ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DOD:2014:12

(2014) 1 ΑΑΔ 1271

27 Ιουνίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΚΟΥΛΛΑ Π. ΒΑΡΝΑΒΑ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΛΙΤΣΙΩΝΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Έφεση Αρ. 4/2013)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Διεκδίκηση  συνεισφοράς της αιτήτριας επί της ανέγερσης  συζυγικής κατοικίας, η οποία ουδέποτε ανήκε στον εφεσίβλητο ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέκοψε τη διαδικασία και τη δίκη προτού η αιτήτρια-εφεσείουσα προσκομίσει όλη τη μαρτυρία της επί των επιδίκων θεμάτων, επειδή το σπίτι που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων και κτίστηκε με συνεισφορά της αιτήτριας δεν ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου και, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αυξήθηκε η περιουσία του εφεσίβλητου ― Επέμβαση Εφετείου και διαταγή για επανεκδίκαση.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Στην επαύξηση της περιουσίας των συζύγων είναι ορθό και δίκαιο να περιλαμβάνεται όχι μόνο η περιουσία που είναι εγγεγραμμένη σ' αυτούς, αλλά και αυτή στην οποία δικαιούνται, κατά τους κανόνες της επιείκειας ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Δίκαιο Επιείκειας ― Οικογενειακό Δίκαιο ― Τα εμπιστεύματα, ως βάση αγωγής σε περιουσιακές διαφορές ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Κρίνεται στη βάση της απαίτησης.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση περιουσιακών διαφορών με αιτήτρια την εφεσείουσα και συγκεκριμένα στο στάδιο της συμπλήρωσης της αντεξέτασης της και πριν  ολοκληρωθεί η εκδίκαση της αίτησης. Προηγήθηκε σχετικό αίτημα του εφεσίβλητου με το οποίο προβλήθηκε η θέση ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης.

 

Η αίτηση της εφεσείουσας καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας και αφορούσε περιουσιακές διαφορές συζύγων. Οι θεραπείες που ζητούσε η εφεσείουσα-αιτήτρια αφορούσαν σε διεκδίκηση της συνεισφοράς της επί της ανέγερσης της συζυγικής κατοικίας, η οποία, όμως, ουδέποτε ανήκε στον εφεσίβλητο. Ήταν η θέση του  συνηγόρου του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου και επομένως απέτυχε να αποδείξει καλό αγώγιμο δικαίωμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε μεταξύ άλλων  με λεπτομέρεια στις θεραπείες που ζητούσε η εφεσείουσα και που ήταν ουσιαστικά δηλώσεις ότι συγκεκριμένη κατοικία στην Ορμήδεια, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως συζυγική κατοικία, κτίστηκε με συνεισφορά της αιτήτριας και ήταν η οικογενειακή στέγη των διαδίκων, ότι η εφεσείουσα συνεισέφερε για το κτίσιμο της οικίας και ότι δικαιούται σε συνεισφορά ή/και αποζημιώσεις  ή/και απόφαση κατά του καθ' ου η αίτηση για ποσό τουλάχιστο ίσο με τα 2/3 της αξίας της επίδικης οικίας ή ακινήτου των διαδίκων.

 

Επιπρόσθετα η εφεσείουσα, με την αίτησή της, ζητούσε και δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητος την εξαπάτησε, με αποτέλεσμα αυτή  να μεταβιβάσει το μερίδιο της στην οικία και σε κάποιο άλλο ακίνητο στην Ορμήδεια, στο όνομα της μητέρας του εφεσίβλητου.

 

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι, εφόσον η επίδικη οικία ουδέποτε ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου, ή έστω του κτήματος ή μέρους του κτήματος επί του οποίου ανεγέρθηκε η κατοικία, απουσίαζε μια από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 14 του νόμου 232/91, εκείνη της επαύξησης της περιουσίας του. Αυτή ήταν, όπως έκρινε, αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξίωσης της εφεσείουσας και συνεπώς η αίτηση της δεν μπορούσε να τελεσφορήσει. Αυτό καθιστούσε αχρείαστη και εκ του περισσού τη διαπίστωση, του κατά πόσον η εφεσείουσα είχε ή όχι συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη μεταξύ άλλων και σε επισκόπηση της σχετικής με το θέμα, νομολογίας επισημαίνοντας σχετικά σε ότι αφορά στα εμπιστεύματα ως βάση αγωγής σε περιουσιακές διαφορές, δεν είναι ομοιόμορφη.

 

Κατέληξε, ότι η αξίωση της εφεσείουσας δεν μπορούσε να θεμελιωθεί με βάση τις διατάξεις του Νόμου 232/91, επί των οποίων, βάσιζε το νομικό της έρεισμα η αίτηση. Άφησε ανοικτό όμως το κατά πόσον το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία όταν η βάση της αίτησης είναι τα εμπιστεύματα. Ενόψει τούτων, απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας, στο προαναφερόμενο στάδιο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στο μοναδικό λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέκοψε τη διαδικασία και τη δίκη προτού η αιτήτρια-εφεσείουσα προσκομίσει όλη τη μαρτυρία της επί των επιδίκων θεμάτων, επειδή η επίδικη οικία που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων και κτίστηκε με συνεισφορά της αιτήτριας δεν ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου και, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αυξήθηκε η περιουσία του εφεσίβλητου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην παρούσα υπόθεση ήταν προφανές ότι η αξίωση της εφεσείουσας ήταν ενοχικής φύσης αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του εφεσίβλητου.

2.  Η εφεσείουσα ζητούσε να της αναγνωριστεί η συνεισφορά της στην επαύξηση της περιουσίας την οποία απέκτησε ή δημιούργησε ο εφεσίβλητος, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

3.  Η επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου δεν περιορίζεται μόνο στην περιουσία που είναι ή ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά περιλαμβάνει και την περιουσία στην οποία αυτός δικαιούται ή μπορεί να δικαιούται σύμφωνα με το δίκαιο της επιεικείας.

4.  Σχετική νομολογία επιτρέπει την προαναφερόμενη ερμηνεία της έννοιας της επαύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου.

5.  Είναι θεμελιωμένο ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου κρίνεται στη βάση της απαίτησης.

6.  Το δικαιϊκό μας σύστημα περιλαμβάνει τόσο το κοινό δίκαιο όσο και τους κανόνες της επιεικείας, σύμφωνα με το Ν 14/60. Έστω και αν η νομολογία μας παρουσιάζει κάποια διαφοροποίηση, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με τα εμπιστεύματα, ως βάση αγωγής σε περιουσιακές διαφορές.

7.  Αυτό δεν επηρεάζει τη θέση  ότι, στην επαύξηση της περιουσίας των συζύγων είναι ορθό και δίκαιο να περιλαμβάνεται όχι μόνο η περιουσία που τους ανήκει (που είναι εγγεγραμμένη σ' αυτούς), αλλά και αυτή στην οποία δικαιούνται, κατά τους κανόνες της επιείκειας.

8.  Εφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας και μάλιστα στο στάδιο της συμπλήρωσης της αντεξέτασης της και πριν καν ολοκληρωθεί η εκδίκαση της αίτησης.

 

Η έφεση επιτράπηκε με συγκεκριμένη διαταγή για έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592,

 

Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,

 

Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656,

 

Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179,

 

Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461,

 

Μαλαός κ.ά. ν. Χρίστου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191,

 

Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030,

 

Περικλέους ν. Εγγλέζου κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1015,

 

Λεφτής ν. Γεωργίου (2010) 1 Α.Α.Δ. 211,

 

Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 343.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λιασίδης, Δ.), (Αίτηση Αρ. 22/09), ημερομηνίας 15/11/2012.

 

Γ. Πιττάτζης, για την Εφεσείουσα.

 

Α. Ποιητής, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά την ολοκλήρωση της αντεξέτασης της εφεσείουσας-αιτήτριας, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος-καθ' ου η αίτηση ζήτησε την απόρριψη της αίτησης της με την αιτιολογία ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να της επιληφθεί.

 

Η αίτηση της εφεσείουσας καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας και αφορούσε περιουσιακές διαφορές συζύγων. Οι θεραπείες που ζητούσε η εφεσείουσα-αιτήτρια αφορούσαν σε διεκδίκηση της συνεισφοράς της επί της ανέγερσης της συζυγικής κατοικίας, η οποία, όμως, ουδέποτε ανήκε στον εφεσίβλητο.  Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αύξηση της περιουσίας του (εφεσίβλητου) και επομένως απέτυχε να αποδείξει καλό αγώγιμο δικαίωμα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η διαπίστωση της θεμελίωσης αγώγιμου δικαιώματος εκ μέρους της εφεσείουσας, άπτετο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις θεραπείες που ζητούσε η εφεσείουσα και που ήταν ουσιαστικά δηλώσεις ότι συγκεκριμένη κατοικία στην Ορμήδεια, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως συζυγική κατοικία, «κτίστηκε με συνεισφορά της αιτήτριας και ήτο η οικογενειακή στέγη των διαδίκων», ότι η εφεσείουσα «συνεισέφερε για το κτίσιμο της οικίας επί της οδού Παραδείσου, στην Ορμήδεια», ότι η αξία της προαναφερόμενης οικίας κατά το χρόνο της διάστασης των διαδίκων και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν πέραν των 350.000 λιρών Κύπρου, ότι η εφεσείουσα «δικαιούται σε συνεισφορά ή/και αποζημιώσεις ή/και απόφαση κατά του καθ' ου η αίτηση για ποσό τουλάχιστο ίσο με τα 2/3 της αξίας της επίδικης οικίας ή ακινήτου των διαδίκων». Επιπρόσθετα η εφεσείουσα, με την αίτησή της, ζητούσε και δήλωση του δικαστηρίου ότι ο καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητος την εξαπάτησε, με αποτέλεσμα αυτή (η εφεσείουσα) να μεταβιβάσει το μερίδιο της στην προαναφερόμενη οικία και σε κάποιο άλλο ακίνητο στην Ορμήδεια, στο όνομα της μητέρας του εφεσίβλητου.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατόπιν προσεκτικής μελέτης του λεκτικού των αιτημάτων και της θεραπείας που ζητούσε η εφεσείουσα, αλλά και της μαρτυρίας της εφεσείουσας ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αίτημά της «εστιάζεται στη διεκδίκηση συμφέροντος επί της συζυγικής στέγης». Πρόσθεσε όμως ότι «το επίδικο θέμα επικεντρώνεται στη συνεισφορά της αιτήτριας στην ανέγερση της συζυγικής στέγης, η οποία και αποτελεί την επίδικη κατοικία».

 

Αναφορικά με τη νομική βάση της αίτησης της εφεσείουσας, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε ότι για να στοιχειοθετηθεί αξίωση με βάση το Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991 (Ν 232/91) απαιτείται η σωρευτική ύπαρξη τριών προϋποθέσεων: (α) Λύση ή ακύρωση του γάμου ή διάσταση των συζύγων, (β) να υπάρχει επαύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου και (γ) να υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου στην επαύξηση αυτή. Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε νομολογία αναφορικά με το τί συνιστά επαύξηση της περιουσίας και τι συνιστά συνεισφορά. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592, Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, Παπαϊωάννου ν. Παπαϊωάννου και Κολαρίδου ν. Κολαρίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 656, Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461, Μαλαός κ.ά. ν. Χρίστου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191, Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030 και Περικλέους ν. Εγγλέζου κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1015.

 

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι, εφόσον η επίδικη κατοικία ουδέποτε ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου, δηλαδή ο εφεσίβλητος ουδέποτε κατέστη κύριος της επίδικης κατοικίας ή έστω του κτήματος ή μέρους του κτήματος επί του οποίου ανεγέρθηκε η κατοικία, απουσίαζε μια από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις του Άρθρου 14, εκείνη της επαύξησης της περιουσίας του. Αυτή ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξίωσης της εφεσείουσας και συνεπώς η αίτηση της δεν μπορούσε να τελεσφορήσει. Αυτό καθιστούσε αχρείαστη και εκ του περισσού τη διαπίστωση του κατά πόσον η εφεσείουσα είχε ή όχι συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου.

 

Αναφερόμενος ειδικά στην απόφαση Περικλέους (ανωτέρω) ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής είπε ότι η νομολογία, σε ότι αφορά τα εμπιστεύματα ως βάση αγωγής σε περιουσιακές διαφορές, δεν είναι ομοιόμορφη. Το σημαντικό όμως στοιχείο για το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ότι η αξίωση της εφεσείουσας δεν μπορούσε να θεμελιωθεί εναντίον του εφεσίβλητου με βάση τις διατάξεις του Ν 232/91, επί των οποίων, δηλαδή, βάσιζε το νομικό της έρεισμα η αίτηση. Άφησε ανοικτό όμως το κατά πόσον το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία όταν η βάση της αίτησης είναι τα εμπιστεύματα. Ενόψει των προαναφερομένων, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας, στο προαναφερόμενο στάδιο, με έξοδα εις βάρος της.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα διέκοψε τη διαδικασία και τη δίκη προτού η αιτήτρια-εφεσείουσα προσκομίσει όλη τη μαρτυρία της επί των επιδίκων θεμάτων, επειδή το σπίτι που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων και κτίστηκε με συνεισφορά της αιτήτριας δεν ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου και, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αυξήθηκε η περιουσία του εφεσίβλητου.

 

Ακούσαμε με προσοχή τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσείουσα ήγειρε και την Αγωγή 2027/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον της εγγεγραμμένης ιδιοκτήτριας της προαναφερόμενης κατοικίας που είναι η μητέρα του εφεσίβλητου καθώς και της κατόχου της κατοικίας, που είναι η αδελφή του. Οι δύο διαδικασίες, δηλαδή της προαναφερόμενης αγωγής και της παρούσας έφεσης, συνιστούν πολυδικία, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου. Ο κ. Ποιητής συμφώνησε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υπήρξε αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, εφόσον η επίδικη κατοικία δεν είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του αλλά στο όνομα τρίτου προσώπου, μη διάδικου στην παρούσα διαδικασία. Αν η εφεσείουσα συνεισέφερε στην ανέγερση της προαναφερόμενης κατοικίας, τη συνεισφορά της την καρπώθηκαν τρίτα πρόσωπα και όχι ο εφεσίβλητος. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της και ορθά δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60) και δεν παρέπεμψε την αίτηση σε άλλο, καθ' ύλην, αρμόδιο δικαστήριο για εκδίκαση.

 

Στην υπόθεση Ορφανίδης (ανωτέρω) τονίστηκε ότι το πρώτο στοιχείο που πρέπει να εξακριβωθεί, σε αιτήσεις που βασίζονται στο Άρθρο 14 του Ν 232/91, είναι αν υπήρξε αύξηση της περιουσίας του συζύγου εναντίον του οποίου καταχωρείται η αίτηση.

 

Στην υπόθεση Μαλαός (ανωτέρω) σημειώθηκε πως το γεγονός ότι, κατά το χρόνο της συμβολής του αιτητή στην επαύξηση της περιουσίας της καθ' ης η αίτηση το τεμάχιο στο οποίο είχε ανεγερθεί η επίδικη κατοικία δεν ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι της καθ' ης η αίτηση, δεν εξουδετερώνει το δικαίωμα του αιτητή για συνεισφορά, όταν η ανέγερση της κατοικίας αποκτήθηκε πριν από το γάμο, με την προοπτική του γάμου, συμφωνούσης και της μητέρας της καθ' ης η αίτηση που ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια.

 

Στην Περικλέους (ανωτέρω) λέχθηκε ότι, έστω και αν η αξίωση διατυπώνεται με θεραπείες του δικαίου της επιεικείας, η διαφορά δεν παύει να εκδικάζεται, κατά αρμοδιότητα, από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Όπου ο σύζυγος ή η σύζυγος θεωρούνται ότι κατέχουν περιουσιακό στοιχείο στη βάση εμπιστεύματος, η διαφορά εμπίπτει στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Αν το περιουσιακό στοιχείο κατέχεται από τρίτο πρόσωπο, τυχαίως ή με πρόθεση καταδολίευσης, θα ήταν παράλογο να θεωρείται ότι η διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Στην Παπαϊωάννου (ανωτέρω) την απόφαση της πλειοψηφίας στα νομικά ερωτήματα που τέθηκαν έδωσε ο Δικαστής Κωνσταντινίδης. Η απόφαση της πλειοψηφίας είναι πολύ εμπεριστατωμένη και καθοδηγητική. Γίνεται αναφορά σε κυπριακή και αλλοδαπή νομολογία καθώς και σε συγγράμματα Ελλήνων Συνταγματολόγων. Ειδική αναφορά γίνεται στο Άρθρο 2 του προαναφερόμενου νόμου όπου η συνεισφορά καθορίζεται ότι σημαίνει, την οποιαδήποτε μορφή συνεισφοράς των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας. Η αξίωση δυνάμει του Άρθρου 14 είναι ενοχική και προσωποπαγής. Δεν δημιουργεί δηλαδή εμπράγματο δικαίωμα του ενός συζύγου εις βάρος της περιουσίας του άλλου, αλλά αποτελεί αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου.

 

Στην Γρηγορίου (ανωτέρω) παρατηρήθηκε ότι η αξίωση της εφεσείουσας-ενάγουσας δεν αφορούσε σε συμμετοχή της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου-εναγόμενου. Αντίθετα με την αξίωση της ζητήθηκε συγκεκριμένη περιουσία ως, κατά κυριότητα, ανήκουσα στην εφεσείουσα. Διαχωρίστηκε δηλαδή, στην υπόθεση εκείνη, η περίπτωση όπου διεκδικείται συγκεκριμένη περιουσία ως, κατά κυριότητα, ανήκουσα στον αιτητή, από την περίπτωση στην οποίαν η αξίωση είναι ενοχικής φύσης, αξίωση, για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου, δυνάμει του Άρθρου 14 του Ν 232/91. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα.

 

Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές ότι η αξίωση της εφεσείουσας είναι ενοχικής φύσης αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του εφεσίβλητου. Η εφεσείουσα ζητά να της αναγνωριστεί η συνεισφορά της στην επαύξηση της περιουσίας την οποία απέκτησε ή δημιούργησε ο εφεσίβλητος, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Θεωρούμε ότι η επαύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου δεν περιορίζεται μόνο στην περιουσία που είναι ή ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά περιλαμβάνει και την περιουσία στην οποία αυτός δικαιούται ή μπορεί να δικαιούται σύμφωνα με το δίκαιο της επιεικείας. Οι αποφάσεις Μαλαός (ανωτέρω) και Περικλέους (ανωτέρω), κατά την κρίση μας επιτρέπουν την προαναφερόμενη ερμηνεία της έννοιας της επαύξησης της περιουσίας του (άλλου) συζύγου.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου κρίνεται στη βάση της απαίτησης (Δέστε: Λεφτής ν. Γεωργίου (2010) 1 Α.Α.Δ. 211).

 

Στην υπόθεση Λεφτής (ανωτέρω) αποφασίστηκε (με αναφορά στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 343, Λογγίνου (ανωτέρω) και Γρηγορίου (ανωτέρω)) ότι, περιουσιακή διαφορά βασιζόμενη σε εμπίστευμα μεταξύ συζύγων, σε ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Το δικαιϊκό μας σύστημα περιλαμβάνει τόσο το κοινό δίκαιο όσο και τους κανόνες της επιεικείας, σύμφωνα με το Ν 14/60.   Έστω και αν η νομολογία μας παρουσιάζει κάποια διαφοροποίηση, όπως παρατήρησε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αναφορικά με τα εμπιστεύματα, ως βάση αγωγής σε περιουσιακές διαφορές, θεωρούμε ότι αυτό δεν επηρεάζει την προαναφερόμενη θέση μας ότι, στην επαύξηση της περιουσίας των συζύγων είναι ορθό και δίκαιο να περιλαμβάνεται όχι μόνο η περιουσία που τους ανήκει (που είναι εγγεγραμμένη σ' αυτούς), αλλά και αυτή στην οποία δικαιούνται, κατά τους κανόνες της επιείκειας.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρούμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας και μάλιστα στο στάδιο της συμπλήρωσης της αντεξέτασης της και πριν καν ολοκληρωθεί η εκδίκαση της αίτησης.

 

Υπό τις περιστάσεις, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αίτησης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση. Τα έξοδα της έφεσης, επίσης, θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση, αλλά, εν πάση περιπτώσει, όχι εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση επιτρέπεται με συγκεκριμένη διαταγή για έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο