ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A486
(2014) 1 ΑΑΔ 1504
8 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΘΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείουσα,
v.
MARFIN POPULAR BANK CO LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2010)
Πολιτική Δικονομία ― Καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης πριν από την έκδοση απόφασης ― Διάταξη 16 Θ.7 ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεδομένου ότι αποδέχθηκε ότι είχε γίνει καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης την ίδια ημερομηνία με την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης και σε ώρα προγενέστερη της απόφασης, θα έπρεπε ή όχι να ασχοληθεί με το κατά πόσον η εφεσείουσα απέδειξε ή όχι καλή υπεράσπιση, ζήτημα που θα έχρηζε εξέτασης μόνο στην περίπτωση που θα τύγχανε εφαρμογής η Δ.17Θ.10 ― Επέμβαση Εφετείου και απόφανση ότι στην προκειμένη ετύγχανε εφαρμογής μόνο η Διάταξη 16 Θ.7.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης.
Η εφεσείουσα η οποία ήταν εναγόμενη σε αγωγή, είχε καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, την ίδια ημερομηνία κατά την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε καταχωρηθείσας αίτησης για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης σημειώματος εμφάνισης.
Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης στις 12.11.2009 και αφού διαπίστωσε ότι όντως στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπήρχε σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους της εφεσείουσας- εναγόμενης 3, προχώρησε και έκδωσε εναντίον της απόφαση ως η αξίωση πλέον τόκους και έξοδα.
Η εφεσείουσα, η οποία είχε όπως προελέχθη καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης την ίδια ημέρα που είχε εκδοθεί η απόφαση, όταν στις 3.3.10 πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό, καταχώρισε αίτηση βάσει της Δ.17 θ.10 και Δ.26 Θ.14 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για παραμερισμό της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το ότι κατέληξε ότι ναι μεν η εφεσείουσα καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης πριν από την έκδοση της απόφασης, -αποδεχόμενο την ευνοϊκότερη γι' αυτή εκδοχή ως προς την ώρα καταχώρησης της- απέρριψε την αίτησή της με έξοδα με το σκεπτικό ότι δεν απόδειξε ότι είχε καλή υπεράσπιση.
Ασκήθηκε έφεση η οποία στηρίχθηκε κυρίως στο λόγο έφεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη καθότι λήφθηκε κατά παράβαση του νόμου, ήτοι της Διαταγή 16 Θ.7.
Με αντέφεση η οποία προωθήθηκε προσβλήθηκε το μέρος της πρωτόδικης απόφασης, με το οποίο έγινε αποδεκτή η θέση της εφεσείουσας ότι καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης πριν από την έκδοση της απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προέκυπτε από τα περιστατικά της υπόθεσης ότι προείχε η εξέταση της αντέφεσης. Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι το σημείωμα εμφανίσεως καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα που εκδόθηκε η απόφαση.
2. Το κατά πόσο καταχωρήθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης ή μετά την έκδοση, ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί εφόσον δεν σημειώθηκε αρμοδίως ούτε η ώρα έκδοσης της απόφασης, ούτε η ώρα καταχώρισης του σημειώματος εμφανίσεως. Κάτω απ' αυτά τα δεδομένα ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε την ευνοϊκότερη για την εφεσείουσα πιθανότητα. Η αντέφεση ήταν συνακόλουθα αβάσιμη.
3. Έχοντας δε ορθώς αποφασίσει τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ενεργήσει στη βάση των προνοιών της Δ.16 Θ.7.
4. Να προχωρήσει, δηλαδή στον παραμερισμό της απόφασης με ανάλογη διαταγή ως προς τα έξοδα και όχι να ασχοληθεί με το κατά πόσο η εφεσείουσα απέδειξε ή όχι καλή υπεράσπιση, ζήτημα που θα έχρηζε εξέτασης στην περίπτωση που θα τύγχανε εφαρμογής η Δ.17 Θ.10.
5. Το Δικαστήριο παρασύρθηκε στην εφαρμογή των νομικών αρχών που καθιερώθηκαν νομολογιακά σ' ότι αφορά στην Δ.17 Θ.10 καθότι αυτή ήταν η νομική βάση της αίτησης. Όμως κατά την ακρόαση η εφεσείουσα προώθησε την αίτηση της στη βάση των προνοιών της Δ.16 Θ.7 και ενόψει τούτου το λάθος που εμφιλοχώρησε στη νομική βάση της αίτησης, θα μπορούσε να θεραπευθεί βάσει της Δ.64.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (???????), (Αγωγή Αρ. 2975/09), ημερομηνίας ????.
Χ. Φωτίου, για Εφεσείουσα.
Αρ. Κορακίδου (κα), για Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν η εναγόμενη 3 στην αγωγή 2975/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (στο εξής το Δικαστήριο), με την οποία η εφεσίβλητη Τράπεζα αξίωνε εναντίον της το ποσό των €31.925,34 ως εγγυήτριας της εναγόμενης 1.
Η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 26.10.09 και έντεκα ημέρες μετά, στις 6.11.09, η εφεσίβλητη κατέθεσε αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης της εφεσείουσας να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία των δέκα ημερών.
Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης στις 12.11.09 και αφού διαπίστωσε ότι όντως στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπήρχε σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους της εφεσείουσας, προχώρησε και έκδωσε εναντίον της απόφαση (στο εξής η Απόφαση) ως η αξίωση πλέον τόκους και έξοδα. Ωστόσο, η εφεσείουσα, είχε καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης την ίδια ημέρα που είχε εκδοθεί η Απόφαση και όταν στις 3.3.10 πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό, καταχώρισε αίτηση βάσει της Δ.17 θ.10 και Δ.26 θ.14 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για παραμερισμό της.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση και κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι η Απόφαση θα έπρεπε να παραμεριστεί βάσει της Δ.16 θ.7 η οποία προβλέπει ότι σημείωμα εμφάνισης μπορεί να καταχωρηθεί οποτεδήποτε πριν την έκδοση της απόφασης και σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το μόνο που δικαιούται η άλλη πλευρά είναι τα έξοδα της. Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία εισηγήθηκε ότι η εφεσείουσα, αφενός, δεν δικαιολόγησε την παράλειψη της να καταχωρήσει εμπρόθεσμα σημείωμα εμφάνισης και, αφετέρου, δεν απεκάλυψε ότι είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Το Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις των διαδίκων σε 14σέλιδη απόφαση του. Κατέληξε ότι ναι μεν η εφεσείουσα καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης πριν την έκδοση της Απόφασης, αλλά απέρριψε την αίτησή της με έξοδα με το σκεπτικό ότι δεν απόδειξε ότι είχε καλή υπεράσπιση.
Η αντίδραση της εφεσείουσας στην απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση της εκδηλώθηκε με έφεση, με την οποία παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη καθότι λήφθηκε «. κατά παράβαση του νόμου και/(ή αγνοώντας παντελώς το νόμο ήτοι τη Διαταγή 16 θ.7.».
Παράπονο όμως για την απόφαση έχει και η εφεσίβλητη, η οποία με αντέφεση προσβάλλει το μέρος της πρωτόδικης απόφασης, με το οποίο έγινε αποδεκτή η θέση της εφεσείουσας ότι καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης πριν την έκδοση της Απόφασης.
Όπως και πρωτοδίκως έτσι και κατ' έφεση, ο συνήγορος της εφεσείουσας περιορίστηκε στην προώθηση της θέσης ότι η Απόφαση θα έπρεπε να παραμεριστεί βάσει της Δ.16 θ.7. Σ' ότι δε αφορά την αντέφεση, υποστήριξε ότι ορθώς το Δικαστήριο έκρινε πως θα έπρεπε να δεχθεί ότι το σημείωμα εμφάνισης καταχωρήθηκε πριν την έκδοση της Απόφασης, καθότι αυτό επέβαλλαν τα περιστατικά της υπόθεσης.
Με τη σειρά της η συνήγορος της εφεσίβλητης επεσήμανε ότι η αίτηση είχε ως νομική βάση τη Δ.17 θ.10 και όχι τη Δ.16 θ.7 και ως εκ τούτου ορθώς το Δικαστήριο την απόρριψε με το αιτιολογικό ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε καλή υπεράσπιση. Όμως, συνέχισε, λανθασμένα αποδέχτηκε τη θέση ότι το σημείωμα εμφάνισης καταχωρήθηκε πριν την έκδοση της Απόφασης και συναφώς υποστήριξε ότι η σχετική κατάληξη είναι αυθαίρετη και δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα. Κρίνουμε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης θα πρέπει να επιληφθούμε πρώτα της αντέφεσης. Την εξετάσαμε και καταλήξαμε ότι στερείται ερείσματος για ένα απλό, κατ' ουσία, λόγο:- Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το σημείωμα εμφανίσεως καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα που εκδόθηκε η Απόφαση. Το κατά πόσο καταχωρήθηκε πριν την έκδοση της Απόφασης ή μετά την έκδοση, ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί εφόσον δεν σημειώθηκε αρμοδίως ούτε η ώρα έκδοσης της Απόφασης, ούτε η ώρα καταχώρισης του σημειώματος εμφανίσεως. Κάτω απ' αυτά τα δεδομένα ορθώς το Δικαστήριο δέχτηκε την ευνοϊκότερη για την εφεσείουσα πιθανότητα, ή όπως το έθεσε το ίδιο, «Μη έχοντας στοιχεία που να ανατρέπουν την μια πιθανότητα από την άλλη, ενόψει της αμφιβολίας που δημιουργείται, θα πρέπει να δεχτώ πιστεύω την ευνοϊκότερη για την εναγόμενη 3 περίπτωση, ότι δηλαδή είχε καταχωρήσει την εμφάνισή της πριν την έκδοση της απόφασης.»
Ενόψει των πιο πάνω η αντέφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης.
Έχοντας αποφασίσει ότι ορθώς το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το σημείωμα εμφανίσεως καταχωρήθηκε πριν την έκδοση της Απόφασης, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον συνήγορο της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ενεργήσει στη βάση των προνοιών της Δ.16 θ.7*. Να προχωρήσει, δηλαδή στον παραμερισμό της Απόφασης με ανάλογη διαταγή ως προς τα έξοδα και όχι να ασχοληθεί με το κατά πόσο η εφεσείουσα απέδειξε ή όχι καλή υπεράσπιση, ζήτημα που θα έχρηζε εξέτασης στην περίπτωση που θα τύγχανε εφαρμογής η Δ.17 θ.10. Δεν ήταν όμως τέτοια η περίπτωση και προφανώς το Δικαστήριο παρασύρθηκε στην εφαρμογή των νομικών αρχών που καθιερώθηκαν νομολογιακά σ' ότι αφορά την Δ.17 θ.10 καθότι αυτή ήταν η νομική βάση της αίτησης. Όμως κατά την ακρόαση η εφεσείουσα προώθησε την αίτηση της στη βάση των προνοιών της Δ.16 θ.7 και ενόψει τούτου το λάθος που εμφιλοχώρησε στη νομική βάση της αίτησης θα μπορούσε να θεραπευθεί βάσει της Δ.64.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, προς όφελος της εφεσείουσας.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η υπόθεση αποστέλλεται στην εκδικάσαντα την αίτηση Δικαστή για τα περαιτέρω και σ' ότι αφορά τα έξοδα τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης, αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη κρίνουμε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δικαιολογούν την έκφραση απαρέσκειας που ένα τόσο απλό και ασήμαντο «πρόβλημα» έγινε αιτία αντιδικίας, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση. Με σπατάλη, αφενός, πολύτιμου δικαστικού χρόνου και πρόκληση, αφετέρου, αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.