ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D752
(2014) 1 ΑΑΔ 2184
9 Οκτωβρίου 2014
(ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στής)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALPHA BANK CYPRUS LTD, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 25.9.14 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 956/13,
ΜΕΤΑΞΥ:
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Ενάγοντες,
v.
1. ANDREW TIMOTHY EDWARD POPPLE,
2. ALPHA PANARETI PUBLIC LTD,
Εναγoμένων,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ:
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Αιτητές,
KAI
1. ANDREW TIMOTHY EDWARD POPPLE,
2. ALPHA PANARETI PUBLIC LTD,
Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 175/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Aίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία δεν έγινε δεκτή ως κανονική, βεβαίωση επίδοσης της αρμόδιας αρχής του Κράτους Μέλους παραλαβής, η οποία έγινε με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς 44/01 και 1393/07 ― Επιτρεπτική κατάληξη ― Ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Επαρχιακό Δικαστήριο επέτρεψε στο πλαίσιο αγωγής, επίδοση αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο 1 σε διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως προνοείται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 44/01 και 1393/07 και/ή μέσω διεθνούς υπηρεσίας ταχυμεταφορών.
Η επίδοση επετεύχθη τελικά διά του μηχανισμού του Κανονισμού 1393/07 και εκδόθηκε η σχετική βεβαίωση επίδοσης όπως προβλέπεται από το Άρθρο 10 του Κανονισμού, στην οποία βεβαιωνόταν ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους Μέλους παραλαβής, με παράδοση στην εν λόγω διεύθυνση σε κάποιο τρίτο πρόσωπο που περιγράφηκε ως «current tenant of property».
Ο εναγόμενος 1 παρέλειψε να εμφανιστεί και οι ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση για απόφαση εναντίον του στις 14.4.2014, η οποία απερρίφθη από το Δικαστήριο καθότι θεώρησε ότι η επίδοση δεν ήταν κανονική. Ακολούθησε, στις 2.6.2014, νέα αίτηση η οποία και πάλιν απερρίφθη για τον ίδιο λόγο, στις 25.9.2014. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η επίδοση δεν είχε γίνει προσωπικά αλλά σε πρόσωπο που δεν τελεί σε συγγενική σχέση ή σε σχέση εργοδότησης με τον εναγόμενο 1. Σημείωσε περαιτέρω μεταξύ άλλων ότι, το γεγονός ότι η επίδοση των εγγράφων επιχειρήθηκε και εκτελέστηκε με τη διαδικασία που προβλέπεται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι υπήρξε συμμόρφωση με το διάταγμα του Δικαστηρίου εφόσον δεν επιδόθηκαν στον ίδιο τον Εναγόμενο 1 που αφορά η αγωγή προσωπικά, ώστε να έχει την ευκαιρία να λάβει γνώση της δικαστικής διαδικασίας. Το αντίθετο μάλιστα σημείωσε, αναφερόταν στο έγγραφο επίδοσης, ότι δηλαδή επιδόθηκαν σε κάποιον άλλον που φαινόταν να ήταν ο σημερινός ενοικιαστής της περιουσίας.
Οι αιτητές αιτήθηκαν άδεια για να καταχωρίσουν αίτηση για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari προς παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ακύρωση της εν λόγω απόφασης προβάλλοντας τη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο παραγνωρίζοντας τη βεβαίωση της αρμόδιας αρχής του Κράτους Μέλους παραλαβής, ενήργησε προδήλως παράνομα, καθ' υπέρβαση εξουσίας, υπό νομική πλάνη και κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Κανονισμού 1393/07, εάν η υπηρεσία διαβίβασης δεν έχει ζητήσει επίδοση της πράξης με κάποια ειδική μέθοδο, η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη «σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής».
Πέραν τούτου, το Άρθρο 9 ορίζει ως ημερομηνία επίδοσης, την ημερομηνία που η πράξη επιδόθηκε «σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής».
Τέλος το Άρθρο 19, ορίζει κατ' ουσία ως προϋπόθεση έκδοσης απόφασης ερήμην του εναγομένου, την επίδοση «όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η άρνηση της επίδοσης για την οποία παρουσιάστηκε η θεσμοθετημένη διά του Άρθρου 10 Βεβαίωση περί επίδοσης σύμφωνα με το νόμο του Κράτους Μέλους Παραλαβής, όπως είναι το απαιτούμενο θέτει, εκ πρώτης όψεως, ζήτημα καταφανούς νομικού σφάλματος υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην υπόθεση R. v. Medical Appeal Tribunal, Ex parte Gilmore [1957] 1 QB 574, και όχι απλώς ζήτημα λανθασμένης ερμηνείας νόμου.
2. Όμως, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι έχει καταδείξει συζητήσιμο ζήτημα ώστε να δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για certiorari, εάν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία. Σε τέτοια περίπτωση, ακόμα και όταν τίθεται θέμα δικαιοδοσίας, ο αιτητής θα πρέπει περαιτέρω να καταδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
3. Προέκυπτε ότι η επίδικη απόφαση, μέχρι την τυχόν ακύρωσή της με έφεση, θα παρήγαγε το έννομο αποτέλεσμα ότι δεν έγινε (κανονική) επίδοση του κλητηρίου εντός της προβλεπόμενης, από την Δ.4. Κ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, περιόδου των 12 μηνών που βρισκόταν σε ισχύ για σκοπούς επίδοσης.
4. Με αυτό ως δεδομένο, οι αιτητές για να προχωρήσουν την υπόθεσή τους εναντίον του εναγομένου 1 θα έπρεπε να επιδίωκαν ανανέωση του κλητηρίου με σκοπό μια νέα επίδοση. Την ίδια όμως ώρα, με την έφεση τους θα προωθούσαν τη θέση ότι η αρχική επίδοση ήταν κανονική, κάτι που σήμαινε ότι δεν απαιτείται νέα επίδοση.
5. Η δικονομική αυτή αμηχανία στην οποία θα αναγκάζονταν να περιέλθουν οι αιτητές, συνιστούσε εκ πρώτης όψεως εξαιρετική περίσταση ώστε να μπορούσε να δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για Certiorari, η οποία και δόθηκε.
Η αίτηση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senk Dau κ.ά. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1935,
R. v. Medical Appeal Tribunal, Ex parte Gilmore [1957] 1 QB 574,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 247,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,
Edwards (Inspector of Taxes) v. Bairstow [1956] A.C. 14.
Αίτηση.
Στ. Πολυβίου (κα) με Α. Λιβέρα (κα) εκ μέρους Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Aιτητές.
Cur. adv. vult.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια της αγωγής 956/2013 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου επέτρεψε επίδοση αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο 1 στη διεύθυνση 9 Dunnottar Avenue, Eaglescliffe, Stockton-on-Tees, TS16 OAB, στο Ηνωμένο Βασίλειο, «ως προνοείται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 44/01 και 1393/07» και/ή μέσω διεθνούς υπηρεσίας ταχυμεταφορών.
Η επίδοση επετεύχθη τελικά στις 5.3.2014 διά του μηχανισμού του Κανονισμού 1393/07 και εκδόθηκε η σχετική βεβαίωση επίδοσης όπως προβλέπεται από το Άρθρο 10 του Κανονισμού, στην οποία βεβαιώνεται ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους Μέλους παραλαβής, με παράδοση στην εν λόγω διεύθυνση σε κάποιο τρίτο πρόσωπο που περιγράφεται ως «current tenant of property».
Ο εναγόμενος 1 παρέλειψε να εμφανιστεί και οι ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση για απόφαση εναντίον του στις 14.4.2014, η οποία απερρίφθη από το Δικαστήριο καθότι θεώρησε ότι η επίδοση δεν ήταν κανονική. Ακολούθησε, στις 2.6.2014, νέα αίτηση η οποία και πάλιν απερρίφθη για τον ίδιο λόγο, στις 25.9.2014. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η επίδοση δεν είχε γίνει προσωπικά αλλά σε πρόσωπο που δεν τελεί σε συγγενική σχέση ή σε σχέση εργοδότησης με τον εναγόμενο 1. Σημείωσε περαιτέρω ότι η σημασία επίδοσης της αγωγής και των δικογράφων είναι να λάβει γνώση ο εναγόμενος και ότι το διάταγμα που δόθηκε για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αφορούσε, όπως το έθεσε, την επίδοση των δικαστικών εγγράφων στον ίδιο τον εναγόμενο 1 στην αναφερθείσα διεύθυνση. Κατέληξε δε ως εξής:
«Το γεγονός ότι η επίδοση των εγγράφων επιχειρήθηκε και εκτελέστηκε με τη διαδικασία που προβλέπεται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι υπήρξε συμμόρφωση με το διάταγμα του δικαστηρίου εφόσον δεν επιδόθηκαν στον ίδιο τον Εναγόμενο 1 που αφορά η αγωγή προσωπικά ώστε να έχει την ευκαιρία να λάβει γνώση της δικαστικής διαδικασίας. Το αντίθετο μάλιστα αναφέρεται στο έγγραφο επίδοσης, ότι δηλαδή επιδόθηκαν σε κάποιον άλλον που φαίνεται να είναι ο σημερινός ενοικιαστής της περιουσίας.
Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι δεν έγινε η κανονική επίδοση των δικαστικών εγγράφων στον Εναγόμενο 1, σύμφωνα με τη διαταγή του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.10.2013 στο εξωτερικό, ώστε ο Εναγόμενος 1 να μπορεί να λάβει γνώση της διαδικασίας και να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης έγκαιρα.»
Οι αιτητές δια της παρούσης ζητούν άδεια να καταχωρίσουν αίτηση για έκδοση εντάλματος της φύσεως certiorari προς παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 25.9.2014, προβάλλοντας τη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου παραγνωρίζοντας την βεβαίωση της αρμόδιας αρχής του Κράτους Μέλους παραλαβής, ενήργησε προδήλως παράνομα, καθ' υπέρβαση εξουσίας, υπό νομική πλάνη και κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Κανονισμού 1393/07, εάν η υπηρεσία διαβίβασης δεν έχει ζητήσει επίδοση της πράξης με κάποια ειδική μέθοδο, η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη «σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής».
Πέραν τούτου, το Άρθρο 9 ορίζει ως ημερομηνία επίδοσης, την ημερομηνία που η πράξη επιδόθηκε «σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής».
Τέλος το Άρθρο 19, ορίζει κατ' ουσίαν ως προϋπόθεση έκδοσης απόφασης ερήμην του εναγομένου, την επίδοση «όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής».
Οι πρόνοιες αυτές εξυπηρετούν το σκοπό του Κανονισμού 1397/07 όπως προκύπτει από το προοίμιο του.
Στην Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senk Dau κ.ά. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1935, εξηγήθηκε σχετικά από τον Ερωτοκρίτου, Δ., ότι ο εν λόγω Κανονισμός «θέτει ως ύψιστη προτεραιότητα την καλύτερη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαβίβαση δικαστικών εγγράφων, μεταξύ των κρατών μελών». Για τη διασφάλιση δε, της αποτελεσματικότητας του Κανονισμού, ορίζεται στο προοίμιο ότι η δυνατότητα άρνησης της επίδοσης θα πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις (παράγραφος 10 του προοιμίου).
Υπό το φως των ανωτέρω, η άρνηση της επίδοσης για την οποία παρουσιάστηκε η θεσμοθετημένη διά του Άρθρου 10 Βεβαίωση περί επίδοσης σύμφωνα με το νόμο του Κράτους Μέλους Παραλαβής, όπως είναι το απαιτούμενο θέτει, εκ πρώτης όψεως, ζήτημα καταφανούς νομικού σφάλματος υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην υπόθεση R. v. Medical Appeal Tribunal, Ex parte Gilmore [1957] 1 QB 574, 582* και όχι απλώς ζήτημα λανθασμένης ερμηνείας νόμου.
Όμως, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι έχει καταδείξει συζητήσιμο ζήτημα ώστε να δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για certiorari, εάν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία. Σε τέτοια περίπτωση, ακόμα και όταν τίθεται θέμα δικαιοδοσίας, ο αιτητής θα πρέπει περαιτέρω να καταδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις τέτοιες, ώστε παρά τη δυνατότητα άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας, να είναι θεμιτή η προσφυγή στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 247, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965). H αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρεία Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 878.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών, ενώ δέχθηκε ότι η επίδικη απόφαση είναι εφέσιμη, εισηγήθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις τις οποίες προσδιόρισε ως ακολούθως:
Πρώτον, εισηγήθηκε ότι προκειμένου για πρόδηλο σφάλμα περί το νόμο, η ορθή διαδικασία είναι η διαδικασία προνομιακού εντάλματος certiorari. Όμως, ως άνω, κατά πάγια νομολογία, ακόμα και όταν εγείρεται το θεμελιώδες ζήτημα της δικαιοδοσίας, δεν παραχωρείται άδεια για καταχώριση αίτησης για certiorari, όταν υπάρχει η δυνατότητα έφεσης, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Συνεπώς η εκ πρώτης όψεως διαπίστωση ακόμα και περί προδήλου νομικού σφάλματος, δεν αποτελεί από μόνη της εξαιρετική περίσταση ώστε να δοθεί άδεια.
Κατά δεύτερον, η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών αναφέρθηκε στην αντιφατικότητα που θα προκύψει εφόσον στα πλαίσια της έφεσης θα προβάλλεται η θέση ότι έγινε κανονική επίδοση, ενώ παράλληλα στις αιτήσεις που τυχόν θα ακολουθήσουν, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της έφεσης, για ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος, θα προβάλλεται η θέση ότι δεν έγινε κατορθωτή η επίδοση, όπως είναι η απαιτούμενη προϋπόθεση για να διαταχθεί η ανανέωση για σκοπούς επίδοσης.
Όπως αντιλαμβάνομαι το πρόβλημα, τούτο έχει ως εξής:
Η επίδικη απόφαση, μέχρι την τυχόν ακύρωσή της με έφεση, θα παράγει το έννομο αποτέλεσμα ότι δεν έγινε (κανονική) επίδοση του κλητηρίου εντός της προβλεπόμενης, από την Δ.4. Κ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, περιόδου των 12 μηνών που βρισκόταν σε ισχύ για σκοπούς επίδοσης. Με αυτό ως δεδομένο, οι αιτητές για να προχωρήσουν την υπόθεσή τους εναντίον του εναγομένου 1 θα πρέπει να επιδιώξουν ανανέωση του κλητηρίου με σκοπό μια νέα επίδοση. Την ίδια όμως ώρα, με την έφεση τους θα προωθούν τη θέση ότι η αρχική επίδοση ήταν κανονική, κάτι που σημαίνει ότι δεν απαιτείται νέα επίδοση.
Θεωρώ ότι η δικονομική αυτή αμηχανία στην οποία θα αναγκαστούν να περιέλθουν οι αιτητές, συνιστά εκ πρώτης όψεως εξαιρετική περίσταση ώστε στο στάδιο αυτό να μπορεί να δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για certiorari, η οποία και δίδεται.
Η αίτηση επιτρέπεται.