανη. Με το ίδιο διάταγμα, διορίστηκε και ο εφεσείων ως διαχειριστής της εν λόγω περιουσίας. Τα πιο πάνω μέτρα σε σχέση με την κ. Γεωργιάδη λήφθηκαν από τον εφεσείοντα, ως αιτητή, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου του 1996, (Ν. 23(Ι)/1996).
Τα ανωτέρω έλαβαν χώρα μετά τα γεγονότα τα οποία θεωρούνται ως πλέον σημαντικά για την παρούσα υπόθεση. Επομένως, κατά τον προηγηθέντα ουσιώδη χρόνο και, ειδικά, στις 6.7.2001, η κ. Γεωργιάδη δεν τελούσε υπό το καθεστώς του Ν. 23(Ι)/1996. Κατ' εκείνη δε την ημερομηνία, αυτή πώλησε και μεταβίβασε στους εφεσίβλητους, ανά ένα δεύτερο μερίδιο, δύο διαμερίσματα - γραφεία, τα οποία είχε υπό την ιδιοκτησία της και βρίσκονται στην πόλη της Λάρνακας, αντί του συνολικού ποσού των ΛΚ17.000,00. Τα πιο πάνω αποτελούν ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και δεν έχουν αμφισβητηθεί.
Επίσης, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι, δυο ή τρεις μέρες πριν από την πιο πάνω ημερομηνία, ο εφεσίβλητος 1, κ. Κώστας Μιχαήλ Πηλίδης, είχε συναντηθεί με την κ. Γεωργιάδη, συνοδευόμενη από κάποιο οικείο προς αυτήν πρόσωπο, στα εν λόγω διαμερίσματα, όπου οι δυο τους αντάλλαξαν προτάσεις αναφορικά με την τιμή πώλησης και αγοράς τους. Δεν επιτεύχθηκε, τότε, συμφωνία. Συμφώνησαν, όμως, αργότερα, την ίδια ημέρα, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν μεταξύ τους· οι εφεσίβλητοι θα πλήρωναν ως τίμημα και για τα δύο διαμερίσματα το ποσό των ΛΚ17.000,00. Της ολοκλήρωσης της συμφωνίας προηγήθηκε επίσκεψη των μερών σε διάφορα γραφεία, όπου ο κ. Πηλίδης πλήρωσε τους οφειλόμενους, σε σχέση με τα διαμερίσματα, από την κ. Γεωργιάδη φόρους. Κατά τον ίδιο χρόνο, πραγματοποίησαν επίσκεψη και σε κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου, προς διευθέτηση της άρσης κάποιας υποθήκης, με την οποία η κ. Γεωργιάδη είχε, πρόσφατα, επιβαρύνει το ένα από τα διαμερίσματα, προς εξασφάλιση μικρού δανείου. Διευθετήθηκε η εξόφλησή του να γινόταν συγχρόνως με τη μεταβίβαση των διαμερισμάτων και την καταβολή του τιμήματος. Αυτό συνέβηκε στις 6.7.2001, κατά την, από κοινού, επίσκεψη των συμβαλλομένων στο οικείο κτηματολογικό γραφείο.
Ακολούθως, την ίδια ημέρα, με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης της συναλλαγής, η κ. Γεωργιάδη και ο συνοδός της παρέθεσαν γεύμα στον εφεσίβλητο 1, σε εστιατόριο της πόλης. Κατά τον κ. Πηλίδη, η συμπεριφορά της κ. Γεωργιάδη ήταν, σε όλα τα στάδια των επαφών τους, απόλυτα φυσιολογική. Ας σημειωθεί, τέλος, πως οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση ότι τα διαμερίσματα ήταν προς πώληση, δυο ή τρεις μέρες προηγουμένως, από σχετικές πινακίδες οι οποίες ήταν αναρτημένες στην εξωτερική τους όψη. Σε αυτές, αναγραφόταν και το τηλέφωνο της κ. Γεωργιάδη, μέσω του οποίου ο κ. Πηλίδης είχε μαζί της την πρώτη τηλεφωνική επαφή.
Σε σχέση με μια άλλη εξίσου σοβαρή πτυχή της υπόθεσης, διαπιστώνονται, περαιτέρω, ως κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ότι, από τις 8.8.2000 μέχρι τις 25.1.2002, η κ. Γεωργιάδη είχε νοσηλευθεί επτά φορές στην Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ενώ, σε μια περίπτωση προηγουμένως, είχε τύχει νοσηλείας και στο Ψυχιατρικό Ίδρυμα Αθαλάσσας. Εν ολίγοις, κατά την πιο πάνω περίοδο, η κ. Γεωργιάδη αναγνωριζόταν από τον ανάλογο κλάδο της ιατρικής επιστήμης ως ψυχικά ασθενής και είχε υποβληθεί, επανειλημμένα, στην ανάλογη θεραπεία. Συγκεκριμένα, η κ. Γεωργιάδη έπασχε από σοβαρή υποτροπιάζουσα χρόνια ψυχική διαταραχή, άλλως, μανιοκατάθλιψη. Ως αποτέλεσμα, όταν βρισκόταν σε φάση υποτροπής, επηρεαζόταν ουσιωδώς η κριτική ικανότητά της. Ειδικά, όταν βρισκόταν σε μανιακή φάση, είχε εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας, υπεραξιολογούσε τις δυνατότητες και τις ικανότητές της και μπορούσε να δράσει αντίθετα προς τα συμφέροντά της και, ακόμα, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της. Λόγω της προαναφερθείσας ασθένειάς της, η κ. Γεωργιάδη χαρακτηριζόταν, επίσης, ως άτομο υποβόλιμο και ευάλωτο, ειδικά, στα χέρια επιτηδείων.
Τα πιο πάνω εκτίθενται σε ψυχιατρική έκθεση, η οποία κατατέθηκε κατά την ακρόαση ως μαρτυρία και φέρει ημερομηνία 3.10.2001· είναι το τεκμήριο 1. Στην ίδια πιο πάνω έκθεση, αναφέρεται, εν κατακλείδι, ότι η κ. Γεωργιάδη, λόγω της σοβαρότητας της πάθησής της, ήταν ανίκανη να χειριστεί την περιουσία της και επιβαλλόταν να διοριστεί διαχειριστής για το σκοπό αυτό από το δικαστήριο. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, αυτό συνέβηκε δύο χρόνια μετά την επίδικη συναλλαγή, στις 12.9.2003. Την πιο πάνω έκθεση συνέταξε και υπέγραψε ο εκ των θεραπόντων ιατρών της κ. Γεωργιάδη και μάρτυρας εκ μέρους της δρ. Ευάγγελος Αναστασίου, ο οποίος επανέλαβε, με λεπτομέρεια, τα ίδια και όταν κατέθεσε στο Δικαστήριο, ως μάρτυρας, κατά τη διάρκεια της δίκης.
Ο κ. Αναστασίου είναι ειδικός ψυχίατρος και, ως θεράπων ιατρός της κ. Γεωργιάδη, είχε προσωπική γνώση της κατάστασής της στις 23.5.2001 και στις 25.8.2001. Πρόκειται για δύο σημαντικές ημερομηνίες στο πλέγμα των περιστάσεων που αφορούν την παρούσα υπόθεση, όπως σημαντική είναι και η περίοδος η οποία μεσολάβησε μεταξύ τους. Όπως, συγκεκριμένα, ανέφερε ο ιατρός Αναστασίου, στις 23.5.2001, η κ. Γεωργιάδη έφυγε από την Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου νοσηλευόταν από τις 26.4.2001, παρά τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών. Κατά το χρόνο δε εκείνο, βρισκόταν σε υπομανιακή φάση, την οποία περιέγραψε ως πιο ήπια από μανία. Στη φάση εκείνη, η κ. Γεωργιάδη εμφανιζόταν υπέρ το δέον χαρούμενη και υπεραισιόδοξη και υπεραξιολογούσε τις δυνατότητες και τις αναζητήσεις της, σε βαθμό που αξιολογείτο ότι η κριτική της ικανότητα ήταν περιορισμένη. Ειδικότερα, η κ. Γεωργιάδη, ευρισκόμενη στην εν λόγω φάση, δεν μπορούσε να κρίνει τι ήταν καλύτερο για το συμφέρον της. Αγνόησε, όμως, τις συστάσεις των ιατρών να παραμείνει στην κλινική και να συνεχίσει τη θεραπεία της και έφυγε.
Η κ. Γεωργιάδη επέστρεψε στην κλινική στις 25.8.2001 και εμφανιζόταν μελαγχολική, έχοντας περιέλθει σε μια άλλη φάση της ασθένειάς της. Την απασχολούσαν κάποια προβλήματα τα οποία της είχε προκαλέσει συγκεκριμένο οικείο προς αυτήν πρόσωπο, αλλά, κυρίως, η πώληση και η μεταβίβαση κάποιων περιουσιακών της στοιχείων, προφανώς, των διαμερισμάτων που έχουν αναφερθεί προηγουμένως. Εμφανιζόταν να είχε τύψεις για τη διενέργεια της εν λόγω πράξης και πίστευε ότι είχε εξαπατηθεί, επιρρίπτοντας, συγχρόνως, ευθύνη και στον εαυτό της.
Ο ιατρός Αναστασίου, στη συνέχεια της μαρτυρίας του, αναφερόμενος γενικά σε άτομα που πάσχουν από μανιοκαταθλιπτική διαταραχή, προσέθεσε, επίσης, πως τα άτομα αυτά μπορεί να παρουσιάζουν και φάσεις νορμοθυμίας. Όπως εξήγησε, στη φάση αυτή, οι ασθενείς εισέρχονται σε φυσιολογική φάση, την οποία χαρακτήρισε ως περίοδο πλήρους βελτίωσης. Κατά την αντεξέτασή του δε, δεν απέκλεισε η κ. Γεωργιάδη να είχε εισέλθει, κατά την περίοδο από τις 23.5.2001 μέχρι τις 25.8.2001, και στη φάση αυτή. Ερωτηθείς επί τούτου επανειλημμένα, δεν απέκλεισε κάτι τέτοιο, ενώ, σε κάποιο σημείο, δήλωσε απερίφραστα ότι, κατά την πιο πάνω περίοδο, η κ. Γεωργιάδη είχε, κατά την έκφρασή του, «οπωσδήποτε» εισέλθει και σε φάση νορμοθυμίας.
Ο ευπαίδευτος Δικαστής, αφού αξιολόγησε την πιο πάνω μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου, την αποδέχτηκε, ως αποκαλύπτουσα την πραγματική κατάσταση της ψυχικής υγείας της κ. Γεωργιάδη, με τις διάφορες εκφάνσεις της. Συγκεκριμένα, αποδέχτηκε ότι αυτή έπασχε από μανιοκαταθλιπτική διαταραχή και ότι έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή. Όταν βρισκόταν στην πιο πάνω φάση, δεν ήταν δικαιοπρακτικά ικανή. Υπήρχαν, όμως, και διαστήματα, κατά τα οποία αυτή εισερχόταν σε φάση νορμοθυμίας και, τότε, θα μπορούσε να επέλθει, ακόμα, και πλήρης βελτίωσή της, οπότε εμφανιζόταν φυσιολογική. Όσον αφορά την κατάστασή της αυτή, αποδέχτηκε, επίσης, την αναφορά του ιατρού Αναστασίου ότι η κ. Γεωργιάδη είχε, μάλλον, βρεθεί σε τέτοια φάση, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 23.5.2001 και 25.8.2001.
Ο εκδικάσας Δικαστής, συνεκτιμώντας την πιο πάνω μαρτυρία, ουσιαστικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της διενέργειας της επίδικης συναλλαγής, η κ. Γεωργιάδη δεν είχε σώας τας φρένας. Συγχρόνως, αποδεχόμενος την αλήθεια της μαρτυρίας του κ. Πηλίδη, διαπίστωσε ότι, κατά τον ίδιο εν λόγω χρόνο και σε όλα τα στάδια από τα οποία διήλθε η εν λόγω συναλλαγή, η συμπεριφορά της κ. Γεωργιάδη εμφανιζόταν να ήταν φυσιολογική. Τίποτε δεν πρόδιδε ότι αυτή στερείτο δικαιοπρακτικής ικανότητας. Να σημειωθεί, συναφώς, πως ούτε στην έκθεση απαιτήσεως ούτε κατά την ακρόαση της υπόθεσης προβλήθηκε από ή εκ μέρους του εφεσείοντος οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι ο κ. Πηλίδης και, γενικά, οι εφεσίβλητοι γνώριζαν, ή αντιλήφθηκαν ποτέ, οτιδήποτε σε σχέση με την ψυχική ασθένεια της κ. Γεωργιάδη.
