ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D320
(2014) 1 ΑΑΔ 958
14 Μαΐου, 2014
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΥΡΟΣΑΒΒΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΕΙ ΣΤΙΣ 27/2/14
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 18567/12, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ/Η
ΚΡΙΘΗΚΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΙΚΑ ΕΓΚΥΡΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 2 ΚΑΙ 4 ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΑ 12, 30, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 43/48, 89 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1-10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ, ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΠΟΥ ΚΥΡΩΘΗΚΕ
ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 55/1984 ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, ΔΙΑΤΑΓΗ 59, 4(2) 5, 9 18(1) ΚΑΙ 19(2)(3), ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 56/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε, ότι δεν υπήρχε σε ποινική υπόθεση νομικά έγκυρη επίδοση κατηγορητηρίων ― Απορριπτική κατάληξη.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως Certiorari ή Mandamus δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου.
Ο αιτητής επιδίωξε την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου που εξεδόθη στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης και με την οποία κρίθηκε, ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου νομικά έγκυρη επίδοση των κατηγορητηρίων στους κατηγορουμένους 2 και 4.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, δεν υπήρξε εκ μέρους της πλευράς του παραπονούμενου πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα, Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, Νόμου του 1984, Ν. 55/84 η οποία ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη.
Έκρινε επίσης ότι η πιο πάνω παράβαση δεν μπορούσε να θεραπευθεί και δεν μπορούσε να γίνει παρέκκλιση από τις πρόνοιες της Σύμβασης ενόψει του ότι αυτή είναι Διακρατική και θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., έκδηλη νομική πλάνη και/ή έκδηλο νομικό σφάλμα εμφανές στην προσβαλλόμενη απόφαση, υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας.
β) Συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις και δεν υπήρχε διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα, δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο.
2. Σύμφωνα με την Ποινική Δικονομία, Κεφ. 155, Άρθρο 44(1) και 89(1) η επίδοση σε κατηγορούμενο θα πρέπει να αποδεικνύεται. Συνεπώς είναι η υποχρέωση του Δικαστηρίου προτού προχωρήσει σε οποιοδήποτε περαιτέρω βήμα στη διαδικασία, να ικανοποιηθεί για την ορθή επίδοση του κατηγορητηρίου σε κατηγορούμενο.
3. Επίσης η κατάθεση των επιστολών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης που έγινε στην προκειμένη, δεν αποστερούσε από το Δικαστήριο την εξέταση του ζητήματος που πρόβαλαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων. Απεναντίας ήταν υποχρέωση του βάσει του Κεφ. 155, Άρθρα 44(1) και 89(1) να εξετάσει κατά πόσο η φερόμενη ως επίδοση ήταν νόμιμη και ορθή.
4. Ο χειρισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν επιτρεπτός και εντός των εξουσιών του.
5. Η αίτηση ήταν απορριπτέα και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο συνήγορος του παραπονούμενου δεν ζήτησε από το πρωτόδικο Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης των κατηγορουμένων 2 και 4 ώστε να εξασφαλιζόταν η παρουσία τους ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς και αν ακόμη επετύγχανε στην έκδοση Certiorari, ουδέν πρακτικό αποτέλεσμα θα είχε.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ 878,
Erin Resources S.A. κ.ά. ν. Prime Int. Alliance Inc. (2014) 1 Α.Α.Δ. 56,
Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398,
Μακρίδου (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1732.
Αίτηση.
Αλ. Μελάς, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Με την αίτηση του ο αιτητής εξαιτείται άδειας για καταχώρηση αίτηση διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari γι' ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 27/2/14, που εξεδόθη στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αρ. 18567/12 και με την οποία κρίθηκε, ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου νομικά έγκυρη επίδοση των κατηγορητηρίων στους κατηγορουμένους 2 και 4.
Σύμφωνα με το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου καταχωρήθηκε η υπ' αρ. 18567/12 ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον οκτώ (8) κατηγορουμένων. Την 10/9/13 ότε ήταν, μεταξύ άλλων, ορισμένη γι' επίδοση στους κατηγορουμένους αρ. 2 και 4, οι κατηγορούμενοι αυτοί δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο. Εκπροσωπήθηκαν όμως από δικηγόρους. Σύμφωνα με το πρακτικό της άνω ημερομηνίας ο δικηγόρος του παραπονουμένου παρουσίασε στο Δικαστήριο «επίδοση» στους κατηγορουμένους 2 και 4 τα έγγραφα της οποίας το Δικαστήριο σημείωσε ως τεκμ. Α και Β αντίστοιχα. Να σημειωθεί ότι αντίγραφα των τεκμηρίων αυτών δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, όπως φαίνεται όμως από την πρωτόδικη απόφαση αυτά είναι επιστολές του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως στις οποίες επισυνάπτονται βεβαιώσεις των ελληνικών αρχών περί επιδόσεων των κατηγορητηρίων στους κατηγορούμενους 2 και 4. Στη συνέχεια οι δικηγόροι των κατηγορουμένων 2 και 4 μεταξύ άλλων αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της επίδοσης και το δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 30/10/13 «δια προγραμματισμό της ακρόασης για τους κατηγορουμένους 1, 3, 5 και 6, αγορεύσεις όσον αφορά τους κατηγορουμένους 2 και 4 για το θέμα της επίδοσης» και ανέστειλε την ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου 8 κατόπιν καταχώρησης αναστολής ποινικής δίωξης εναντίον του. Παρενθετικά αναφέρεται ότι εναντίον της κατηγορουμένης 7 το Δικαστήριο δεν εξέδωσε ένταλμα σύλληψης παρόλο που ζητήθηκε από το συνήγορο του παραπονουμένου για το λόγο ότι δεν ήταν παρούσα. Το Δικαστήριο ουδέν ανέφερε περί τούτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο την 27/2/14 εξέδωσε την απόφαση του επί του εγερθέντος θέματος και έκρινε ότι «δεν είχε ενώπιον του νομικά έγκυρη επίδοση των κατηγορητηρίων στους κατηγορουμένους 2 και 4».
Το πιο πάνω ήταν αποτέλεσμα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του παραπονουμένου και δικηγόρου του πλήρης συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα, Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, Νόμου του 1984, Ν. 55/84 («η Σύμβαση»). Στην σελ. 7 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρονται τ' ακόλουθα σχετικά:
«Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Σύμβασης, αφού, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης, η δικαστική αρωγή δεν έλαβε χώρα από τις δικαστικές αρχές των Συμβαλλομένων Μερών και δεν υπήρξε οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους μέσω των αντίστοιχων Υπουργείων Δικαιοσύνης. Αντ' αυτού οι δικηγόροι του Παραπονούμενου απευθύνθηκαν απευθείας στο ημεδαπό Υπουργείο Δικαιοσύνης και ζήτησαν να κινητοποιηθεί ο μηχανισμός που προβλέπει η Σύμβαση για την επίδοση των κατηγορητηρίων και η οποιαδήποτε επικοινωνία των αντίστοιχων Υπουργείων Δικαιοσύνης δεν έγινε μετά από οδηγίες ή με τη συνδρομή των δικαστικών αρχών.»
Έκρινε επίσης ότι η πιο πάνω παράβαση δεν μπορούσε να θεραπευθεί και δεν μπορούσε να γίνει παρέκκλιση από τις πρόνοιες της «Σύμβασης» ενόψει του ότι είναι Διακρατική και θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά.
Οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται η αίτηση είναι:
Α. Παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και Άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.
Β. Έκδηλη νομική πλάνη και/ή έκδηλο νομικό σφάλμα εμφανές στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Γ. Υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας.
Δ. Ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων και ανυπαρξία άλλου ένδικου μέσου.
Στις παραγρ. 7.1-8 της ένορκης δήλωσης Παπαθεοδώρου, επί της οποία στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται με λεπτομέρεια τα όσα πρόβαλε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή για προώθηση της αίτησης. Αυτά είναι:
«7.1 Όπως καλύτερα γνωρίζω, πιστεύω και πληροφορούμαι η όλη προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου είναι έκδηλα εσφαλμένη, εντελώς αντίθετη με τις νομοθετικές πρόνοιες και αρχές της ποινικής δίκης και της ποινικής δικονομίας.
2. Πουθενά δεν προβλέπεται, σε αντίθεση με πολιτικές διαδικασίες, το δικαίωμα κατηγορουμένου να εμφανιστεί μέσω δικηγόρου και να αμφισβητήσει την επίδοση του κατηγορητηρίου σε αυτόν μέσω αιτιάσεων που δεν αφορούν αυτή καθ' αυτή την επίδοση.
3. Ενώ δέχτηκε ότι η επίδοση ΟΝΤΩΣ πραγματοποιήθηκε εντούτοις επέτρεψε στους δικηγόρους των Κατηγορουμένων να εμφανίζονται και να προωθούν ενστάσεις σε σχέση με την επίδοση.
4. Το Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας που επικαλέστηκε το Ε.Δ. Πάφου προϋποθέτει την απόδειξη επίδοσης, πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε αποδειχτεί.
5. Αντιμετώπισε το ζήτημα με βάση τις αρχές που ισχύουν σε Πολιτικές Υποθέσεις στις οποίες όμως εφαρμόζονται ρητές πρόνοιες κανονισμών που θεσμοθετούν την εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, ενώ απεναντίας στα σχετικά άρθρα της Ποινικής δικονομίας επιτάσσουν την αυτοπρόσωπη παράταση του Κατηγορουμένου εκτός από εξαιρέσεις οι οποίες δεν ισχύουν εδώ. Ούτε καν τέθηκε τέτοιο ζήτημα εξαιρέσεων από τους Κατηγορουμένους Καθ' ων η Αίτηση.
6. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του και/ή ουσιαστικά εστερείτο δικαιοδοσίας να προχωρήσει στην ακύρωση μιας επίδοσης που έλαβε χώρα νομότυπα και ορθά μέσω των αρμόδιων αρχών φορέων και αποδεικνύεται από έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Η επίδοση πραγματοποιήθηκε βάση του Ελληνικού Δικαίου, όπως επιτάσσουν τα Άρθρα 6 και 7 του Ν. 55/1984 και δεν τέθηκε θέμα ένστασης σε σχέση με το θέμα αυτό από τους δικηγόρους των Καθ' ων η Αίτηση. Οι ενστάσεις αφορούσαν την διαδικασία επίδοσης και όχι την επίδοση αυτή καθ' αυτή.
7. Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με θέματα που δεν έπρεπε να ασχοληθεί συμπεριφερόμενο ως Δικαστήριο που ασκεί αστική δικαιοδοσία, εφαρμόζοντας αρχές που ισχύουν σε πολιτικές διαδικασίες.
8. Όπως πιστεύω και πληροφορούμαι οι λόγοι για τους οποίους προωθείται η παρούσα Αίτηση συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις καθώς τα εγειρόμενα θέματα εκτός από πρωτότυπα, ενέχουν θεμελιακή σημασία για την ποινική δικονομία και διαδικασία. Επίσης το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο στη διάθεση του Αιτητή θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να δώσει την Άδεια για να καταχωρηθεί προνομιακό ένταλμα certiorari."
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος ρωτήθηκε τι θα εξυπηρετούσε η παρούσα διαδικασία, έστω και αν πετύγχαινε ο αιτητής, εφόσον πλέον δεν μπορεί να εξαναγκασθεί η παρουσία των κατηγορουμένων 2 και 4 στο πρωτόδικο Δικαστήριο εκτός και αν γίνει εκ νέου επίδοση.
Η απάντηση του συνηγόρου ήταν ότι επιθυμούσε να καταδείξει ότι ο πρωτόδικος χειρισμός και απόφαση του ενέχουν λανθασμένη προσέγγιση.
Πιστεύω ότι η νομολογία μας έχει επιλύσει το θέμα υπό εξέταση με αποφάσεις της Ολομέλειας Η αποκρυσταλλωμένη πλέον θέση της νομολογίας φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (άνω):
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878, Erin Resources S.A. κ.ά. ν. Prime Int. Alliance Inc. (2014) 1 Α.Α.Δ. 56).
Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία, βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116, αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως certiorari ή mandamus δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου.
Όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι κατοχυρωμένο βάσει των Άρθρων 12(5)(γ) και 30.3(δ) του Συντάγματος, κατηγορούμενος να έχει το δικαίωμα εκπροσώπησης σε ποινική δίκη από συνήγορο της επιλογής του. Το δικαίωμα συνάπτεται προς τις αρχές της δίκαιης δίκης και ασκείται μέσα στο πλαίσιο αυτής και όχι έξω από αυτό.
Από το σημείο επιλογής του δικηγόρου και μετά αρχίζει η δικαστική λειτουργία η οποία ρυθμίζεται στη βάση συνταγματικών προνοιών και ειδικότερα από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, τα θέσμια και την καθιερωμένη δικαστική πρακτική. Οι εμπλεκόμενοι στη δίκη έχουν υποχρέωση συμμόρφωσης με τη δικαστική διαδικασία.
Σύμφωνα με την Ποινική Δικονομία, Κεφ. 155, Άρθρο 44(1) και 89(1) η επίδοση σε κατηγορούμενο θα πρέπει να αποδεικνύεται. Συνεπώς είναι η υποχρέωση του Δικαστηρίου προτού προχωρήσει σε οτιδήποτε περαιτέρω βήμα στη διαδικασία να ικανοποιηθεί για την ορθή επίδοση του κατηγορητηρίου σε κατηγορούμενο. Αυτό έπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση μετά που το θέμα ηγέρθη από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων 2 και 4. Κατά την έγερση και εξέταση του θέματος, δεν ζητήθηκε από το συνήγορο του παραπονουμένου η παρουσία των κατηγορουμένων 2 και 4 στο Δικαστήριο. Επίσης η κατάθεση των τεκμ. Α και Β επιστολών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης δεν αποστερούσε από το δικαστήριο την εξέταση του ζητήματος που πρόβαλαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων. Απεναντίας ήταν υποχρέωση του βάσει του Κεφ. 155, Άρθρα 44(1) και 89(1) να εξετάσει κατά πόσο η φερόμενη ως επίδοση ήταν νόμιμη και ορθή. Ο χειρισμός δε που προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει το θέμα της επίδοσης στους κατηγορούμενους 2 και 4 εν τη απουσία τους, κάτω από τις περιστάσεις που έχουν αναφερθεί, ήταν επιτρεπτός εντός των εξουσιών του.
Με βάση όλα τα πιο πάνω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη άδεια.
Την αίτηση θα την απέρριπτα και για ένα ακόμη λόγο.
Στην Μακρίδου (αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1732, 1735 υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Basu "Commentary on the Constitution of India", 5η έκδοση, σελ. 685:
«The modern view, therefore, appears to be that in all cases, the jurisdiction in certiorari is discretionary. Hence,
1. Even when the application is made by a "person aggrieved", the Court may and has refused to grant certiorari in view of the conduct of the applicant or other special circumstances, e.g.,
(a) .......................
(f) That the remedy would be useless. The writ will not be granted where no benefit could arise from granting it, ...."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είναι παραδεκτό ότι την 10/9/13 (βλ. και σχετικό πρακτικό) ο συνήγορος του παραπονούμενου δεν ζήτησε από το πρωτόδικο δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης των κατηγορουμένων 2 και 4 ώστε να εξασφαλισθεί η παρουσία τους ενώπιον του δικαστηρίου. Συνεπώς και αν ακόμη πετύγχαινε στην έκδοση certiorari και ακύρωνα την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 27/2/14, ουδέν πρακτικό αποτέλεσμα θα είχε. Η παραχώρηση certiorari θα ήταν ατελέσφορο μέτρο.
Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται.