ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 475/2012, 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A538
Δημητρίου ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πρωτογενής Αίτηση Αρ. 2/2018, 20/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:A189
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΝΕΡΟΥ ν. ΦΑΙΔΩΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 86/2012, 15/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A83
Λουκαΐδου-Θεοφάνους Λίζα ν. Λεωνίδα Γεωργίου και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 473, ECLI:CY:AD:2016:A103
Κτωρής Νικόλας (Αρ. 1) (2014) 1 ΑΑΔ 2801, ECLI:CY:AD:2014:D952
Προκοπίου Μαρία ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 2609, ECLI:CY:AD:2015:A805
Α. ΑΛΕΚΟΥ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 3/2019, 22/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:A363
ECLI:CY:AD:2014:A219
(2014) 1 ΑΑΔ 716
27 Μαρτίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΣΕ ΕΥΛΟΓΟ ΧΡΟΝΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2010 (2(1)/2010)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητή,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Αίτηση Αρ. 2/2013)
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Επιτρεπτική κατάληξη σε πρωτογενή αίτηση διεκδίκησης απόδοσης θεραπειών για παραβίαση του δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου, συμφώνως του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο, Νόμου 2(1)/2010 ― Επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους €1,500.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Τα κριτήρια που έχει καθορίσει η νομολογία του ΕΔΑΔ με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του ευλόγου χρόνου ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του ευλόγου χρόνου ― Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται ― Καθορισμός αποζημιώσεων ― Εφαρμοστέες αρχές.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Νομολογιακή επισκόπηση υποθέσεων του ΕΔΑΔ στις οποίες η Δημοκρατία έχει καταδικαστεί αναφορικά με την τήρηση των προνοιών του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης.
Λέξεις και Φράσεις ― «.παραβιάστηκε σε εκκρεμούσα υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου ή υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου .» και για «. υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ' εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ..», στα Άρθρα 5, 7 και 8(1)(β) του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου 2(1)/2010.
Ο αιτητής με σχετική αίτηση που προώθησε και χειρίστηκε προσωπικά, παραπονέθηκε για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στη διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων αναφορικά με την υπόθεση υπ' αρ. 707/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και τη συνακόλουθη έφεση που καταχωρήθηκε με αρ. 350/2010, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση στηρίχθηκε στον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο 2(1)/2010.
Σύμφωνα με τα Άρθρα 7 και 8 του Νόμου, ενυπάρχει δικαίωμα σε πρόσωπο που είναι διάδικος σε εκκρεμούσα υπόθεση να προσφύγει στο αρμόδιο, κατά περίπτωση, Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας το ένδικο μέσο της πρωτογενούς αίτησης με σκοπό την απόδοση θεραπειών για παραβίαση του δικαιώματος εκδικάσεως εντός ευλόγου χρόνου. Η πρωτογενής αίτηση στράφηκε εναντίον της Δημοκρατίας.
Τα γεγονότα που υποστήριζαν την αίτηση ήταν στην ουσία παραδεκτά. Απέρρεαν από τα δεδομένα που ανέκυπταν από τους φακέλους που είχαν δημιουργηθεί σχετικά με την όλη υπόθεση του αιτητή.
Και οι δύο φάκελοι κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια.
Ο αιτητής παρέθεσε στη γραπτή του αγόρευση τα χρονικά διαβήματα που λήφθηκαν στην αγωγή αρ. 107/2007. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 14.2.2007 και η τελική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή με έξοδα, εκδόθηκε στις 12.11.2010. Η έφεση καταχωρήθηκε στις 25.11.2010 και στις 25.5.2011 ορίστηκε για προδικασία. Δόθηκαν οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων και ο αιτητής, ως εφεσείων, καταχώρησε το περίγραμμά του στις 6.7.2011 και στις 19.7.2011 καταχωρήθηκε το περίγραμμα της εφεσίβλητης Δημοκρατίας. Η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13.11.2013 και μετέπειτα στις 12.2.2014. Την ημέρα εκείνη η ακρόαση ανεβλήθη λόγω απουσίας του προεδρεύοντος του Εφετείου, με σκοπό να οριστεί εκ νέου για ακρόαση.
Ο αιτητής κατά την προφορική του ακρόαση προέβαλε ως αιτιολογία για τη διεκδίκηση πολλαπλών θεραπειών όπως τις είχε καταγράψει στην αίτησή του, ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης προκαλούσε αλυσιδωτές επιπτώσεις και σε άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν και σχετίζονταν με την παρούσα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με βάση το Άρθρο 12 του Νόμου, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι πράγματι παραβιάστηκε το δικαίωμα ενάγοντα ή αιτητή σε διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του σε εύλογο χρόνο, τότε αυτός δικαιούται σε αποζημιώσεις για τυχόν χρηματική ζημιά, έξοδα και δαπάνες που έχει αποδεδειγμένα υποστεί λόγω της παραβίασης, αποζημιώσεις για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσεως που έχει υποστεί λόγω της παραβίασης και δικηγορικά έξοδα που αποδεδειγμένα έχει υποστεί λόγω της παραβίασης.
2. Με βάση το Άρθρο 12 του σχετικού Νόμου, ο αιτητής δεν δικαιούτο στις πλείστες εκ των δηλωτικών θεραπειών που επεδίωκε. Μόνη θεραπεία που μπορούσε να αποδοθεί ήταν εκείνη των αποζημιώσεων που είναι συνακόλουθη ευρήματος για παραβίαση του ευλόγου χρόνου.
3. Περαιτέρω από το λεκτικό, αλλά και το σύνολο του όλου Νόμου, είναι ταυτόχρονα σαφές ότι η αίτηση δεν μπορούσε να αφορά τη διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά μόνο τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Ο Νόμος διαχωρίζει κατά σαφή τρόπο την υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, από την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου γενικώς.
4. Όπου η υπόθεση περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε δύναται να εγερθεί αγωγή κατά τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου. Φαίνεται να υπάρχει στο Νόμο χωριστή αρμοδιότητα για την εκδίκαση τέτοιας αγωγής.
5. Πουθενά στο Νόμο δεν υπάρχει ρητή και σαφής πρόνοια ότι η όποια εκκρεμότητα αφορά αγωγή καταχωρηθείσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδικάζεται κατ' έφεση. Δηλαδή δεν καθορίζεται στο Νόμο ότι η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων αφορά ολόκληρη τη διαδικασία στο Επαρχιακό, αλλά και στο εφετειακό στάδιο.
6. Επομένως η αίτηση εξετάστηκε από την άποψη και μόνο της εφετειακής εκκρεμότητας.
7. Προέκυπτε από το φάκελο της έφεσης ότι αυτή, στη βάση όλης της ημερολογιακής της καταγραφής, παρουσιαζόταν ότι τέσσερα σχεδόν έτη μετά την καταχώρηση της, ήταν ακόμη σε στάδιο που είχε μεν προγραμματιστεί η ακρόαση της, αλλά δεν είχε ακόμη εκδικαστεί.
8. Η νομολογία του ΕΔΑΔ έχει καθορίσει τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του ευλόγου χρόνου. Το εύλογο της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.
9. Ταυτόχρονα, έχει λεχθεί από το ΕΔΑΔ ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να οργανώσουν το νομικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα Δικαστήρια της χώρας να διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα σε τελική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου.
10. Το ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει ως παράγοντα καθυστέρησης την έννοια του ότι οι ίδιοι οι διάδικοι είναι υπεύθυνοι για την πρόοδο της διαδικασίας. Αποτελεί αντίθετα, υποχρέωση του κράτους να βεβαιώνει ότι η όλη διαδικασία έχει την αναμενόμενη πρόοδο.
11. Ο διάδικος, από την άλλη, έχει την ευθύνη να επιδείξει την αναγκαία σπουδή στην προώθηση της υπόθεσης του.
12. Υπό το φως των ανωτέρω, ο χρόνος δεν ήταν εύλογος εφόσον η έφεση του αιτητή αναμενόταν ακόμη να εκδικαστεί μετά την πάροδο σχεδόν τεσσάρων ετών.
13. Η καταγραφή της πορείας του προγραμματισμού της έφεσης έδειχνε καθυστέρηση για την οποία δεν ευθυνόταν ο ίδιος ο αιτητής.
14. Για τον καθορισμό των αποζημιώσεων λαμβάνονται υπόψη οι παράγοντες που καταγράφονται στο Άρθρο 11 του Νόμου.
15. Για τη διαπίστωση της ζημιάς, το Δικαστήριο συνυπολογίζει με βάση το Άρθρο 12 του Νόμου τα κριτήρια και παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη γι' αυτό το σκοπό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως προκύπτουν από την εκάστοτε νομολογία του σε ανάλογες υποθέσεις παραβίασης του Άρθρου 6.1 της Συμβάσεως.
16. Το λεγόμενο τέταρτο κριτήριο που έχει καθορίσει η νομολογία του ΕΔΑΔ, ως προς το τι διακυβεύεται για τον αιτητή, συσχετίζεται κυρίως με την αναγκαιότητα γρήγορης εκδίκασης λόγω ιδιαίτερων συνθηκών που αφορούν τον αιτητή. Αυτές αφορούν π.χ. θέματα εργοδότησης, πολιτικού δικαιώματος, τη φύλαξη παιδιών, την υγεία, τον τίτλο σε ιδιοκτησία, και αποζημιώσεις για τροχαίο δυστύχημα.
17. Δεδομένων όλων των ανωτέρω, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα εκκρεμοδικίας της έφεσης, χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό ο αιτητής και των παραγόντων που έχουν καθοριστεί από τη νομολογία για τη διαπίστωση της παραβίασης του ευλόγου χρόνου στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου, υπήρξε παραβίαση, η οποία δικαιολογούσε την επιδίκαση αποζημιώσεων στον αιτητή για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσεως.
18. Καθορίστηκε υπό το φως όλων των ανωτέρω, το ποσό των €1,500 ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Ο αιτητής δεν δικαιούτο σε οποιοδήποτε άλλο ποσό που διεκδικούσε λαμβανομένου υπόψη ότι τέτοιες αξιώσεις δεν καλύπτονται από το Άρθρο 12 του Νόμου, ενώ οι αξιούμενες χρηματικές αποζημιώσεις ήταν αυθαίρετες, υπερβολικές και αναπόδεικτες.
19. Η απόφαση διαβιβάστηκε συμφώνως των σχετικών νομοθετικών προβλέψεων, στην Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να θέσει το αποτέλεσμα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τα περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 14(2) του Νόμου.
Η αίτηση επιτράπηκε με διαταγή για επιδίκαση πραγματικών εξόδων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Frydlender v. France [2001] 31 EHRR 1152,
ECHR Bottazzi ν. Italy, Appl. 34884/97, 28.7.1999,
ECHR Wemholf v. FRG A 7 [1968],
Union Alimentaria Sanders SA v. Spain 12 EHRR 24,
ECHR Monnet v. France A 273-A [1993],
Pretto v. Italy, 6 EHRR 182,
Bunate Bunkate v. Netherlands 19 EHRR 477,
ECHR Gregoriou v. Cyprus, Appl. No. 62242/2000, ημερ. 25.3.2003,
Laino v. Italy (GC), Appl. no. 33158/96, ECHR 1999-I,
ECHR Panayiotou v. Cyprus, Appl. No. 20009/06, ημερ. 20.1.2011,
ECHR Christodoulou v. Cyprus, υπόθ. αρ. 30282/06, ημερ. 16.7.2009,
ECHR Buchholz v. FRG A-42 1981,
ECHR Sylvester v. Austria No. 2, Hudoc, 2005,
Hokkanem v. Finland 19 EHRR 139,
ECHR Bock v. FRG A 150 [1989],
Poiss v. Austria A 117, 1987
Silva Pontes v. Portugal 18 EHRR 156.
Αίτηση.
Αιτητής: προσωπικά παρών.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ..
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος καταχώρησε, αλλά και χειρίστηκε την υπόθεση μόνος του, παραπονείται για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στη διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων αναφορικά με την υπόθεση υπ' αρ. 707/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και τη συνακόλουθη έφεση που καταχωρήθηκε με αρ. 350/2010, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση εδράζεται στον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο αρ. 2(1)/2010, (εφεξής «ο Νόμος»). Σύμφωνα με τα Άρθρα 7 και 8 του Νόμου, ενυπάρχει δικαίωμα σε πρόσωπο που είναι διάδικος σε εκκρεμούσα υπόθεση να προσφύγει στο αρμόδιο, κατά περίπτωση, Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας το ένδικο μέσο της πρωτογενούς αίτησης με σκοπό την απόδοση θεραπειών για παραβίαση του δικαιώματος εκδικάσεως εντός ευλόγου χρόνου. Η πρωτογενής αίτηση στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας και εφόσον η υπόθεση αφορά αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η οποία υπόθεση εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκδικάζεται από τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο από μέλη του που δεν είχαν συμμετοχή σε οποιαδήποτε στάδιο εξέτασης της υπόθεσης.
Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση είναι στην ουσία παραδεκτά. Απορρέουν από τα δεδομένα που ανακύπτουν από τους φακέλους που έχουν δημιουργηθεί σχετικά με την όλη υπόθεση του αιτητή. Ο πρώτος φάκελος αφορά την πολιτική αγωγή υπ' αρ. 107/2007 και είναι στην ουσία ολόκληρη η αγωγή και ο δεύτερος είναι ο εφετειακός φάκελος που σχηματίστηκε ως αποτέλεσμα της έφεσης υπ' αρ. 350/2010. Και οι δύο φάκελοι κατατέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια «Α» και «Β», αντίστοιχα.
Ο αιτητής παραθέτει στη γραπτή του αγόρευση ημερ. 25.2.2014, τα χρονικά διαβήματα που λήφθηκαν στην αγωγή αρ. 107/2007. Σε συντομία να λεχθεί ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 14.2.2007 και η τελική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή με έξοδα, εκδόθηκε στις 12.11.2010. Η έφεση καταχωρήθηκε στις 25.11.2010 και στις 25.5.2011 ορίστηκε για προδικασία. Δόθηκαν οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων και ο αιτητής, ως εφεσείων, κατεχώρησε το περίγραμμά του στις 6.7.2011 και στις 19.7.2011 καταχωρήθηκε το περίγραμμα της εφεσίβλητης Δημοκρατίας. Η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13.11.2013 και μετέπειτα στις 12.2.2014. Την ημέρα εκείνη η ακρόαση ανεβλήθη λόγω απουσίας του προεδρεύοντος του Εφετείου, με σκοπό να οριστεί εκ νέου για ακρόαση.
Ο αιτητής κατά την προφορική του ακρόαση επέμεινε στην προώθηση των θεραπειών όπως τις έχει καταγράψει στην αίτησή του. Ζήτησε την παροχή των θεραπειών αυτών λόγω του ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις και σε άλλες υποθέσεις που εκκρεμούν και σχετίζονται με την παρούσα, αλλά δεν προτίθεται να υποβάλει άλλη αίτηση για καθυστέρηση στην εκδίκαση των υπόλοιπων υποθέσεων. Ο αιτητής ανεφέρθη στο ιστορικό της διαφοράς και στην ουσία της αγωγής, που δεν είναι βέβαια το ζητούμενο στην υπό κρίση αίτηση.
Η Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι όσον αφορά την αγωγή, υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στην ετοιμασία της έκθεσης υπεράσπισης, διότι τα γεγονότα της υπόθεσης ανάγονται στο απώτερο παρελθόν, ενώ ο αιτητής υπέβαλε και πολλές ενδιάμεσες αιτήσεις, όλες δε απορρίφθηκαν. Ο κ. Χριστοφόρου ανέφερε ότι η πρακτική της Νομικής Υπηρεσίας είναι να μη ζητούνται τα έξοδα σε πρωτόδικη υπόθεση, η οποία απορρίπτεται, όταν καταχωρείται έφεση, όπως έγινε και εδώ. Αποδεχόμενος περαιτέρω την ύπαρξη καθυστέρησης, ήταν η θέση του συνηγόρου ότι η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη λόγω της φύσεως της υπόθεσης και της αξίωσης του αιτητή, η οποία αξίωση απερρίφθη με αποδοχή της θέσης της Δημοκρατίας πρωτοδίκως ότι ο αιτητής ως ενάγων δεν είχε στην ουσία κανένα συμφέρον στην προώθηση της αγωγής του.
Ως προς την καθυστέρηση, ο κ. Χριστοφόρου, ανεφέρθη σε νομολογία του ΕΔΑΔ ότι όπου δεν διακυβεύονται ουσιώδη συμφέροντα ή δικαιώματα στην προώθηση μιας αξίωσης, το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της όποιας αποζημίωσης. Από την άλλη, οι θεραπείες στις οποίες ο αιτητής δικαιούται καθορίζονται στο Άρθρο 12 του Νόμου και επομένως ο αιτητής δεν δικαιούται στις διάφορες δηλωτικές θεραπείες που αναζητά με την παρούσα αίτησή του.
Ο αιτητής, επιδίωξε πρωτόδικα ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Δημητρίου, την παραχώρηση σ' αυτόν αριθμού ακινήτων τα οποία είναι συνεχόμενα και βρίσκονται σε καθαρά οικιστική περιοχή, θεωρούνται δε μεταξύ των πιο προνομιούχων της Λευκωσίας. Ο αιτητής διατείνεται ότι οι ενάγοντες στην αγωγή υπ' αρ. 1071/2007 είναι νόμιμοι κληρονόμοι αποβιωσάντων προσώπων τα οποία είχαν στην κατοχή τους τα ακίνητα τα οποία όμως το Κτηματολόγιο ενέγραψε αμελώς ή και δολίως στο όνομα άλλων προσώπων. Αξιώνεται συνεπώς η ακύρωση των εγγραφών στα τρίτα πρόσωπα και η εγγραφή των ακινήτων στο όνομα του αιτητή, ενώ ζητούνται επίσης αποζημιώσεις. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την απαίτηση του αιτητή, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων ανάγεται σε χρόνο πριν το 1940. Η Δημοκρατία με την υπεράσπιση της ήγειρε προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες και εκδικάστηκαν κατά προτεραιότητα. Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αποδέχθηκε τις ενστάσεις και απέρριψε, με βάση τη Δ.27 θ.3, την αγωγή. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής, ως ενάγων δεν ενομιμοποιείτο ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος να επιζητεί ο,τιδήποτε από πλευράς κληρονομικής διαδοχής εφόσον, εάν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, αυτή αναγόταν σε προγενέστερο χρόνο και αφορούσε προαποβιώσαντα άτομα, ή, τους διαχειριστές της δικής τους περιουσίας. Περαιτέρω, η αγωγή απερρίφθη και για το λόγο ότι δεν είχαν συνενωθεί όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επί των οποίων στην πορεία είχαν, κατά καιρούς, εγγραφεί τα ακίνητα.
Ο αιτητής με την υπό εξέταση αίτηση, επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες: (i) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία δεσμεύεται από το Άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αποτελεσματική θεραπεία σε σχέση με παραβιάσεις του δικαιώματος του αιτητή σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων σε εύλογο χρόνο. (ii) Δήλωση ότι το Άρθρο 6.1 της πιο πάνω Σύμβασης διασφαλίζει το δικαίωμα σε διάγνωση αστικών αδικημάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο. (iii) Δήλωση ότι η Δημοκρατία παραβίασε το δικαίωμά του αιτητή για διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του εντός ευλόγου χρόνου στην Πολιτική Εφεση αρ. 350/2010. (iv) Δήλωση ότι η Δημοκρατία παραβίασε το δικαίωμα του αιτητή για διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων εντός ευλόγου χρόνου στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 107/2007 και στην Πολιτική Εφεση αρ. 350/2010. (v) Διάταγμα ή Διαταγή για άμεση εκδίκαση της Πολιτικής Εφεσης αρ. 350/2010. (vi) Αποζημιώσεις, χρηματική ζημιά, απώλειες, και έξοδα ύψους €2.000.000. (vii) Χρηματικές αποζημιώσεις για αδικαιολόγητη κατακράτηση της περιουσίας του, διαφυγόντα κέρδη και καθυστερήσεις στη διάγνωση του αστικού δικαιώματος του σε εύλογο χρόνο, ύψους €40.000.000. (viii) Αποζημιώσεις για ζημιά και/ή βλάβη μη χρηματικής φύσεως ύψους €7.000.000 και (ix) οποιαδήποτε άλλη διαταγή ή θεραπεία που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις. Και βεβαίως, (x) έξοδα της αίτησης.
Με βάση το Άρθρο 12 του Νόμου, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι πράγματι παραβιάστηκε το δικαίωμα ενάγοντα ή αιτητή σε διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του σε εύλογο χρόνο, τότε αυτός δικαιούται σε αποζημιώσεις για τυχόν χρηματική ζημιά, έξοδα και δαπάνες που έχει αποδεδειγμένα υποστεί λόγω της παραβίασης, αποζημιώσεις για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσεως που έχει υποστεί λόγω της παραβίασης και δικηγορικά έξοδα που αποδεδειγμένα έχει υποστεί λόγω της παραβίασης.
Με βάση τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής δεν δικαιούται στις πλείστες εκ των δηλωτικών θεραπειών που επιδιώκει. Οι θεραπείες (i) και (ii), είναι άνευ ουσίας διότι η Δημοκρατία ήδη δεσμεύεται ως προς τα ζητήματα αυτά, εξ ου και θεσπίσθηκε ο Νόμος. Η θεραπεία (iv) δεν μπορεί να αποδοθεί για τους λόγους που εξηγούνται στη συνέχεια, ενώ δεν υπάρχει εξουσία σ' αυτό το Δικαστήριο να διατάξει την άμεση εκδίκαση της Πολιτικής Εφεσης υπ' αρ. 350/2010. Μόνη θεραπεία που μπορεί να αποδοθεί είναι αυτή των αποζημιώσεων που είναι βεβαίως συνακόλουθη ευρήματος για παραβίαση του ευλόγου χρόνου.
Περαιτέρω από το λεκτικό, αλλά και το σύνολο του όλου Νόμου, είναι ταυτόχρονα σαφές ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να αφορά τη διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά μόνο τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Ο Νόμος διαχωρίζει κατά σαφή τρόπο την υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, από την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου γενικώς. Οπου η υπόθεση περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε δύναται να εγερθεί αγωγή κατά τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου. Φαίνεται να υπάρχει στο Νόμο χωριστή αρμοδιότητα για την εκδίκαση τέτοιας αγωγής. Το Άρθρο 6(ι)(α) ορίζει ότι σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου, αρμόδιο Δικαστήριο εκδίκασης της αγωγής είναι ο διοικητικός Πρόεδρος ή αν αυτός είχε συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο στην εξέταση της υπόθεσης, τότε ορίζεται ο αμέσως αρχαιότερος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ως ήθελε αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Άρθρο 6(1)(β), από την άλλη, ορίζει ότι σε σχέση με υποθέσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου αρμοδιότητα έχει Δικαστήριο που αποτελείται από τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 5 αφορά αγωγές που έχουν περατωθεί με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις.
Το Άρθρο 7 αφορά, αντίθετα, εκκρεμούσες υποθέσεις. Το αγώγιμο δικαίωμα που δίδεται εδώ είναι η προσφυγή στα ένδικα μέσα που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου, που είναι η καταχώρηση πρωτογενούς αιτήσεως. Και πάλι φαίνεται να ενυπάρχει διαχωρισμός ανάλογα με το στάδιο και το επίπεδο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση. Το Άρθρο 8(1)(α), προνοεί ότι για εκκρεμότητες στο Επαρχιακό Δικαστήριο, υπεύθυνος για την εκδίκαση της πρωτογενούς αιτήσεως είναι ο Διοικητικός Πρόεδρος ή άλλος αρχαιότερος Πρόεδρος ως ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, ορίζονται τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου για διάγνωση της αιτούμενης θεραπείας.
Πουθενά στο Νόμο δεν υπάρχει ρητή και σαφής πρόνοια ότι η όποια εκκρεμότητα αφορά αγωγή καταχωρηθείσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδικάζεται κατ΄ έφεση. Δηλαδή δεν καθορίζεται στο Νόμο ότι η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων αφορά ολόκληρη τη διαδικασία στο Επαρχιακό, αλλά και στο εφετειακό στάδιο. Το πρόβλημα παρουσιάζεται να είναι στη διατύπωση και στο λεκτικό των Άρθρων 5 και 7, που κατά διαζευκτικό τρόπο είναι που καθορίζουν τον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος διάγνωσης σε εύλογο χρόνο. Γίνεται λόγος για δικαίωμα που «... παραβιάστηκε σε εκκρεμούσα υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου ή υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ..» (η έμφαση προστέθηκε). Το λεκτικό που χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, στο Άρθρο 8(1)(β) του Νόμου για «... υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ' εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ..», δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι εκκρεμεί λόγω έφεσης. Είναι δυνατόν να εκκρεμεί η υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω ενδιάμεσων εφέσεων και με αυτή την έννοια η υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει περατωθεί.
Επομένως η υπό κρίση αίτηση θα εξεταστεί από την άποψη και μόνο της εφετειακής εκκρεμότητας. Απορρέει από το φάκελο της έφεσης ότι αυτή, ως ήδη ανεφέρθη, καταχωρήθηκε στις 25.11.2010 και ακόμη δεν έχει εκδικαστεί. Μετά την καταχώρηση της έφεσης, το Πρωτοκολλητείο απέστειλε στις 4.1.2011 τη συνήθη ειδοποίηση ότι η έφεση καταχωρήθηκε και έλαβε τον αριθμό 350/2010. Στις 25.5.2011, η έφεση ορίστηκε για προδικασία και δόθηκαν οδηγίες για την ετοιμασία των περιγραμμάτων μετά τη συμπλήρωση των οποίων θα οριζόταν για ακρόαση. Στις 11.11.2013, αφού προηγήθηκε η καταχώρηση των περιγραμμάτων - στις 6.7.2011 για τον εφεσείοντα και στις 19.7.2011 για την εφεσίβλητη Δημοκρατία - , τηρήθηκε πρακτικό από το Εφετείο με το οποίο η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 12.2.2014. Την ημέρα εκείνη, το Εφετείο ανέβαλε την ακρόαση για τους λόγους που καταγράφησαν στο τηρηθέν πρακτικό και δεν αφορούσαν τον αιτητή. Εν τέλει η ακρόαση της έφεσης επαναορίσθηκε για τις 11.9.2014.
Στη βάση της πιο πάνω ημερολογιακής καταγραφής, παρουσιάζεται ότι η έφεση τέσσερα σχεδόν έτη μετά την καταχώρηση της, είναι ακόμη σε στάδιο που έχει μεν προγραμματιστεί η ακρόαση της, αλλά δεν έχει ακόμη εκδικαστεί.
Δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του ευλόγου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται. Το δεδομένο είναι ότι η νομολογία του ΕΔΑΔ έχει καθορίσει τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του ευλόγου χρόνου. Στην Frydlender v. France [2001] 31 EHRR 1152, αποφασίστηκε ότι το εύλογο της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Ταυτόχρονα, έχει λεχθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να οργανώσουν το νομικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα Δικαστήρια της χώρας να διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα σε τελική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Bottazzi ν. Italy, Αppl. 34884/97, 28.7.1999, το αντικείμενο της πρόνοιας του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης είναι να προστατεύει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από του να ζει για υπέρμετρο χρόνο κάτω από το άγχος της αβεβαιότητας, και γενικότερα, να διασφαλίζεται ότι η δικαιοσύνη αποδίδεται χωρίς καθυστερήσεις, οι οποίες και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της. Το ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει ως παράγοντα καθυστέρησης την έννοια του ότι οι ίδιοι οι διάδικοι είναι υπεύθυνοι για την πρόοδο της διαδικασίας, (Wemholf v. FRG A 7 [1968]). Αποτελεί αντίθετα, υποχρέωση του κράτους να βεβαιώνει ότι η όλη διαδικασία έχει την αναμενόμενη πρόοδο, (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain 12 EHRR 24). Ο διάδικος, από την άλλη, έχει την ευθύνη να επιδείξει την αναγκαία σπουδή στην προώθηση της υπόθεσης του λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία διαδικαστικά βήματα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα παρελκυστικές τακτικές, (Monnet v. France A 273-A [1993]).
Όπως έχει αναφερθεί ήδη δεν υπάρχουν στερεότυπα ως προς τον καθορισμό του ευλόγου χρόνου. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, ενώ αποδέχεται ότι μικρές περίοδοι χρόνου αναβολών δυνατόν να είναι αναγκαίες και ενσωματωμένες σε ένα σύστημα δικαίου, τις θέτει ταυτόχρονα κάτω από την ευρύτερη προϋπόθεση ότι ο γενικότερος χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης δεν είναι υπερβολικός. Ετσι στην Pretto v. Italy, 6 EHRR 182, καθυστερήσεις αρκετών εβδομάδων πριν ακουστεί η έφεση και πριν την έκδοση της απόφασης, αν και θα μπορούσαν να αποφευχθούν, δεν ήσαν επαρκείς να θεμελιώσουν την κατάληξη ότι η συνολική έκταση της εκκρεμοδικίας των τριών ετών και έξι μηνών, ήταν υπερβολική. Από την άλλη, ακόμη και μια μοναδική και ανεξήγητη καθυστέρηση επαρκούς διάρκειας, ανεξάρτητα από το συνολικό χρόνο εκδίκασης, μπορεί να θεμελιώσει παραβίαση, (Bunate Bunkate v. Netherlands 19 EHRR 477).
Αντικειμενικά λοιπόν, υπό το φως όλων των ανωτέρω, ο χρόνος θεωρείται ότι δεν είναι εύλογος εφόσον η έφεση του αιτητή αναμένεται ακόμη να εκδικαστεί μετά την πάροδο σχεδόν τεσσάρων ετών. Η θέση της ενιστάμενης Δημοκρατίας ότι με βάση τη φύση, και τις πιθανότητες επιτυχίας της υπόθεσης, δεν υπήρξε καμιά ή ουσιαστική καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης, δεν είναι ορθή. Η πιο πάνω καταγραφή της πορείας του προγραμματισμού της έφεσης δείχνει καθυστέρηση για την οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος ο αιτητής. Αυτός συμμορφώθηκε έγκαιρα με τις οδηγίες για την καταχώρηση του περιγράμματος του. Το ίδιο και η Δημοκρατία. Ο ορισμός της έφεσης για ακρόαση για πρώτη φορά δυόμιση έτη μετά, βαρύνει αποκλειστικά το Ανώτατο Δικαστήριο.
Για τον καθορισμό των αποζημιώσεων λαμβάνονται υπόψη οι παράγοντες που καταγράφονται στο Άρθρο 11 του Νόμου και αυτοί είναι οι εξής: ο συνολικός χρόνος που εκκρεμεί ή διήρκεσε η διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, η φύση της υπόθεσης, η πολυπλοκότητα της, η συμπεριφορά του ενάγοντα ή αιτητή στην όλη διαδικασία, η συμπεριφορά των Δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, η συμπεριφορά άλλων αρχών της Δημοκρατίας που είναι σχετικές, καθώς και οποιοιδήποτε άλλοι παράγοντες σχετικά με το υπό κρίση ζήτημα που λαμβάνει υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Για τη διαπίστωση της ζημιάς το Δικαστήριο συνυπολογίζει με βάση το Άρθρο 12 του Νόμου «.. τα κριτήρια και παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη γι' αυτό το σκοπό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως προκύπτουν από την εκάστοτε νομολογία του σε ανάλογες υποθέσεις παραβίασης του Άρθρου 6.1 της Συμβάσεως ...».
Η Δημοκρατία έχει καταδικαστεί σε αριθμό υποθέσεων του ΕΔΑΔ αναφορικά με την τήρηση των προνοιών του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης. Μπορούν ενδεικτικά και μόνο, να αναφερθούν τρεις από αυτές στις οποίες επιδικάσθηκαν και συναφείς αποζημιώσεις. Στην Gregoriou v. Cyprus, Appl. No. 62242/2000, ημερ. 25.3.2003, το ΕΔΑΔ υπενθυμίζοντας τα γενικά κριτήρια για τη διαπίστωση της παραβίασης του ευλόγου χρόνου και με αναφορά στην υπόθεση Laino v. Italy (GC), Appl. no. 33158/96, ECHR 1999-I, βρήκε παραβίαση του Άρθρου 6.1 για αστική υπόθεση που διήρκεσε συνολικά 14 έτη, τρεις μήνες και 17 ημέρες σε τρία διαφορετικά επίπεδα δικαιοδοσίας. Η υπόθεση άρχισε στις 12.8.1985 και τελείωσε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 29.11.1999. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην τελική του απόφαση είχε αναγνωρίσει το υπερβολικό του χρόνου της εκκρεμοδικίας. Το ΕΔΑΔ απέδωσε στον αιτητή €10,000 ως δίκαιη αποζημίωση για την αγωνία, ένταση και αμηχανία που ένοιωσε ο αιτητής.
Στην Panayiotou v. Cyprus, Appl. No. 20009/06, ημερ. 20.1.2011, η Δημοκρατία καταδικάστηκε στην καταβολή αποζημίωσης ύψους €3.200 για παραβίαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης σε ποινική υπόθεση που διήρκεσε 5 χρόνια και 3 μήνες. Μέρος της καθυστέρησης οφειλόταν στην αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως αρκετές φορές λόγω φόρτου εργασίας, ενώ χρειάστηκε και σχεδόν ένα έτος για την ετοιμασία των πρακτικών της δίκης. Στην Christodoulou v. Cyprus, υπόθ. αρ. 30282/06, ημερ. 16.7.2009, που αφορούσε υπόθεση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, η Δημοκρατία καταδικάστηκε να καταβάλει ποσό €3.200 ως δίκαιη αποζημίωση («non-pecuniary damage»), για παραβίαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης εφόσον η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 2.3.2001 και το Ανώτατο Δικαστήριο έκδοσε την απόφασή του στις 27.1.2006, διατάζοντας επανεκδίκαση της υπόθεσης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Τελικά η υπόθεση συμβιβάσθηκε στις 19.12.2006. Το ΕΔΑΔ έλαβε υπόψη ότι χρειάστηκε υπέρμετρος χρόνος για την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' έφεση, με την έφεση να ορίζεται ένα έτος και 10 μήνες μετά την καταχώρησή της.
Από την άλλη, στην Frydlender v. France - πιο πάνω - το ΕΔΑΔ επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους 60,000 Γαλλικών Φράγκων για καθυστέρηση σχεδόν 9 ετών και 8 μηνών, ενώ η απόφαση του Conseil D' Edat δόθηκε σχεδόν έξι έτη μετά την παρουσίαση της υπόθεσης ενώπιόν του, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση για την καθυστέρηση.
Να λεχθεί εδώ ότι το λεγόμενο τέταρτο κριτήριο που έχει καθορίσει η νομολογία του ΕΔΑΔ, ως προς το τι διακυβεύεται για τον αιτητή, (δέστε Harris, O' Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights, 2η έκδ., σελ. 279, σημείωση 729), συσχετίζεται κυρίως με την αναγκαιότητα γρήγορης εκδίκασης λόγω ιδιαίτερων συνθηκών που αφορούν τον αιτητή. Αυτές αφορούν θέματα εργοδότησης, (Buchholz v. FRG A-42 1981), πολιτικού δικαιώματος, (Sylvester v. Austria No. 2, hudoc, 2005), τη φύλαξη παιδιών, (Hοkkanem v. Finland 19 EHRR 139), την υγεία, (Bock v. FRG A 150 (1989), τον τίτλο σε ιδιοκτησία, (Poiss v. Austria A 117, 1987) και αποζημιώσεις για τροχαίο δυστύχημα, (Silva Pontes v. Portugal 18 EHRR 156). Η απόρριψη από το προδικαστικό στάδιο της αγωγής του αιτητή δεν σημαίνει ότι δεν διακυβεύεται συμφέρον του αιτητή στην αξιούμενη ιδιοκτησία. Ούτε και το Δικαστήριο αυτό είναι δυνατό να υπεισέλθει στην σφαίρα εξέτασης της βιωσιμότητας ή της ουσίας της αξίωσης, που είναι έργο του Εφετείου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η έφεση.
Το Δικαστήριο έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα εκκρεμοδικίας της έφεσης, χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό ο αιτητής και λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που έχουν καθοριστεί από τη νομολογία για τη διαπίστωση της παραβίασης του ευλόγου χρόνου στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου, κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση, η οποία δικαιολογεί την επιδίκαση αποζημιώσεων στον αιτητή για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσεως.
Καθορίζεται υπό το φως όλων των ανωτέρω το ποσό των €1,500 ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Ο αιτητής δεν δικαιούται σε οποιοδήποτε άλλο ποσό που διεκδικεί λαμβάνοντας υπόψη ότι τέτοιες αξιώσεις δεν καλύπτονται από το Άρθρο 12 του Νόμου, ενώ οι αξιούμενες χρηματικές αποζημιώσεις είναι αυθαίρετες, υπερβολικές και αναπόδεικτες.
Σύμφωνα, περαιτέρω, με το Άρθρο 14(1) του Νόμου, εφόσον διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου εκκρεμούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο διαβιβάζει αμέσως την απόφασή του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Συνεπώς η απόφαση αυτή διαβιβάζεται στη Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήτοι την Αρχιπρωτοκολλητή, για να θέσει το αποτέλεσμα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τα περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 14(2) του Νόμου.
Ο αιτητής δικαιούται στα πραγματικά του έξοδα για την αίτηση, τα οποία να υποβληθούν στον Πρωτοκολλητή για υπολογισμό και στη συνέχεια στο παρόν Δικαστήριο για έγκριση.
Η αίτηση επιτρέπεται με διαταγή για επιδίκαση πραγματικών εξόδων.