ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Nικολαΐδου Έλλη ν. Nίκου Aττίπα και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1620
Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Κρίνου Ζ. Μακρίδη και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1218
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Ανδρέα Αναστάση Μιχαήλ και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1604
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:A407
(2014) 1 ΑΑΔ 1173
19 Ιουνίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΤΩΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 290/2010)
Πολιτική Δικονομία ― Άδεια εκτέλεσης απόφασης ― Τα κριτήρια που θα πρέπει να απασχολήσουν το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εγκρίνει ή όχι αίτηση για άδεια εκτέλεσης, δεν απαριθμούνται στη Δ.40 Θ.8 ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Εφαρμοστέες αρχές.
Πολιτική Δικονομία ― Άδεια εκτέλεσης απόφασης ― Δ.40 Θ.8 ― Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που είχε υποβάλει για ακύρωση/παραμερισμό διαταγμάτων εκτέλεσης που εκδόθηκαν μονομερώς εναντίον του, ύστερα από την παρέλευση έξι ετών από την έκδοση της απόφασης που εκδόθηκε ομοίως εναντίον του, ως εξ' αποφάσεως οφειλέτη.
Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ιδίου στην οποία προβαλλόταν η βασική του θέση ότι με την υποβολή μονομερών αιτήσεων από τους εφεσίβλητους, για άδεια εκτέλεσης, αποστερήθηκε του συνταγματικού δικαιώματος του να ακουστεί, ενώ οι εφεσίβλητοι δεν κατέδειξαν οτιδήποτε που να δικαιολογούσε την έγκριση των αιτημάτων τους ή οποιαδήποτε ειδική περίσταση που να δικαιολογούσε την, στο μεσοδιάστημα, απραξία τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα κρίνοντας ότι δεν αποκαλυπτόταν ουσιώδης λόγος γιατί το Δικαστήριο θα έπρεπε να παραμερίσει τα διατάγματα με τα οποία είχε παραχωρηθεί άδεια εκτέλεσης, σημειώνοντας σχετικά, μεταξύ άλλων, πως δεν αμφισβητείτο η εγκυρότητα της απόφασης, ούτε είχε αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε ουσιαστικό τρόπο το οφειλόμενο υπόλοιπο ή τα μέτρα εκτέλεσης που λήφθηκαν εναντίον των εναγομένων στα χρόνια που παρήλθαν, ως καταγράφονταν στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις αιτήσεις για άδεια εκτέλεσης. Επιπλέον, δεν είχε καταδειχθεί με ποιο τρόπο είχαν θιγεί τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε αποκαλύψει βάσιμους και εύλογους λόγους που να δικαιολογούσαν την έγκριση της αίτησης του και πως δεν είχε καταδειχθεί με ποιο τρόπο είχαν θιγεί τα συνταγματικά του δικαιώματα.
β) Υπήρχε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, αφού ουδέποτε του επιδόθηκαν οι αιτήσεις στη βάση των οποίων παραχωρήθηκε άδεια εκτέλεσης της απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Κατά παρέκκλιση ο νομοθέτης σε κάποιες περιπτώσεις επιτρέπει την χορήγηση θεραπείας ex parte, δηλαδή χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος.
2. Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στη Δ.48(8)(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στις οποίες συγκαταλέγεται και η αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης μετά την παρέλευση έξι - τώρα δέκα - ετών (Δ.48(8)(1)(kk)). H Δ.48(8)(4) που ακολουθεί τη Δ.48(8)(1) αφορά σε κάθε διάταγμα το οποίο εκδίδεται ex parte.
3. Στόχος της είναι προφανώς η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμα του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων άσκησε το δικαίωμα αυτό με την καταχώρηση και την εκδίκαση της αίτησης για ακύρωση/παραμερισμό των διαταγμάτων που επέτρεπαν την εκτέλεση της απόφασης. Συνακόλουθα ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε.
5. Τα κριτήρια που θα πρέπει να απασχολήσουν το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εγκρίνει ή όχι αίτηση για άδεια εκτέλεσης, δεν απαριθμούνται στη Δ.40.Θ.8.
6. Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων προκύπτει ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης.
7. Έχει νομολογηθεί σε αυτές, ότι προτού δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια, ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο Δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης.
8. Αγγλικές υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο αρνήθηκε να παράσχει αρωγή στον εξ αποφάσεως πιστωτή, αφορούν, ως επί το πλείστον, περιπτώσεις που είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τα 6 έτη μέχρι την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης και που δεν είχε καταβληθεί οποιαδήποτε προσπάθεια για την εκτέλεση της απόφασης για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο.
9. Η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη.
10. Η παρούσα περίπτωση βεβαίως ήταν πολύ διαφορετική. Οι εφεσίβλητοι δεν καθυστέρησαν στη λήψη μέτρων προς εκτέλεση της απόφασης μετά την έκδοσή της.
11. Εξάλλου, προέκυπτε ότι είχαν παράσχει εξηγήσεις για τα μέτρα που έλαβαν προς εκτέλεση της απόφασης και την καθυστέρηση, που έθεταν την υπόθεση σε «ασύνηθες πλαίσιο».
12. Όπως επιπλέον δε, πληροφόρησε ο συνήγορος του εφεσείοντα κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν είχε επέλθει οποιαδήποτε δυσμενής μεταβολή στις περιστάσεις του εφεσείοντα.
13. Το ύψος του οφειλομένου υπολοίπου, δεν αφορούσε άμεσα στο ζήτημα της παραχώρησης άδειας εκτέλεσης της απόφασης, αλλά ήταν θέμα ορθού υπολογισμού που μπορούσε να εγερθεί κατά την εκτέλεση.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ 1620,
Roberts Petroleum v. Bernard Kenny Ltd [1983] 2 AC 192,
Credit Lyonnais v. SK Global Hong Kong Ltd [2003] HKCA 250,
Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1218,
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1604,
Westacre Investments Inc. v. Yugoimport SDPR [2008] EWHC 801,
Good Challenger Navegante SA v. Mineralexportimport SA [2004] 1 Lloyd' s Rep. 67.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηκυριάκου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3550/94), ημερομηνίας 6/9/2010.
Δ. Καΐλης για Μ. Βορκά, για τον Εφεσείοντα.
Α. Λιβέρα (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..
Στις 18.11.1994 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην αγωγή υπ' αρ. 3550/94, υπέρ των εναγόντων, εδώ εφεσιβλήτων, και εναντίον των εναγομένων 1-6, ως η απαίτηση, πλέον έξοδα και με αναστολή εκτέλεσης της απόφασης υπό συγκεκριμένους όρους. Ακολούθως, στις 11.6.2002, κατόπιν καταχώρησης μονομερούς αιτήσεως με βάση τη Δ.40, θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι εξασφάλισαν άδεια εκτέλεσης της απόφασης λόγω παρέλευσης έξι ετών από την έκδοση της. Στις 19.11.2009 καταχώρησαν νέα μονομερή αίτηση στα πλαίσια της οποίας εξασφάλισαν νέο διάταγμα του δικαστηρίου για άδεια εκτέλεσης της απόφασης για τρία χρόνια από τις 25.11.2009.
Με αφορμή την επίδοση στον εφεσείοντα, πρώην εναγόμενο 2, ειδοποίησης πτώχευσης, η οποία είχε υποβληθεί από τους εφεσίβλητους, οι δικηγόροι του διενήργησαν έρευνα στο φάκελο του Δικαστηρίου της πιο πάνω αγωγής, η οποία έφερε στο φως τα δικαστικά διατάγματα με τα οποία είχε παραχωρηθεί άδεια εκτέλεσης της απόφασης στους εφεσίβλητους. Θεωρώντας ότι δεν δικαιολογείτο η έγκριση των μονομερών αιτήσεων των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων στις 2.2.2010 καταχώρισε αίτηση για ακύρωση/παραμερισμό των ως άνω διαταγμάτων, η οποία συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ιδίου. Βασική του θέση ήταν ότι με την υποβολή μονομερών αιτήσεων από τους εφεσίβλητους, για άδεια εκτέλεσης, αποστερήθηκε δύο φορές του συνταγματικού δικαιώματος του να ακουστεί, ενώ οι εφεσίβλητοι δεν κατέδειξαν οτιδήποτε που να δικαιολογούσε την έγκριση των αιτημάτων τους ή οποιαδήποτε ειδική περίσταση που να δικαιολογούσε την, στο μεσοδιάστημα, απραξία τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα κρίνοντας ότι δεν αποκαλυπτόταν ουσιώδης λόγος γιατί το δικαστήριο θα έπρεπε να παραμερίσει τα διατάγματα με τα οποία είχε παραχωρηθεί άδεια εκτέλεσης, σημειώνοντας σχετικά, μεταξύ άλλων, πως δεν αμφισβητείτο η εγκυρότητα της απόφασης, ούτε είχε αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε ουσιαστικό τρόπο το οφειλόμενο υπόλοιπο ή τα μέτρα εκτέλεσης που λήφθηκαν εναντίον των εναγομένων στα χρόνια που παρήλθαν, ως καταγράφονταν στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις αιτήσεις για άδεια εκτέλεσης. Επιπλέον, δεν είχε καταδειχθεί με ποιο τρόπο είχαν θιγεί τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης (λόγοι 2 και 3), αφού ο πρώτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε αποκαλύψει βάσιμους και εύλογους λόγους που να δικαιολογούσαν την έγκριση της αίτησης του και πως δεν είχε καταδειχθεί με ποιο τρόπο είχαν θιγεί τα συνταγματικά του δικαιώματα. Κατά τον εφεσείοντα, υπήρχε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, αφού ουδέποτε του επιδόθηκαν οι αιτήσεις στη βάση των οποίων παραχωρήθηκε άδεια εκτέλεσης της απόφασης.
Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή στο δικαϊκό μας σύστημα, η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα «audi alteram partem», ότι το δικαστήριο δεν εκδίδει διαταγή πριν ακούσει και το άλλο μέρος. Κατά παρέκκλιση όμως, ο νομοθέτης σε κάποιες περιπτώσεις επιτρέπει την χορήγηση θεραπείας ex parte, δηλαδή χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Τέτοιες είναι και οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στη Δ.48(8)(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στις οποίες συγκαταλέγεται και η αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης μετά την παρέλευση έξι - τώρα δέκα - ετών (βλ. Δ.48(8)(1)(kk)). H Δ.48(8)(4) που ακολουθεί τη Δ.48(8)(1) αφορά σε κάθε διάταγμα το οποίο εκδίδεται ex parte. Στόχος της είναι προφανώς η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμα του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του (βλ. Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ 1620). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων άσκησε το δικαίωμα αυτό με την καταχώρηση και την εκδίκαση της αίτησης για ακύρωση/παραμερισμό των διαταγμάτων που επέτρεπαν την εκτέλεση της απόφασης. Κρίνουμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα δικαστήρια που επιλήφθηκαν των αιτήσεων για άδεια εκτέλεσης της απόφασης προφανώς ικανοποιήθηκαν από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν τις αντίστοιχες αιτήσεις, αποφασίζοντας ότι συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για έγκριση τους, ενώ δεν έκριναν σκόπιμο ή αναγκαίο να διατάξουν την επίδοση των εν λόγω αιτήσεων. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να χορηγείται άδεια εκτέλεσης εκτός εάν ο εξ αποφάσεως πιστωτής πείσει το δικαστήριο ότι είναι ορθό και δίκαιο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι συντρέχουν προς τούτο, ειδικές περιστάσεις. Παράλληλα θα πρέπει να εξηγήσει στο δικαστήριο και να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης και το λόγο γιατί δεν κατέστη δυνατό ή απέτυχε να την εκτελέσει. Οι προϋποθέσεις αυτές, κατά την εισήγηση του, δεν έχουν ικανοποιηθεί στην προκείμενη περίπτωση αφού, μεταξύ άλλων, απουσιάζουν οι όποιες ειδικές περιστάσεις, ενώ δεν έχει αιτιολογηθεί η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή των αιτήσεων των εφεσιβλήτων - η πρώτη 8 χρόνια μετά την εκ συμφώνου απόφαση και η δεύτερη επτά χρόνια αργότερα. Θέτει επίσης ερωτηματικά ως προς το ύψος του οφειλόμενου, κατά τους εφεσίβλητους, ποσού, υπογραμμίζοντας ότι καμία σχετική εξήγηση δεν είχε δοθεί.
Όπως παρατηρεί ο δικαστής Λόρδος Brightman στην υπόθεση Roberts Petroleum v. Bernard Kenny Ltd [1983] 2 AC 192, στη σελ. 207Ε:
«... Α judgment creditor is in general entitled to enforce a money judgment which he has lawfully obtained against a judgment debtor by all or any of the means of execution prescribed by the relevant rules of court.»
Παρομοίως, στην Credit Lyonnais v. SK Global Hong Kong Ltd [2003] HKCA 250, το Εφετείο του Χονγκ-Κονγκ ανέφερε τα ακόλουθα στην παρ. 4:
«Where, as in the present case, party (the judgment creditor) has obtained a judgment against another party (the judgment debtor), the starting (and often, finishing) point is that the judgment creditor should be able to take all legitimate measures to enforce that judgment. That is, after all, his right.»
Τα κριτήρια που θα πρέπει να απασχολήσουν το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχερείας να εγκρίνει ή όχι αίτηση για άδεια εκτέλεσης, δεν απαριθμούνται στη Δ.40,θ.8. Ωστόσο, η θέση του εφεσείοντα ότι θα πρέπει να καταδειχθούν ειδικές περιστάσεις, δεν έχει απήχηση στη δική μας νομολογία. Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1218, το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση ότι οι εκεί αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν καταδείξει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«.το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, κατά την κρίση μας, και θεωρώντας ότι οι τότε αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί σε «ειδικές περιστάσεις» οι οποίες τους έδιναν δικαίωμα εκτέλεσης, μετά την παρέλευση 6 ετών. Κάτι τέτοιοι όμως δεν επιβάλλει, ούτε δικαιολογεί η Δ.40 θ.8 στην οποία αναγράφεται απλά ότι ο αιτών διάδικος θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται να εκτελέσει την υπέρ του απόφαση. Μας φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ως Εφετείο, την προηγούμενη απόφαση του ομοβάθμιου του δικαστηρίου και μάλιστα έθεσε και δυσανάλογα ψηλά κριτήρια που δεν δικαιολογούνταν.»
Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα μνημονεύονται στην πιο πάνω απόφαση για το ζήτημα της κατάδειξης ειδικών περιστάσεων, η οποία απαντά άμεσα στη θέση του εφεσείοντα.
Το ζήτημα των κριτηρίων απασχόλησε και στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου (με άλλη σύνθεση) Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Μιχαήλ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1604, στην οποία δεν αναφέρεται η Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης (ανωτέρω). Λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Τα κριτήρια που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αναφέρονται σε αγγλικά συγγράμματα όπου ερμηνεύθηκε παρόμοια πρόνοια των αγγλικών θεσμών. (βλ. The Annual Practice 1958 σελ. 1019-1020). Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) Την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση.
Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων W.T. Lamb & Sons v. Rider [1948] 2 All E.R. 402, Good Challenger Nevugante SA v. Metalexportimport SA [2003] Q.B. 471, Duer v. Frazer [2001] 1 All E.R. 249 και Patel v. Singh (2002) EWCA 1668) φαίνεται ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης.
Στην υπόθεση Pater v. Singh (πιο πάνω) λέχθηκε ότι προτού δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης. Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο (take the case out of the ordinary) ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.»
Οι αγγλικές υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο αρνήθηκε να παράσχει αρωγή στον εξ αποφάσεως πιστωτή, αφορούν, ως επί το πλείστον, περιπτώσεις που είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τα 6 έτη μέχρι την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης και που δεν είχε καταβληθεί οποιαδήποτε προσπάθεια για την εκτέλεση της απόφασης για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο. Τέτοια είναι η Patel v. Singh (ανωτέρω), στην οποία ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν είχε λάβει οποιαδήποτε μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης πριν την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης, 8 έτη μετά την έκδοση της απόφασης, ενώ παρέλειψε επίσης να δώσει οδηγίες σε δικηγόρους για την εκτέλεση της απόφασης στη Γερμανία, όπου είχε μετοικήσει ο χρεώστης σύντομα μετά την απόφαση. Μετά που ο πιστωτής εξασφάλισε τη διεύθυνση του χρεώστη στην Αγγλία, καθυστέρησε για 6 μήνες να υποβάλει την αίτηση. Ούτε στην Duer v. Frazer (ανωτέρω) είχαν γίνει οποιαδήποτε ουσιαστικά διαβήματα για την εκτέλεση της απόφασης, η οποία εκδόθηκε στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1982 και ενεγράφη στην Αγγλία μερικούς μήνες αργότερα. Πριν από το 1989 έγιναν κάποια διαβήματα για εντοπισμό περιουσίας με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης. Έκτοτε όμως και μέχρι το 1997 δεν υπήρξε οποιαδήποτε επαφή μεταξύ της εξ αποφάσεως πιστώτριας και του εξ αποφάσεως χρεώστη για να δείξει ότι επέμενε στην ικανοποίηση της απόφασης. Yπήρχε δε θετική μαρτυρία ότι ο χρεώστης είχε επηρεαστεί δυσμενώς από την καθυστέρηση των 16 ετών από την εγγραφή της απόφασης μέχρι την υποβολή της αίτησης για άδεια εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της μεταβολής, στο μεταξύ, των οικονομικών του περιστάσεων.
Όπως προκύπτει από την αγγλική νομολογία, η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη (βλ. Westacre Investments Inc. v. Yugoimport SDPR [2008] EWHC 801 και Good Challenger Navegante SA v. Mineralexportimport SA [2004] 1 Lloyd' s Rep. 67).
Η παρούσα περίπτωση βεβαίως είναι πολύ διαφορετική. Οι εφεσίβλητοι δεν καθυστέρησαν στη λήψη μέτρων προς εκτέλεση της απόφασης μετά την έκδοσή της. Όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις αιτήσεις για άδεια εκτέλεσης, στις 11.8.1995, δηλαδή εννέα μήνες μετά την έκδοσή της απόφασης, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας το οποίο όμως επιστράφηκε ανεκτέλεστο. Έλαβαν και άλλα μέτρα, όπως διαδικασίες πτώχευσης, στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκαν διατάγματα παραλαβής εναντίον της περιουσίας των εναγομένων 3 και 4. Καταχώρησαν επίσης αίτηση επαλήθευσης χρέους στον Έφορο Εταιρειών. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι κατά καιρούς ζητούσαν και οι εφεσίβλητοι συγκατατίθεντο, στην παραχώρηση χρόνου προς διευθέτηση τρόπου πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους. Εξάλλου, θεωρούμε ότι οι εφεσίβλητοι έχουν παράσχει εξηγήσεις για τα μέτρα που έλαβαν προς εκτέλεση της απόφασης και την καθυστέρηση, που θέτουν την υπόθεση σε «ασύνηθες πλαίσιο». Σημειώνουμε επίσης ότι, όπως μας πληροφόρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν έχει επέλθει οποιαδήποτε δυσμενής μεταβολή στις περιστάσεις του εφεσείοντα.
Ως προς το ύψος του οφειλομένου υπολοίπου, θεωρούμε ότι δεν αφορά άμεσα στο ζήτημα της παραχώρησης άδειας εκτέλεσης της απόφασης, αλλά είναι θέμα ορθού υπολογισμού που μπορεί να εγερθεί κατά την εκτέλεση.
Για τους πιο πάνω λόγους, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται.