ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2014:D535

(2014) 1 ΑΑΔ 1720

17 Ιουλίου, 2014

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 16, 17, 19, 23,30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΝΟΜΟ 183(Ι)/07 ΝΟΜΟ 92(Ι)/96 ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24/ΕΚ, ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CPS FREIGHT SERVICES LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ

ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ

ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/5/2014 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 117/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας  καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρωνόταν ένταλμα έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατόπιν αιτήσεως της Αστυνομίας ― Απορριπτική κατάληξη.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ς Ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως Certiorari ή Mandamus, δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Η αποκάλυψη απάτης ή ψευδορκίας δεν επηρεάζει πάντα τη διαδικασία, ούτε και οδηγεί άνευ άλλου τινός στην ακύρωση της απόφασης ― Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η απόφαση ήταν οπωσδήποτε το αποτέλεσμα της απάτης ή της ψευδορκίας ― Το Δικαστήριο δεν θα ακυρώσει την Διαταγή εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο προς όφελος του οποίου η Διαταγή δόθηκε, θα μπορούσε να καταδικαστεί για το δόλο ή ψευδορκία βάσει των οποίων η απόφαση λήφθηκε.

 

Η αιτήτρια αιτήθηκε άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari με το οποίο να ακυρωνόταν ένταλμα έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατόπιν αιτήσεως της Αστυνομίας.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που τέθηκαν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, στις 4/6/14 εισέβαλαν στα γραφεία της αιτήριας, τρεις αστυνομικοί εφοδιασμένοι με δικαστικό ένταλμα ερεύνης των υποστατικών της. Οι αστυνομικοί προχώρησαν στην κατάσχεση όλων των εκεί ευρισκομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών της, καθ' ότι ως δήλωσαν διερευνούσαν καταγγελία που αφορούσε στη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης πρόσβασης σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

 

Η αιτήτρια ασχολείται με μεταφορές φορτίων διά αέρος και θαλάσσης και όλες ανεξαιρέτως οι εργασίες της διεκπεραιώνονται αποκλειστικά μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών της και συγκεκριμένα μέσω ειδικών προγραμμάτων (software) εγκατεστημένα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

 

Παρόλο που πληροφόρησαν τους αστυνομικούς για τα πιο πάνω, αυτοί προχώρησαν στην κατάσχεση.

 

Διάβημα του δικηγόρου της αιτήτριας προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας για επιστροφή των ηλεκτρονικών υπολογιστών απέβη άκαρπο.

 

Η αιτήτρια διόρισε ειδικούς σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές για μελέτη της αίτησης βάσει της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο διάταγμα έρευνας και σύνταξη έκθεσης όπως και έγινε. Η έκθεση επισυνάφθηκε στη σχετική ένορκη δήλωση.

Με την αίτηση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

(α) Το επίδικο ένταλμα έρευνας στερείτο της δέουσας αιτιολογίας και το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε αυτό σε «rubber stamp" της ένορκης δήλωσης χωρίς αυτό να προβεί σε δικαστική πράξη και έρευνα και να διαπιστώσει το ίδιο το εύλογο της υποψίας της μαρτυρίας.

 

(β) Δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και/ή stricto sensu αναγκαιότητας του μέτρου προς το επιδιωκόμενο σκοπό και αυτό συνιστούσε υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας.

 

(γ) Το επίδικο ένταλμα ερεύνης εκδόθηκε με δόλο και/ή ψευδορκία και/ή ήταν προϊόν απόκρυψης και/ή ψευδορκίας και/ή συμπερίληψης από την Αστυνομία ουσιωδών στοιχείων με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο.

  2.   Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

  3.   Στην εξεταζόμενη υπόθεση η ένορκη δήλωση που παρουσιάστηκε από την αστυνομία, προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημα της, ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη.

  4.   Αναφέρονταν σ' αυτήν τα γεγονότα, χρονολογικά αλλά και με λεπτομέρεια, που καλύπτουν την υπό εξέταση υπόθεση αλλά και την εμπλοκή σ' αυτά της αιτήτριας. Μεταξύ αυτών και τα ip addresses της αιτήτριας, ύποπτα για πρόσβαση χωρίς δικαίωμα στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της παραπονούμενης εταιρείας.

  5.   Το αιτούμενο διάταγμα ήταν ερεύνης που αποσκοπούσε στην ανεύρεση τεκμηρίων που έχουν σχέση με τα διερευνόμενα αδικήματα.  Τα γεγονότα όπως αυτά αναφέρονταν στη σχετική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας.

