ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 ΑΑΔ 1098
A/φοί Παπαλαζάρου Λτδ ν. Σοφοκλή Mιχαήλ (1997) 1 ΑΑΔ 1388
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 217/2019, 218/2019, 1/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B37
ΠΑΠΑΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 16/2021, 19/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B462
ECLI:CY:AD:2014:A812
(2014) 1 ΑΑΔ 2379
24 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΟΣ ΧΑΤΖΗΑΥΞΕΝΤΗ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΣΗ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2010)
Αμέλεια ― Καταμερισμός ευθύνης ― Η ορθή προσέγγιση είναι να εξετάζεται κατά πρώτον το ζήτημα της ευθύνης του εναγόμενου ― Εάν διαπιστώνεται ευθύνη και νοουμένου ότι έχει δικογραφηθεί η υπεράσπιση της συντρέχουσας αμέλειας, εξετάζεται περαιτέρω κατά πόσον ήταν και ο ενάγοντας αμελής ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε τα πράγματα λέγοντας ότι ήταν καθαρό ότι ο ενάγων ευθυνόταν για το επίδικο δυστύχημα και εγειρόταν το ερώτημα κατά πόσο ο εναγόμενος είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τη μαρτυρία μάρτυρα υπεράσπισης ως εάν να ήταν πραγματική μαρτυρία η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως στέρεη βάση και γνώμονας με βάση τον οποίο δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Δεν μπορεί το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία ενός μάρτυρα και θεωρώντας την ως μέτρο σύγκρισης, να απορρίπτει αυτόματα τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα ― Δεν είναι επιτρεπτός ο κύκλος αλληλοσυνάρτησης της μαρτυρίας δύο μαρτύρων για σκοπούς αξιολόγησης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο παρεμβαίνει μόνο όταν η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε πρωτόδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αγωγή, η οποία αφορούσε αμέλεια αναφορικά με την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος.
Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα, στις 11.7.2008 και περί ώρα 8:20 το πρωί ο ενάγων οδηγούσε το μοτοποδήλατο του με κατεύθυνση από Λεωφόρο Γρηγόρη Αυξεντίου προς Λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Την ίδια ώρα, ο εναγόμενος, οδηγώντας το όχημα του, ερχόταν από την Λεωφόρο Γρίβα Διγενή με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς την οδό Λεωνίδα Κιούππη.
Η εν λόγω διασταύρωση ρυθμίζεται από φώτα τροχαίας τα οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσαν κανονικά.
Συγκεκριμένα ο εναγόμενος, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέρασε τη γραμμή διασταύρωσης στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή, προχώρησε περίπου στο μέσο της διασταύρωσης, ελάττωσε ταχύτητα σχεδόν ακινητοποιώντας το όχημα του και μόλις το βέλος στην πορεία του άναψε πράσινο, προχώρησε για να στρίψει δεξιά όταν το μοτοποδήλατο του ενάγοντα που πέρασε με κόκκινο φως, απέκοψε την πορεία του και επεσυνέβη η σύγκρουση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και ειδικότερα τον ισχυρισμό του ότι είχε εισέλθει στη συμβολή των οδών όπου συνέβη το ατύχημα, με πράσινο φως. Από την άλλη, αν και δέχθηκε την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου «χαρακτηριζόταν από μια γενικότητα και επιχειρηματολογία», σημείωσε ότι ο εφεσίβλητος έδωσε σαφείς απαντήσεις, με πολύ συγκεκριμένο τρόπο αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και τη δική του συμπεριφορά. Θεώρησε, λαμβάνοντας υπόψη τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, ότι οι λέξεις «μικρή στάση» και «εκκίνηση» δεν ήσαν απόλυτα ακριβείς, όμως έκρινε ότι «δεν εκφεύγαν» όπως επεσήμανε, από το τι εννοούσε ο εναγόμενος» (εφεσίβλητος) του οποίου η εκδοχή υποστηριζόταν πλήρως, όπως σημείωσε, από όσα περιέγραψε ο Μ.Υ.1.
Ο τελευταίος χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή γνωριμία με τους διαδίκους, ούτε και συμφέρον ή σκοπιμότητα να αποκρύψει την αλήθεια.
Αξιοσημείωτο χαρακτηρίστηκε επιπλέον από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 αναφορικά με το φως στη δική του πορεία την ώρα της σύγκρουσης, ουδόλως αμφισβητήθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα.
Με την έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή των πιο πάνω ευρημάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ως μέτρο κρίσης τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, την οποία και αξιολόγησε αυτοτελώς και προτού αξιολογήσει τη μαρτυρία των διαδίκων. Κατέγραψε συγκεκριμένα τα εξής: «Ενόψει της κατάληξης μου αναφορικά με την αξιοπιστία του Μ.Υ.1, δεν μπορώ να αποδεχθώ τη θέση του ενάγοντα ότι αυτός πέρασε τη γραμμή της διασταύρωσης με πράσινο φως.»
2. Αντιμετώπισε έτσι τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως εάν να ήταν πραγματική μαρτυρία η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως στέρεη βάση και γνώμονας με βάση τον οποίο δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής.
3. Δεν μπορεί το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία ενός μάρτυρα και θεωρώντας την ως μέτρο σύγκρισης, να απορρίπτει αυτόματα τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα.
4. Δεν παραβλεπόταν ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και κατ' έφεσιν προσβλήθηκε η αποδοχή της. Όμως χρησιμοποιήθηκε κατ' ουσίαν ως πρόκριμα για την αξιολόγηση των δύο εκατέρωθεν εκδοχών και όχι συνεκτιμούμενη, μαζί τους, στο σύνολο της μαρτυρίας.
5. Με γνώμονα την ίδια μαρτυρία, προκριματικά θεωρούμενη και ερμηνευόμενη ως άνω, έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου, παρά το ότι αξιολογήθηκε ως χαρακτηριζόμενη από «μια γενικότητα και επιχειρηματολογία».
6. Τέτοια εκτίμηση παραπέμπει σε αοριστία και έλλειψη θετικότητας που δεν συνάδει, χωρίς επαρκή εξήγηση, με την παράλληλη εκτίμηση ότι ο εφεσίβλητος έδιδε «σαφείς απαντήσεις με πολύ συγκεκριμένο τρόπο».
7. Περαιτέρω, στην πρωτόδικη απόφαση δεν ακολουθήθηκε η ορθόδοξη προσέγγιση όσον αφορούσε στη σειρά εξέτασης του θέματος της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων.
8. Η ορθή προσέγγιση είναι να εξετάζεται κατά πρώτον το ζήτημα της ευθύνης του εναγόμενου. Εάν διαπιστώνεται ευθύνη και νοουμένου ότι έχει δικογραφηθεί η υπεράσπιση της συντρέχουσας αμέλειας, εξετάζεται περαιτέρω κατά πόσον ήταν και ο ενάγοντας αμελής. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε τα πράγματα λέγοντας ότι ήταν καθαρό ότι ο ενάγων ευθυνόταν για το επίδικο δυστύχημα και εγειρόταν το ερώτημα κατά πόσο ο εναγόμενος είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.
9. Εάν αυτό το στοιχείο συνεκτιμείτο με τα υπόλοιπα, ανωτέρω, δημιουργείτο περαιτέρω αβεβαιότητα για την εν όλω δικανική διεργασία ως προς το ζήτημα της ευθύνης.
10. Εν τέλει, διαπιστωνόταν πλημμελής αιτιολογία και διατύπωση ευρημάτων που δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της.
11. Η διαπίστωση αυτή οδηγούσε, σε διαταγή για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634,
Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51,
Α/φοι Παπαλαζάρου Λτδ ν. Μιχαήλ (1997) 1 Α.Α.Δ. 1388,
Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541,
Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Εφραίμ, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2728/08), ημερομηνίας 8/2/2010.
Α. Παπαλλής, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυριακίδης για Χ. Κυριακίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠασχαλΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Λεωφόρος Γρίβα Διγενή στη Λάρνακα σε κάποιο σημείο της συνεχίζει ως Λεωφόρος Γρηγόρη Αυξεντίου. Στο σημείο εκείνο σχηματίζεται συμβολή τύπου «Τ» με την οδό Λεωνίδα Κιούππη, που αποτελεί δεξιά στροφή σε σχέση με την πορεία από Γρίβα Διγενή προς Γρηγόρη Αυξεντίου.
Στις 11.7.2008, ώρα 08.50, ο ενάγοντας/εφεσείοντας οδηγώντας μοτοποδήλατο επί της Γρηγόρη Αυξεντίου εισήλθε στη συμβολή κινούμενος σ' ευθεία πορεία προς τη Γρίβα Διγενή και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητό που οδηγούσε ο εναγόμενος/εφεσίβλητος ο οποίος από τη Γρίβα Διγενή επιχειρούσε στροφή δεξιά προς τη Λεωνίδα Κιούππη.
Η σύγκρουση έγινε σε απόσταση 1.90 μ. από το άνοιγμα της Λεωνίδα Κιούππη, ήτοι στην πορεία του ενάγοντα και σε απόσταση 19.60 μ. από τα φώτα της Γρηγόρη Αυξεντίου, εκ των οποίων είχε διέλθει ο ενάγοντας.
Η συμβολή ελέγχεται από φώτα τροχαίας τα οποία λειτουργούσαν κανονικά. Από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 κ. Φ. Μούτουρου, προγραμματιστή των φώτων τροχαίας σε παγκύπρια βάση από το 1980 και του εξεταστή του ατυχήματος Μ.Ε.1 Αστ. 2638, προκύπτει ότι, όταν το φως επί της Λεωνίδα Κιούππη είναι πράσινο, το φως επί της Γρηγόρη Αυξεντίου είναι κόκκινο. Ταυτόχρονα δε με το πράσινο φως επί της Λεωνίδα Κιούππη ανάβει επί της Λεωφόρου Γρίβα Διγενή πράσινο βέλος για στροφή δεξιά το οποίο δίδει προτεραιότητα σε οχήματα που κινούνται επί της Γρίβα Διγενή να στρίψουν δεξιά προς τη Λεωνίδα Κιούππη, την ίδια ώρα που από απέναντι, επί της Γρηγόρη Αυξεντίου, το φως, ως άνω, είναι κόκκινο.
Αντιθέτως, όταν το φως επί της Γρηγόρη Αυξεντίου είναι πράσινο, το βέλος δεξιάς πορείας εξ αντιθέτου είναι σβηστό. Τότε, ένας οδηγός επί της Γρίβα Διγενή που έχει πρόθεση να στρίψει δεξιά προς τη Λεωνίδα Κιούππη δεν έχει προτεραιότητα, οπότε μπορεί να επιχειρήσει στροφή μόνο αν η πορεία εξ αντιθέτου είναι ελεύθερη.
Είναι η εκδοχή του εφεσείοντα ότι ο ίδιος εισήλθε στη συμβολή με πράσινο φως και 2-3 δευτερόλεπτα μετά, είδε το όχημα του εφεσίβλητου να εισέρχεται στη συμβολή και να του αποκόπτει την πορεία του, επιχειρώντας να στρίψει στη Λεωνίδα Κιούππη υπό τέτοιες συνθήκες απόστασης και χρόνου ώστε η σύγκρουση τους να ήταν αναπόφευκτη.
Αντίθετα, η εκδοχή του εφεσίβλητου είναι ότι όταν εισήλθε στη συμβολή το βέλος ήταν αναμμένο/πράσινο, κάτι που σημαίνει, ως άνω, ότι το φως για τον εφεσείοντα ήταν κόκκινο. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι πλησιάζοντας τα φώτα «έπιασε πιο δεξιά» και στη συμβολή σταμάτησε. Ανέφερε τα εξής στην κατάθεσή του προς την αστυνομία η οποία παρουσιάστηκε ως μέρος της κύριας εξέτασής του:
«Έκαμα μια μικρή στάση για να ελέγξω το δρόμο από απέναντι και από τα δεξιά αλλά και για να ξαναδώ το φως. Το βέλος ήταν αναμμένο πράσινο σύμφωνα με την πορεία μου και ο δρόμος καθαρός. Προχώρησα δηλαδή εκκίνησα και μόλις εκκίνησα είδα το μοτοποδήλατο με μεγάλη ταχύτητα να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Εγώ ήδη είχα πάρει κλίση προς τα δεξιά και τελικά το μοτοποδήλατο ήρθε και κτύπησε στη μπροστινή δεξιά γωνιά.»
Κατ'εκείνο το χρόνο ο κ. Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου (Μ.Υ.1) βρισκόταν σταματημένος με το αυτοκίνητό του στο κόκκινο φως στη Λεωνίδα Κιούππη περιμένοντας το πράσινο φως για να στρίψει αριστερά στη Γρίβα Διγενή. Δεν είχε άλλα αυτοκίνητα μπροστά του. Ο ισχυρισμός του ήταν ότι όταν άναψε το πράσινο και ετοιμάστηκε να εκκινήσει είδε το ατύχημα: Ο εφεσίβλητος ερχόμενος από τη Γρίβα Διγενή, στην προσπάθειά του να εισέλθει στη Λεωνίδα Κιούππη, συγκρούστηκε με τον εφεσείοντα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα είχε καλέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντα και να απορρίψει εκείνη του εφεσίβλητου και του Μ.Υ.1. Σημείο αιχμής φαίνεται να αποτέλεσε μια διαφοροποίηση στη θέση του εφεσίβλητου. Ως άνω, στην κατάθεση/κύρια εξέταση του είχε αναφέρει ότι «έκαμε μια μικρή στάση» για να ελέγξει το δρόμο από απέναντι και για να ξαναδεί το φως. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι η λέξη «σταμάτησα» είχε την έννοια ότι ελάττωσε για ελάχιστα δευτερόλεπτα και η λέξη «εκκίνησα» είχε την έννοια ότι ενώ πήγαινε με μειωμένη ταχύτητα, αύξησε ταχύτητα. Ελάττωσε, είπε, ταχύτητα και αντανακλαστικά έριξε μια φευγαλέα ματιά απέναντι. Παρόμοια διαφοροποίηση χαρακτηρίζει τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Στην κατάθεσή του προς την αστυνομία που έδωσε την ίδια εκείνη ημέρα και που παρουσιάστηκε ως μέρος της κύριας εξέτασής του, είχε αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος έκανε στάση για 2-3 δευτερόλεπτα και μετά προχώρησε, ενώ ακολούθως διευκρίνισε ότι εννοούσε ότι το όχημα ήταν εν κινήσει «με ταχύτητα 0-1 χιλιόμετρα». Αντεξεταζόμενος δε, είπε ότι η λέξη «σταμάτησε» που χρησιμοποίησε στην κατάθεσή του ήταν λανθασμένη και ότι η κατάθεσή του καταγράφηκε με τη βοήθεια του αστυνομικού.
Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και ειδικότερα τον ισχυρισμό του ότι είχε εισέλθει στη συμβολή με πράσινο φως. Από την άλλη, αν και δέχθηκε την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου «χαρακτηρίζεται από μια γενικότητα και επιχειρηματολογία» σημείωσε ότι ο εφεσίβλητος έδωσε σαφείς απαντήσεις, με πολύ συγκεκριμένο τρόπο αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και τη δική του συμπεριφορά. Θεώρησε, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, ότι οι λέξεις «μικρή στάση» και «εκκίνηση» δεν ήσαν απόλυτα ακριβείς, όμως έκρινε ότι «δεν εκφεύγουν από το τι εννοούσε ο εναγόμενος» (εφεσίβλητος) του οποίου η εκδοχή υποστηρίζεται πλήρως, όπως σημείωσε, από όσα περιέγραψε ο Μ.Υ.1.
Ο τελευταίος χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή γνωριμία με τους διαδίκους, ούτε και συμφέρον ή σκοπιμότητα να αποκρύψει την αλήθεια. Η εν λόγω διαφοροποίηση κρίθηκε ότι δεν ήταν τέτοια που να κλονίζει την αξιοπιστία του. Αντίθετα, αξιοσημείωτο χαρακτηρίστηκε το ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 αναφορικά με το φως στη δική του πορεία την ώρα της σύγκρουσης, ουδόλως αμφισβητήθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα.
Ακολούθως το Δικαστήριο κατέγραψε τα ευρήματα του ως ακολούθως:-
«Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο προβαίνει στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στις 11.7.2008 και περί ώρα 8:20 το πρωί ο ενάγων οδηγούσε το μοτοποδήλατο με αριθμό εγγραφής BBD 282 με κατεύθυνση από Λεωφόρο Γρηγόρη Αυξεντίου προς Λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Την ίδια ώρα ο εναγόμενος, οδηγώντας το όχημα με αριθμό εγγραφής ΚΑΤ 721, ερχόταν από την Λεωφόρο Γρίβα Διγενή με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς την οδό Λεωνίδα Κιούππη. Η εν λόγω διασταύρωση ρυθμίζεται από φώτα τροχαίας τα οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσαν κανονικά και με τον τρόπο όπως ακριβώς περιέγραψε ο Μ.Ε. 2 στο Δικαστήριο. Κατά τον ίδιο χρόνο ο Μ.Υ. 1 κατευθυνόταν με το όχημα του στην οδό Λεωνίδα Κιούππη με πρόθεση να στρίψει αριστερά προς τη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Όταν το βέλος για αριστερή στροφή στην πλευρά του Μ.Υ.1 έγινε πράσινο και ο Μ.Υ.1 επιχείρησε να εκκινήσει, επεσυνέβη η σύγκρουση μεταξύ του μοτοποδηλάτου του ενάγοντα και του οχήματος του εναγομένου.
Συγκεκριμένα ο εναγόμενος πέρασε τη γραμμή διασταύρωσης στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή, προχώρησε περίπου στο μέσο της διασταύρωσης, ελάττωσε ταχύτητα σχεδόν ακινητοποιώντας το όχημα του και μόλις το βέλος στην πορεία του άναψε πράσινο αυτός προχώρησε για να στρίψει δεξιά όταν το μοτοποδήλατο του ενάγοντα που πέρασε με κόκκινο φως απέκοψε την πορεία του και επεσυνέβη η σύγκρουση.»
Με την παρούσα έφεση ρητώς επιδιώκεται η ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και συναφώς η διατύπωση ευρημάτων είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο παρεμβαίνει μόνο όταν η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της (Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634, 648).
Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ως μέτρο κρίσης τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, την οποία και αξιολόγησε αυτοτελώς και προτού αξιολογήσει τη μαρτυρία των διαδίκων. Κατέληξε συγκεκριμένα ως εξής:
«Ενόψει της κατάληξης μου αναφορικά με την αξιοπιστία του Μ.Υ.1, δεν μπορώ να αποδεχθώ τη θέση του ενάγοντα ότι αυτός πέρασε τη γραμμή της διασταύρωσης με πράσινο φως.»
Αντιμετώπισε έτσι τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως εάν να ήταν πραγματική μαρτυρία η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως στέρεη βάση και γνώμονας με βάση τον οποίο δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής (Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51, Α/φοι Παπαλαζάρου Λτδ ν. Σοφοκλή Μιχαήλ (1997) 1 Α.Α.Δ. 1388). Κατά τ' άλλα όμως, δεν μπορεί το δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία ενός μάρτυρα και θεωρώντας την ως μέτρο σύγκρισης, να απορρίπτει αυτόματα τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα. Όπως διατυπώθηκε στην Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541, με αναφορά στην Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098, «δεν επιτρέπεται αυτός ο κύκλος αλληλοσυνάρτησης της μαρτυρίας δύο μαρτύρων για σκοπούς αξιολόγησης».
Δεν παραβλέπουμε ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και κατ' έφεσιν προσβλήθηκε η αποδοχή της. Όμως χρησιμοποιήθηκε κατ' ουσίαν ως πρόκριμα για την αξιολόγηση των δύο εκατέρωθεν εκδοχών και όχι συνεκτιμούμενη, μαζί τους, στο σύνολο της μαρτυρίας. Αυτά, τη στιγμή που ερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως απόλυτα καθοριστική για τον επίμαχο χρόνο, ήτοι για τη στιγμή που εισήλθε στη διασταύρωση ο εφεσείων, ενώ στην πραγματικότητα αναφερόταν κατ' ουσίαν στο χρόνο της σύγκρουσης, όταν «το μοτοποδήλατο ήταν εντελώς κοντά με το αυτοκίνητο και επεσυνέβη η σύγκρουση».
Με γνώμονα την ίδια μαρτυρία, προκριματικά θεωρούμενη και ερμηνευόμενη ως άνω, έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου, παρά το ότι αξιολογήθηκε ως χαρακτηριζόμενη από «μια γενικότητα και επιχειρηματολογία». Τέτοια εκτίμηση παραπέμπει σε αοριστία και έλλειψη θετικότητας που δεν συνάδει, χωρίς επαρκή εξήγηση, με την παράλληλη εκτίμηση ότι ο εφεσίβλητος έδιδε «σαφείς απαντήσεις με πολύ συγκεκριμένο τρόπο».
Τέλος, παρατηρούμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν ακολουθήθηκε η ορθόδοξη προσέγγιση όσον αφορά την σειρά εξέτασης του θέματος της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων. Η ορθή προσέγγιση είναι να εξετάζεται κατά πρώτον το ζήτημα της ευθύνης του εναγόμενου. Εάν διαπιστώνεται ευθύνη και νοουμένου ότι έχει δικογραφηθεί η υπεράσπιση της συντρέχουσας αμέλειας, εξετάζεται περαιτέρω κατά πόσον ήταν και ο ενάγοντας αμελής Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε τα πράγματα λέγοντας:
«Επομένως, είναι καθαρό ότι ο ενάγων ευθύνεται για το επίδικο δυστύχημα. Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.»
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου ενώ αναγνώρισε το εσφαλμένο τέτοιας προσέγγισης, εισηγήθηκε ότι το σφάλμα δεν επηρέασε την κατάληξη επί του θέματος της ευθύνης. Όντως, δεν διαπιστώνεται άμεσος συσχετισμός. Όμως, εάν αυτό το στοιχείο συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα, ανωτέρω, δημιουργείται περαιτέρω αβεβαιότητα για την εν όλω δικανική διεργασία ως προς το ζήτημα της ευθύνης.
Εν τέλει, διαπιστώνεται πλημμελής αιτιολογία και διατύπωση ευρημάτων που δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί, δυστυχώς, αλλά κατ' ανάγκην, σε διαταγή για επανεκδίκαση.
Ως αποτέλεσμα η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα παραμερίζεται.
Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία αναμένεται να διεξαχθεί κατά προτεραιότητα.
Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντα €1500 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει. Τα έξοδα της προηγηθείσας πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.