ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A205
(2014) 1 ΑΑΔ 663
20 Μαρτίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
IKOS CIF LTD,
Εφεσείουσα,
v.
1. MARTIN COWARD,
2. GEORGE DAWDYE,
3. DAVID ANTHONY FRANCIS BURNS,
4. ERIC WESTPHAL,
5. HANS DRESCHER,
6. VINCENT PFISTER,
7. SAM GOVER,
8. PETER HO,
9. SIMON JONES,
10. DAN BOWER,
11. NATHALIE PRATICO,
12. ZOE EFFORD,
13. MARMIDONS (CYPRUS) LTD.
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 137/2013, 138/2013)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Επικύρωση απορριπτικών αποφάσεων σε αιτήσεις για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης αγωγής ― Επιδιωκόταν η προσθήκη νέας βάσης αγωγής και, ταυτόχρονα, η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον νέων διαδίκων που είχαν προστεθεί ― Η προσπάθεια τροποποίησης, τρία χρόνια μετά την καταχώρηση αγωγής, με μόνο υποστύλωμα την αναφορά στην αλλαγή δικηγόρου, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία ― Κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην αντίδικη πλευρά.
Πολιτική Δικονομία ― Προσθήκη διαδίκου ― Υπόθεση στην οποία εκρίθη ότι τα νέα αγώγιμα θέματα που δημιουργήθηκαν με την προσθήκη διαδίκων, ήταν προσφορότερο να εκδικάζονταν στα πλαίσια άλλων αγωγών.
Πολιτική Δικονομία ― Τροποποίηση δικογράφων ― Η αίτηση τροποποίησης δεν είναι δυνατό να επιτύχει αν το υλικό, το οποίο σκοπείται να εισαχθεί, ήταν σε γνώση του αιτητή ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί έγκαιρα.
Πολιτική Δικονομία ― Τροποποίηση δικογράφων ― Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης.
Αντικείμενο των εφέσεων απετέλεσαν δύο ενδιάμεσες πρωτόδικες αποφάσεις, ταυτόσημες στην ουσία τους, με τις οποίες απορρίφθηκαν αιτήσεις για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και της ίδιας της έκθεσης απαίτησης.
Με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα, η αγωγή καταχωρήθηκε στις 23/12/2009 με τη μορφή γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος. Στρεφόταν εναντίον του εφεσίβλητου 1 και είχε ως βασική αιτία αγωγής την παράβαση υποχρεώσεών του, που απέρρεαν από τη σύμβαση εργοδότησης του με τους εφεσείοντες.
Στις 8/7/2010, και αφού προηγουμένως καταχωρήθηκε εμφάνιση εκ μέρους του μοναδικού εναγόμενου, ήτοι του εφεσίβλητου 1, η εφεσείουσα καταχώρησε έκθεση απαίτησης. Ακολούθως, στις 23/12/2010, καταχωρήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας, αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής με την προσθήκη, ως εναγομένων, ακόμη δώδεκα προσώπων. Στην συνέχεια ενεκρίθη αίτηση για την προσθήκη των δώδεκα νέων διαδίκων, η οποία καταχωρήθηκε δια κλήσεως.
Η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε μόνο στον εφεσίβλητο 1, ο οποίος και συγκατατέθηκε στο αίτημα για προσθήκη νέων διαδίκων. Κατ΄ ακολουθία του εκδοθέντος διατάγματος, η εφεσείουσα καταχώρησε το τροποποιημένο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, το οποίο συμπεριλάμβανε πλέον και τους νέους διάδικους, εφεσίβλητους 2 μέχρι 13, ως εναγόμενους 2 μέχρι 13.
Στις 6/7/2012 η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος, η οποία και απετέλεσε το αντικείμενο της Έφεσης 137/2013. Λίγους μήνες αργότερα, στις 19/12/2012, η εφεσείουσα καταχώρησε περαιτέρω αίτηση, στοχεύοντας στην τροποποίηση και της έκθεσης απαίτησης, η οποία και απετέλεσε το αντικείμενο της Έφεσης 138/2013. Με τις υπό αναφορά αιτήσεις, επιζητούσε την προσθήκη αξιώσεων εναντίον όλων των εφεσιβλήτων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για αποζημιώσεις για εξαπάτηση της εφεσείουσας και/ή συνομωσία των εφεσιβλήτων να προκαλέσουν ζημιά στην εφεσείουσα. Επιζητούσε, επίσης, την προσθήκη ισχυρισμών αναφορικά με το πλέγμα των σχέσεων των εφεσιβλήτων και της ίδιας, και την προσθήκη των λεπτομερειών παραβάσεων και/ή συνωμοσίας των εφεσιβλήτων και των λεπτομερειών των αξιώσεών της εναντίον όλων των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προχώρησε σε ταυτόχρονη εκδίκαση των δύο αιτήσεων. Διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι:
i. Ήταν ελλιπής η αιτιολόγηση των αιτήσεων τροποποίησης.
ii. Με την αιτούμενη τροποποίηση η νέα βάση αγωγής που επιχειρείτο να εισαχθεί από την πλευρά της ενάγουσας δεν αφορούσε μόνο τον υφιστάμενο διάδικο, δηλαδή τον εναγόμενο 1, αλλά επιδιωκόταν η προσθήκη νέας βάσης αγωγής που αφορούσε όλους τους εναγόμενους.
iii. Με την αιτούμενη τροποποίηση η ενάγουσα επεδίωκε τη συνέχιση της αγωγής εναντίον του εναγόμενου 1, ως είχε, με την προσθήκη κάποιων επιπρόσθετων αξιώσεων εναντίον αυτού, και ταυτόχρονα τη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των υπολοίπων εναγομένων.
iv. Από τη στιγμή που με την υπό κρίση αίτηση ουσιαστικά επιζητείτο η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος και βάσης αγωγής εναντίον των εναγομένων 2-13, οι οποίοι προστέθηκαν στον τίτλο της αγωγής χωρίς όμως να υφίσταται οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν τίθετο θέμα τροποποίησης της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και κατ' επέκταση της εφαρμογής της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
v. Η Δ.25 και η προβλεπόμενη σε αυτή χορήγηση άδειας του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφων, ισχύει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ήδη αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του διαδίκου και όχι όπου υπάρχει μεν διάδικος εναντίον του οποίου όμως δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα.
vi. Η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον κάποιου εναγόμενου δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αίτησης τροποποίησης, αλλά μέσω της καταχώρησης νέας αγωγής.
vii. Το γεγονός ότι η επιδιωκόμενη βάση απαίτησης αφορούσε τόσο τους νέους εναγόμενους όσο και στον υφιστάμενο εναγόμενο, δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου.
viii. Αναφορικά με τις τροποποιήσεις σε σχέση με τον εφεσίβλητο 1, η αιτούμενη τροποποίηση δεν μπορούσε να εγκριθεί καθότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, η πλευρά της ενάγουσας δεν διαχώρισε οποιοδήποτε μέρος του αιτητικού αυτής αλλά προώθησε την αίτηση στο σύνολο της.
Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε ότι:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως στην υπό κρίση περίπτωση δεν τίθετο θέμα τροποποίησης κατ' εφαρμογή της Δ.25 και, κατ' ακολουθία, εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια απορρίπτοντας τις αιτήσεις.
β) Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη, ως προς την ελλιπή αιτιολόγηση των αιτήσεων τροποποίησης ως επίσης και λανθασμένη η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με την προσθήκη σειράς αξιώσεων εναντίον του εφεσίβλητου 1 και μόνο.
γ) Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αιτούμενες τροποποιήσεις στο κλητήριο ένταλμα και στην έκθεση απαίτησης, αναφορικά με την προσθήκη αξιώσεων εναντίον του εφεσίβλητου 1.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν εσφαλμένη η θέση της εφεσείουσας ότι η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής με την προσθήκη νέων διαδίκων έγινε με τη σύμφωνη γνώμη τους.
2. Για τους εφεσίβλητους 2-13 δεν υπήρξε καμία εμφάνιση, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως μέχρι και την ημερομηνία εκδίκασης των εφέσεων για αριθμό εφεσιβλήτων δεν επιτεύχθηκε οποιαδήποτε επίδοση και, συνεπώς, ούτε και καταχωρήθηκε ανάλογη εμφάνιση.
3. Με δεδομένο, το πραγματικό υπόβαθρο, ήταν ξεκάθαρο ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιωκόταν η προσθήκη νέας βάσης αγωγής και, ταυτόχρονα, η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των νέων διαδίκων, εφεσιβλήτων 2-13. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος τροποποίησης θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της αγωγής, κατά τρόπο που θα μετέβαλλε εξολοκλήρου το χαρακτήρα της.
4. Η προσθήκη νέων διαδίκων επέβαλλε και την ανάλογη τροποποίηση των δικογράφων, ούτως ώστε να αντιμετωπιζόταν δικογραφικά η επιβεβαιωθείσα ως αναγκαία από το Δικαστήριο εισαγωγή και εμπλοκή νέων προσώπων στη δικαστική διαδικασία.
5. Στην υπό εξέταση περίπτωση, το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν θα ήταν συμβατό με την παροχή άδειας για τροποποίηση, λόγω των ιδίων των δεδομένων της υπόθεσης, τα οποία επιμαρτυρούσαν κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην αντίδικη πλευρά.
6. Τα βασικά γεγονότα ήταν γνωστά στην εφεσείουσα, όπως εύκολα μπορούσε να διαπιστωθεί και από την ανάγκη που οδήγησε στο αίτημα για προσθήκη νέων διαδίκων και τους λόγους που επικαλέστηκε προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση αυτή.
7. Η αναφορά σε αλλαγή των δικηγόρων της εφεσείουσας, στην προσπάθεια στήριξης της αναγκαιότητας για τροποποίηση, δε συνιστούσε βάσιμο λόγο αλλά ούτε και δικαιολογία της παρατηρηθείσας, ήδη, καθυστέρησης.
8. Η αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος καταχωρήθηκε δεκατέσσερις μήνες μετά την έγκριση του αιτήματος για προσθήκη νέων διαδίκων και δέκα περίπου μήνες μετά την αλλαγή δικηγόρου για την εφεσείουσα.
9. Αντίστοιχα, η αίτηση για τροποποίηση και της έκθεσης απαίτησης, καταχωρήθηκε είκοσι περίπου μήνες μετά την προαναφερθείσα προσθήκη νέων διαδίκων και δεκαπέντε περίπου μήνες μετά την αλλαγή δικηγόρου.
10. Όπως, όμως, ήταν παραδεκτό, για τρία περίπου χρόνια βρισκόταν σε ισχύ διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου 1, το οποίο, ως απόλυτο, επηρεάζει τα δικαιώματά του μέχρι περάτωσης της αγωγής. Η καθυστέρηση που δημιουργείτο, και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σε μεγάλο αριθμό εφεσιβλήτων δεν είχε επιτευχθεί έως τότε, επίδοση της αγωγής, είχε ως αποτέλεσμα την παράταση ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος και, συνακόλουθα, τη συνέχιση επηρεασμού των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου 1.
11. Η έκδοση διαταγμάτων προσωρινής φύσης έχει ως μόνο λόγο τη διατήρηση της κατάστασης μέχρις ότου κριθούν τελεσίδικα οι διαφορές των διαδίκων. Κρίση που πρέπει να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, ούτως ώστε να διασφαλίζονται τα συνταγματικά δικαιώματα των επηρεαζόμενων.
12. Υπό τις συνθήκες, η αργοπορία που παρατηρήθηκε επιδρούσε καταλυτικά επί των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων, ακριβώς, λόγω του εκτροχιασμού της δικαστικής διαδικασίας. Προσφορότερο ήταν τα νέα αγώγιμα θέματα να εκδικάζονταν στα πλαίσια άλλων αγωγών.
13. Το σύνολο των γεγονότων και όλο το απαραίτητο υλικό ήταν σε γνώση της εφεσείουσας από την ημέρα καταχώρησης της Αγωγής. Η προσπάθεια τροποποίησης, τρία χρόνια αργότερα, με μόνο υποστύλωμα την αναφορά στην αλλαγή δικηγόρου, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
14. Προείχε η προστασία των δικαιωμάτων της αντίδικης πλευράς, ο επηρεασμός των οποίων, ετίθετο σε άμεσο κίνδυνο λόγω της παρατηρούμενης καθυστέρησης στην προώθηση και ολοκλήρωση της όλης δικαστικής διαδικασίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χρίστου v. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704,
Saba & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.A.Δ. 426,
Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1(Α) Α.Α.Δ 745,
Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,
Ταξί Κυριάκος Λτδ v. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560,
Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. A.G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726,
Νικολάου v. Μιλτιάδους κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 1005,
Γραμμές Στριντζή Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία v. Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών ως Εκκαθαριστή της εταιρείας Always Travel Holidays Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 607,
United Sea Transport Ltd v. Zakou (1980) 1 A.Α.Δ. 501.
Εφέσεις.
Εφέσεις από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Χατζητζιοβάννης, ??), (Αγωγή Αρ. 551/10), ημερομηνίας 29/3/2013.
Λ. Παπαφιλίππου με Γ. Χριστοδούλου και Αλ. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για την Εφεσείουσα.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσίβλητους 1, 4, 5, 12 & 13.
K. Κυριακόπουλος, για τον Εφεσίβλητο 6.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Αντικείμενο των υπό κρίση εφέσεων συνιστούν δύο ενδιάμεσες αποφάσεις, ταυτόσημες στην ουσία τους, πρωτόδικου Δικαστηρίου, με βάση τις οποίες απέτυχαν αιτήσεις για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και της ίδιας της έκθεσης απαίτησης.
Η παράθεση αδιαμφισβήτητων γεγονότων που καλύπτουν την παρούσα περίπτωση θα καταστήσει ευκολότερα κατανοητή την επίδικη διαφορά:
Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 23/12/2009 και είχε τη μορφή γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος. Στρεφόταν εναντίον του Εφεσίβλητου 1 και είχε ως βασική αιτία αγωγής την παράβαση υποχρεώσεών του, που απέρρεαν από τη σύμβαση εργοδότησης του με τους Εφεσείοντες. Οι τελευταίοι αξίωναν αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, για παράβαση καθήκοντος επιμέλειας και εμπιστευτικότητας και για παράβαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Αξίωναν, επίσης, άλλες, συναφείς θεραπείες, όπως την αποκάλυψη κερδών που ο εν λόγω Εφεσίβλητος πραγματοποίησε ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ισχυριζόμενων παραβάσεων και παρεμπόδισή του στη χρησιμοποίηση ή αποκάλυψη οποιωνδήποτε εμπιστευτικών πληροφοριών που ανήκουν στην Εφεσείουσα. Στις 8/7/2010, και αφού προηγουμένως καταχωρήθηκε εμφάνιση εκ μέρους του μοναδικού Εναγόμενου, ήτοι του Εφεσίβλητου 1, η Εφεσείουσα καταχώρησε έκθεση απαίτησης. Ακολούθως, στις 23/12/2010, καταχωρήθηκε εκ μέρους της Εφεσείουσας αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής με την προσθήκη, ως Εναγομένων, ακόμη δώδεκα προσώπων. Ταυτόχρονα, καταχωρήθηκε αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, η οποία, στις 6/5/2011, απεσύρθη με επιφύλαξη. Την ίδια ημέρα, η αίτηση για την προσθήκη των δώδεκα νέων διαδίκων, η οποία καταχωρήθηκε δια κλήσεως, εγκρίθηκε. Χρήσιμο είναι να σημειωθεί σε αυτό το στάδιο ότι η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε μόνο στον Εφεσίβλητο 1, ο οποίος και συγκατατέθηκε στο αίτημα για προσθήκη νέων διαδίκων. Στους υπόλοιπους εφεσίβλητους, στους νέους, δηλαδή, διάδικους, δεν είχε επιδοθεί η υπό αναφορά αίτηση. Στις 25/5/2011, και κατ' ακολουθία του εκδοθέντος διατάγματος, η Εφεσείουσα καταχώρησε το τροποποιημένο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, το οποίο συμπεριλάμβανε πλέον και τους νέους διάδικους, Εφεσίβλητους 2 μέχρι 13, ως Εναγόμενους 2 μέχρι 13.
Στις 6/7/2012 η Εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης 137/2013. Λίγους μήνες αργότερα, στις 19/12/2012, η Εφεσείουσα καταχώρησε περαιτέρω αίτηση, στοχεύοντας στην τροποποίηση και της έκθεσης απαίτησης, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης 138/2013. Με τις υπό αναφορά αιτήσεις, επιζητούσε την προσθήκη αξιώσεων εναντίον όλων των Εφεσιβλήτων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για αποζημιώσεις για εξαπάτηση της Εφεσείουσας και/ή συνομωσία των Εφεσιβλήτων να προκαλέσουν ζημιά στην Εφεσείουσα. Επιζητούσε, επίσης, την προσθήκη ισχυρισμών αναφορικά με το πλέγμα των σχέσεων των Εφεσιβλήτων και της ίδιας, και την προσθήκη των λεπτομερειών παραβάσεων και/ή συνωμοσίας των Εφεσιβλήτων και των λεπτομερειών των αξιώσεών της εναντίον όλων των Εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς λόγω της συνάφειας των επιδίκων ζητημάτων, προχώρησε σε ταυτόχρονη εκδίκαση των δύο αιτήσεων. Αφού προέβηκε σε εκτεταμένη παράθεση των αρχών που καλύπτουν το θέμα της τροποποίησης δικογράφων, κατ' ακολουθία της Δ.25 Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, διαπίστωσε ότι:
«με μία προσεκτική ανάγνωση του περιεχόμενου της αρχικής έκθεσης απαίτησης και της προτεινόμενης έκθεσης απαίτησης, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η βάση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του εναγόμενου 1 και αυτή εναντίον των εναγομένων 2-13 είναι εντελώς διαφορετικές. Συγκεκριμένα, η βάση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του εναγόμενου 1 αφορά παράβαση σύμβασης, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας και εμπιστευτικότητας και παράβαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ η βάση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του εναγόμενου 1 και των υπολοίπων εναγόμενων 2-13 αφορά εξαπάτηση της ενάγουσας και/ή συνομωσία των εναγομένων να προκαλέσουν ζημιά στην ενάγουσα και/ή συνομωσία με τη χρήση παράνομων μέσων και/ή ενεργειών, ιδιοποίηση κινητής ιδιοκτησίας της ενάγουσας και/ή αθέμιτο ανταγωνισμό και/ή επιζήμια ψευδολογία και/ή αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή παράνομη επέμβαση στην επιχείρηση της ενάγουσας και/ή πρόκληση παράβασης συμφωνίας και/ή παράνομη κατακράτηση και/ή κατοχή περιουσιακών στοιχείων και/ή επέμβαση επί στοιχείων και/ή κινητής ιδιοκτησίας της ενάγουσας.»
Σε σχέση, δε, με την αρχική έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε εναντίον του Εφεσίβλητου 1, η ευπαίδευτη Δικαστής εντόπισε ότι:
«γίνεται αναφορά στους εναγόμενους 2-13, την ιδιότητά τους σε σχέση με την ενάγουσα και ακόμα την εμπλοκή τους σε σχέση με τον εναγόμενο 1. Όμως, αυτοί οι ισχυρισμοί της ενάγουσας προβάλλονται καθόσον αφορούν μόνο την απαίτηση της εναντίον του εναγόμενου 1 και ουδόλως αποτελούν τη βάση για απαίτηση της ενάγουσας εναντίον των υπολοίπων εναγομένων η οποία δεν υπάρχει στην εν λόγω έκθεση απαίτησης.
Με βάση το περιεχόμενο της προτεινόμενης έκθεσης απαίτησης, η ενάγουσα προβάλλει τους ισχυρισμούς της για την ιδιότητα και σχέση του καθενός των εναγομένων αναφορικά με την ενάγουσα, τις συμβάσεις εργοδότησης του εναγόμενου 1 και των υπολοίπων εναγομένων ξεχωριστά, καθώς επίσης λεπτομέρειες της συνομωσίας μεταξύ των εναγομένων και της ισχυριζόμενης συμπεριφοράς τους δυνάμει της οποίας προκύπτει η απαίτηση αποζημιώσεων και άλλων θεραπειών εναντίον τους.»