Με την έφεση, προβάλλεται, κυρίως, η θέση ότι η πιο πάνω κατάληξη, σε σχέση με τη μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου, είναι αντιφατική. Συναφώς, θεωρείται λανθασμένη και η καθοδήγηση την οποία ο Δικαστής άντλησε σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή από την υπόθεση Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) Savvas Karaolis by its Administrator Harilaos D. Demetriades, Advocate (1965) 1 C.L.R. 24. Τοιουτοτρόπως, εγείρεται ευθέως θέμα κατά πόσο ορθώς διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπόθεσή του, ενώ, συγχρόνως, τίθεται εμμέσως και το ερώτημα τι θα έπρεπε αυτός να είχε αποδείξει, ώστε να επιτύγχανε η αγωγή. Τα πιο πάνω εγειρόμενα θέματα παραπέμπουν, βεβαίως, στη νομική φύση της υπόθεσης και στο βάρος απόδειξης, το οποίο η πλευρά του ενάγοντος είχε να αποσείσει, δεδομένης της πιο πάνω βάσης αγωγής, την οποία ανέλαβε να προωθήσει.
Στα πλαίσια της εξέτασης των πιο πάνω θεμάτων, θα πρέπει, κατ' αρχάς, να λεχθεί ότι μια σύμβαση, για να είναι έγκυρη και νομικά εφικτή, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει, σχετικά, το Άρθρο 10(1) του Κεφ. 149. Η ικανότητα του συμβάλλεσθαι αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις αυτές. Ένα πρόσωπο δε, για να είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι, θα πρέπει, οπωσδήποτε, να έχει σώας τας φρένας, όπως προβλέπεται ρητά στο Άρθρο 11(1)(α). Περαιτέρω, στο Άρθρο 12, προβλέπονται, ερμηνευτικά και τα εξής:-
«12. Πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σώες τις φρένες για σκοπούς κατάρτισης σύμβασης, αν κατά το χρόνο της κατάρτισής της, δύναται να αντιληφθεί αυτήν και να διαμορφώσει λογική κρίση για τις συνέπειές της επί των συμφερόντων του.
Πρόσωπο το οποίο δεν έχει συνήθως σώες τις φρένες, αλλά έχει σώες τις φρένες κατά διαλείμματα, δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που έχει σώες τις φρένες.
Πρόσωπο το οποίο συνήθως έχει σώες τις φρένες αλλά κατά διαλείμματα δεν έχει σώες τις φρένες, δεν δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που δεν έχει σώες τις φρένες.»
Η περίπτωση της κ. Γεωργιάδη θα μπορούσε, ίσως, να ενταχθεί στην κατηγορία της δεύτερης παραγράφου του Άρθρου 12· αυτή έπασχε, συνήθως, από σοβαρή υποτροπιάζουσα χρόνια ψυχική διαταραχή και τύγχανε, επί σταθερής βάσεως, θεραπείας, ως τρόφιμος αλλά και εκτός της ψυχιατρικής κλινικής. Ο εφεσείων, όμως, δεν πρόβαλε, με ανάλογο ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεώς του, την πιο πάνω κατάσταση αναφορικά με την ψυχική υγεία της κ. Γεωργιάδη, ούτε πρόβαλε, όπως έχει, ήδη, επισημανθεί, τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι, ειδικά ο κ. Πηλίδης, γνώριζαν οτιδήποτε σε σχέση με αυτή. Επομένως, δεν είναι δικονομικά επιτρεπτό γι' αυτόν να επικαλεστεί τώρα το τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο η κατάσταση ενός προσώπου, το οποίο αποδεδειγμένα δεν έχει σώας τας φρένας, με αποτέλεσμα αυτό να είναι ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι, θεωρείται ότι συνεχίζει να υφίσταται, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή έχει παύσει να ισχύει. Το θέμα αυτό συζητείται στην παράγραφο 1387, σελίδα 717, των Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 30 (reissue).
Με την αγωγή, προβλήθηκε, συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός ότι η κ. Γεωργιάδη, «... κατά την περίοδο που προέβη στις πιο πάνω κτηματικές πράξεις ήτο ... ανίκανη να χειρίζεται τα περιουσιακά της στοιχεία λόγω της διανοητικής της κατάστασης ...»· δηλαδή, επειδή δεν είχε σώας τας φρένας. Τίθεται, επομένως, ευθέως θέμα κατά πόσο υπήρξε απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού. Θα πρέπει, όμως, προηγουμένως, να τονιστεί ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια στον περί Συμβάσεων Νόμο όσον αφορά αυτήν την πτυχή. Μπορεί, βέβαια, να αντληθεί χρήσιμη καθοδήγηση από τη σχετική στο ίδιο αυτό θέμα νομολογία του κοινοδικαίου. Εφαρμόζεται στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου, δυνάμει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960). Συγκεκριμένα, σε σχέση με το ποια πλευρά φέρει το βάρος απόδειξης και σε ποια έκταση, σε περίπτωση όπως είναι η παρούσα, αναφέρθηκαν στην υπόθεση Imperial Loan Co. v. Stone [1891 - 94] All E.R. Repr. 412, στη σελίδα 413, τα εξής:-
"When a person enters into an ordinary contract, and afterwards alleges that he was so insane at the time he did so that he did not know what he was doing, though he proves that to be so, the contract is as binding on him in every respect and to every extent as if he had been fully sane, unless he also proves that, at the time of making the contract, the person he contracted with knew him to be so insane as not to know what he was doing."
Η πιο πάνω διατύπωση ως προς το νόμο βρήκε απήχηση και επιβεβαιώθηκε αργότερα στην υπόθεση Hart v. O'Connour [1985] 2 All ER 880 (P.C.), με την παράθεση και του πιο πάνω αποσπάσματος, αλλά και με τη διαπίστωση, σε άλλο σημείο της απόφασης, στη σελίδα 888, ως προς το νόμο, ότι:-
"The original rule at law, ..., was that a contract with a person of unsound mind was void, because there could be no consensus ad idem. This was later qualified by a rule that a person could not plead his own unsoundness to avoid a contract he had made. This in turn gave way to a further rule that such a plea was permissible if it could be shown that the other contracting party knew of the insanity."
Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ο Ν. 23(1)/1996 έχει παρομοίως προβλέψει στο Άρθρο 15(2) ότι:-
«(2) Το βάρος απόδειξης βαρύνει το πρόσωπο εκείνο που ισχυρίζεται ότι το ανίκανο πρόσωπο δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του κατά το χρόνο της δωρεάς ή της μεταβίβασης. ...»
Με βάση, ουσιαστικά, τα όσα, ως ανωτέρω, ρυθμίζονται από το κοινοδίκαιο, αν και δεν υπήρξε ρητή αναφορά σχετικά, το εκδικάσαν Δικαστήριο κατέληξε πως ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης το οποίο έφερε σύμφωνα με το νόμο. Όπως ορθά έκρινε, η μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου ήταν αναποτελεσματική και δε διαφώτιζε, ποσώς, ως προς το ποια ήταν η κατάσταση της κ. Γεωργιάδη κατά τον ουσιώδη χρόνο της διενέργειας της επίδικης συναλλαγής. Η κατάληξη αυτή, από μόνη της, ήταν αρκετή, ώστε να οδηγείτο σε απόρριψη η αγωγή, χωρίς να παρίστατο ανάγκη για εξέταση και της μαρτυρίας η οποία προσφέρθηκε από τους εφεσίβλητους ή εκ μέρους τους.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, όμως, εξέτασε και τη μαρτυρία της πλευράς αυτής, αντλώντας καθοδήγηση, συναφώς, από τα ίδια τα γεγονότα της υπόθεσης Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) Savvas Karaolis, ανωτέρω. Όπως διαπίστωσε, σε σχέση με την υπόθεση εκείνη, η μαρτυρία προσώπων του περιβάλλοντος του ενάγοντος όσον αφορά την καθημερινή συμπεριφορά του είχε κριθεί ως αξιόπιστη και ως πλέον βοηθητική στη διάγνωση της πνευματικής κατάστασής του, κατά το χρόνο της εκεί επίδικης συναλλαγής. Συνακόλουθα, απορρίφθηκε η ιατρική μαρτυρία, η οποία, καθ' ότι απομακρυσμένη χρονικά κατά δεκαοκτώ μέρες από την ημερομηνία της συναλλαγής, κρίθηκε ως μη ικανοποιητική για την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων ως προς την πνευματική υγεία, τότε, του ενάγοντος.
Η πιο πάνω υπόθεση αποτελεί επιβεβαίωση της παρατήρησης στους Halsbury's Laws of England, πιο πάνω, στην παράγραφο 1388, σελίδα 718, ότι "..., the court must decide the issue on the totality of both medical and lay evidence.", ενώ, στην ίδια πιο πάνω παράγραφο, επισημαίνεται, επίσης, πως: "In civil proceedings, the rationality of an act and the manner of doing it have been regarded as strong evidence that the person doing it did not lack capacity, even if he was liable to be detained at the time. ..."
Τα όσα αναφέρονται στα δύο πιο πάνω αποσπάσματα είναι διαφωτιστικά ως προς τον τρόπο χειρισμού της μαρτυρίας, υπό το φως της αρχής, ανωτέρω, που καθορίζει το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα. Επεκτείνοντας δε το Δικαστήριο την εξέτασή του και στην πτυχή αυτή, διαπίστωσε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η επίδικη συναλλαγή και οι περιβάλλουσες αυτή συνθήκες δεν αποκαλύπτουν οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες, οι οποίες να την τοποθετούν εκτός του συνήθους για τέτοιες συναλλαγές. Ακόμα και για το θέμα του συμφωνηθέντος τιμήματος δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι δεν ήταν αυτό που υπαγόρευαν οι συνθήκες της αγοράς κατά τον ουσιώδη χρόνο της επίδικης συναλλαγής. Επιπρόσθετα, η συμπεριφορά, γενικά, της κ. Γεωργιάδη, κατά τον ίδιο εν λόγω χρόνο, δεν αποκαλύπτει ότι αυτή είχε κάποιο πρόβλημα σε σχέση με την ψυχική της υγεία, το οποίο να την εμπόδιζε να αντιληφθεί τη φύση και το περιεχόμενο των πράξεών της, σχετικά, θέτοντας, συγχρόνως, σε εγρήγορση, ως προς τούτο, τα αντισυμβαλλόμενά της μέρη, ήτοι τους εφεσίβλητους.
Εν ολίγοις, το σύνολο των περιστάσεων που έχουν διαπιστωθεί ως μέρος των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι αυτή αφορούσε σε μια συνηθισμένη εμπορική συναλλαγή, της φύσης που περιγράφεται πιο πάνω, η δε κ. Γεωργιάδη εμφανιζόταν, σε όλα τα στάδιά της, από κάθε άποψη, φυσιολογική. Αυτή ήταν η εντύπωση την οποία, με βάση την αποδεχθείσα μαρτυρία, είχε αποκομίσει ο εφεσίβλητος, κ. Πηλίδης, στη φυσική πορεία των πραγμάτων, από τις ενέργειες και τη συμπεριφορά της κ. Γεωργιάδη κατά τις επισκέψεις τους στα διάφορα γραφεία, με σκοπό την αποδέσμευση των επίδικων διαμερισμάτων, με την καταβολή των σχετικών φόρων και την άρση της υποθήκης. Δε θα μπορούσε, συνεπώς, η υπόθεση, ιδωμένη και από αυτήν την άποψη, να είχε διαφορετική κατάληξη από αυτή στην οποία έχει, τελικώς, αχθεί.
Επομένως, για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με €2.000,00 έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.