ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A543
(2014) 1 ΑΑΔ 1655
17 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
HÜSSEYIN CAGINER,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
AKINHTA Π. ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας
(Πολιτική Έφεση Αρ. 61/2010)
Σύνταγμα ― Δίκαιο της ανάγκης ― Κάτοικος κατεχομένων αμφισβητεί την ορθότητα απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε δηλωτική απόφαση ότι η περιουσία που ο πρώτος κατείχε, ανήκε στην ελληνοκυπριακή ενάγουσα εταιρεία προς όφελος της οποίας, εξεδόθη και σχετικό διάταγμα απαγόρευσης εισόδου στον εφεσείοντα ― Απορριπτική κατάληξη ισχυρισμών εφεσείοντα αναφορικά με πολιτειακά ζητήματα τα οποία ρυθμίστηκαν ύστερα από την Τουρκική εισβολή, συμφώνως του δικαίου της ανάγκης.
Σύνταγμα ― Δίκαιο της ανάγκης ― Τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα, αλλά συνταυτίζονται με τη χρονική διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και έχουν ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού στη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου ― Η ενοποίηση των επαρχιών Λάρνακας και Αμμοχώστου για τους σκοπούς της απονομής της δικαιοσύνης ως απόρροια του 1974.
Σύνταγμα ― Δίκαιο της Ανάγκης ― Παρατήρηση Εφετείου ότι από το 1964 που θεσπίστηκε ο Ν.33/64 έχει παρέλθει μισός αιώνας και η προσωρινότητα τείνει δυστυχώς προς τη μονιμότητα.
Η εφεσίβλητη εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, η οποία εκκενώθηκε όταν στις 13.8.1974 εκδηλώθηκε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Οι κάτοικοι της πόλης εγκατέλειψαν τις εστίες τους αναζητώντας καταφύγιο στις περιοχές που ήταν εκτός των επιχειρησιακών σχεδίων των τουρκικών στρατευμάτων.
Εικοσιεπτά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, το 2001, η επίδικη περιουσία παραχωρήθηκε στον εφεσείοντα από τη λεγόμενη Διοίκηση των κατεχομένων, ο οποίος μετέτρεψε σε εστιατόριο την κατοικία που βρισκόταν σ' αυτή. Τρία χρόνια αργότερα, και αφού στο μεταξύ επετράπη με περιορισμούς η επίσκεψη των ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές, η εφεσίβλητη καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στην περιουσία της, άρση της επέμβασης και δηλωτική απόφαση ότι ήταν η νόμιμη ιδιοκτήτρια της εν λόγω περιουσίας.
Η αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα ο οποίος ήγειρε με την Υπεράσπιση του τρεις ενστάσεις. Ότι (α) η αγωγή δεν είχε αντικείμενο καθότι η επίδικη περιουσία έπαυσε να βρίσκεται στην κατοχή του και μάλιστα όπως έγινε παραδεκτό κατεδαφίστηκε από όργανα των κατεχομένων, (β) η σύνθεση του Δικαστηρίου αντιστρατεύεται τα Άρθρα 155(3) και 159(3) του Συντάγματος καθότι δεν μετείχε δικαστής της τουρκικής κοινότητας και (γ) το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στερείται τοπικής αρμοδιότητας να εκδικάσει την υπόθεση καθότι η επίδικη περιουσία βρίσκεται εντός των ορίων της τοπικής αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.
Οι δύο από τις πιο πάνω ενστάσεις, οι υπ' αρ. (β) και (γ), εκδικάστηκαν προδικαστικώς και απορρίφθηκαν με ενδιάμεση απόφαση. Κρίθηκε ότι σε σχέση με τη σύνθεση του Δικαστηρίου εξακολουθεί να εφαρμόζεται ο Ν.33/1964 που θεσπίστηκε με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης. Για δε το ζήτημα της τοπικής αρμοδιότητας έγινε παραπομπή στο Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.9.1974 με το οποίο ενοποιήθηκαν οι επαρχίες Αμμοχώστου - Λάρνακας και Λευκωσίας - Κυρηνείας για σκοπούς απονομής της Δικαιοσύνης.
Παρά ταύτα ο εφεσείων ήγειρε τα εν λόγω ζητήματα και κατά την ακροαματική διαδικασία επί της ουσίας της υπόθεσης, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στην τελική του απόφαση παραπέμποντας στην ενδιάμεση του απόφαση.
Περαιτέρω, με την τελική του απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένων και των παραδεκτών γεγονότων, η εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεση της και εξέδωσε προς όφελος της, Δηλωτική Απόφαση ότι είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας. Περαιτέρω, προχώρησε σε έκδοση Διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στον εφεσείοντα από το να εισέλθει εκ νέου και να λάβει κατοχή της επίδικης περιουσίας.
Με την έφεση προβλήθηκαν κατά κύριο λόγο τα όσα υποστηρίχθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του Δικαίου της Ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα και από το 1964 που θεσπίστηκε ο Ν.33/64 έχει παρέλθει μισός αιώνας και η προσωρινότητα τείνει δυστυχώς προς τη μονιμότητα.
2. Προκαλεί ανησυχία το γεγονός, όπως θα έπρεπε να ανησυχήσει κάθε Ελληνοκύπριο και Τουρκοκύπριο που βλέπει άλυτο ένα πρόβλημα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, όπως επισημάνθηκε στην ίδια αυθεντία, ναι μεν τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα, αλλά «. συνταυτίζονται με την χρονική διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και έχουν σαν αντικείμενο την πλήρωση του κενού στη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών .» και ως τελικοί κριτές κατά πόσο εξακολουθεί ή όχι να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση, δεν μπορούμε - δυστυχώς - παρά να πούμε ότι όχι μόνο οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του Ν. 33/1964 εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Κατά συνέπεια η απουσία Τ/Κ δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση δεν ήταν επιλογή, αλλά ανάγκη που βρίσκει έρεισμα στο Δίκαιο της Ανάγκης.
4. Σημειώνεται συναφώς ότι και οι Τούρκοι δικαστές που αποτελούσαν μέρος της δικαστικής εξουσίας είχαν αποδεχθεί το Δίκαιο της Ανάγκης και μάλιστα καθήκοντα πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέλαβε ο Τούρκος Δικαστής Μεχμέτ Ζεκιά.
5. Στη συνέχεια όμως, το 1966, αποχώρησαν και έκτοτε ουδείς Τ/Κ δικηγόρος απευθύνθηκε για διορισμό ως δικαστής στη Δικαστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
6. Αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει την υπόθεση, η απώλεια της έδρας του Επαρχιακού Δικαστηρίου της περιφέρειας Αμμοχώ¬στου, συνεπεία της τουρκικής εισβολής, κατέστησε αδύνατη τη λειτουργία του. Αφετέρου, η ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου συνορεύει με την επαρχία Λάρνακος.
7. Κάτω απ' αυτές τις τραγικές συνθήκες, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αναγκαία η ενοποίηση των δυο επαρχιών για τους σκοπούς της απονομής της δικαιοσύνης και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα δυνάμει των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφώνως του Άρθρου 3 του Ν 14/60.
8. Τέλος, σ' ότι αφορούσε το λόγο έφεσης με τον οποίο, υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείοντας κατοικεί στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, το μόνο που χρειαζόταν να επισημανθεί ήταν ότι ο εφεσείοντας συμφώνησε με σχετική δήλωση του δικηγόρου του ότι η εφεσίβλητη είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας και συγκατατέθηκε να εκδοθεί διάταγμα με το οποίο να του απαγορεύεται να ξαναεισέλθει στο επίδικο ακίνητο.
9. Και αυτές ήταν οι θεραπείες που τελικά έκδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να παραπονείται σχετικά.
10. Σ' ότι δε αφορούσε στη θέση του εφεσείοντα ότι έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί σε άλλους νόμους εκτός τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο αναγνωρισμένο διεθνώς κράτος και κατά συνέπεια μόνο στους νόμους του υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Attorney General v. Mustafa Ibrahim (1964) .C.L.R. 195,
Pastellopoulos v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 165,
Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,
Θεοδούλου (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου (Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.??), (Αγωγή Αρ. 368/04), ημερομηνίας 21/1/2010.
Χ. Ονέν, για Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Τα δραματικά γεγονότα του 1963/1964 απείλησαν με κατάρρευση τη λειτουργία της νεαρής (τότε) Κυπριακής Δημοκρατίας, κίνδυνος που αντιμετωπίστηκε με τη θέσπιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964, στο εξής ο Νόμος) κατ' επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης.
Το συμβατό του Νόμου με το Σύνταγμα εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη γνωστή υπόθεση Attorney General v. Mustafa Ibrahim (1964) C.L.R. 195 και έκτοτε η Κυπριακή πολιτεία αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών - εκτός από την Τουρκία - ότι λειτουργεί κατά το Σύνταγμα βάσει του Δικαίου της Ανάγκης. Όπως δε επισημάνθηκε και στην υπόθεση Pastellopoulos v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 165, κριτής της ύπαρξης της ανάγκης είναι η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο της Ανάγκης αποβάλλει το έρεισμα του όταν οι παράμετροι επίκλησης και εφαρμογής του χαλαρώνουν και οι περιορισμοί παραβιάζονται ή υπερπηδούνται. Το κατά πόσο το Δίκαιο της Ανάγκης έχει αποβάλει το έρεισμα του λόγω του χρόνου που παρήλθε από τη θέσπιση του Νόμου και, στη συνέχεια, από την κατάσταση που δημιούργησε η τουρκική εισβολή του 1974 - όπως είναι και η κύρια θέση του εφεσείοντα που είναι μέλος της τουρκικής κοινότητας (Τ/Κ) - θα κριθεί αφού πρώτα αναφερθούμε στα, αδιαμφισβήτητα βασικά, γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση και στην πρωτόδικη διαδικασία.
Η εταιρεία Ακίνητα Π. Ιωαννίδης (εφεσίβλητη) είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην οδό Δελφών αρ. 10 στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, η οποία εκκενώθηκε όταν στις 13.8.1974 εκδηλώθηκε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής και οι κάτοικοι της πόλης εγκατέλειψαν τις εστίες τους και αναζήτησαν καταφύγιο στις περιοχές που ήταν εκτός των επιχειρησιακών σχεδίων των τουρκικών στρατευμάτων.
Εικοσιεπτά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, το 2001, η επίδικη περιουσία παραχωρήθηκε στον εφεσείοντα από τη Διοίκηση των κατεχομένων, ο οποίος μετέτρεψε την κατοικία που βρισκόταν σ' αυτή σε εστιατόριο. Τρία χρόνια μετά, και αφού στο μεταξύ επετράπη με περιορισμούς η επίσκεψη των ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές, η εφεσίβλητη καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στην περιουσία της, άρση της επέμβασης και δηλωτική απόφαση ότι ήταν η νόμιμη ιδιοκτήτρια της εν λόγω περιουσίας.
Η αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα ο οποίος ήγειρε με την Υπεράσπιση του τρεις ενστάσεις. Ότι (α) η αγωγή δεν είχε αντικείμενο καθότι η επίδικη περιουσία έπαυσε να βρίσκεται στην κατοχή του και μάλιστα - όπως έγινε παραδεκτό - η κατοικία κατεδαφίστηκε από όργανα της Διοίκησης των κατεχομένων, (β) η σύνθεση του Δικαστηρίου αντιστρατεύεται τα Άρθρα 155(3) και 159(3) του Συντάγματος καθότι δεν μετείχε δικαστής της τουρκικής κοινότητας και (γ) το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στερείται τοπικής αρμοδιότητας να εκδικάσει την υπόθεση καθότι η επίδικη περιουσία βρίσκεται εντός των ορίων της τοπικής αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.
Οι δύο από τις πιο πάνω ενστάσεις, οι υπ' αρ. (β) και (γ), εκδικάστηκαν προδικαστικώς και απορρίφθηκαν με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 23.5.06. Κρίθηκε συναφώς ότι σε σχέση με τη σύνθεση του Δικαστηρίου εξακολουθεί να εφαρμόζεται ο Ν.33/1964 που θεσπίστηκε με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης. Για δε το ζήτημα της τοπικής αρμοδιότητας έγινε παραπομπή στο Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.9.1974 με το οποίο ενοποιήθηκαν οι επαρχίες Αμμοχώστου - Λάρνακας και Λευκωσίας - Κυρηνείας για σκοπούς απονομής της Δικαιοσύνης. Παρά ταύτα ο εφεσείων ήγειρε τα εν λόγω ζητήματα και κατά την ακροαματική διαδικασία επί της ουσίας της υπόθεσης, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στην τελική του απόφαση παραπέμποντας στην ενδιάμεση του απόφαση ημερ. 23.5.06. Περαιτέρω, με την τελική του απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένων και των παραδεκτών γεγονότων, η εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεση της και έκδωσε προς όφελος της Δηλωτική Απόφαση ότι είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας. Περαιτέρω, προχώρησε σε έκδοση Διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στον εφεσείοντα από το να εισέλθει εκ νέου και να λάβει κατοχή της επίδικης περιουσίας.
Ο εφεσείων - ουσιαστικά - δεν παραπονείται για τις δύο θεραπείες που έκδωσε με την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τις οποίες εξάλλου συμφώνησε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας όπως εκδοθούν. Σχετική είναι η κοινή δήλωση των δικηγόρων των μερών ημερ. 24.9.2009, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων αναγνώρισε ότι η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια και δικαιούται στην κατοχή της επίδικης περιουσίας και, περαιτέρω, συμφώνησε όπως εκδοθεί εναντίον του διάταγμα να μην ξαναεισέλθει σε αυτή. Τα παράπονα του για την πρωτόδικη απόφαση, την οποία προσβάλλει με έξι λόγους έφεσης, περιστρέφονται γύρω από την κατ' ισχυρισμό (α) αντισυνταγματική σύνθεση του Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση και τη μη ικανοποίηση του αιτήματος του συνηγόρου του για παραπομπή του ζητήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος (Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 4), (β) τοπική αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει την υπόθεση (Λόγος έφεσης υπ' αρ. 3) και (γ) την παραγνώριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της νομολογίας του ΕΔΑΔ σε παρόμοιες περιπτώσεις (Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 5), ενώ με τον τελευταίο Λόγο Έφεσης υπ' αρ. 6 απλώς επαναλαμβάνονται και συνοψίζονται οι προαναφερθέντες άλλοι πέντε.
Με τους υπ' αρ. 1, 2 και 4 Λόγους Έφεσης, όπως αναπτύσσονται και στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, υποβάλλεται βασικά η θέση ότι ο Ν.33/1964 έπαυσε να είναι απαραίτητος καθότι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη για την επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης και ως εκ τούτου την υπόθεση, η οποία αφορά αντιδικία μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ, θα έπρεπε σύμφωνα με το Άρθρο 155(3) του Συντάγματος να την εκδικάσει Δικαστήριο στο οποίο θα έπρεπε να συμμετείχε και ένας Τ/Κ δικαστής. Το ζήτημα αυτό, υποβλήθηκε, τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από το οποίο ζητήθηκε να το παραπέμψει βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το έπραξε. Όπως σχετικά υπέβαλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εκτός της συνταγματικής τάξης «. παρά το γεγονός ότι η εξαιρετικότητα και το Δίκαιο της Ανάγκης του 1963/1964 έχουν χαθεί σε μεγάλο βαθμό, σε σημείο ακόμη που να μην υπάρχει εμπόδιο για το διορισμό Τούρκου δικαστή και έχει μετατραπεί σε «υπέρτατο νόμο» εδώ και πολύ καιρό, δηλαδή 47 χρόνια. Κατά την προσωπική μου άποψη αυτή η ανωμαλία και η αντισυνταγματικότητα εκλαμβάνεται σαν φυσιολογική και νόμιμη κατάσταση και λειτουργεί σαν φυσιολογική συνταγματική τάξη του κράτους».
Οι λόγοι, αντέτεινε με τη σειρά του ο συνήγορος της εφεσίβλητης, που οδήγησαν στη θέσπιση του Ν. 33/1964 εξακολουθούν να ισχύουν και εκ των πραγμάτων είναι ανέφικτη η εφαρμογή του Άρθρου 155(3) του Συντάγματος. Σ' ότι δε αφορά το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του συναδέλφου του, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέπεμψε το ζήτημα της σύνθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος, υπενθύμισε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Ibrahim (ανωτέρω) δεν είναι πλέον απαραίτητη η παραπομπή τέτοιων ζητημάτων τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως νομικά ζητήματα και να εξετάζονται πρωτοδίκως.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις επί των υπό συζήτηση τριών- Λόγων Έφεσης. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του Δικαίου της Ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα και ως εκ τούτου συμφωνούμε με τον κ. Ονέν ότι από το 1964 που θεσπίστηκε ο Ν.33/64 έχει παρέλθει μισός αιώνας και η προσωρινότητα τείνει δυστυχώς προς τη μονιμότητα. Μας ανησυχεί ιδιαίτερα αυτό το γεγονός, όπως θα έπρεπε κατά την άποψή μας να ανησυχήσει κάθε Ε/Κ και Τ/Κ που βλέπει άλυτο ένα πρόβλημα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, όπως επισημάνθηκε στην ίδια αυθεντία, ναι μεν τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα, αλλά «. συνταυτίζονται με την χρονική διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και έχουν σαν αντικείμενο την πλήρωση του κενού στη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών .» και ως τελικοί κριτές κατά πόσο εξακολουθεί ή όχι να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση (Pastellopoulos, ανωτέρω), δεν μπορούμε - δυστυχώς - παρά να πούμε ότι όχι μόνο οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του Ν. 33/1964 εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά τα γεγονότα που έκτοτε έλαβαν χώρα - τουρκική εισβολή, προσφυγοποίηση χιλιάδων κατοίκων του τόπου μας, μετακίνηση πληθυσμών, μονομερής κήρυξη ανεξάρτητου «κράτους» και άλλα - αναβάθμισαν την ήδη έκρυθμη κατάσταση σε ιδιαιτέρως έκρυθμη και επικίνδυνη κατάσταση για την συνέχιση της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια η απουσία Τ/Κ δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση δεν ήταν επιλογή, αλλά ανάγκη που βρίσκει έρεισμα στο Δίκαιο της Ανάγκης. Σημειώνουμε συναφώς ότι και οι Τούρκοι δικαστές που αποτελούσαν μέρος της δικαστικής εξουσίας αποδέχτηκαν το Δίκαιο της Ανάγκης και μάλιστα καθήκοντα πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέλαβε ο Τούρκος Δικαστής Μεχμέτ Ζεκιά. Στη συνέχεια όμως, το 1966, αποχώρησαν και έκτοτε ουδείς Τ/Κ δικηγόρος απευθύνθηκε για διορισμό ως δικαστής στη Δικαστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 4 κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει την υπόθεση (3ος Λόγος Έφεσης) παραθέτουμε αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Θεοδούλου (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, η οποία αφορούσε αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση certiorari, το οποίο υιοθετούμε πλήρως ως σκεπτικό του παρόντος Εφετείου για απόρριψη και αυτού του λόγου:-
«Ένα από τα έξι επαρχιακά δικαστήρια που συστάθηκε βάσει του Ν 14/60 ήταν εκείνο της επαρχίας Αμμοχώστου με έδρα την πόλη της Αμμοχώστου. Ως αποτέλεσμα της τούρκικης εισβολής κατελήφθη η πόλη και μεγάλο μέρος της επαρχίας Αμμοχώστου και εκτοπίσθηκε από την περιοχή η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της, όπως συνέβη και με άλλες περιοχές της Κύπρου που έχουν καταληφθεί από τα τούρκικα στρατεύματα. Η απώλεια της έδρας του Επαρχιακού Δικαστηρίου της περιφέρειας Αμμοχώστου κατέστησε αδύνατη τη λειτουργία του. Αφετέρου, η ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου συνορεύει με την επαρχία Λάρνακος.
Κάτω απ' αυτές τις τραγικές συνθήκες, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αναγκαία η ενοποίηση των δυο επαρχιών για τους σκοπούς της απονομής της δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το εδάφιο 4 του Άρθρου 3 του Ν 14/60, εξέδωσε στις 13/9/1974 διάταγμα με το οποίο ενοποιούνται η επαρχία Κερύνειας με την επαρχία Λευκωσίας, και η επαρχία Αμμοχώστου με την επαρχία Λάρνακος (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 1283). Με την ενοποίηση επεκτείνεται και στην επαρχία Αμμοχώστου η τοπική αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου που λειτουργεί στη Λάρνακα (η κύρια πόλη στο γεωγραφικό χώρο της ελεύθερης περιοχής Αμμοχώστου και Λάρνακος) που προσδιορίζεται από το Άρθρο 21 (πολιτικές υποθέσεις), και από το Άρθρο 23 (ποινικές υποθέσεις), του Ν 14/60.»
Τέλος, σ' ότι αφορά τον πέμπτο Λόγο, υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείοντας κατοικεί στην ΤΔΒΚ - όπως τη χαρακτήρισε - η οποία ναι μεν δεν αναγνωρίζεται διεθνώς αλλά κατά την εισήγηση λειτουργεί με νόμους στους οποίους ο εφεσείοντας έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται. Κατά συνέπεια, υποβλήθηκε, έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να του επιρρίψει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την κατοχή της επίδικης περιουσίας και να εκδώσει εναντίον του την προσβαλλόμενη απόφαση.
Εξετάσαμε και αυτή την πτυχή της υπόθεσης και το μόνο που χρειάζεται να παρατηρήσουμε είναι ότι ο εφεσείοντας συμφώνησε με δήλωση του δικηγόρου του ημερομηνίας 24.9.2009 ότι η εφεσίβλητη είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια της επίδικης περιουσίας και συγκατατέθηκε να εκδοθεί διάταγμα με το οποίο να του απαγορεύεται να ξαναεισέλθει στο επίδικο ακίνητο. Και αυτές ήταν οι θεραπείες που τελικά έκδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και κατά την άποψή μας δεν νομιμοποιείται να παραπονείται σχετικά. Επομένως και αυτός ο Λόγος Έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται. Σ' ότι δε αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί σε άλλους νόμους εκτός τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας τονίζουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο αναγνωρισμένο διεθνώς κράτος και κατά συνέπεια μόνο στους νόμους του υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος της εφεσίβλητης. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Δίδονται οδηγίες όπως ο Πρωτοκολλητής ενεργήσει ώστε η παρούσα να μεταφραστεί στην τουρκική γλώσσα το συντομότερο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.