ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D382
(2014) 1 ΑΑΔ 1106
6 Iουνίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. TARUTA SERGEY ALEKSEYEVICH ΚΑΙ 2. ARROWCEST LIMITED, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 378/2014 ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/05/2014 ΚΑΙ 23/05/2014 ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Π.Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ) ΣΤΗΝ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 378/2014.
(Πολιτική Αίτηση 92/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση απαγορευτικών διαταγμάτων με τα οποία παγοποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία που οι αιτητές έχουν στην Κύπρο ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, τίποτα δεν εμπόδιζε τους Αιτητές να τα εγείρουν υπό μορφή ενστάσεως στην εκκρεμούσα διαδικασία οριστικοποίησης τους, ή ακόμη και να καταθέσουν αίτηση δυνάμει της Δ.48 Θ.8(4) ― Απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ή Prohibition ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η παροχή άδειας, όπως και η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία, όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά έφεση, πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ασκείται θετικά ― Ακόμα και αν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ― Η διαδικασία δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της.
Δικαστήριο της Μόσχας εξέδωσε απόφαση προς όφελος ρωσικής τράπεζας και εναντίον του αιτητή 1 και ως επίσης και ενός άλλου προσώπου από τη Ρωσία, για το συνολικό ποσό των $57.000.000 (περίπου) σε ρούβλια.
Τρεις μήνες μετά την έκδοση της απόφασης, η Τράπεζα κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας Γενική Αίτηση για εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης βάσει του σχετικού Κυρωτικού, εφαρμοστέου στην προκειμένη, Νόμου και του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσες) Νόμου του 2000 (Ν.121(1)/2000).
Ταυτόχρονα, κατέθεσε και μονομερή αίτηση εξασφαλίζοντας ενδιάμεσα απαγορευτικά διατάγματα, με τα οποία απαγορευόταν στους αιτητές 1 και 2 (στην παρούσα αίτηση), μεταξύ άλλων, να αποξενώσουν περιουσιακά στοιχεία που έχουν στην Κύπρο, μετοχές που κατέχουν σε εταιρείες και άλλα απορρέοντα από αυτές δικαιώματα.
Τα πιο πάνω διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα στις 28.5.14, αλλά στις 26.5.14 οι αιτητές κατέθεσαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούσαν άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, που θα ακύρωνε τα προαναφερθέντα διατάγματα. Επιπρόσθετα, με την αίτηση, επιδιωκόταν και η αναστολή, μέχρι την εκδίκαση, της σκοπούμενης να καταχωρηθεί αίτησης δια κλήσεως, τόσο της ισχύος των επίδικων διαταγμάτων, όσο και της οποιασδήποτε διαδικασίας στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων, λόγους:
α) Το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδικάσει τη Γενική Αίτηση και κατά συνέπεια να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα καθότι όλοι οι διάδικοι διαμένουν στο εξωτερικό και ενόψει τούτου το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είναι «δικαστήριο» εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Ν.121(1)/2000.
β) Η Αίτηση υπεβλήθη απευθείας από την Τράπεζα ενώ, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των Άρθρων 26 και 27 του Ν.172/1986 θα έπρεπε να διαβιβαστεί από τη Δικαστική Αρχή του τόπου έκδοσης της Απόφασης εφόσον η Τράπεζα δεν έχει τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή της στη Δημοκρατία και η εταιρεία Arrowcrest Ltd (αιτήτρια 2 στην παρούσα) δεν είναι διάδικος.
γ) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και η ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας δυνάμει των προαναφερθέντων Νόμων, αποτελούσε έκδηλο σφάλμα πρόδηλο στο πρακτικό και/ή υπέρβαση εξουσίας και/ή κατά νόμου εξουσίας.
δ) Τα περιστατικά της υπόθεσης στοιχειοθετούσαν εξαιρετικές περιστάσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Έχοντας υπόψη τις νομολογημένες επί του θέματος νομικές αρχές, ήταν προφανές ότι, ενόσω εκκρεμούσε η ακρόαση της αίτησης για τα επίδικα διατάγματα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πολύ λίγα περιθώρια υπήρχαν για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
2. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι οι αιτητές θα είχαν κάθε δυνατότητα να εγείρουν τα ζητήματα που ήγειραν με την παρούσα αίτηση τους - όπως και οποιοδήποτε άλλο ζήτημα - στο πλαίσιο της διαδικασίας οριστικοποίησης ή μη, των επίδικων διαταγμάτων, ώστε το Δικαστήριο, έχοντας πλέον ενώπιον του όλα τα στοιχεία, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ως προς την περαιτέρω τύχη τους.
3. Βέβαια, δεν παραγνωριζόταν ότι με βάση τις πάγιες αρχές της νομολογίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να παρέμβει και να χορηγήσει άδεια της εξεταζόμενης φύσεως, έστω και αν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα.
4. Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν προέκυπτε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις. Το θέμα της δικαιοδοσίας, αυτό από μόνο του δεν τις τεκμηρίωνε.
5. Με βάση τις νομολογημένες αρχές, ο προβαλλόμενος λόγος για έλλειψη δικαιοδοσίας δεν στοιχειοθετεί από μόνος του εξαιρετικές περιστάσεις.
6. Όσο δε αφορούσε στους επιπρόσθετους λόγους, η πρώτη επισήμανση που αναπόφευκτα έπρεπε να γίνει, αφορούσε στη νομιμοποίηση του αιτητή 1 στην υπό κρίση αίτηση, τη στιγμή που τα επίδικα διατάγματα δεν του είχαν ακόμη επιδοθεί και πρωτοδίκως δεν φαινόταν να αντιπροσωπεύεται ή να λαμβάνει επί του παρόντος μέρος στη διαδικασία.
7. Σ' ότι δε αφορούσε στα υπόλοιπα παράπονα, τίποτα δεν εμπόδιζε τους Αιτητές να τα εγείρουν υπό μορφή ενστάσεως στην εκκρεμούσα διαδικασία οριστικοποίησης τους, ή ακόμη και να καταθέσουν αίτηση για παραμερισμό ή διαφοροποίηση τους δυνάμει της Δ.48 Θ.8(4).
8. Περαιτέρω, σε σχέση με το παράπονο ότι παγοποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία της αιτήτριας 2, αξίας σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ η Απόφαση είναι μόνο για 57 (περίπου) εκατομμύρια, ούτε αυτό στοιχειοθετούσε εξαιρετικές περιστάσεις καθ' όσο υπάρχει δικονομικός και ουσιαστικός τρόπος για επίλυση του προβλήματος αυτού στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438,
Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 A.A.Δ. 853,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464,
Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Κωνσταντινίδης (2003) 1 A.A.Δ. 1298,
Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 A.A.Δ. 692,
Fast fact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 A.A.Δ. 1535,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 878.
Αίτηση.
Γεωργιάδης με Πελίδη, για Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 28.2.2014, Δικαστήριο της Μόσχας εξέδωσε απόφαση (στο εξής η Απόφαση) προς όφελος της ρωσικής τράπεζας VTB BANK (στο εξής η Τράπεζα) και εναντίον των Taruta Sergey Alekseyevich από την Ουκρανία και Katunin Aleksandr Yakovlevich, από τη Ρωσία, για το συνολικό ποσό των $57.000.000 (περίπου) σε ρούβλια.
Τρεις μήνες μετά την έκδοση της Απόφασης, στις 16.5.2014, η Τράπεζα κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (στο εξής το Δικαστήριο) τη Γενική Αίτηση 378/14 για εγγραφή και εκτέλεση της Απόφασης βάσει του Κυρωτικού Νόμου της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου του 1986 (Ν.172/1986) και του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσες) Νόμου του 2000 (Ν.121(1)/2000). Ταυτόχρονα, η Τράπεζα, κατέθεσε και μονομερή αίτηση βάσει της οποίας εξασφάλισε στις 20.5.14 ενδιάμεσο διάταγμα, με το οποίο απαγορεύεται:
1. Στον Taruta Sergey Alekseyevich να αποξενώσει τα περιουσιακά στοιχεία που έχει στην Κύπρο - κινητά ή ακίνητα - και πιο συγκεκριμένα τις μετοχές του στις εταιρείες Αrrowcrest ltd και Dargamo Holdings Ltd και
2. Στην εταιρεία Arrowcrest Ltd να αποξενώσει και επιβαρύνει τις μετοχές που κατέχει στις εταιρείες Gdansk Shipyard Group Sp Z.O.O., Tov Fc Metalurg, Igh Industrial Group Holding Ltd, Ishs Industrial Steel Holding Co Ltd και Beton A.D., καθώς επίσης και τα οποιαδήποτε δικαιώματα ή ωφελήματα απορρέουν από τις εν λόγω μετοχές.
Επιπρόσθετα με το προαναφερθέν διάταγμα, η Τράπεζα, εξασφάλισε και περαιτέρω διάταγμα στις 23.5.14 εναντίον της εταιρείας Arrowcrest, με το οποίο της απαγορεύεται να αποξενώσει και επιβαρύνει μετοχές που κατέχει σε άλλες εταιρείες οι οποίες και κατονομάζονται.
Τα πιο πάνω διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα στις 28.5.14, αλλά στις 26.5.14 οι Taruta Sergey Alekseyevich και Arrowcrest Ltd (στο εξής οι Αιτητές) κατέθεσαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούν άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari που θα ακυρώνει τα προαναφερθέντα διατάγματα. Επιπρόσθετα, με την αίτηση, επιδιώκεται και η αναστολή, μέχρι την εκδίκαση της σκοπούμενης να καταχωρηθεί αίτησης δια κλήσεως, τόσο της ισχύος των επίδικων διαταγμάτων, όσο και της οποιασδήποτε διαδικασίας στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης.
Οι λόγοι που επικαλούνται οι Αιτητές για να τύχουν της αιτούμενης άδειας έχουν στο επίκεντρο τους τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και, περαιτέρω, την κατ' ισχυρισμό στοιχειοθέτηση εξαιρετικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι:-
1. Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδικάσει τη Γενική Αίτηση και κατά συνέπεια να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα καθότι (α) όλοι οι διάδικοι διαμένουν στο εξωτερικό και ενόψει τούτου το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είναι «δικαστήριο» εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Ν.121(1)/2000, (β) η Αίτηση υπεβλήθη απευθείας από την Τράπεζα ενώ, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των Άρθρων 26 και 27 του Ν.172/1986 θα έπρεπε να διαβιβαστεί από τη Δικαστική Αρχή του τόπου έκδοσης της Απόφασης εφόσον η Τράπεζα δεν έχει τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή της στη Δημοκρατία και (γ) η εταιρεία Arrowcrest Ltd δεν είναι διάδικος.
Στη βάση των πιο πάνω, είναι θέση των Αιτητών ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και η ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας δυνάμει των προαναφερθέντων Νόμων «. αποτελεί έκδηλο σφάλμα πρόδηλο στο πρακτικό και/ή υπέρβαση εξουσίας και/ή κατά νόμου εξουσίας δεδομένου του γεγονότος ότι ουδείς των διαδίκων διαμένει εντός της Επαρχίας Λευκωσίας».
2. Τα περιστατικά της υπόθεσης στοιχειοθετούν εξαιρετικές περιστάσεις, αφενός λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης και, αφετέρου, λόγω του έκδηλου σφάλματος του Δικαστηρίου να εκδώσει διατάγματα εναντίον της Arrowcrest Ltd που δεν είναι διάδικος. Επιπροσθέτως τούτων, ισχυρίζονται οι Αιτητές, υπάρχουν και άλλα δεδομένα που καταδεικνύουν εξαιρετικές περιστάσεις και ως τέτοια επικαλούνται (α) την απαγόρευση από τα Άρθρα 26 και 27 του Ν. 172/1986 της απευθείας κατάθεσης αίτησης για εγγραφή και εκτέλεση απόφασης ρωσικού Δικαστηρίου, εκτός και εάν ο αιτητής - που δεν είναι τέτοια η παρούσα περίπτωση - διαμένει μόνιμα ή προσωρινά στη Δημοκρατία, (β) τον δυσμενή επηρεασμό των νόμιμων συμφερόντων των Αιτητών συνεπεία της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων, τα οποία πριν ακόμη επιδοθούν στον Alekseyevich, ο οποίος είναι γνωστός επιχειρηματίας στην Ουκρανία και μάλιστα κυβερνήτης της περιοχής Donetsh, δημοσιεύθηκαν και έπληξαν τη φήμη και υπόληψη του, (γ) την αξία των περιουσιακών στοιχείων της Arrowcrest, που ελέγχεται από τον Alekseyevich, η οποία πλησιάζει το 1 δισεκατομμύριο δολάρια Αμερικής και η οποία παγοποιήθηκε, καθώς επίσης και ότι η Απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του Alekseyevich και χωρίς αυτός να τύχει οποιασδήποτε σχετικής ειδοποίησης.
Οι πιο πάνω λόγοι αναπτύσσονται με πληρότητα σε ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, όπως αναπτύχθηκαν με πληρότητα και δια ζώσης από τον κ. Γεωργιάδη κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Με έμφαση στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης, καθώς επίσης και στις συνέπειες που επέφεραν τα επίδικα διατάγματα τα οποία από τη φύση τους φαίνεται να είναι ιδιαίτερα δραστικά. Περαιτέρω, όπως δηλώθηκε από τον κ. Γεωργιάδη, τα επίδικα διατάγματα και τα σχετικά με αυτά έγγραφα δεν επιδόθηκαν ακόμη στον Alekseyevich και για το λόγο αυτό θα 'ταν έτοιμος να αποσύρει την αίτηση εκ μέρους του στην περίπτωση που δοθεί η αιτούμενη άδεια στην εταιρεία.
Μελέτησα την υπό κρίση αίτηση και όσα διά ζώσης ανέπτυξε ενώπιον μου ο κ. Γεωργιάδης και προτού ασκήσω τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος θα 'ταν χρήσιμο να γίνει υπενθύμιση των βασικών αρχών που διέπουν αιτήματα της εξεταζόμενης φύσεως. Πρόκειται για αρχές που αναπτύσσονται και στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα», σελ. 122 και επόμενα, οι οποίες συνοψίζονται ως ακολούθως:
Η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari ή Prohibition - όπως και η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων - εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. (Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438) η οποία, όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά έφεση, πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ασκείται θετικά. (Βλ. Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής Ι. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 A.A.Δ. 853). Ακόμα και αν ο αιτητής ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Κι αυτό καθότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (Αναφορικά με το Γενικό Εισαγγελέα (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464), ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης (Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116). Γενικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του (πρωτόδικου) δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Κωνσταντινίδης (2003) 1 A.A.Δ. 1298, Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 A.A.Δ. 692).
Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες νομικές αρχές είναι νομίζω προφανές ότι, ενόσω εκκρεμεί η ακρόαση της αίτησης για τα επίδικα διατάγματα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πολύ λίγα περιθώρια υπάρχουν για χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι οι αιτητές έχουν κάθε δυνατότητα να εγείρουν τα ζητήματα που εγείρουν με την παρούσα αίτηση τους - όπως και οποιοδήποτε άλλο ζήτημα - στο πλαίσιο της διαδικασίας οριστικοποίησης ή μη των επίδικων διαταγμάτων, ώστε το Δικαστήριο, έχοντας πλέον ενώπιον του όλα τα στοιχεία, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ως προς την περαιτέρω τύχη τους. Βέβαια, δεν παραγνωρίζω ότι με βάση τις πάγιες αρχές της νομολογίας (βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντινίδης (2003) 1 A.A.Δ. 1298 και Fast fact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 A.A.Δ. 1535), το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να παρέμβει και να χορηγήσει άδεια της εξεταζόμενης φύσεως, έστω και αν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα. Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν βλέπω να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και σ' ότι αφορά το θέμα της δικαιοδοσίας, αυτό από μόνο του δεν τεκμηριώνει εξαιρετικές περιστάσεις. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας (2012) 1 Α.Α.Δ. 878, η οποία επανέλαβε την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd (ανωτέρω):
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. ν. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 A.A.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 247). Στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Ο προβαλλόμενος λοιπόν λόγος για έλλειψη δικαιοδοσίας δεν στοιχειοθετεί από μόνος του εξαιρετικές περιστάσεις. Όσο δε αφορά τους επιπρόσθετους λόγους, η πρώτη επισήμανση που αναπόφευκτα κατά την άποψή μου πρέπει να γίνει αφορά την νομιμοποίηση του Alekseyevich ως αιτητή στην υπό κρίση αίτηση, τη στιγμή που τα επίδικα διατάγματα δεν του έχουν ακόμη επιδοθεί και πρωτοδίκως δεν φαίνεται να αντιπροσωπεύεται ή να λαμβάνει επί του παρόντος μέρος στη διαδικασία. Σ' ότι δε αφορά τα υπόλοιπα παράπονα, τίποτα δεν εμποδίζει τους Αιτητές να τα εγείρουν υπό μορφή ενστάσεως στην εκκρεμούσα διαδικασία οριστικοποίησης τους, ή ακόμη και να καταθέσουν αίτηση για παραμερισμό ή διαφοροποίηση τους δυνάμει της Δ.48 θ.8(4). Τέλος, σε σχέση με το παράπονο ότι παγοποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία της Arrowcrest αξίας σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ η Απόφαση είναι μόνο για 57 (περίπου) εκατομμύρια, έχω την άποψη ότι ούτε αυτό στοιχειοθετεί εξαιρετικές περιστάσεις καθόσο υπάρχει δικονομικός και ουσιαστικός τρόπος για επίλυση του προβλήματος αυτού στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.