  6.   Η προβληθείσα εμπλοκή της αιτήτριας στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, η σύνδεση των «αντικειμένων» που αναφέρονταν στο  ένταλμα ερεύνης με τα υπό αναφορά αδικήματα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η έρευνα αφορούσε τα υποστατικά που χρησιμοποιούσε η αιτήτρια ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν την εύλογη υποψία προς έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

  7.   Το παράπονο της αιτήτριας για έλλειψη αιτιολογίας ήταν χωρίς βάση και σε πλήρη αντίθεση των όσων αναφέρονταν στο ίδιο το διάταγμα όπου ξεκάθαρα φαίνεται τ' αντίθετο.

  8.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο με σαφήνεια, στην τελευταία παράγραφο του εντάλματος, ρητά αναφέρει τι έλαβε υπόψη του και τους λόγους που το οδήγησαν στην απόφαση του χωρίς καμιά επανάληψη αυτών που ανέφερε ο εξεταστής.

  9.   Όσον αφορούσε στο παράπονο ότι η αστυνομία απέκρυψε στοιχεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επέτυχε με δόλο την έκδοση του επίδικου διατάγματος, αυτό δεν ευσταθούσε. Με βάση τις νομολογημένες αρχές, δικαιολογείται η ακύρωση της απόφασης όταν προβάλλεται ισχυρισμός για απόσπασή της με απάτη ή ψευδορκία, μόνο όταν η απάτη είναι καθαρή και έκδηλη.

10. Θα έπρεπε να σημειωθεί ότι η αιτήτρια με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της δεν αποκάλυπτε ως όφειλε τους υπολογιστές και αριθμό τους που κατασχέθηκαν.

11. Αυτά φαίνονταν από επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας, ότι δηλαδή επρόκειτο περί ενός laptop, ενός Ιpad και ενός πύργου ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το δε ένταλμα ερεύνης και τα σε αυτό αναφερόμενα τεκμήρια, καθόριζε επακριβώς τον τόπο έρευνας όσο και τα αναζητούμενα τεκμήρια.

12. Επίσης όσον αφορούσε στις εισηγήσεις που περιέχονταν στην έκθεση των πραγματογνωμόνων της αιτήτριας, προέκυπτε ότι κατά το μέρος που αφορούν το επίδικο ένταλμα ερεύνης ήταν ενδεχομένως ένας υπαλλακτικός τρόπος διερεύνησης και μάλιστα υπό ορισμένες προϋποθέσεις στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

13. Το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, όμως ρητά επιτρέπει την κατάσχεση και μεταφορά των τεκμηρίων.  Θα ήταν δε ασήκωτο βάρος επί των ώμων της αστυνομίας εάν για κάθε υπόθεση επιβαλλόταν σ' αυτήν να παρουσιάζει υπαλλακτικούς τρόπους διερεύνησης ή κατά τον τρόπο που επιθυμεί ο ύποπτος, ιδιαίτερα όταν ο νόμος (Άρθρο 27) δεν επιβάλλει αυτό.

14. Η σαφής δε καταγραφή στο ένταλμα ερεύνης των τεκμηρίων δεν μπορούσε να επηρεάσει και δεν επηρέασε την αρχή της αναλογικότητας.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Erin Resources S.A. κ.ά. ν. Prime Int. Alliance Inc. (2014) 1 Α.Α.Δ. 55, ECLI:CY:AD:2014:A10,

 

Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116,

 

Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398,

 

In Re. Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

 

Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238,

 

Μιχαήλ (1996) 1 Α.Α.Δ. 22, 26,

 

In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746,

 

Ιliva Stefanov v. Bulgaria, H.C.H.R. appl. No. 65755/01 ημερ. 22/8/08.

 

Αίτηση.

 

Γ. Πολυχρόνης, για την Αιτήτρια εταιρεία.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία αιτείται άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως certiorari με το οποίο ν' ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας ημερ. 23/5/14 που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατόπιν αιτήσεως της Αστυνομίας.

 

Nα σημειωθεί ότι ένταλμα έρευνας που εξεδόθη από το ίδιο το Δικαστήριο την ίδια ημέρα για τη διερεύνηση των ίδιων αδικημάτων εναντίον άλλου προσώπου όπως και οι νομικοί λόγοι 1 και 2 στην υπό εξέταση αίτηση δεν θα απασχολήσουν καθ' ότι το πρώτο δεν είναι αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας ενώ οι νομικοί λόγοι 1 και 2 αποσύρθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας εν' όψει της απόφασης της Ολομέλειας (απόφαση πλειοψηφίας) στην Πολιτική Έφεση αρ. 402/2012 ημερ. 7/7/2014, ECLI:CY:AD:2014:A476, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην ένορκη δήλωση του Γ. Αργυρίδη, διευθυντή της Argybar Nominees Ltd., διευθυντών της αιτήτριας, στις 4/6/14 εισέβαλαν στα γραφεία της αιτήριας 3 αστυνομικοί εφοδιασμένοι με δικαστικό ένταλμα ερεύνης των υποστατικών της αιτήτριας. Οι αστυνομικοί προχώρησαν στην κατάσχεση όλων των εκεί ευρισκομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών της, καθ' ότι ως δήλωσαν διερευνούσαν καταγγελία που αφορούσε τη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης πρόσβασης σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

 

Η αιτήτρια ασχολείται με μεταφορές φορτίων διά αέρος και θαλάσσης και όλες ανεξαιρέτως οι εργασίες της διεκπεραιώνονται αποκλειστικά μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών της και συγκεκριμένα μέσω ειδικών προγραμμάτων (software) εγκατεστημένα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Παρόλο που πληροφόρησαν τους αστυνομικούς για τα πιο πάνω αυτοί προχώρησαν στην κατάσχεση.

 

Διάβημα ημερ. 4/6/14 του δικηγόρου της αιτήτριας προς τον Αρχηγό της Αστυνομία γι' επιστροφή των ηλεκτρονικών υπολογιστών απέβη άκαρπο.

 

Η αιτήτρα διόρισε ειδικούς σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ήτοι την εταιρεία V.A. Toolbox Express Computer Solution Ltd. για μελέτη της αίτησης βάσει της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο διάταγμα έρευνας και σύνταξη έκθεσης όπως και έγινε. Η έκθεση επισυνάπτεται ως τεκμ. 7 στην ένορκη δήλωση όπως και στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ. 10/7/14.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα το επίδικο ένταλμα έρευνας:

 

(α) στερείται της δέουσας αιτιολογίας και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο μετέτρεψε αυτό σε «rubber stamp" της ένορκης δήλωσης χωρίς αυτό να προβεί σε δικαστική πράξη και έρευνα και να διαπιστώσει το ίδιο το εύλογο της υποψίας της μαρτυρίας. Παρέλειψε επίσης να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση και παρέβη το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 και/ή Άρθρου 16 του Συντάγματος καθ' ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εύλογη αιτία με βάση τα τεθέντα στοιχεία.

(β) Το ένταλμα του Δικαστηρίου δεν είναι δεόντως δικαιολογημένο σύμφωνα με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και/ή δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και/ή stricto sensu αναγκαιότητας του μέτρου προς το επιδιωκόμενο σκοπό και αυτό συνιστά υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας.

(γ) Το επίδικο ένταλμα ερεύνης εκδόθηκε με δόλο και/ή ψευδορκία και/ή είναι προϊόν απόκρυψης και/ή ψευδορκίας και/ή συμπερίληψης από την Αστυνομία ουσιωδών στοιχείων με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου καθ' ότι

1. Δεν αποκαλύφθηκε ή/και αποκρύφτηκε από το Δικαστήριο ότι μπορεί να γίνει λήψη δεδομένων από τους Ηλεκτρονικούς υπολογιστές χωρίς να υπάρξει ουσιαστική αφαίρεση του ηλεκτρονικού συστήματος από το υποστατικό στο οποίο αφορά το ένταλμα έρευνας.

2. Δεν αποκαλύφθηκε ή/και αποκρύφτηκε από το Δικαστήριο ότι τα περιφερειακά συστήματα (εκτός από τους εξωτερικούς δίσκους και memory sticks) δεν κατακρατούν τα οποιαδήποτε δεδομένα και επομένως η κατάσχεση τους είναι αχρείαστη.

3. Ο Αστ. 4855 Σάββας Συμεού, στην Ένορκη Δήλωση του ημερ. 07/05/2014, δεν επέστησε τη προσοχή του Δικαστηρίου ή/και δεν αποκάλυψε το γεγονός ότι το IP address αποτελεί στοιχείο επικοινωνίας που προστατεύεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος ή/και το Ν. 92(Ι)/96 και ως εκ τούτου θα παραπλανηθεί το Δικαστήριο και στη βάση αυτής της απόκρυψης το Δικαστήριο νομιμοποίησε τη προηγηθείσα παράνομη λήψη των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών διευθύνσεων.

4. Ο Αστ. 4855 Σάββας Συμεού, στην Ένορκη Δήλωση του ημερ. 07/05/2014, δεν επίστησε τη προσοχή του δικαστηρίου ή/και δεν αποκάλυψε το γεγονός ότι τα ύποπτα ΙΡs δόθηκαν από τον τεχνικό της εταιρείας Airtrans group ltd, και δεν αποκαλύφτηκαν από την αστυνομία ή/και ότι δεν έγινε κλωνοποίηση των αποθηκευτικών μέσων του server για την ανάλυση δεδομένων γεγονός το οποίο ήταν μοιραίο για την όλη διερεύνηση της υπόθεσης. Επί τούτου τονίζεται ότι λόγω του ότι η αστυνομία δεν προέβηκε σε αυτοτελή έλεγχο στον server της Airtrans από μόνη της για την διαπίστωση της λίστας αυτής, ήταν εφικτό τα logs που βρίσκονται στον διακομιστή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (mall server) να αλλοιωθούν.

5. Δεν αποκαλύφθηκε ή/και αποκρύφτηκε από το Δικαστήριο ότι η αστυνομία θα μπορούσε να ανακαλύψει «ιδίοις όμμασι» κατά πόσον αυτό γίνεται από την εταιρεία και από ποιόν συγκεκριμένο ΥΥ στην εταιρεία με βάση το ΙΡ address και το ΜΑC address, παρακολουθώντας για λίγες μέρες το δρομολογητή στην εταιρεία εξ αποστάσεως μέσω του «nat translations» και του «arp table».

6. Γενικότερα υπήρξε απόκρυψη όλων όσων καταγράφονται στην έκθεση των ειδικών πραγματογνωμόνων της αιτήτριας, τεκμ. 7.

 

Οι πληροφορίες που δεν συμπεριλήφθηκαν στην αίτηση δεν ήταν μόνο αναγκαίες για τη διαπίστωση της ύπαρξης εύλογης υποψίας αλλά η συμπερίληψη της θα είχε σημαντική επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο δικαιούτο και/ή έπρεπε να εκδώσει το επίδικο ένταλμα. Όλα τα πιο πάνω κατά τον ομνύοντα αποδεικνύουν ότι το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία και εξουσία του εκδίδοντας το διάταγμα και διαπιστώνεται λανθασμένη ερμηνεία και/ή εφαρμογή του Νόμου και/ή νομικό σφάλμα έκδηλο από το πρακτικό του Δικαστηρίου.Τα υπό (α), (β) και (γ) ανωτέρω είναι ουσιαστικά και αποτελούν τους νομικούς λόγους στήριξης της αίτησης.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, τέθηκαν το ένταλμα έρευνας ημερ. 23/5/14, η ένορκη δήλωση του Αστυφ. Σ. Συμεού ημερ. 23/5/14, επιστολή προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 4/6/14 και η έκθεση των εμπειρογνωμόνων v.L. Toolbox Express Computer Solution Ltd. (τεκμ. 7)

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας με την αγόρευση και αναφορά σε νομολογία προώθησε τις θέσεις της αιτήτριας.

 

Οι αρχές βάσει των οποίων παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες. Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Erin Resources S.A. κ.ά. ν. Prime Int. Alliance Inc. (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A10Α.Α.Δ. 55).

 

Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία, βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116, αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως certiorari ή mandamus δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου.

 

Το ένταλμα έρευνας και αιτιολόγησης του έχουν ως ακολούθως:

 

«Επειδή φαίνεται στη γραπτή ένορκη δήλωση του

 

Από Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκληματος ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στην εταιρεία CPS Freight Services, οδός Ευάγγελου Παπανούτσου 2.4 City Witch 7, διαμ. 303, 6027 Λάρνακα υπάρχουν ηλεκτρονικός/οί υπολογιστές ή και άλλα μέσω αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχουν δεδομένα τα οποία αφορούν αδικήματα:

 

1. Παράνομη Πρόσβαση σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά παράβαση του Άρθρου 4, Νόμος 22(ΙΙΙ)/2004

2. Παράνομη Παρέμβαση σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά παράβαση του Άρθρου 5, Νόμος 22(ΙΙΙ)/2004

 

Αδικήματος που διαπράχθηκαν μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2013 και Απριλίου 2014 στην Επαρχία Λάρνακας

 

Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια, να μπείτε στην αναφερόμενη εταιρεία CPS Freight Services, οδός Ευάγγελου Παπανούτσου 2-4 City Witch 7, διαμ. 303, 6027 Λάρνακα οποιαδήποτε μέρα και ώρα και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών, ερευνηθούν κατά την έρευναν, να τα κατάσχετε.

 

Έλαβα υπ' όψιν μου τα όσα αναφέρονται στην Ένορκη Δήλωση του Αστ. 4855 Σάββα Συμεού. Συγκεκριμένα ικανοποιούμαι ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία, ήτοι οι όπως αυτή προέκυψε από τη σειρά γεγονότων που οδηγούν σε εύλογη υπόνοια ότι τα ip addresses ανήκει στην προαναφερόμενη εταιρεία και ότι υπάρχει υπόνοια ότι μπορεί να βρίσκονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.»

 

Στην ένορκη δήλωση του Αστ. 4855 Σάββα Συμεού που υποστήριξε την αίτηση γι' εκδοση του διατάγματος ερεύνης αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

«...............................

 

Το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας διερευνά υπόθεση:

 

Παράνομη Πρόσβαση σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά παράβαση του Άρθρου 4, Νόμος 22(ΙΙΙ)/2004

Παράνομη Παρέμβαση σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά παράβαση του Άρθρου 5, Νόμος 22(ΙΙΙ)/2004

 

Συγκεκριμένα την 15/04/2014 καταγγέλθηκε από τον διευθύνων σύμβουλο της εταιρείας Airtrans Group Ltd που εδρεύει στην οδό Φλωρίνης 11 στη Λευκωσία, κο Ανδρέα Χαραλάμπους, Δ.Τ. 629062, οδός Μελίνας Μερκούρη 8, Έγκωμη και ασχολείται με τις αερομεταφορές, θαλάσσιες μεταφορές, ταχυμεταφορές, τουριστικές υπηρεσίες καθώς και επίγεια εξυπηρέτηση αεροσκαφών στα αεροδρόμια ότι την 11/04/2014 υπάλληλος της εταιρείας, του ανάφερε πιθανή παραβίαση εμπιστευτικών πληροφοριών που αφορούσαν την εταιρεία οι οποίες διέρρευσαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Την ίδια μέρα ο Ανδρέας Χαραλάμπους έδωσε οδηγίες στο τεχνικό τμήμα της εταιρείας όπως διενεργηθούν έρευνες στον εξυπηρετητή (server) που βρίσκεται εντός της εταιρείας, έτσι ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε παραβίαση. Συγκεκριμένα ζητήθηκε από το τεχνικό τμήμα της εταιρείας, όπως οι έρευνες που θα διενεργηθούν στα αρχεία καταγραφής του εξυπηρετητή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επικεντρωθούν σε έξι ηλεκτρονικά ταχυδρομεία τα οποία είχαν την δυνατότητα σύνδεσης εξ αποστάσεως και σε αυτά υπήρχε αλληλογραφία που αναφερόταν σε προσφορές της εταιρείας.

 

Έπειτα από έρευνα που διενεργήθηκε στα αρχεία καταγραφής του κεντρικού εξυπηρετητή της εταιρείας εντοπίστηκαν 10 ip addresses σε διαφορετικές ημερομηνίες και ώρες. Οι προσβάσεις στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της εταιρείας πραγματοποιούνταν σε εκτός ωρών εργασίας ή όταν οι υπάλληλοι της εταιρείας ήταν εκτός γραφείου.

 

Σύμφωνα με το διευθυντή της εταιρείας Airtrans Group Ltd κανένας υπάλληλος δεν εισήλθε εξ αποστάσεως στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της εταιρείας.

 

Επιπρόσθετα ο Ανδρέας Χαραλάμπους ανάφερε ότι μέχρι και την 15/11/2013 εργοδοτούσε συγκεκριμένη υπάλληλο η οποία τώρα εργάζεται σε ανταγωνιστική εταιρεία και κατά τη διάρκεια της εργασίας της στην Airtrans Goup Ltd είχε πρόσβαση στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία.

 

Τα ύποπτα ip addresses παραδόθηκαν τόσο σε έντυπη μορφή όσο και σε ηλεκτρονική στο Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκληματος από τεχνικό υπολογιστών της εταιρείας Airtrans Ltd την 15/04/2014.

 

Μετά από διαδικτυακές εξετάσεις που έγιναν εκ μέρους του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος διαπιστώθηκε ότι τα ip addresses που παραδόθηκαν από την εταιρεία Airtrans Group Ltd ανήκουν στο διαδικτυακό παροχέα CYTA.

 

Την 7/05/2014 εξασφαλίστηκε διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο παραδόθηκε αυθημερόν στη CYTA.

 

Την 21/05/2014 λήφθηκε η απάντηση από τη CYTA σύμφωνα με την οποία δύο από τα ύποπτα ip addresses κατά το δεδομένο χρονικό διάστημα ανήκαν στην Ελένη Παπαμιχαήλ Δ.Τ 453446 από Συνοικισμό Α, Α25, 7530, Ορμήδεια, Λάρνακα ενώ 7 από τα ύποπτα ip addresses ανήκαν κατά το δεδομένο χρονικό διάστημα στην εταιρεία CPS Freight Services στην οδό Ευάγγελου Παπανούτσου, 2-4 City Witch, διαμ. 303, 6027 Λάρνακα.  Για ένα από τα ύποπτα ip addresses δεν υπήρχαν στοιχεία αφού είχε παρέλθει το χρονικό διάστημα των 6 μηνών που διατηρούντα τα στοιχεία.

 

Ενόψει των πιο πάνω και για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας στην οικία και υποστατικά της Ελένης Παπαμιχαήλ ΔΤ 453446 από Συνοικισμό Α, Α25, 7530 Ορμίδεια, Λάρνακα καθώς και της εταιρείας CPS Freight Services στην οδό Ευάγγελου Παπανούτσου, 2-4 City Witch, διαμ. 303, 6027, Λάρνακα για σκοπούς ανεύρεσης τεκμηρίων που έχουν σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα όπως Η.Υ. τα περιφερειακά αυτών ή και άλλα μέσω αποθήκευσης δεδομένων ηλεκτρονικού υπολογιστή.»

 

Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί ως ακολούθως:

 

«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

 

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -

 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, το ένταλμα ζητήθηκε σε σχέση με τα δυο αδικήματα υπό διερεύνηση που έχουν αναφερθεί νωρίτερα.

 

Το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος θέτει ρητή υποχρέωση δέουσας αιτιολόγησης του εντάλματος έρευνας. Συνακόλουθα ο Δικαστής θα πρέπει να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, στη βάση των στοιχείων που αναδύονται μέσα από την ενώπιον του μαρτυρία.

 

Η πεποίθηση της Αστυνομίας περί εύλογης υποψίας, καμιά επίδραση δεν έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε και αρκεί για τη νόμιμη έκδοση του εντάλματος. Το Δικαστήριο οφείλει να εξάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση. Όπως εντοπίζεται από τον Πογιατζή, Δ. στην In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 216:

 

«... είναι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου και όχι εκείνο της Αστυνομίας που συνιστά την νόμιμη βάση για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Ο δικαστής πρέπει να ενεργεί επί του προκειμένου πάντοτε κατά τρόπο δικαστικό.»

 

Ο ίδιος ο δικαστής, λοιπόν, βαρύνεται με την υποχρέωση να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση διατάγματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον του, ότι η υποψία είναι εύλογη. (βλ. Αίτηση Έκτορα Μακρίδη (2014) 1 Α, ECLI:CY:AD:2014:A238.Α.Δ. 756)

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση η ένορκη δήλωση που παρουσιάστηκε από την αστυνομία, προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημα της, είναι κατά την κρίση μου πλήρης και εμπεριστατωμένη. Αναφέρονται σ' αυτήν τα γεγονότα, χρονολογικά αλλά και με λεπτομέρεια, που καλύπτουν την υπό εξέταση υπόθεση αλλά και την εμπλοκή σ' αυτά της αιτήτριας. Μεταξύ αυτών και τα ip addresses της αιτήτριας, υπόπτα για πρόσβαση χωρίς δικαίωμα στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της παραπονούμενης εταιρείας. Σύμφωνα δε με το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου (τεκμ. 3-6) τα αιτούμενα δεδομένα σε σχέση με τα οκτώ από τα εννέα ip addresses έχουν ημερομηνίες από 29/11/13 μέχρι και 23/3/14 όταν δηλαδή, η αναφερόμενη στην ένορκη δήλωση πρώην εργοδοτούμενη της παραπονούμενης εταιρείας δεν ευρίσκετο στην εργοδοσία της πλέον από τις 15/11/13. Συνεπώς δεν είναι ορθή η εισήγηση του ευπαιδευτου συνηγόρου για την αιτήτρια ότι η «συγκεκριμένη υπάλληλος είχε πρόσβαση στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία, άρα δεν υφίστατο παραβίαση μέτρων ασφαλείας». Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με την εισήγηση ότι συστατικό στοιχείο του εξεταζόμενου αδικήματος βάσει του Άρθρου 4 Ν. 22(ΙΙΙ)/2004 δεν περιέχεται στο υλικό που παρουσίασε η Αστυνομία και ειδικά ότι δεν έγινε σ' αυτό αναφορά σε «μέτρα ασφαλείας.» που υπήρχαν, αν υπήρχαν ούτε πώς, πότε και με ποιο τρόπο αυτά παρακάμφθησαν από την αιτήτρια. Από την ένορκη δήλωση του Αστ. 4855 Σ. Συμεού επί της οποίας στηρίζετο το αίτημα της Αστυνομίας σαφώς προκύπτει το υπό αναφορά θέμα, καθ' ότι ο μάρτυρας αναφέρεται σε πιθανή «παραβίαση» του εξυπηρετητή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η λέξη «παραβίαση» σημαίνει μεταξύ άλλων «απασφάλιση με παράνομο τρόπο» (βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση του 2006 του Γ. Μπαμπινιώτη σελ. 1320).

 

Επίσης η εισήγηση ότι δεν υπάρχει στο υλικό της Αστυνομίας μαρτυρία για παρέμβαση «με τεχνικά μέσα» που είναι συστατικό στοιχείο του δεύτερου διευρυνόμενου αδικήματος δεν μπορεί να έχει οιαδήποτε τύχη. Η όλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου απολήγει σ' αυτό. Υπενθυμίζεται δε ότι το αιτούμενο διάταγμα ήταν ερεύνης που αποσκοπούσαν στην ανεύρεση τεκμηρίων που έχουν σχέση με τα διερευνόμενα αδικήματα. Τα γεγονότα όπως αυτά αναφέρονται στη σχετική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. Κατά τη γνώμη μου η προβληθείσα εμπλοκή της αιτήτριας στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, η σύνδεση των «αντικειμένων» που αναφέροντο στο ένταλμα ερεύνης με τα υπό αναφορά αδικήματα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η έρευνα αφορούσε τα υποστατικά που χρησιμοποιούσε η αιτήτρια ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν την εύλογη υποψία προς έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

 

Ο υπ' αρ. 4 λόγος που είναι αλληλένδετος με τον τρίτον που έχει εξετασθεί πιο πάνω, θα πρέπει επίσης ν' απορριφθεί. Το παράπονο της αιτήτριας γι' έλλειψη αιτιολογίας και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε το διάταγμα σε «rubber stamp» της ένορκης δήλωσης χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε δικαστική πράξη και έρευνα για διαπίστωση από το ίδιο το εύλογο της υποψίας της μαρτυρίας κατά τρόπο δικαστικό είναι χωρίς βάση και σε πλήρη αντίθεση των όσων αναφέρονται στο ίδιο το διάταγμα όπου ξεκάθαρα φαίνεται τ' αντίθετο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με σαφήνεια, στην τελευταία παράγραφο του εντάλματος, ρητά αναφέρει τι έλαβε υπόψη του και τους λόγους που το οδήγησαν στην απόφαση του χωρίς καμιά επανάληψη αυτών που αναφέρει ο εξεταστής/αστυφύλακας.

 

Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο με τον οποίο παραπονείται η αιτήτρια ότι η αστυνομία απέκρυψε στοιχεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επέτυχε με δόλο την έκδοση του επίδικου διατάγματος, είμαι της γνώμης ότι δεν είναι ορθός. Κατ' αρχή σημειώνω ότι η αιτήτρια με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της και συγκεκριμένα στην παράγρ. 3, δεν αποκαλύπτει ως ώφειλε τους υπολογιστές και αριθμό τους που κατασχέθηκαν. Αυτά φαίνονται από το τεκμ. 1, επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας, ότι δηλαδή πρόκειται περί ενός laptop, ενός Ιpad και ενός πύργου ηλεκτρονικού υπολογιστή.

 

Στην Μιχαήλ (1996) 1 Α.Α.Δ. 22, 26, αναφέρεται:

 

«Ο αιτητής παραπονείται επίσης ότι αφού τα στοιχεία τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ανακριβή η απόφαση του Δικαστηρίου βασίστηκε σε δόλο και ψευδορκία και συνεπώς δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος Certiorari. Διάταγμα Certiorari μπορεί να εκδοθεί προς ακύρωση διατάγματος το οποίο έχει εξασφαλιστεί με δόλο (R. v. Leicester Recorder [1947] 1 All E.R. 928), ή όταν αναληθής κατηγορία προσάγεται εν γνώσει της κατηγορούσας αρχής, ή όταν η απόφαση εκδόθηκε επί τη βάσει ψευδορκίας (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 11, παραγρ. 125). Όταν απόφαση αποσπάστηκε με απάτη ή ψευδορκία, τότε ενεργοποιείται η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση διατάγματος Certiorari (βλ. R. v. Gillyard [1828] 12 Q.B. 527, E.R. 116, Q.B. 965, In re Charalambous [1985] 1 C.L.R. 746, Υπόθεση Πολυξένης Παναγίδη, ανωτέρω).

 

Η αποκάλυψη απάτης ή ψευδορκίας δεν επηρεάζει πάντα τη διαδικασία, ούτε και οδηγεί άνευ άλλου τινός στην ακύρωση της απόφασης. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η απόφαση ήταν οπωσδήποτε το αποτέλεσμα της απάτης ή της ψευδορκίας (Βλ. R. v. Crown Court at Knightsbridge [1985] 2 All E.R. 497). Δικαιολογείται η ακύρωση της απόφασης όταν προβάλλεται ισχυρισμός για απόσπασή της με απάτη ή ψευδορκία, μόνο όταν η απάτη είναι καθαρή και έκδηλη (βλ. In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746)."

 

Στην In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, 758 αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

"...The Court will not quash the order unless it is satisfied that the person in whose favour the order was made could have been convicted of the fraud or perjury whereby the decision was procured."

 

Σε ελεύθερη μετάφραση το απόσπασμα έχει ως εξής:

 

«.....Το Δικαστήριο δεν θα ακυρώσει την Διαταγή εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο προς όφελος του οποίου η Διαταγή δόθηκε θα μπορούσε να καταδικαστεί για το δόλο ή ψευδορκία βάσει των οποίων η απόφαση λήφθηκε.»

 

Ασφαλώς τέτοια εισήγηση δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ούτε μπορούσε να τεθεί. Όσον αφορά το ένταλμα ερεύνης και τα σε αυτό αναφερόμενα τεκμήρια που αναζητούντο είμαι της γνώμης ότι αυτό καθορίζει επακριβώς τον τόπο έρευνας όσο και τα αναζητούμενα τεκμήρια.

 

Επίσης όσον αφορά τις εισηγήσεις που περιέχονται στην έκθεση των πραγματογνωμόνων της αιτήτριας (τεκμ. 7) παρατηρώ ότι κατά το μέρος που αφορούν το επίδικο ένταλμα ερεύνης είναι ενδεχομένως ένας υπαλλακτικός τρόπος διερεύνησης και μάλιστα υπό ορισμένες προϋποθέσεις στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης (σβήσιμο ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξωτερικού δικτύου και memory sticks που κατακρατούν περιφερειακά συστήματα, αναγκαιότητα αντιγραφή του σκληρού δίσκου) (βλ. τεκμ. 7). Το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, όμως ρητά επιτρέπει την κατάσχεση και μεταφορά των τεκμηρίων. Θα ήταν δε ασήκωτο βάρος επί των ώμων της αστυνομίας εάν για κάθε υπόθεση επιβάλλετο σ' αυτήν να παρουσιάζει υπαλλακτικούς τρόπους διερεύνησης ή κατά τον τρόπο που επιθυμεί ο ύποπτος, ιδιαίτερα όταν ο νόμος (Άρθρο 27) δεν επιβάλλει αυτό. Η σαφής καταγραφή δε στο ένταλμα ερεύνης των τεκμηρίων δεν μπορούσε και δεν επηρέασε ακολούθως την αρχή της αναλογικότητας. Η υπόθεση Ιliva Stefanov v. Bulgaria, appl. No. 65755/01 ημερ. 22/8/08, που αναφέρθηκε από τον συνήγορο της αιτήτριας, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση διότι αφορά άλλα γεγονότα και ρυθμίζει άλλες καταστάσεις.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο