ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D341
(2014) 1 ΑΑΔ 1010
21 Μαΐου, 2014
[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 4 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΗΣΕΩΣ 67 ΝΕΑ ΕΡΥΘΡΑΙΑ, ΑΘΗΝΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΑΡ. 4 ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ 18567/12 ΕΔ ΠΑΦΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION KAI/Η MANDAMUS ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΣΤΙΣ 30/4/2014 ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ 18567/12 ΕΔ ΠΑΦΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΗΨΗ Ή ΟΧΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΕΝΟΡΚΟΥ ΔΗΛΩΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΥΡΟΥ
Ή ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 2 ΚΑΙ 4,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΣΤΙΣ 16/5/2014 ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 18567/12
ΕΔ ΠΑΦΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΗΨΗ Ή ΟΧΙ
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΥΡΟΥ Ή ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 2 ΚΑΙ 4,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΠΙΦΥΛΑΧΘΕΙΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 22/5/2014 ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ 18567/12 ΕΔ ΠΑΦΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΚΥΡΟΥ Ή ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 2 ΚΑΙ 4 ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΤΟΥ ΑΚΟΥΣΤΕΙ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΚΥΡΟΥ Ή ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 2 ΚΑΙ 4 ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 88/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση ενδιάμεσων αποφάσεων Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση με τις οποίες δεν επετράπη στον αιτητή, προσκόμιση μαρτυρίας αναφορικά με την εγκυρότητα της επίδοσης κατηγορητηρίου στον ίδιο ― Απορριπτική κατάληξη ― Διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο και απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εφαρμοστέες αρχές ― Δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης ― Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος ― Πρέπει να επισυνάπτεται πιστοποιημένο αντίγραφο του διατάγματος ή της απόφασης των οποίων επιζητείται η αναθεώρηση και να προσδιορίζεται επακριβώς το αντικείμενο της αίτησης - Ουσιώδης η παράλειψη επισύναψης που οδηγεί σε απόρριψη.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εφαρμοστέες αρχές ― Πλάνη ― Πρέπει να μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στο τέλος μιας δικαστικής διαδικασίας, συνεκτιμώντας τις τυχόν επιπτώσεις ή μη, στα σχετικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Ο αιτητής ήταν κατηγορούμενος σε ιδιωτική ποινική υπόθεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Επιδίωξε με την αίτηση παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τις οποίες δεν επετράπη στον αιτητή και σε συγκατηγορούμενο του να προσκομίσουν, με τη μεν πρώτη, μαρτυρία υπό μορφή ένορκης δήλωσης και με τη δεύτερη, προφορική μαρτυρία, αναφορικά με την εγκυρότητα ή όχι, κατά το ελληνικό δίκαιο, της επίδοσης κατηγορητηρίου σε αυτούς, στην Ελλάδα.
Επιδιωκόταν επίσης η έκδοση ενταλμάτων Prohibition και Mandamus.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε μεταξύ άλλων, το αίτημα του αιτητή για την προσκόμιση μαρτυρίας υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα της ερμηνείας των διεθνών συμβάσεων και ειδικότερα των προνοιών της εφαρμοστέας Σύμβασης και έκρινε ότι η παρουσίαση μαρτυρίας με σκοπό την αντίκρουση της βεβαίωσης που περιλαμβανόταν σε επιστολή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, θα καταστρατηγούσε τον σκοπό για τον οποίο συνομολογήθηκε η Σύμβαση ο οποίος, όπως ανέφερε, είναι η διευκόλυνση και καθιέρωση αποτελεσματικών μεθόδων νομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στους τομείς που αυτή καλύπτει.
Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε ακόμα και τη θέση του αιτητή ότι με άλλη ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου με άλλη σύνθεση, αποφασίστηκε ότι ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με το ελληνικό δίκαιο και τους κανόνες που εφαρμόστηκαν σε σχέση με την επίδοση που αποτέλεσε το αντικείμενο της εν λόγω απόφασης.
Η αίτηση για παροχή άδειας προς καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος, στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην επιχειρηματολογία ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο παράνομα δεν επέτρεψε στους κατηγορούμενους να προσκομίσουν μαρτυρία για το ισχύον και εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, και ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με το έγκυρο της επίδοσης κατά το Άρθρο 46(1) του Κεφ. 155.
Αποφασίστηκε ότι:
1. H διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
2. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.
3. Σε ό,τι αφορούσε στην νομική πλάνη, δεν είναι αρκετό να υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας των στοιχείων ή της μαρτυρίας.
4. Στην προκειμένη δεν είχε προσκομιστεί η πρώτη, κατά σειρά έκδοσης, απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
5. Η παράλειψη ήταν ουσιώδης και οδηγούσε αναπόφευκτα σε απόρριψη του αιτήματος για ακύρωση της εν λόγω απόφασης.
6. Εξετάστηκαν με προσοχή όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό το φως των θέσεων του αιτητή. Δεν αναδυόταν περίπτωση έκδηλης νομικής πλάνης. Όλα τα παράπονα του αιτητή σχετικά με την δεύτερη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εντάσσονταν στα πλαίσια της ορθότητας της απόφασης. Η διαφορετική αντίληψη των νομικών θέσεων του αιτητή δεν αποτελούσαν λόγο για παραχώρηση άδειας.
7. Περαιτέρω, αν το Επαρχιακό Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε λάθος, δικονομικό ή άλλο ή δεν άσκησε σωστά την εξουσία του ή δεν διαφύλαξε τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης για τον αιτητή, αυτά ήταν θέματα που μπορούσαν να εγερθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ' έφεση, στον κατάλληλο χρόνο.
8. Η θέση του αιτητή περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων δεν ήταν ορθή. Ο αιτητής είχε στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο στον κατάλληλο χρόνο.
9. Εν πάση περιπτώσει, η συμμόρφωση με τις πρωτόδικες αποφάσεις και το νόμο, δεν στερούσε από τον αιτητή τα όποια δικαιώματα του και δεν θα δημιουργούσε κώλυμα, όπως ο αιτητής προέβαλε.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965,
Μαρκίδης κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,
Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,
In Re Aeroporos a.o. (1988)1 C.L.R. 302,
Ευαγγέλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 865,
Ε.Χ. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1554.
Αίτηση.
Α. Χαβιαράς με Μ. Παναγίδη, για τον Αιτητή.
Ex tempore
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής είναι ο κατηγορούμενος 4 στην ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ.18567/12 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Με την παρούσα αίτηση επιδιώκει την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης certiorari για τη μεταφορά της ως άνω ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση των ενδιάμεσων αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.4.2014 και 16.5.2014 αντίστοιχα, με τις οποίες δεν επετράπη στους κατηγορούμενους 2 και 4 να προσκομίσουν, με τη μεν πρώτη, μαρτυρία υπό μορφή ένορκης δήλωσης και με τη δεύτερη προφορική μαρτυρία, αναφορικά με την εγκυρότητα ή όχι, κατά το ελληνικό δίκαιο, της επίδοσης κατηγορητηρίου στους κατηγορούμενους 2 και 4 στην Ελλάδα. Επιδιώκει επίσης την έκδοση ενταλμάτων prohibition και mandamus με στόχο, αντίστοιχα, την απαγόρευση της έκδοσης ενδιάμεσης απόφασης περί της εγκυρότητας της επίδοσης του κατηγορητηρίου και την έκδοση διαταγής προς το Επαρχιακό Δικαστήριο όπως ακούσει μαρτυρία, προφορική ή με ένορκη δήλωση, για το ζήτημα της εγκυρότητας της επίδοσης. Μέχρι την προσκόμιση της μαρτυρίας αυτής, ο αιτητής ζητά όπως ανασταλεί η έκδοση της επιφυλαχθείσας ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορικά με την εγκυρότητα της επίδοσης, η οποία έχει προγραμματιστεί για να εκδοθεί αύριο, 22.5.2014.
Τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τη σχετική έκθεση, συνοψίζονται στα ακόλουθα: Της επίδοσης του κατηγορητηρίου στον αιτητή προηγήθηκαν δύο άλλες επιδόσεις οι οποίες ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 2.5.2013 και 27.2.2014 αντίστοιχα. Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, το εν λόγω δικαστήριο υπεισήλθε και εξέτασε το σύννομο των βεβαιώσεων επίδοσης χωρίς να θεωρήσει ότι κωλυόταν να το πράξει. Όπως προνοείται από το Άρθρο 7 της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου (στο εξής «η Σύμβαση»), η οποία κυρώθηκε με το Ν.55/84, η επίδοση εγγράφων πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο Κράτος στο οποίο γίνεται, που στην προκείμενη περίπτωση είναι το Ελληνικό Δίκαιο. Ως θέμα πραγματικό, το αλλοδαπό δίκαιο πρέπει να αποδειχθεί με την προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα. Στην προκείμενη περίπτωση, η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσκόμισε μαρτυρία εμπειρογνώμονα που να αποδεικνύει ότι ο τρόπος που έγινε η επίδοση στους κατηγορούμενους 2 και 4 έγινε σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο. Ως εκ τούτου η επίδοση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νομότυπη. Προς υποστήριξη της θέσης ότι το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας της Ελλάδας γίνεται παραπομπή στο Παράρτημα 1 της έκθεσης, που είναι φωτοαντίγραφο ένορκης δήλωσης δικηγόρου, στο οποίο επισυνάπτεται γνωμάτευση από Έλληνα δικηγόρο, καθώς και σε απόσπασμα από την εν λόγω γνωμάτευση, σύμφωνα με το οποίο δεν τηρήθηκε το Άρθρο 155 ούτε το Άρθρο 458 σε συνδυασμό με τα Άρθρα 155-164 του εν λόγω Κώδικα.
Αποτελεί θέση του αιτητή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει καθήκον εκ του νόμου να ακούσει προφορική μαρτυρία και/ή να επιτρέψει να δοθεί μαρτυρία με ένορκη δήλωση για το έγκυρο ή όχι της επίδοσης κατά το Ελληνικό Δίκαιο. Περαιτέρω, υπάρχει προφανές νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στο φάκελο της διαδικασίας για τους ακόλουθους λόγους:
(1) παράνομα το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν επέτρεψε στους κατηγορούμενους να προσκομίσουν μαρτυρία υπό τη μορφή της ένορκης δήλωσης, Παράρτημα 1 στην έκθεση·
(2) παράνομα θεωρήθηκε ως εμπόδιο για το δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία για το ισχύον και εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, η φράση «το αίτημα σας δικαστικής συνδρομής ικανοποιήθηκε προσηκόντως», που περιέχεται στη συνοδευτική επιστολή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ημερομηνίας 28.3.2014, στην οποία επισυναπτόταν το αποδεικτικό της επίδοσης του κατηγορητηρίου·
(3) ενώ στο φάκελο της υπόθεσης η επιστολή του πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 5.3.2014, δεν υποδεικνύει εφαρμογή της Σύμβασης, ούτε η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών κάνει επίκληση της Σύμβασης, εντούτοις, επειδή αναφέρεται η φράση ότι «το αίτημα σας δικαστικής συνδρομής ικανοποιήθηκε προσηκόντως», καταλήγει το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι η κρινόμενη επίδοση έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση επειδή έτσι είχε διατάξει·
(4) παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με το έγκυρο της επίδοσης κατά το Άρθρο 46(1) του Κεφ. 155·
(5) το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν τήρησε προηγούμενη δική του απόφαση ημερομηνίας 2.5.2013, με άλλη σύνθεση, από την οποία εσφαλμένα επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί, καθότι τούτο συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και/ή αβεβαιότητα δικαίου σε βαθμό που συνιστά στέρηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ανέπτυξε τις πιο πάνω θέσεις με επιχειρηματολογία και με αναφορά σε νομολογία.
Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα είναι εξαιρετικό μέτρο, η δε αίτηση για χορήγηση προνομιακού εντάλματος εξετάζεται πάντοτε με φειδώ. Ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης» που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. H διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116). Τη διάκριση επισημαίνει εύστοχα ο Basu στο σύγγραμμα Commentary on the Constitution of India, 3ος τόμος, σελ. 583:
«While appeal is a remedy for correcting an erroneous decision (whether on fact or non law), the writ of certiorari does not issue to correct a mere erroneous decision or irregularity in procedure except where the error is one of law which is apparent on the face of the record or it constitutes a denial of natural justice.»
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, σελ. 62, § 119:-
«Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law. When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction.»
(Βλ επίσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516).
Εκεί και όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες που ενδεχομένως να υπάρχουν για έγκριση της αίτησης στην ουσία εξαφανίζονται και η αίτηση απορρίπτεται ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (Βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965, Μαρκίδης κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).
Θα πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί σε ό,τι αφορά την νομική πλάνη, πως δεν είναι αρκετό να υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας των στοιχείων ή της μαρτυρίας.
Στρεφόμενη στην αίτηση, παρατηρώ ότι δεν έχει προσκομιστεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 30.4.2014. Είναι καλά νομολογημένο πως πρέπει να επισυνάπτεται και να προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου πιστοποιημένο αντίγραφο του διατάγματος ή της απόφασης των οποίων επιζητείται η αναθεώρηση και να προσδιορίζεται επακριβώς το αντικείμενο της αίτησης (βλ. μεταξύ άλλων, In Re Aeroporos a.o. (1988)1 C.L.R. 302). Στην υπόθεση Ευαγγέλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 865 ο Νικήτας, Δ. ανέφερε τα ακόλουθα:
«Θα πω ευθύς αμέσως ότι δεν μπορεί να πετύχει η αίτηση. Δεν προσκομίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα του Δικαστηρίου ... ... . σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Ότι επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση του αιτητή είναι άσχετο ... . . . ... ... ...
Καταλήγω ότι εδώ η παράλειψη είναι ουσιώδης. Χωρίς το αντίγραφο της απόφασης ή του διατάγματος το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ασκήσει τη δικαιοδοσία του. Η αίτηση πρέπει, για το λόγο αυτό, ν' απορριφθεί.»
Υιοθετώ πλήρως την πιο πάνω προσέγγιση και καταλήγω ότι η παράλειψη του αιτητή να επισυνάψει αντίγραφο της απόφασης ημερομηνίας 30.4.2014, οδηγεί αναπόφευκτα σε απόρριψη του αιτήματος του για ακύρωση της εν λόγω απόφασης.
Στρέφομαι τώρα στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 16.5.2014. Παρατηρώ ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού εξέτασε το αίτημα του αιτητή για την προσκόμιση μαρτυρίας, υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα της ερμηνείας των διεθνών συμβάσεων και του προοιμίου και προνοιών της Σύμβασης, έκρινε ότι η παρουσίαση μαρτυρίας με σκοπό την αντίκρουση της βεβαίωσης που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερομηνίας 28.3.2014 της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, θα καταστρατηγούσε τον σκοπό για τον οποίο συνομολογήθηκε η Σύμβαση, ο οποίος, όπως αναφέρει, είναι η διευκόλυνση και καθιέρωση αποτελεσματικών μεθόδων νομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στους τομείς που καλύπτει η Σύμβαση. Αναφέρει δε καταληκτικά πως «.αυτή η βεβαίωση που προέρχεται από την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, θεωρώ ότι θα βρισκόταν εκτός του πνεύματος της Σύμβασης και του επιδιωκόμενου σκοπού της.» Στην απόφαση του το δικαστήριο πραγματεύτηκε και τη θέση του αιτητή ότι με την ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 2.5.2013, με άλλη σύνθεση, αποφασίστηκε ότι ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με το ελληνικό δίκαιο και τους κανόνες που εφαρμόστηκαν σε σχέση με την επίδοση που αποτέλεσε το αντικείμενο της εν λόγω απόφασης. Σημείωσε σχετικά ότι στην απόφαση ημερομηνίας 2.5.2013, δεν τέθηκε και δεν αποφασίστηκε το επίμαχο ζήτημα που καλείτο το ίδιο να επιλύσει, δηλαδή κατά πόσο, με δεδομένο ότι εφαρμόζεται η Σύμβαση και υπάρχει βεβαίωση της αρμόδιας αρχής της Ελλάδας ότι το αίτημα για παροχή δικαστικής συνδρομής ικανοποιήθηκε προσηκόντως, είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας. Σημείωσε ακόμη ότι το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη έκρινε στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιον του ότι οι επιδόσεις που είχαν πραγματοποιηθεί ήταν άκυρες, για το λόγο, μεταξύ άλλων, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της Σύμβασης και δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι επιδόσεις είχαν γίνει με βάση τη Σύμβαση. Κατέληξε δε για το ζήτημα, ότι η εν λόγω απόφαση δεν ήταν δεσμευτική ούτε αποτελούσε προηγούμενο, αφού διέπετο από διαφορετικό αντικείμενο και διαφορετικά δεδομένα.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία υπό το φως των θέσεων του αιτητή όπως αναπτύχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατά την προφορική συζήτηση ενώπιον μου. Θεωρώ ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε περίπτωση έκδηλης νομικής πλάνης. Όλα τα παράπονα του αιτητή σχετικά με την απόφαση ημερομηνίας 16.5.2014 εντάσσονται στα πλαίσια της ορθότητας της απόφασης. Η διαφορετική αντίληψη των νομικών θέσεων του αιτητή δεν αποτελούν λόγο για παραχώρηση άδειας, (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Ε.Χ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1554). Περαιτέρω, αν το Επαρχιακό Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε λάθος, δικονομικό ή άλλο ή δεν άσκησε σωστά την εξουσία του ή δεν διαφύλαξε τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης για τον αιτητή, αυτά είναι θέματα που μπορούν να εγερθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ' έφεση, στον κατάλληλο χρόνο. Σε ό, τι αφορά το παράπονο του αιτητή ότι έχει στερηθεί του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, υπενθυμίζεται ότι ζητήματα της δίκαιης δίκης αποτελούν αντικείμενο εξέτασης στο τέλος μιας δικαστικής διαδικασίας, συνεκτιμώντας τις τυχόν επιπτώσεις ή μη στα σχετικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με τον αιτητή, «η ενδιάμεση απόφαση» - δεν προσδιορίζει ποια από τις δύο που είναι αντικείμενο της αίτησης - δεν είναι πρόσφορο να προσβληθεί με έφεση γιατί είναι αδύνατο να εκδοθεί κατ' έφεση απόφαση πριν την 22.5.2014. Τούτο, κατά την εισήγηση του, δημιουργεί «ειδικές εξαιρετικές περιστάσεις», οι οποίες συνίστανται στο ότι ο αιτητής τώρα τίθεται ενώπιον ενός ανυπόφορου διλήμματος. Αν προσέλθει στις 22.5.2014, οπόταν θα εκδοθεί η ενδιάμεση απόφαση που επιφυλάχθηκε για το έγκυρο ή όχι της επίδοσης, απεμπολεί το δικαίωμα αμφισβήτησης της επίδοσης που του δόθηκε, ενώ αν δεν προσέλθει και η επίδοση κριθεί έγκυρη, κινδυνεύει να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Η θέση του αιτητή δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Όπως έχει επισημανθεί πιο πάνω, ο αιτητής έχει στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο στον κατάλληλο χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, η συμμόρφωση με τις πρωτόδικες αποφάσεις και το νόμο δεν στερεί από τον αιτητή τα όποια δικαιώματα του και δεν παρεμβάλλει κώλυμα. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει απεμπόληση του δικαιώματος έφεσης ή εμπόδιο στην προώθηση της.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν δικαιολογείται να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια για χορήγηση των αιτουμένων θεραπειών και η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.