ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D591
(2014) 1 ΑΑΔ 1854
31 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ABOLFAZL ZIAEI, ΑΠΟ ΤΟ ΙΡΑΝ, ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΜΕΝΝΟΓΕΙΑΣ,
Αιτητή,
v.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 116/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απαγορευμένοι μετανάστες ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Πρόσωπο το οποίο υπόκειται σε απόφαση επιστροφής ως συνέπεια ποινικής κύρωσης ― Δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 ως είχε τροποποιηθεί ― Το δε υποβληθέν αίτημα ασύλου του αιτητή δεν διαφοροποιούσε τα δεδομένα ως προς τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αφού το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.
Απαγορευμένοι μετανάστες ― Διαδικασίες επιστροφής ― Ανάλογα με τα γεγονότα και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, η περίοδος στην οποία πρόσωπο τελεί υπό κράτηση δυνάμει διαδοχικών διαταγμάτων κράτησης με σκοπό την απέλαση του, μπορεί να θεωρηθεί συνεχής και αδιάλειπτη για τους σκοπούς του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105.
Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, επιδίωξε με την αίτηση, την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατασσόταν η απελευθέρωση του από την παράνομη όπως ισχυριζόταν κράτηση του στην οποία τελούσε για σκοπούς απέλασης.
Με δεδομένο ότι μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης δεν είχε εξεταστεί η αίτηση ασύλου που ο αιτητής είχε υποβάλει, ο τελευταίος ισχυρίστηκε, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την υπό αίτηση για προνομιακό ένταλμα, πως η κράτηση του στη βάση των διαταγμάτων κράτησης με σκοπό την απέλαση του, για περισσότερο από 32 μήνες, ήταν παράνομη και αντίθετη με τις διατάξεις του Άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφού καμία ενέργεια δεν λαμβανόταν όπως υπέβαλε, ούτε μπορούσε να ληφθεί από τις αρχές για την απέλαση του στο Ιράν καθότι εξακολουθούσε να ήταν αιτητής ασύλου.
Αμφισβήτησε δε και τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε τη μικρότερη δυνατή διάρκεια ενώ η διαδικασία απομάκρυνσης του δεν εξελισσόταν και δεν εκτελείτο με τη δέουσα επιμέλεια, όπως απαιτείται από το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Ισχυρίστηκε δε περαιτέρω, ότι παρά το γεγονός της αναστολής της απέλασης του, η κράτηση του διατηρείτο σε ισχύ και παρατεινόταν αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ κανένα άλλο μέτρο «λιγότερο επαχθές» δεν φαινόταν να είχε εξεταστεί ή να είχε εφαρμοστεί για σκοπούς διασφάλισης της εκτέλεσης του μέτρου απέλασης σε περίπτωση που η αίτηση του για άσυλο αποτύχει.
Παρόλο δε που όπως παραδέχθηκε οι διατάξεις του Άρθρου 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και οι διατάξεις του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ («η Οδηγία») ως προς το χρονικό διάσημα της κράτησης δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του επειδή έχει καταδικαστεί για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, και ως εκ τούτου εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, υποστήριξε παρά ταύτα, ότι οι πρόνοιες των εν λόγω διατάξεων ως προς τις αρχές και τη διάρκεια της κράτησης είναι ενδεικτικές και για τα πρόσωπα επί των οποίων δεν εφαρμόζονται.
Με την ένσταση τους οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β) του Νόμου καθότι η απέλαση του είναι συνέπεια ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο.
Εφόσον δε η περίπτωση του αιτητή εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής του Άρθρου 18ΠΣΤ, δεν υφίστατο οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός για την κράτηση του δυνάμει της εν λόγω διάταξης. Διαζευκτικά, το διάταγμα δυνάμει του οποίου ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση εκδόθηκε στις 12.3.2014 και συνεπώς δεν είχε παρέλθει το προβλεπόμενο ως ανώτατο όριο από την Οδηγία χρονικό διάστημα των 6 μηνών.
Υποστήριξαν δε, ότι σύμφωνα με ενημέρωση που λήφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η καθυστέρηση εξέτασης της αίτησης του αιτητή για άσυλο και κατά συνέπεια η κράτηση του, οφείλονταν σε ενέργειες και/ή παραλείψεις του ιδίου λόγω άρνησης του να συνεργαστεί για τη διενέργεια συνέντευξης για σκοπούς εξέτασης της αίτησης του, προφασιζόμενος ψυχολογικά προβλήματα και απώλεια μνήμης τα οποία δεν τεκμηριώνονταν από ιατρικές εκθέσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εγειρόταν το ερώτημα κατά πόσο στην περίπτωση του αιτητή εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου. Είναι γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση επανεξέταζαν και παρέτειναν την κράτηση του στο διάστημα μεταξύ 25.2.2012 και 19.9.2013 επικαλούμενοι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ, επιλέγοντας οι ίδιοι, θα μπορούσε να πει κάποιος, να στηρίξουν την απόφαση τους αναφορικά με την παράταση της κράτησης σε αυτή την νομική βάση.
2. Προέκυπτε ότι η περίπτωση του αιτητή, με αναφορά στα διατάγματα κράτησης και απέλασης του ημερομηνίας 12.3.2014, ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β) του Νόμου, δηλαδή επρόκειτο για πρόσωπο το οποίο υπόκειται σε απόφαση επιστροφής ως συνέπεια ποινικής κύρωσης.
3. Ως εκ τούτου, δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ, οι οποίες ίσχυαν για τα προηγούμενα διατάγματα. Το δε υποβληθέν αίτημα ασύλου του αιτητή δεν διαφοροποιούσε τα δεδομένα ως προς τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αφού το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Αυτό που απαγορεύεται από το Άρθρο 7(4)(α) του εν λόγω Νόμου είναι η κράτηση ενός αιτητή ασύλου λόγω μόνο αυτής της ιδιότητας του.
4. Στην προκείμενη περίπτωση είχαν περάσει 3 μήνες και 18 μέρες από την έκδοση, στις 12.3.2014, του υπό αναφορά διατάγματος κράτησης του αιτητή μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
5. Προέκυπτε δε από την ένορκη δήλωση του τελευταίου ότι περί τις αρχές Μαΐου 2014 τον επισκέφθηκαν λειτουργοί από την Υπηρεσία Ασύλου για συνέντευξη, η οποία όμως τελικά δεν διενεργήθηκε λόγω άρνησης του.
6. Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος για την κράτηση του αιτητή δυνάμει του διατάγματος ημερομηνίας 12.3.2014 προς το σκοπό απέλασης του.
7. Η μακρά περίοδος των τεσσάρων ετών και δύο μηνών που μεσολάβησε από τις 3.8.2007 μέχρι το επόμενο διάταγμα κράτησης, στις 4.10.2011, δεν δικαιολογούσε τον συνυπολογισμό της περιόδου κράτησης 3.12.2006-3.8.2007 με τις περιόδους κράτησης που ακολούθησαν.
8. Σε ό, τι αφορούσε στα διατάγματα κράτησης και απέλασης που ακολούθησαν στις 4.10.2011, 16.8.2012 και 12.3.2014, δεν είχε αμφισβητηθεί η νομιμότητα τους.
9. Ούτε είχε αμφισβητηθεί πριν από την καταχώριση της παρούσας αίτησης η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του αιτητή δυνάμει των διαταγμάτων κράτησης ημερ. 4.10.2011 και 16.8.2012 ή της συνολικής διάρκειας της κράτησης του δυνάμει των δύο αυτών διαταγμάτων.
10. Στην προκείμενη περίπτωση τα υπό αναφορά διατάγματα κράτησης εκδόθηκαν, κάθε φορά, ύστερα από την καταδίκη και φυλάκιση του αιτητή για ποινικά αδικήματα και αφού η Διευθύντρια άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχει ο Νόμος, θεωρώντας τον αιτητή ανεπιθύμητο.
11. Ως αποτέλεσμα της φυλάκισης και του εγκλεισμού του στις Κεντρικές Φυλακές, διεκόπτετο και η εκάστοτε κράτηση του με σκοπό την απέλαση οδηγώντας, με τη λήξη της φυλάκισης, στην έκδοση νέου διατάγματος κράτησης από τη Διευθύντρια στη βάση και των νέων δεδομένων.
12. Συνακόλουθα, δεν μπορούσε να εξεταστεί η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του αιτητή δυνάμει των διαταγμάτων που εκδόθηκαν στις 4.10.2011 και 16.8.2012, η οποία είχε λήξει είτε μετά την έκδοση άλλου διατάγματος κράτησης, με αποτέλεσμα το προηγούμενο να ατονήσει είτε κατόπιν ακύρωσης.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Mohammed (2013) 1 A.A.Δ. 236,
Khlaief (Αρ.1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402,
Oktru (2004) 1Α Α.Α.Δ. 608,
Yuxian Wang (2012) 1 Α.Α.Δ. 406.
Αίτηση.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Αιτητής παρών.
(Η μεταφράστρια, κα Μαντάνα Νεοφύτου, παρούσα για σκοπούς μετάφρασης από τα ελληνικά στα περσικά και αντίστροφα)
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, με την παρούσα αίτηση επιδιώκει την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσονται ο Υπουργός Εσωτερικών και ο Αρχηγός Αστυνομίας να προβούν στην άμεση αποφυλάκιση του. Τα γεγονότα που θεωρώ αναγκαία για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης, όπως προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα, είναι ουσιαστικά τα ακόλουθα:
O αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα μέσω των κατεχομένων στις 22.7.2004. Αφού εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομίας συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης εισόδου και παραμονής και την 1.8.2004 απελάθηκε στη χώρα του κατόπιν έκδοσης εναντίον του σχετικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Στη συνέχεια ο αιτητής αφίχθηκε εκ νέου παράνομα στη Δημοκρατία, σε άγνωστη χρονική στοιγμή, υποβάλλοντας στις 17.6.2005, αίτηση ασύλου. Μετά που διαπιστώθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου είχε κλείσει το φάκελο του αιτητή στις 26.5.2006, με αποτέλεσμα ο αιτητής να διέμενε έκτοτε παράνομα στην Κύπρο, αυτός συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και στις 3.12.2006 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Το διάταγμα απέλασης αναστάληκε την ίδια μέρα έκδοσης του, ενώ στις 22.12.2006 η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι ο διοικητικός φάκελος του αιτητή είχε επανανοίξει για εξέταση. Στις 3.8.2007 η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον αιτητή ότι είχε ληφθεί ενδιάμεση απόφαση όπως του παραχωρηθεί ανθρωπιστικό καθεστώς για 6 μήνες και την ίδια μέρα, ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν σχετικών οδηγιών του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών.
Στις 13.7.2011, ο αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών για τα αδικήματα της κλοπής και της πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία. Λόγω της σοβαρότητας των εν λόγω αδικημάτων, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («η Διευθύντρια») στις 4.10.2011 θεώρησε τον αιτητή ανεπιθύμητο μετανάστη δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 («ο Νόμος») και εξέδωσε εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία του γνωστοποιήθηκαν αυθημερόν. Το διάταγμα απέλασης αναστάληκε την ίδια μέρα καθώς εξακολουθούσε να εκκρεμεί αίτημα του αιτητή για άσυλο. Ενώ ο αιτητής βρισκόταν υπό κράτηση, στις 25.6.2012 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε δύο μήνες φυλάκιση για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, αδίκημα που είχε διαπραχθεί στις 5.6.2010. Ως εκ τούτου, στις 16.8.2012, όταν ο αιτητής αποφυλακίστηκε από τις Κεντρικές Φυλακές, εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Ο Υπουργός Εσωτερικών προέβηκε σε επανεξέταση των εκάστοτε σε ισχύ διαταγμάτων κράτησης του αιτητή σε διάφορες ημερομηνίες από τις 25.2.2012 μέχρι και την 19.9.2013.
Στις 30.10.2013 η Διευθύντρια ακύρωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή στις 16.8.2012, μετά που ο τελευταίος παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 24.10.2013 σχετικά με ποινική υπόθεση στην οποία αντιμετώπιζε κατηγορίες για κλοπή αυτοκινήτου και πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς και το Δικαστήριο διέταξε την προφυλάκιση του εκκρεμούσης της δίκης. Στις 4.3.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο επέβαλε στον αιτητή ποινή φυλάκισης 5½ μηνών σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα. Ακολούθως, αφού η Διευθύντρια στις 12.3.2014 θεώρησε τον αιτητή ως ανεπιθύμητο μετανάστη, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση, εξέδωσε νέα διατάγματα για την κράτηση και απέλαση του τα οποία του γνωστοποιήθηκαν αυθημερόν. Την ίδια μέρα η Διευθύντρια ανέστειλε το διάταγμα απέλασης μετά που διαπιστώθηκε ότι εξακολουθούσε να εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης ασύλου του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση ασύλου εξετάστηκε πρόσφατα και ως πληροφορήθηκε το Δικαστήριο από τις ευπαίδευτες συνηγόρους των δύο πλευρών, απορρίφθηκε στις 15.7.2014 για το λόγο, όπως ανέφερε η κα Χαραλαμπίδου, ότι ο αιτητής δεν συνεργαζόταν, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης έχει ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Με δεδομένο ότι μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης δεν είχε εξεταστεί η αίτηση ασύλου, ο αιτητής ισχυρίζεται, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, πως η κράτηση του στη βάση των διαταγμάτων κράτησης με σκοπό την απέλαση του, για περισσότερο από 32 μήνες, όπως υποστηρίζει, είναι παράνομη και αντίθετη με τις διατάξεις του Άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («η Ευρωπαϊκή Σύμβαση») αφού καμία ενέργεια δεν λαμβάνεται ή/και μπορεί να ληφθεί από τις αρχές για την απέλαση του στο Ιράν καθότι εξακολουθούσε να είναι αιτητής ασύλου. Αμφισβητεί και τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια ενώ η διαδικασία απομάκρυνσης δεν εξελίσσεται και δεν εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια όπως απαιτείται από το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Περαιτέρω, παρά το γεγονός της αναστολής της απέλασης του, η κράτηση του διατηρείται σε ισχύ και παρατείνεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ κανένα άλλο μέτρο «λιγότερο επαχθές» δεν φαίνεται να έχει εξεταστεί ή να έχει εφαρμοστεί για σκοπούς διασφάλισης της εκτέλεσης του μέτρου απέλασης σε περίπτωση που η αίτηση του για άσυλο αποτύχει. Παρόλο δε που θεωρεί ότι οι διατάξεις του Άρθρου 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και οι διατάξεις του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ («η Οδηγία») ως προς το χρονικό διάσημα της κράτησης δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του επειδή έχει καταδικαστεί για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, και ως εκ τούτου εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, υποστηρίζει παρά ταύτα, ότι οι πρόνοιες των εν λόγω διατάξεων ως προς τις αρχές και τη διάρκεια της κράτησης είναι ενδεικτικές και για τα πρόσωπα επί των οποίων δεν εφαρμόζονται.
Με την ένσταση τους οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ουσιαστικά ότι «το διάταγμα» που εκδόθηκε εναντίον του αιτητή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β) του Νόμου καθότι η απέλαση του είναι συνέπεια ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο. Εφόσον η περίπτωση του αιτητή εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής του Άρθρου 18ΠΣΤ, δεν υφίσταται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός για την κράτηση του δυνάμει της εν λόγω διάταξης. Διαζευκτικά, το διάταγμα δυνάμει του οποίου ο αιτητής τελεί σήμερα υπό κράτηση εκδόθηκε στις 12.3.2014 και συνεπώς δεν έχει παρέλθει το προβλεπόμενο ως ανώτατο όριο από την Οδηγία χρονικό διάστημα των 6 μηνών. Υποστηρίζουν δε, ότι σύμφωνα με ενημέρωση που λήφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η καθυστέρηση εξέτασης της αίτησης του αιτητή για άσυλο και κατά συνέπεια η κράτηση του οφείλονται σε ενέργειες και/ή παραλήψεις του ιδίου λόγω άρνησης του να συνεργαστεί για τη διενέργεια συνέντευξης για σκοπούς εξέτασης της αίτησης του, προφασιζόμενος ψυχολογικά προβλήματα και απώλεια μνήμης τα οποία δεν τεκμηριώνονται από ιατρικές εκθέσεις.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις τις οποίες υιοθέτησαν κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου προβαίνοντας και σε διευκρινίσεις. Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι από τις 3.12.2006, ημερομηνία έκδοσης του πρώτου διατάγματος κράτησης εναντίον του αιτητή, ο τελευταίος κρατείται στη Δημοκρατία για σκοπούς απέλασης για 34 μήνες και 15 μέρες, περίοδος η οποία θα πρέπει, είπε, να προσμετρηθεί στο σύνολό της ανεξάρτητα από το γεγονός ότι διεκόπτετο από περιόδους φυλάκισης του λόγω διάπραξης ποινικών αδικημάτων και του γεγονότος ότι οι καθ' ων η αίτηση ακύρωναν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης και εξέδιδαν νέα. Τόνισε ότι από τις 4.10.2011 που ο αιτητής τελεί υπό κράτηση, καμία ενέργεια δεν έγινε από την Υπηρεσία Ασύλου για εξέταση της αίτησης του εκτός από κάποιες ενέργειες πριν από την καταχώρηση της παρούσας αίτησης όταν τον επισκέφθηκε λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου για να διενεργήσει συνέντευξη και τότε πράγματι ο αιτητής αρνήθηκε να συνεργαστεί γιατί βρισκόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω της παρατεταμένης κράτησής του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αναγνώρισε ότι το χρονικό διάστημα κράτησης του αιτητή είναι πράγματι παρατεταμένο. Υπέβαλε ωστόσο ότι αυτό οφείλεται στη παρακώλυση της διαδικασίας από τον αιτητή ο οποίος δεν συνεργαζόταν για την εξέταση της αίτησης ασύλου. Με βάση δε τα γεγονότα και τα περιστατικά της υπόθεσης, η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει και μέσα στις πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(στ) της Σύμβασης καθότι εκκρεμεί η διαδικασία απέλασης του αιτητή, όχι πέραν ευλόγου χρόνου. Εν πάση περιπτώσει, βασικό επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση, είπε, είναι ότι η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΕ του Κεφ. 105.
Το τελευταίο εγείρει το ερώτημα κατά πόσο στην περίπτωση του αιτητή εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου. Είναι γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση επανεξέταζαν και παρέτειναν την κράτηση του στο διάστημα μεταξύ 25.2.2012 και 19.9.2013 επικαλούμενοι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ, επιλέγοντας οι ίδιοι, θα μπορούσε να πει κάποιος, να στηρίξουν την απόφαση τους αναφορικά με την παράταση της κράτησης σε αυτή την νομική βάση. Θεωρώ επομένως σε ό, τι αφορά τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του αιτητή δυνάμει των εν λόγω αποφάσεων επανεξέτασης/παράτασης, πως εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου και οι καθ' ων η αίτηση κωλύονται από του να το αποκηρύττουν ή να το αποδοκιμάζουν (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marta Ayredin Mohammed (2013) 1 Α.Α.Δ. 236).
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο αιτητής σήμερα βρίσκεται υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του στις 12.3.2014, ενώ διάταγμα απέλασης του που είχε εκδοθεί την ίδια μέρα αναστάληκε ενόψει της εκκρεμότητας της αίτησης ασύλου. Αυτό το διάταγμα θα με απασχολήσει στη συνέχεια, το οποίο έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Υπενθυμίζω ότι προηγούμενο διάταγμα κράτησης του αιτητή ημερομηνίας 16.8.2013 ακυρώθηκε στις 30.10.2013, ενώ δεν φαίνεται από το ενώπιον μου υλικό κατά πόσο προγενέστερο διάταγμα ημερομηνίας 4.10.2011 έχει επίσης ακυρωθεί.
Από τα ενώπιον μου γεγονότα, προκύπτει ότι η περίπτωση του αιτητή, με αναφορά στα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 12.3.2014, εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β) του Νόμου, δηλαδή πρόκειται για πρόσωπο το οποίο υπόκειται σε απόφαση επιστροφής ως συνέπεια ποινικής κύρωσης. Ως εκ τούτου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ, οι οποίες για τους λόγους που προανέφερα ισχύουν για τα προηγούμενα διατάγματα. Θεωρώ σκόπιμο εδώ να υπενθυμιστεί ότι το υποβληθέν αίτημα ασύλου του αιτητή δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα ως προς τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αφού το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Αυτό που απαγορεύεται από το Άρθρο 7(4)(α) του εν λόγω Νόμου είναι η κράτηση ενός αιτητή ασύλου λόγω μόνο αυτής της ιδιότητας του.
Η διάρκεια της κράτησης του αιτητή δυνάμει των διαταγμάτων ημερομηνίας 12.3.2014 ελέγχεται στη βάση της αρχής ότι κράτηση διενεργούμενη προς το σκοπό της απέλασης δεν μπορεί να είναι δυνητικά απεριόριστη αλλά περιορίζεται σε τέτοιο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπ' όψη όλων των περιστάσεων, για να γίνει η απέλαση. Η κρίση επί του κατά πόσο η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο είναι κρίση πραγματική που πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. (Δέστε Khlaief (Αρ.1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402 και Αναφορικά με την αίτηση του Oktru (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 608). Η διάρκεια της κράτησης, παρόλο που είναι αυτή ταύτη σχετική, δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Όπως αναφέρεται στην Khlaeif (ανωτέρω), πρέπει να συσχετιστεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της. Στην προκείμενη περίπτωση έχουν περάσει 3 μήνες και 18 μέρες από την έκδοση, στις 12.3.2014, του υπό αναφορά διατάγματος κράτησης του αιτητή μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Προκύπτει δε από την ένορκη δήλωση του τελευταίου ότι περί τις αρχές Μαΐου 2014 τον επισκέφθηκαν λειτουργοί από την Υπηρεσία Ασύλου για συνέντευξη, η οποία όμως τελικά δεν διενεργήθηκε λόγω άρνησης του επειδή, όπως ισχυρίζεται, βρισκόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, λόγω της παρατεταμένης κράτησης του και δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να πραγματοποιηθεί συνέντευξη αναφορικά με το αίτημα ασύλου του. Θέση την οποία οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν παραπέμποντας σε έκθεση ψυχιάτρου που βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία ασύλου, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής δεν έχει απώλεια μνήμης. Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μπορώ να θεωρήσω ότι έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος για την κράτηση του αιτητή δυνάμει του διατάγματος ημερομηνίας 12.3.2014 προς το σκοπό απέλασης του.
Δεν παραγνωρίζω, παράλληλα, τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή ότι εδώ ενδιαφέρει η συνολική περίοδος κράτησης του αιτητή η οποία, εισηγείται, αρχίζει από την έκδοση του διατάγματος κράτησης στις 3.12.2006 δυνάμει του οποίου ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση μέχρι τις 3.8.2007, οπότε αφέθηκε ελεύθερος και παρέμεινε ελεύθερος μέχρι την καταδίκη του στις 13.7.2011 για ποινικό αδίκημα. Θεωρώ ότι η μακρά περίοδος των τεσσάρων ετών και δύο μηνών που μεσολάβησε από τις 3.8.2007 μέχρι το επόμενο διάταγμα κράτησης, στις 4.10.2011, δεν δικαιολογεί τον συνυπολογισμό της περιόδου κράτησης 3.12.2006-3.8.2007 με τις περιόδους κράτησης που ακολούθησαν. Σε ό, τι αφορά στα διατάγματα κράτησης και απέλασης που ακολούθησαν στις 4.10.2011, 16.8.2012 και 12.3.2014, παρατηρώ ότι δεν φαίνεται να έχει αμφισβητηθεί η νομιμότητα τους. Ούτε έχει αμφισβητηθεί πριν από την καταχώριση της παρούσας αίτησης η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του αιτητή δυνάμει των διαταγμάτων κράτησης ημερ. 4.10.2011 και 16.8.2012 ή της συνολικής διάρκειας της κράτησης του δυνάμει των δύο αυτών διαταγμάτων. Θέμα νομιμότητας της διάρκειας κράτησης τίθεται για πρώτη φορά με την παρούσα αίτηση μετά την έκδοση του διατάγματος ημερ. 12.3.2014, στη βάση του μέχρι σήμερα συνολικού χρονικού διαστήματος κράτησης του αιτητή με σκοπό την απέλαση.
Η δυνάμει του Άρθρου 18ΠΣΤ(1) κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενου σε διαδικασία επιστροφής «.έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια». Δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες. Το εδάφιο 8 του ίδιου άρθρου προνοεί ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δεν δύναται να παρατείνει το χρονικό διάστημα των 6 μηνών παρά μόνο για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή, μεταξύ άλλων, ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί.
Ανάλογα με τα γεγονότα και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, η περίοδος που πρόσωπο τελεί υπό κράτηση δυνάμει διαδοχικών διαταγμάτων κράτησης με σκοπό την απέλαση του, μπορεί να θεωρηθεί συνεχής και αδιάλειπτη για τους σκοπούς του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Yuxian Wang (2012) 1 Α.Α.Δ. 406). Στην προκείμενη περίπτωση τα υπό αναφορά διατάγματα κράτησης εκδόθηκαν, κάθε φορά, μετά την καταδίκη και φυλάκιση του αιτητή για ποινικά αδικήματα και αφού η Διευθύντρια άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχει ο Νόμος, θεωρώντας τον αιτητή ανεπιθύμητο. Ως αποτέλεσμα της φυλάκισης και τον εγκλεισμό του αιτητή στις Κεντρικές Φυλακές, διεκόπτετο και η εκάστοτε κράτηση του με σκοπό την απέλαση οδηγώντας, με τη λήξη της φυλάκισης, στην έκδοση νέου διατάγματος κράτησης από τη Διευθύντρια στη βάση και των νέων δεδομένων. Ενόψει των πιο πάνω, φρονώ ότι τα γεγονότα και οι περιστάσεις της παρούσας δεν δικαιολογούν τη θεώρηση της κράτησης του αιτητή από τις 4.10.2011 μέχρι σήμερα, ως συνεχής και αδιάλειπτη και διαφοροποιούν την περίπτωση του από την υπόθεση Wang στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Συνακόλουθα, θεωρώ ότι δεν μπορεί να εξεταστεί η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του αιτητή δυνάμει των διαταγμάτων που εκδόθηκαν στις 4.10.2011 και 16.8.2012, η οποία έχει λήξει είτε μετά την έκδοση άλλου διατάγματος κράτησης, με αποτέλεσμα το προηγούμενο να ατονίσει είτε κατόπιν ακύρωσης. Η διαπίστωση μου αυτή καθιστά περιττή την ενασχόληση του Δικαστηρίου με άλλες πτυχές της αίτησης.
Επομένως η παρούσα αίτηση δεν μπορεί, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να έχει επιτυχή κατάληξη.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις που βρίσκεται σήμερα ο αιτητής, δεν εκδίδω οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται.