ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Μ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2021, 20/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D151
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ , Αίτηση Aρ. 47/2022, 3/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D172
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 191/2019, 22/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:D27
PETER KRAEMER HOLDINGS LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 153/2016, 30/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:A48
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
ΙΩΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 33/2018, 2/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:D210
Odyssey Retriever Inc (2016) 1 ΑΑΔ 540, ECLI:CY:AD:2016:D109
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.D.S. , Πολιτική αίτηση αρ.217/21, 24/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:D523
CPS Freight Services Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 1720, ECLI:CY:AD:2014:D535
Ευδόκας Πέτρος (2015) 1 ΑΑΔ 1766, ECLI:CY:AD:2015:D533
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2019, 23/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:D385
Zirtovia Ltd (B.V.I.) και Άλλες (2016) 1 ΑΑΔ 3007, ECLI:CY:AD:2016:D585
Ευδόκας Πέτρος (2016) 1 ΑΑΔ 3018, ECLI:CY:AD:2016:A586
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ.Σ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2017, 9/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:D75
Moran James Steven ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 926, ECLI:CY:AD:2016:A185
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394
ECLI:CY:AD:2014:A238
(2014) 1 ΑΑΔ 756
2 Απριλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
Ν. 33/64 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ ΜΑΚΡΙΔΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
Εφεσείων-Αιτητής,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 18/9/2012 ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ ΜΑΚΡΙΔΗ ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 302 ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΟΛΥΜΝΙΑΣ 29, ΣΤΗΝ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 194/12.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 514/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση εντάλματος έρευνας των υποστατικών στα οποία διέμενε ο Αιτητής, ως επίσης και των οχημάτων του ― Απορριπτική κατάληξη ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας κρίσης περί ύπαρξης ορθού δικαιοδοτικού πλαισίου.
Ποινική Δικονομία ― Ένταλμα έρευνας ― Η πεποίθηση της Αστυνομίας περί ύπαρξης εύλογης υποψίας, καμία επίδραση δεν έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε και αρκεί για τη νόμιμη έκδοση του εντάλματος. Το Δικαστήριο οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση.
Λέξεις και φράσεις ― «Εύλογη αιτία να πιστεύεται» και «εύλογη υποψία» στο Άρθρο 27 του Κεφ. 155 ως έχει τροποποιηθεί.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε απορριπτική απόφαση, επί αίτησης για παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση διατάγματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση του εντάλματος έρευνας των υποστατικών στα οποία διέμενε ο εφεσείων, ως επίσης και των οχημάτων του, το οποίο εξεδόθη από Επαρχιακό Δικαστήριο.
Στο πλαίσιο διερεύνησης των αδικημάτων συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης εισαγωγής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια και κατοχής 5 κιλών κάνναβης, αδικήματα που διαπράχθηκαν στην Κύπρο και Σλοβακία από τις αρχές Ιουλίου του 2012 μέχρι 10.9.2012, καθώς και για τα αδικήματα της παράνομης εισαγωγής κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια άγνωστης ποσότητας κάνναβης που ο εφεσείων φερόταν να εισήγαγε από τη Σλοβακία στην Κύπρο, επιζητήθηκε η έκδοση διατάγματος έρευνας της κατοικίας του εφεσείοντα για εντοπισμό και κατάσχεση των πλαστών ταυτοτήτων που χρησιμοποίησε, καθώς και εισιτηρίων μετάβασής του στο εξωτερικό, αποδείξεων παραλαβής χρημάτων και οποιωνδήποτε εγγράφων που σχετίζονται με την υπόθεση.
Με βάση, τη σχετική μαρτυρία και προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, Επαρχιακός δικαστής εξέδωσε και ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα, καθώς επίσης, ένταλμα έρευνας της κατοικίας του στην Αγλαντζιά, προς εντοπισμό και κατάσχεση των πλαστών ταυτοτήτων, καθώς και εισιτηρίων μετάβασής του στο εξωτερικό, αποδείξεων παραλαβής χρημάτων και οποιωνδήποτε εγγράφων που σχετίζονταν με την υπόθεση.
Ο εφεσείων αναζήτησε θεραπεία προνομιακού εντάλματος, αξιώνοντας την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος της φύσεως certiorari για μεταφορά ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας.
Επικαλέστηκε έλλειψη δικαιοδοσίας και εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας καθώς όπως ισχυρίστηκε δεν υπήρχε διαπίστωση από το ίδιο το Δικαστήριο ότι υπήρχε εύλογος υπόνοια. Συνακόλουθα, έθεσε, ότι στο ένταλμα έρευνας δεν γινόταν καμία αναφορά σε διαπίστωση του Δικαστηρίου περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, αλλά και η σχετική αναφορά στο αιτιολογικό της έκδοσης του εντάλματος, ήταν εντελώς αυθαίρετη.
Το Δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε σε πρώτο βαθμό της αίτησης για παροχή άδειας, κατέληξε μεταξύ άλλων, ότι η ένορκη δήλωση προς στήριξη του αιτήματος, ήταν ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη και ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, όπως τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, είχε στοιχειοθετηθεί επαρκώς η ύπαρξη εύλογης αιτίας, σε συνάρτηση με τα αντικείμενα για τα οποία επιδιωκόταν η ανεύρεση και, ως εκ τούτου, είχε τεκμηριωθεί η απαραίτητη δικαιοδοτική προϋπόθεση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155.
Η πιο πάνω κατάληξη προσβλήθηκε με δύο λόγους έφεσης. Ο εφεσείων προέβαλε ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το υπό αναφορά Άρθρο 27 του Κεφ.155, καθώς και τη σχετική νομολογία, και ότι δεν αξιολόγησε σωστά την ενώπιόν του γραπτή ένορκη δήλωση του αστυφύλακα, σε συνάρτηση με το ένταλμα σύλληψης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκειμένη περίπτωση, το ένταλμα ζητήθηκε σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που περιστρέφονται γύρω από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο. Εκδόθηκε, δε, όπως εντοπίζεται από το ίδιο το περιεχόμενο του σχετικού εντάλματος, δυνάμει του προαναφερθέντος Νόμου και των σχετικών προνοιών του Κεφ. 155.
2. Όπως επισημάνθηκε από τη νομολογία, το κριτήριο των Άρθρων 29(3) του Ν.29/77 και 27 του Κεφ. 155 είναι ουσιαστικά ενιαίο, εφ' όσον απαιτείται όπως ο δικαστής ικανοποιηθεί, επί της ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ή «εύλογη υποψία».
3. Το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος θέτει ρητή υποχρέωση δέουσας αιτιολόγησης εντάλματος έρευνας. Συνακόλουθα, ο δικαστής θα πρέπει να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, στη βάση των στοιχείων που αναδύονται μέσα από την ενώπιόν του μαρτυρία. Η πεποίθηση της Αστυνομίας περί ύπαρξης εύλογης υποψίας, καμία επίδραση δεν έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε και αρκεί για τη νόμιμη έκδοση του εντάλματος. Το Δικαστήριο οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση.
4. Στην υπό κρίση περίπτωση η ένορκη δήλωση που παρουσιάστηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας, ήταν εκτεταμένη και εμπεριστατωμένη.
5. Λανθασμένη ήταν και η προσέγγιση του συνηγόρου του εφεσείοντα που περιστρεφόταν γύρω από τη θέση πως η εύλογη αιτία ότι εντός των υπό αναφορά υποστατικών, υπήρχαν αντικείμενα που θα βοηθούσαν στη διερεύνηση της υπόθεσης, αποτελεί υπόνοια που εκδηλώθηκε από τον Αστυφύλακα. Η διαπίστωση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης, ανήκε στον εκδώσαντα το ένταλμα δικαστή. Διαπίστωση που αναμφίβολα στηρίχθηκε στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ήταν ενώπιόν του. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας.
6. Ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος αναφερόταν σε εισήγηση περί λανθασμένης αντίληψης του λεκτικού του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας, ήταν επίσης αβάσιμος. Δεν υπήρχε βάση ούτε στο παράπονο του εφεσείοντα, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε στην ένορκη δήλωση να καταγράφεται από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό η φρασεολογία «πιστεύεται ότι υπάρχει εύλογος αιτία».
7. Υποχρέωση του ενόρκως δηλούντος ήταν η ένορκη παράθεση στοιχείων και μόνο και όχι η κατάληξη σε συμπεράσματα.
8. Η εισήγηση περί ύπαρξης λανθασμένου νομικού υποβάθρου στο ένταλμα ήταν ορθή, αλλά οδηγήθηκε σε απόρριψη λόγω μη ύπαρξης σχετικού λόγου έφεσης, δεδομένου ότι δεν συζητήθηκε ούτε πρωτόδικα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282,
In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,
Πουργούρη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2604,
The People (Director of Public Prosecutions) v. Kenny (1990) 2.I.R.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μιχαηλίδου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 194/12), ημερομηνίας 30/12/12.
Γ. Μυλωνάς μαζί με την Δ. Δευτερά (κα), για τον Εφεσείοντα.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 18/9/2012 και στα πλαίσια διερεύνησης αδικημάτων σχετικών με παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών από την Σλοβακία στην Κύπρο, επιζητήθηκε η έκδοση διατάγματος έρευνας της κατοικίας του Εφεσείοντα, για εντοπισμό και κατάσχεση πλαστών ταυτοτήτων που χρησιμοποίησε ο Εφεσείων, καθώς και εισιτηρίων μετάβασής του στο εξωτερικό, αποδείξεων παραλαβής χρημάτων και οποιωνδήποτε εγγράφων που σχετίζονται με την υπόθεση.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για έκδοση του προαναφερθέντος εντάλματος έρευνας και με βάση τα οποία κρίθηκε από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δικαιολογημένη η παροχή του εν λόγω εντάλματος, εμφαίνονται σε ένορκη δήλωση του αστυφύλακα 1486 Γ. Χειμωνή. Είναι επιβεβλημένη η λεπτομερής καταγραφή τους, δεδομένης της καταλυτικής σημασίας που ενέχουν στα πλαίσια της υπό κρίση περίπτωσης.
Στις 3/9/2012 οι Τελωνειακές Αρχές του Αεροδρομίου Μπρατισλάβας, στη Σλοβακία, εντόπισαν δέμα συγκεκριμένης διεθνούς εταιρείας ταχυμεταφορών, εντός του οποίου υπήρχαν τέσσερις τελικές εξατμίσεις (εξώστ) μοτοσυκλέτας Suzuki, εντός των οποίων υπήρχε συσκευασμένη φυτική ύλη ομοιάζουσα με κάνναβη, συνολικού βάρους πέντε περίπου κιλών. Αποστολέας του δέματος, σύμφωνα με την ετικέτα που έφερε το εν λόγω δέμα, παρουσιαζόταν κάποιος Pavel Pavlov και παραλήπτης κάποιος Vladimir Κarof, Mουρούζη 16, Διαμέρισμα 22, Λευκωσία. Αφού έγιναν όλες οι νόμιμες διαδικασίες ελεγχόμενης παράδοσης, τα ναρκωτικά αφαιρέθηκαν και κατασχέθηκαν από τις Αρχές της Σλοβακίας και το δέμα μεταφέρθηκε στην Κύπρο με συνοδεία μέλους της ΥΚΑΝ, στις 9/9/2012. Την επομένη, το δέμα ανοίχθηκε στην ΥΚΑΝ Αρχηγείου και αφού λήφθηκε αριθμός φωτογραφιών, τα εξώστ ανοίχθηκαν και εντός αυτών τοποθετήθηκαν νάϊλον συσκευασίες με φυτόχωμα. Στη συνέχεια, παραδόθηκε στην εταιρεία ταχυμεταφορών, στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, για παράδοση στον δικαιούχο. Μέλη της ΥΚΑΝ παρακολουθούσαν το δέμα, το οποίο μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα στα γραφεία της εταιρείας στη Λευκωσία, για να γίνει διευθέτηση παράδοσης στο δικαιούχο. Τα ονόματα, τόσο του αποστολέα, όσο και του παραλήπτη, μετά από σχετικές εξετάσεις που έγιναν από τις κυπριακές και σλοβακικές αρχές, φαίνεται να ήταν ψεύτικα. Κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών που κατείχε η ΥΚΑΝ, και μετά από παρακολούθηση της παράδοσης του δέματος, συνελήφθηκαν την ίδια ημέρα, 10/9/2012, πέντε άτομα, ενώ καταζητείτο και έκτο. Τα εν λόγω πρόσωπα, σύμφωνα με μαρτυρία που προέκυψε, συνδέονταν και με άλλες δύο εισαγωγές ναρκωτικών στην Κύπρο, στις 12 και 16/9/2012, που αφορούσαν επίσης δέματα με ψευδή στοιχεία. Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, λήφθηκε γραπτή μαρτυρία ότι ένα πρόσωπο που τελούσε υπό κράτηση και πρόσωπο που καταζητείτο, απέστειλαν κατά τις ημερομηνίες διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων, μεγάλα χρηματικά ποσά στον Εφεσείοντα. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία που λήφθηκε, ο Εφεσείοντας ήταν το πρόσωπο που προμηθευόταν στη Βουλγαρία τα ναρκωτικά, τα οποία απέστελλε στη συνέχεια στην Κύπρο μέσω Σλοβακίας, χρησιμοποιώντας πλαστή ταυτότητα Βουλγαρίας. Περαιτέρω, μετά από πληροφόρηση της ΥΚΑΝ από την Eurojust και αποστολή φωτογραφιών, όσον αφορά κατάσχεση δέματος στη Σλοβακία στις 31/7/2012 με πέντε κιλά κάνναβη μέσα σε disco-μπάλα, η οποία είχε προορισμό την Κύπρο, ο Εφεσείοντας αναγνωρίστηκε σε φωτογραφία ως ο αποστολέας του δέματος. Ο Εφεσείοντας, σύμφωνα με πληροφόρηση που είχε η ΥΚΑΝ, τόσο από τη Eurojust όσο και από τις σλοβακικές αρχές, παρουσίασε πλαστή βουλγαρική ταυτότητα. Προέκυψε, επιπρόσθετα, ότι όλες οι αποστολές συνδέονται μεταξύ τους και όλοι οι ύποπτοι αποτελούσαν κύκλωμα συστηματικής αποστολής ναρκωτικών.
Με βάση, λοιπόν, τα πιο πάνω, και προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, Επαρχιακός δικαστής εξέδωσε και ένταλμα σύλληψης του Εφεσείοντα, καθώς επίσης, όπως ήδη καταγράφηκε, ένταλμα έρευνας της κατοικίας του στην οδό Πολυμνίας 29, Διαμ. 302, Αγλαντζιά, προς εντοπισμό και κατάσχεση των πλαστών ταυτοτήτων, καθώς και εισιτηρίων μετάβασής του στο εξωτερικό, αποδείξεων παραλαβής χρημάτων και οποιωνδήποτε εγγράφων που σχετίζονται με την υπόθεση.
Αντιδρώντας ο Εφεσείοντας, αναζήτησε θεραπεία προνομιακού εντάλματος, αξιώνοντας την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος της φύσεως certiorari για μεταφορά ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας, ημερομηνίας 18/9/2012. Επικαλέστηκε έλλειψη δικαιοδοσίας και εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας «καθώς δεν υπήρχε διαπίστωση από το ίδιο το Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογος υπόνοια». Συνακόλουθα, έθεσε ότι στο ένταλμα έρευνας δεν γίνεται καμία αναφορά σε διαπίστωση του Δικαστηρίου περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, αλλά και η σχετική αναφορά στο αιτιολογικό της έκδοσης του εντάλματος, είναι εντελώς αυθαίρετη. Η αδελφή Δικαστής η οποία επελήφθη της αίτησης για παροχή άδειας, αναφέρθηκε στις αρχές που καλύπτουν τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος certiorari, καθώς επίσης και στις προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Κατέληξε ότι η ένορκη δήλωση προς στήριξη του αιτήματος, ήταν ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη και ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, όπως τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, είχε στοιχειοθετηθεί επαρκώς η ύπαρξη εύλογης αιτίας, σε συνάρτηση με τα αντικείμενα για τα οποία επιδιωκόταν η ανεύρεση και, ως εκ τούτου, είχε τεκμηριωθεί η απαραίτητη δικαιοδοτική προϋπόθεση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155.
Η πιο πάνω κατάληξη προσβάλλεται με δύο αλληλένδετους λόγους έφεσης. Προβάλλει ο Εφεσείοντας ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το υπό αναφορά Άρθρο 27, καθώς και τη σχετική νομολογία, και ότι δεν αξιολόγησε σωστά την ενώπιόν του γραπτή ένορκη δήλωση του αστυφύλακα 1486, σε συνάρτηση με το ένταλμα σύλληψης.
Αναπτύσσοντας ενώπιόν μας τους λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής δεν ικανοποιήθηκε ως προς το ζητούμενο με την ενώπιον του μαρτυρία, αλλά αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι στην ένορκη δήλωση φαίνεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Εφεσείοντα φυλάττονται τα υπό αναζήτηση στοιχεία. Δεν διαπίστωσε, δηλαδή, το ίδιο το Δικαστήριο την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας, και δεν παρέχεται η δέουσα αιτιολογία εκ μέρους του δικαστή για την έκδοση του διατάγματος. Ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης, ήταν η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο απέδωσε στη γραπτή ένορκη δήλωση λέξεις ή και φράσεις που δεν υπάρχουν. Ότι, δηλαδή, ο αστυφύλακας 1486 σε καμία περίπτωση δεν δήλωσε πως ο λόγος που ζητά το ένταλμα έρευνας της κατοικίας και υποστατικών, ήταν γιατί «είχε εύλογη αιτία να πιστεύεται». Συνεπώς, πάντα κατά τον συνήγορο, η έκδοση εντάλματος έρευνας ήταν παράνομη, αφού ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής βασίστηκε σε μαρτυρία ανύπαρκτη.
Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος. Η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 16, δηλαδή «. ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου.». Κατ' ακολουθία, το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί ως ακολούθως:
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»
Νομοθετική πρόνοια για δυνατότητα έκδοσης εντάλματος έρευνας υποστατικών, εντοπίζεται και στο Άρθρο 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/77, όπως αυτός τροποποιήθηκε. Κατ' ακολουθία του πιο πάνω άρθρου, στην περίπτωση που δικαστής ήθελε ικανοποιηθεί βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία περί παράνομης ύπαρξης ελεγχόμενων φαρμάκων στην κατοχή προσώπου σε οποιοδήποτε υποστατικό, αυτός δύναται να εκδώσει σχετικό ένταλμα έρευνας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ένταλμα ζητήθηκε σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που περιστρέφονται γύρω από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο. Εκδόθηκε, δε, όπως εντοπίζεται από το ίδιο το περιεχόμενο του σχετικού εντάλματος, δυνάμει του προαναφερθέντος Νόμου και των σχετικών προνοιών του Κεφ. 155. Εν πάση περιπτώσει, όπως εντοπίζεται και από τον Χατζηχαμπή, Δ. (ως ήταν) στην Αίτηση αρ. 19/2001, Αναφορικά με την αίτηση Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, που αφορούσε, επίσης, ένταλμα έρευνας και διαδικασία certiorari, το κριτήριο των Άρθρων 29(3) του Ν.29/77 και 27 του Κεφ. 155 «.είναι ουσιαστικά ενιαίο, εφ' όσον απαιτείται όπως ο δικαστής ικανοποιηθεί, επί της ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ή «εύλογη υποψία».».
Το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος θέτει ρητή υποχρέωση δέουσας αιτιολόγησης εντάλματος έρευνας. Συνακόλουθα, ο δικαστής θα πρέπει να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, στη βάση των στοιχείων που αναδύονται μέσα από την ενώπιόν του μαρτυρία. Η πεποίθηση της Αστυνομίας περί ύπαρξης εύλογης υποψίας, καμία επίδραση δεν έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε και αρκεί για τη νόμιμη έκδοση του εντάλματος. Το Δικαστήριο οφείλει να εξάξει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση. Όπως εντοπίζεται από τον Πογιατζή, Δ. στην In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 216 «.είναι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου και όχι εκείνο της Αστυνομίας που συνιστά την νόμιμη βάση για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Ο δικαστής πρέπει να ενεργεί επί του προκειμένου πάντοτε κατά τρόπο δικαστικό.»». Ο ίδιος ο δικαστής, λοιπόν, βαρύνεται με την υποχρέωση να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση διατάγματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του, ότι η υποψία είναι εύλογη.
Στην υπό κρίση περίπτωση η ένορκη δήλωση που παρουσιάστηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας, ήταν εκτεταμένη και εμπεριστατωμένη. Σε αυτήν αναφέρονται με λεπτομέρεια τα γεγονότα που κάλυπταν την υπό εξέταση υπόθεση και τα στοιχεία που ενέπλεκαν στα υπό διερεύνηση αδικήματα τον Εφεσείοντα. Μεταξύ αυτών, τα δεδομένα που δικαιολογούσαν έκδοση εντάλματος έρευνας των υποστατικών του και τα οποία στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη εύλογης υποψίας, απόλυτα συναρτημένης προς τα αντικείμενα στα οποία στόχευε η έρευνα. Η τοποθέτηση, δε, του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι το σχετικό με το ένταλμα σύλληψης μέρος του όρκου του Αστυφ.1486, εξαντλείται στην τελευταία παράγραφο «.αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας της κατοικίας του Έκτορα Μακρίδη, στην οδό Πολυμνίας 29, διαμ. 302, Αγλαντζιά, προς εντοπισμό και κατάσχεση των πλαστών ταυτοτήτων που χρησιμοποίησε ο Μακρίδης καθώς και εισιτηρίων μετάβασης του στο εξωτερικό, αποδείξεων παραλαβής χρημάτων και οποιοδήποτε εγγράφων που σχετίζονται με την υπόθεση.», είναι αβάσιμη. Αποσπασματικά, απομονώνει την ουσία των γεγονότων, όπως αυτά καταγράφονται και αλληλοστηρίζονται στο προηγούμενο, εκτεταμένο, μέρος της ένορκης δήλωσης και επιλεκτικά προβάλλει μόνο την κατάληξη και το αξιούμενο ένταλμα έρευνας.
Λανθασμένη είναι, με όλο τον σεβασμό, και η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα που περιστρέφεται γύρω από τη θέση πως η εύλογη αιτία ότι εντός των υπό αναφορά υποστατικών υπάρχουν αντικείμενα που θα βοηθήσουν στη διερεύνηση της υπόθεσης, αποτελεί υπόνοια που εκδηλώνεται από τον Αστυφύλακα. Η διαπίστωση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης, ήταν του εκδώσαντος το ένταλμα δικαστή. Διαπίστωση που αναμφίβολα στηρίχθηκε στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ήταν ενώπιόν του. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. Υπόνοια, η οποία αναδυόταν αβίαστα μέσα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και καθιστούσε αχρείαστη την οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης για έκδοση του επίδικου εντάλματος. Όπως, δε, ορθά εντοπίζεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί αυστηρή ή τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασής του για έκδοση εντάλματος, ούτε βεβαίως να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν του. Αυτή, ακριβώς, η καθαρότητα του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης προς στήριξη του αιτήματος για έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας, είναι που διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση από τις υποθέσεις που παρέθεσε ο κ. Μυλωνάς (Σιακαλλή ανωτέρω, Πουργουρή (2012) 1 Α.Α.Δ. 2604 και The People (Director of Public Prosecutions) v. Mark Kenny [1990] 2.I.R.), και στις οποίες η βάση των γεγονότων ήταν ελλιπής. Στην υπό κρίση υπόθεση, η προβληθείσα εμπλοκή του Εφεσείοντα στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και η σύνδεση των αντικειμένων που αφορούσε το ένταλμα έρευνας με τα υπό αναφορά αδικήματα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η έρευνα αφορούσε στο διαμέρισμα που διέμενε ο Εφεσείων και στα οχήματα που χρησιμοποιούσε, ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν την εύλογη υποψία προς έκδοση του επίδικου εντάλματος.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος ως ένα βαθμό συμπλέκεται με τον πρώτο, είναι επίσης έκθετος σε απόρριψη. Στηρίζεται σε λανθασμένη αντίληψη του λεκτικού του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας, το οποίο αναφέρει στην πρώτη του παράγραφο:
«Επειδή φαίνεται στην γραπτή ένορκη δήλωση του Α/Αστ. 1486 Γ. Χειμωνή από Υ.ΚΑ.Ν Λ/σίας ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία και υποστατικά που διαμένει ο Έκτορας Μακρίδης ΔΤ 816564, στην οδό Πολυμνίας 29 διαμ. 302 Αγλαντζιά, καθώς και στα οχήματα που χρησιμοποιεί παράνομα πιστεύεται ότι αποκρύπτονται ..»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος εκλαμβάνει ότι οι λέξεις «πιστεύεται ότι υπάρχει εύλογος αιτία» αποδίδονται από το εκδώσαν το ένταλμα Δικαστήριο στην ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιόν του. Προεκτείνοντας, δε, θέτει ότι ο ενόρκως δηλών ούτε εξέφρασε αυτή του την πίστη, αλλά ούτε και περιέλαβε στην ένορκη του δήλωση το πιο πάνω λεκτικό.
Η πιο πάνω φρασεολογία είναι του δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα και, ακριβώς, εκφράζει τη διαπίστωσή του ότι μέσα από τη γραπτή ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιόν του, εντοπίζεται εύλογη αιτία, η οποία και οδήγησε το Δικαστήριο στην εύλογη πεποίθηση ότι στα συγκεκριμένα υποστατικά αποκρύπτονται τα σχετικά με τη διερεύνηση των αδικημάτων αντικείμενα. Ούτε και έχει βάση, βεβαίως, το παράπονο του Εφεσείοντα, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε στην ένορκη δήλωση να καταγράφεται από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό η φρασεολογία «πιστεύεται ότι υπάρχει εύλογος αιτία». Υποχρέωση του ενόρκως δηλούντα ήταν η ένορκη παράθεση στοιχείων και μόνο και όχι η κατάληξη σε συμπεράσματα. Τέτοιων στοιχείων, που να δικαιολογούσαν το συμπέρασμα του ίδιου του Δικαστηρίου, πλέον, ότι «υπάρχει εύλογος αιτία» και ότι η υποψία είναι εύλογη.
Δεν αποτελεί λόγο έφεσης, ούτε και συζητήθηκε πρωτόδικα, αλλά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα θεώρησε καθήκον του να θέσει ότι το ένταλμα έρευνας, όπως φαίνεται στην όψη του, στηρίζεται σε λανθασμένο νομικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα, αναγράφεται «ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ.6 ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Νόμος 29/77 Άρθρο 3 (Κεφ. 155, Άρθρο 28)». Κατά τον συνήγορο, το Άρθρο 28 δεν παρέχει δικαιοδοσία έκδοσης εντάλματος έρευνας, το δε Άρθρο 3 είναι ερμηνευτικό και άσχετο.
Είναι ορθή η πιο πάνω προσέγγιση. Παρά ταύτα, είναι αχρείαστη περαιτέρω και εις βάθος ενασχόληση, ιδίως ως προς τις επιπτώσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ενώπιόν μας ανάλογος λόγος έφεσης. Αναμένεται, όμως, όπως είναι αυτονόητο, η καταγραφή της ορθής δικαιοδοτικής βάσης στην όψη εντάλματος έρευνας. Η εξουσία προς παροχή εντάλματος αυτής της μορφής καλύπτεται από το Άρθρο 27 του Κεφ. 155. Ειδικά, δε, σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που περιστρέφονται γύρω από τον Ν.29/77, ανάλογη εξουσία παρέχεται και δυνάμει του Άρθρου 29(3) του υπό αναφορά Νόμου.
Για το σύνολο των λόγων που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η ενώπιον μας Έφεση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.