Παρά την έκταση που καλύπτει, είναι επιβεβλημένη, υπό το πρίσμα των ουσιαστικών ζητημάτων που καλύπτει, η παράθεση της τελικής προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αποτυπώνεται στις προσβαλλόμενες ενδιάμεσες αποφάσεις:
«Η υπό κρίση περίπτωση παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα αναφορικά με αυτό το θέμα. Με την αιτούμενη τροποποίηση η νέα βάση αγωγής που επιχειρείται να εισαχθεί από την πλευρά της ενάγουσας δεν αφορά μόνο τον υφιστάμενο διάδικο, δηλαδή τον εναγόμενο 1, αλλά εδώ επιδιώκεται η προσθήκη νέας βάσης αγωγής που αφορά όλους του εναγόμενους. Με αυτόν τον τρόπο η πλευρά της ενάγουσας ουσιαστικά επιδιώκει να δημιουργήσει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εναγομένων 2-13, καθότι η αρχική βάση αγωγής που περιέχεται στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δεν αφορά τους εν λόγω εναγόμενους αλλά περιορίζεται στον εναγόμενο 1. Επομένως, με την αιτούμενη τροποποίηση η ενάγουσα επιδιώκει τη συνέχιση της αγωγής εναντίον του εναγόμενου 1, ως έχει, με την προσθήκη κάποιων επιπρόσθετων αξιώσεων εναντίον αυτού, και ταυτόχρονα τη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των υπολοίπων εναγομένων.
Οι υποθέσεις στις οποίες ο δικηγόρος της ενάγουσας στηρίχθηκε προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης του διαφοροποιούνται από τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης. Στις εν λόγω υποθέσεις Χρίστου v. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704, Saba & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.A.Δ. 426, και Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 745, οι αιτούμενες τροποποιήσεις αφορούσαν τους υφιστάμενους διάδικους και υπήρχε ήδη βάση αγωγής εναντίον των εναγομένων.
Από τη στιγμή που με την υπό κρίση αίτηση ουσιαστικά επιζητείται η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος και βάσης αγωγής εναντίον των εναγομένων 2-13, οι οποίοι προστέθηκαν στον τίτλο της αγωγής χωρίς όμως να υφίσταται οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους, θεωρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν τίθεται θέμα τροποποίησης της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και κατ΄επέκταση της εφαρμογής της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η Δ.25 και η προβλεπόμενη σε αυτή χορήγηση άδειας του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφων ισχύει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ήδη αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του διαδίκου και όχι όπου υπάρχει μεν διάδικος εναντίον του οποίου όμως δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα. Η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον κάποιου εναγόμενου δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αίτησης τροποποίησης, αλλά μέσω της καταχώρησης νέας αγωγής.
Το γεγονός ότι η επιδιωκόμενη βάση απαίτησης αφορά τόσο τους νέους εναγόμενους όσο και τον υφιστάμενο εναγόμενο δεν διαφοροποιεί την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου. Ούτε και το γεγονός ότι με την αιτούμενη τροποποίηση ζητείται διάταγμα αναφορικά με τους εναγόμενους 2-13, όπως αυτό αναφορικά με τον εναγόμενο 1, που να απαγορεύει στους εν λόγω εναγόμενους να χρησιμοποιούν ή αποκαλύπτουν οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες που ανήκουν στην ενάγουσα, να προβαίνουν σε επιβλαβείς δηλώσεις σχετικά με την ενάγουσα και να χρησιμοποιούν ή αποκαλύπτουν οποιοδήποτε αντίγραφο σε οποιαδήποτε μορφή ηλεκτρονικών προγραμμάτων που ανήκουν στην ενάγουσα και περιέχονται στον συνημμένο κατάλογο, μεταβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου. Αυτή η θεραπεία αποτελεί μία από τις αξιώσεις της ενάγουσας εναντίον των εναγομένων και είναι παρεμφερής με τις βασικές αξιώσεις εναντίον των εναγομένων, οι οποίες, όπως επισημαίνεται πιο πάνω, είναι παντελώς ξεχωριστές και καινούργιες σε σχέση με τις υφιστάμενες εναντίον του εναγόμενου 1.
Δεν μου διαφεύγει ότι στην αρχική έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε εναντίον του εναγόμενου, γίνεται αναφορά στους εναγόμενους 2-13, την ιδιότητα τους σε σχέση με την ενάγουσα και ακόμα την εμπλοκή τους σε σχέση με τον εναγόμενο 1. Όμως, αυτοί οι ισχυρισμοί της ενάγουσας προβάλλονται καθ΄όσον αφορούν μόνο την απαίτηση της εναντίον του εναγόμενου 1 και ουδόλως αποτελούν τη βάση για απαίτηση της ενάγουσας εναντίον των υπολοίπων εναγομένων, η οποία προκύπτει για πρώτη φορά με την αιτούμενη τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος, και που δεν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο της αιτούμενης τροποποίησης σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο πάνω.»
Η ορθότητα των πρωτόδικων αποφάσεων προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 συμπλέκονται και μπορούν να εξεταστούν ως μία ενότητα. Κινούνται, ουσιαστικά, γύρω από την προσέγγιση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως στην υπό κρίση περίπτωση δεν τίθεται θέμα τροποποίησης κατ΄εφαρμογή της Δ.25 και, κατ' ακολουθία, η πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια απορρίπτοντας τις αιτήσεις. Ο τρίτος λόγος έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς την ελλιπή αιτιολόγηση των αιτήσεων τροποποίησης. Ο πέμπτος λόγος στηρίζεται στη θέση ότι ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με την προσθήκη σειράς αξιώσεων εναντίον του Εφεσίβλητου 1 και μόνο.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσείουσας εισηγήθηκαν, συνοπτικά, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου − σύμφωνα με την οποία η Δ.25 και η προβλεπόμενη σε αυτήν χορήγηση άδειας για τροποποίηση του δικογράφου ισχύει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ήδη αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του διαδίκου και όχι όπου υπάρχει μεν διάδικος, εναντίον του οποίου, όμως, δεν δικογραφείται αγώγιμο δικαίωμα − είναι εσφαλμένη και δεν στηρίζεται σε οποιανδήποτε αρχή της Νομολογίας. Ήταν η εισήγηση των συνηγόρων ότι, δεδομένης της προσθήκης νέων διαδίκων, αναγκαία είναι η τροποποίηση του δικογράφου, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνονται τα γεγονότα και οι θεραπείες που επιζητούνται σε σχέση με τον νέο διάδικο. Προεκτείνοντας, έθεσαν πως από τη στιγμή που η τροποποίηση του τίτλου και η προσθήκη όλων των Εναγομένων έλαβε χώρα με εκ συμφώνου απόφαση, δεν υπήρχε άλλη πορεία παρά να τροποποιηθεί η έκθεση απαίτησης, έτσι ώστε τα γεγονότα και οι θεραπείες να ανταποκρίνονται σε όλους τους Εναγόμενους. Εισηγήθηκαν, τέλος, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η βάση της απαίτησης της Εφεσείουσας εναντίον του Εφεσίβλητου 1 και των Εφεσιβλήτων 2-13 είναι εντελώς διαφορετική.
Η αντίστοιχη προσέγγιση των ευπαίδευτων συνηγόρων για τους Εφεσίβλητους είναι, κατά βάση, ταυτόσημη. Εισηγούνται ότι ήταν αναπόφευκτη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόρριψη των αιτήσεων, αφού κανένα αγώγιμο δικαίωμα υφίστατο ή αποκαλύπτετο στα αρχικά δικόγραφα και, ως εκ τούτου, οι επιζητούμενες με τις αιτήσεις τροποποίησης θεραπείες θα είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον διαδίκων, ήτοι, των Εφεσιβλήτων 2-13. Δεν ήταν επιτρεπτό, εισηγήθηκαν, για την Εφεσείουσα να εισάξει αγώγιμο δικαίωμα σε αγωγή, στην οποία δεν υπήρχε τέτοιο.
Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση.
Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί η βάση των γεγονότων προτού προχωρήσουμε στην περαιτέρω εξέταση των συγκεκριμένων λόγων έφεσης.
Καταρχάς, είναι χωρίς στήριξη η θέση της Εφεσείουσας ότι η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής με την προσθήκη νέων διαδίκων έγινε με τη σύμφωνη γνώμη τους. Όπως παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, παρών κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης ήταν μόνο ο Εφεσίβλητος 1, ο οποίος και συμφώνησε στο αίτημα. Για τους Εφεσίβλητους 2-13 δεν υπήρξε καμία εμφάνιση, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως μέχρι και σήμερα για αριθμό εφεσιβλήτων δεν επιτεύχθηκε οποιαδήποτε επίδοση και, συνεπώς, ούτε και καταχωρήθηκε ανάλογη εμφάνιση. Αμφισβητείται, επίσης, το εύρος των υφιστάμενων δικογραφημένων θέσεων της Εφεσείουσας. Κατά πόσο, δηλαδή, εμπεριέχουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εφεσιβλήτων 2-13. Εξέταση των δικογραφημένων αυτών θέσεων συνηγορεί με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, οι όποιες αναφορές και ισχυρισμοί δικογραφούνται από την Εφεσείουσα, προβάλλονται καθόσον αφορούν μόνο την απαίτηση της εναντίον του Εφεσίβλητου 1 και δεν συνιστούν βάση για απαίτηση εναντίον των υπολοίπων διαδίκων.
Με δεδομένο, λοιπόν, το πραγματικό υπόβαθρο, είναι ξεκάθαρο ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιωκόταν η προσθήκη νέας βάσης αγωγής και, ταυτόχρονα, η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των νέων διαδίκων, Εφεσιβλήτων 2-13. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος τροποποίησης θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της αγωγής, κατά τρόπο που θα μετέβαλλε εξολοκλήρου το χαρακτήρα της.
Οι αιτήσεις τροποποίησης ακολούθησαν την επιτυχή κατάληξη αιτήματος για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής δια της προσθήκης δώδεκα νέων εναγομένων. Η αντιδικία, πλέον, συνεχίζεται μεταξύ όλων των διαδίκων. Συνεπώς, το πλαίσιο της αγωγής έχει μεταβληθεί με τον επαναπροσδιορισμό των εμπλεκομένων μερών. Η παροχή άδειας για προσθήκη διαδίκων ήταν το αποτέλεσμα δικαστικής κρίσης ως προς την αναγκαιότητα της συμπερίληψης περαιτέρω διαδίκων, κρίση που δεν αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε διάβημα. Συνεπώς, η προσθήκη νέων διαδίκων επέβαλλε και την ανάλογη τροποποίηση των δικογράφων, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί δικογραφικά η επιβεβαιωθείσα ως αναγκαία από το Δικαστήριο εισαγωγή και εμπλοκή νέων προσώπων στη δικαστική διαδικασία.
Το κρίσιμο ερώτημα που γεννιέται είναι εάν υφίστανται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της Διάταξης 25 στην υπό κρίση περίπτωση.
Έχουν ήδη καταγραφεί οι αρχές που καλύπτουν τροποποιήσεις δικογράφων. Η επιδίωξη ενάγοντα για εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, δεν είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο παράγοντας αυτός συναρτάται με τα υπόλοιπα στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, προκειμένου να διαμορφωθεί η τελική κρίση του Δικαστηρίου. Κυρίαρχο στοιχείο και γνώμονας είναι πάντοτε το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν της απόρριψης των αιτήσεων, λόγω του ότι θα προστίθετο ανεπίτρεπτα νέα βάση αγωγής, κατέληξε, επίσης, πως η Εφεσείουσα παρέλειψε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το αναγκαίο υπόβαθρο επαρκούς αιτιολόγησης του αιτήματος για τροποποίηση. Σε αυτή την πτυχή, η οποία και αποδεικνύεται καταλυτικής σημασίας, θα εστιάσουμε την προσοχή μας. Η προσέγγιση αυτή προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης ως εσφαλμένη. Είναι η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων για την Εφεσείουσα ότι στις συνοδευτικές των αιτήσεων ένορκες δηλώσεις εξηγούνται οι λόγοι καθυστέρησης με αναφορά στην αλλαγή δικηγόρων εκπροσώπησης της Εφεσείουσας και στην αναγκαιότητα εντοπισμού και μελέτης τεραστίου όγκου εγγράφων.
Έχουν ήδη παρατεθεί οι βασικές αρχές, οι οποίες και συνιστούν τον γνώμονα για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση ζητήματος τροποποίησης δικογράφων. Ειδικότερα ως προς το θέμα του παράγοντα χρόνου στην υποβολή αιτήματος τροποποίησης, σταθερή γραμμή της Νομολογίας αναγνωρίζει ότι ο παράγοντας αυτός είναι σχετικός. Δεν είναι όμως εξαρχής και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε σφάλμα του αιτητή, η δικαιολόγηση της και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό με τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Η όποια καθυστέρηση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα από απόψεως μόνο χρονικής διάστασης, αλλά θα πρέπει να συναρτάται με άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την ανυπαρξία καλής πίστης. Τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί, ασχέτως εάν επιδείχθηκε αμέλεια και καθυστέρηση από διάδικο, αν αυτό απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης. Όπως ήδη έχει καταγραφεί, τελικά ο κρίσιμος παράγοντας είναι η ανάγκη για προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και η διατύπωση των θέσεων των διαδίκων (Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου, (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, Ταξί Κυριάκος Λτδ v. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. A.G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, SABA & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.A.Δ. 426, Νικολάου v. Μιλτιάδους κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 1005).
Πάγια νομολογία διαμόρφωσε τον κανόνα ότι αίτηση τροποποίησης δεν είναι δυνατό να επιτύχει αν το υλικό, το οποίο σκοπείται να εισαχθεί, ήταν σε γνώση του αιτητή ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί έγκαιρα. Η δε αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία για παρατηρούμενη καθυστέρηση που οδηγεί σε εκτροχιασμό της δίκης και δεν παρέχει, αφ' εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας. (Γραμμές Στριντζή Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία v. Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών ως Εκκαθαριστή της Εταιρείας Always Travel Holidays Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. και United Sea Transport Ltd v. Zakou (1980) 1 A.Α.Δ. 501, 510). Η γραμμή αυτή της νομολογίας συναρτάται απόλυτα με την φειδώ με την οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια, ιδίως στις περιπτώσεις όπου η όποια καθυστέρηση ενέχει καταλυτικές επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου.
Στην υπό εξέταση, το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν θα ήταν συμβατό με την παροχή άδειας για τροποποίηση, λόγω των ιδίων των δεδομένων της υπόθεσης, τα οποία επιμαρτυρούν κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην αντίδικη πλευρά. Τα βασικά γεγονότα ήταν γνωστά στην Εφεσείουσα, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί και από την ανάγκη που οδήγησε στο αίτημα για προσθήκη νέων διαδίκων και τους λόγους που επικαλέστηκε προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση αυτή. Η αναφορά σε αλλαγή των δικηγόρων της Εφεσείουσας, στην προσπάθεια στήριξης της αναγκαιότητας για τροποποίηση, δε συνιστούσε βάσιμο λόγο αλλά ούτε και δικαιολογία της παρατηρηθείσας, ήδη, καθυστέρησης. Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος καταχωρήθηκε δεκατέσσερις μήνες μετά την έγκριση του αιτήματος για προσθήκη νέων διαδίκων και δέκα περίπου μήνες μετά την αλλαγή δικηγόρου για την Εφεσείουσα. Αντίστοιχα, η αίτηση για τροποποίηση και της έκθεσης απαίτησης, καταχωρήθηκε είκοσι περίπου μήνες μετά την προαναφερθείσα προσθήκη νέων διαδίκων και δεκαπέντε περίπου μήνες μετά την αλλαγή δικηγόρου. Όπως, όμως, είναι παραδεκτό, εδώ και τρία περίπου χρόνια βρίσκεται σε ισχύ διάταγμα εναντίον του Εφεσίβλητου 1, το οποίο, ως απόλυτο, επηρεάζει τα δικαιώματά του μέχρι περάτωσης της αγωγής. Η καθυστέρηση που δημιουργείται, και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σε μεγάλο αριθμό εφεσιβλήτων δεν επιτεύχθηκε μέχρι σήμερα επίδοση της αγωγής, έχει ως αποτέλεσμα την παράταση ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος και, συνακόλουθα, τη συνέχιση επηρεασμού των δικαιωμάτων του Εφεσίβλητου 1. Είναι αχρείαστο να υπενθυμίσουμε ότι η έκδοση διαταγμάτων προσωρινής φύσης έχει ως μόνο λόγο τη διατήρηση της κατάστασης μέχρις ότου κριθούν τελεσίδικα οι διαφορές των διαδίκων. Κρίση που πρέπει να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, ούτως ώστε να διασφαλίζονται τα συνταγματικά δικαιώματα των επηρεαζομένων.
Υπό τις συνθήκες, η αργοπορία που παρατηρείται επιδρά καταλυτικά επί των δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων, ακριβώς, λόγω του εκτροχιασμού της δικαστικής διαδικασίας. Προσφορότερο είναι τα νέα αγώγιμα θέματα να εκδικαστούν στα πλαίσια άλλων αγωγών.
Η Εφεσείουσα με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλει, όπως λέχθηκε, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αιτούμενες τροποποιήσεις στο κλητήριο ένταλμα και στην έκθεση απαίτησης, αναφορικά με την προσθήκη αξιώσεων εναντίον του Εφεσίβλητου 1, όπως αυτές εξειδικεύονται αντίστοιχα στις παραγράφους (viii) και (Η), (Θ), (Ι) των αιτήσεων τροποποίησης. Ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου πως:
«Η αιτούμενη τροποποίηση δεν μπορεί να εγκριθεί καθότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, η πλευρά της ενάγουσας δεν διαχώρισε οποιοδήποτε μέρος του αιτητικού αυτής αλλά προώθησε την αίτηση στο σύνολο της, και ακόμα το εν λόγω αιτητικό αφορά και μέρος των αξιώσεων που αφορούν τη νέα βάση αγωγής αναφορικά με όλους τους εναγόμενους και όχι μόνο τον συγκεκριμένο εναγόμενο, εφόσον σε αυτό γίνεται αναφορά σε ανέντιμη βοήθεια εκ μέρους του εναγόμενου 1.»
Οι πιο πάνω παράγραφοι, (viii) και (Η), (Θ), (Ι), αφορούσαν:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσει τον Εναγόμενο 1 να καταθέσει ενόρκως και/ή να αποδώσει λογαριασμό για όλα τα κέρδη και/ή ωφελήματα που είχε ή θα έχει ως αποτέλεσμα της παράβασης σύμβασης και/ή παράβασης καθηκόντων πίστης και/ή ανέντιμης βοήθειας και διάταγμα που να διατάσει τον Εναγόμενο 1 να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό που θα οφείλεται μετά την απόδοση λογαριασμού.
Απόφαση για το ποσό που θα προκύψει από την απόδοση λογαριασμού.
Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος 1 δεσμευόταν από τους όρους της σύμβασης εργοδότησης του και/ή από τα καθήκοντα εμπιστοσύνης»..
Πέραν της προαναφερθείσας, ορθής, διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και στην περίπτωση αυτή, ακόμη πιο έντονα, το σύνολο των γεγονότων και όλο το απαραίτητο υλικό ήταν σε γνώση της Εφεσείουσας από την ημέρα καταχώρησης της Αγωγής. Η προσπάθεια τροποποίησης, τρία χρόνια αργότερα, με μόνο υποστύλωμα την αναφορά στην αλλαγή δικηγόρου, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Προείχε η προστασία των δικαιωμάτων της αντίδικης πλευράς, ο επηρεασμός των οποίων, υπό το φως των όσων έχουμε ήδη καταγράψει στο αμέσως προηγούμενο στάδιο, ετίθετο σε άμεσο κίνδυνο λόγω της παρατηρούμενης καθυστέρησης στην προώθηση και ολοκλήρωση της όλης δικαστικής διαδικασίας.
Καταληκτικά η Έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.