ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:A172

(2014) 1 ΑΑΔ 532

7 Μαρτίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

 

ΑΝΘΙΜΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

v.

 

1. A. L. PRO CHOICE VENTURES LTD,

2. C.P.I ENTERPRISES DEVELOPMENT LTD,

3. ΣΩΤΗΡΗ ΜΑΡΚΙΔΗ,

4. ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,

5. ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 71/2009)

 

 

Χρηματιστήριο Εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους ποσό £30.000 πλέον τόκο από την εφεσίβλητη 1, δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Ν.42(Ι)/2000 και του Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου 168(Ι)/2002 ως επίσης και αποζημιώσεις για δόλο και/ή με απάτη ― Η ανταλλαγή των μετοχών που ο εφεσείων είχε αγοράσει και κατείχε στην εφεσίβλητη 1 με μετοχές στην εφεσίβλητη 2, τερμάτισε τα όποια δικαιώματα είχε έναντι της πρώτης, δυνάμει του Άρθρου 58Α (3)(β) του Ν.42(Ι)/2000.

 

Ύστερα από πρόσκληση για εγγραφή της εφεσίβλητης 1, ο εφεσείων αγόρασε 60.000 μετοχές της, καταβάλλοντας σ' αυτήν, το ποσό των £30.000. Ακολούθησε πρόταση της εφεσίβλητης 2, προς την εφεσίβλητη 1, για την εξαγορά ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου της τελευταίας με αντιπαροχή την έκδοση και παραχώρηση μετοχών στην εφεσίβλητη 2. Αφού του κοινοποιήθηκε, ο εφεσείων στις 10.1.2001 αποδέχτηκε την πρόταση και οι 60.000 μετοχές που αυτός κατείχε στην εφεσίβλητη 1 αντηλλάγησαν με 20.000 μετοχές στην εφεσίβλητη 2, οι οποίες στη συνέχεια υποδιαιρέθηκαν με αποτέλεσμα ο εφεσείων να καταστεί ιδιοκτήτης 50.000 μετοχών της εφεσίβλητης 2 αξίας £0.60 εκάστη.

 

Τον Ιανουάριο 2001 υπεβλήθη αίτηση από την εφεσίβλητη 2 για εισαγωγή των νέων μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, με αποτέλεσμα να εισαχθούν τον Σεπτέμβριο 2004. Στο μεταξύ, ο εφεσείων, με επιστολή του ημερομηνίας 1.7.2002 απαίτησε από την εφεσίβλητη 1 την επιστροφή του ποσού των £30.000 που της είχε καταβάλει, αίτημα το οποία επανέλαβε και με επιστολές του ημερομηνίας 12 και 31.7.2002. Παρόμοια απαίτηση υπέβαλε και προς την εφεσίβλητη 2, με επιστολή του ημερομηνίας 19.9.2002. Η απαίτηση του εφεσείοντα όμως δεν ικανοποιήθηκε.

 

Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους το ποσό των £30.000 πλέον τόκο προς 7% από την  ημερομηνία την οποία θεωρούσε ως χρόνο είσπραξης του ποσού από την εφεσίβλητη 1, δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Τροποποιητικού Αρ.4 Νόμου 42(Ι)/2000 και του Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου Ν.168(Ι)/2002.

 

Αξίωσε παράλληλα αποζημιώσεις έναντι όλων των εφεσιβλήτων, ισχυριζόμενος ότι η εφεσίβλητη 1 «δημοσίευσε με δόλο και/ή με απάτη και/ή με πρόθεση εξαπάτησης» του εφεσείοντα, αναληθείς δηλώσεις στην πρόσκληση της για εγγραφή, επί των οποίων ο εφεσείων στηρίχθηκε για αγορά των επίδικων μετοχών με αποτέλεσμα η μεταξύ τους συμφωνία να είναι άκυρη. Ισχυρίστηκε επίσης ότι κατέβαλε το ως άνω ποσό στην εφεσίβλητη 1 κατόπιν παραστάσεων της, μέσω του διοικητικού συμβούλου της, εφεσίβλητου 3, ενεργούντος για λογαριασμό της, ότι θα εισήγαγε τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2000 και θα υπέβαλλε σχετική αίτηση στο ΧΑΚ, ενώ η εξαγορά των μετοχών αυτών από την εφεσίβλητη 2, έγινε μετά από εξώθηση των εφεσιβλήτων, «με παραστάσεις και/ή με προοπτική εισαγωγή τους στο ΧΑΚ». Εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 αξίωσε και αποζημιώσεις λόγω παράβασης της μεταξύ τους συμφωνίας για εισαγωγή των πιο πάνω τίτλων στο ΧΑΚ.

 

Μοναδικοί μάρτυρες στην υπόθεση ήταν ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος 3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι παραπλανημένος από τις δηλώσεις του εφεσίβλητου 3 προέβη στην αγορά των 60.000 μετοχών στην εφεσίβλητη 1.

 

Δεδομένης δε της αποξένωσης των μετοχών που ο εφεσείων είχε αγοράσει από την εφεσίβλητη 1, έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο να απαιτεί αποζημιώσεις για τη μη υποβολή αίτησης για την εισαγωγή των μετοχών της τελευταίας στο ΧΑΚ, ενώ σε σχέση με την εφεσίβλητη 2 δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε δέσμευσης εκ μέρους της ως προς το χρόνο εισαγωγής των δικών της μετοχών στο ΧΑΚ. Έκρινε επίσης πως ούτε δυνάμει των Ν.42(Ι)/2000 και Ν.168(Ι)/2002 θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη η απαίτηση του εφεσείοντα.

Συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στους Νόμους 42(Ι)/2000 και 168(Ι)/2002 για επιστροφή του επίδικου ποσού και  ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τόσο τη σχετική επί του θέματος νομοθεσία όσο και τη νομολογία.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι ο εφεσείων δεν υπέβαλε απαίτηση στην εφεσίβλητη 1 για επιστροφή του επίδικου ποσού μέχρι την 31.1.2003 ως προνοείται από το Άρθρο 9 του Ν.168(Ι)/2002.

 

γ)  Εσφαλμένο ήταν και  το εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι δεν προέβησαν σε αναληθείς δηλώσεις στις οποίες ο εφεσείων βασίστηκε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Με την έφεση δεν αμφισβητήθηκε η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αντιπαροχή κατεβλήθη μετά από σχετική αποκοπή στις 29.5.2000 από το trading account που ο εφεσείων διατηρούσε με  χρηματιστηριακή εταιρεία, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Νόμου στις 7.4.2000. Συνεπώς, το Άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000 δεν ισχύει.

 

  2. Στις περιπτώσεις όπου η αντιπαροχή για την αγορά των τίτλων καταβλήθηκε μετά από την έναρξη ισχύος του εν λόγω Νόμου, εφαρμόζεται το Άρθρο 58Α(3)(β) του Νόμου.

 

  3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε ορθή καθοδήγηση από την Κωνσταντίνου κ.ά ν Karaolis Group Limited (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 756. Τα όποια δικαιώματα παρέχονταν στον εφεσείοντα δυνάμει του Άρθρου 58Α (3)(β) του Ν.42(Ι)/2000, για επιστροφή των χρημάτων που είχε καταβάλει στην εφεσίβλητη 1 υφίσταντο ενόσω αυτός παρέμενε ιδιοκτήτης των μετοχών.

 

  4. Η ανταλλαγή των μετοχών που ο εφεσείων είχε αγοράσει και κατείχε στην εφεσίβλητη 1 με μετοχές στην εφεσίβλητη 2, τερμάτισε τα όποια δικαιώματα είχε έναντι της πρώτης δυνάμει του Άρθρου 58Α (3)(β).

 

  5.   Ορθή ήταν και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου για «επιστροφή» του εν λόγω ποσού από την εφεσίβλητη 2. Ο εφεσείων ουδέποτε υπέβαλε αίτημα στην εφεσίβλητη 2 βάσει του εν λόγω Νόμου για επιστροφή του ποσού που είχε καταβάλει στην εφεσίβλητη 1. Ούτε είχε εισπραχθεί το ποσό των £30.000 από την εφεσίβλητη 2 ώστε να μπορούσε να δημιουργηθεί δικαίωμα στον εφεσείοντα να απαιτήσει το ποσό από την ίδια και υποχρέωση της τελευταίας να το επιστρέψει.

 

  6. Το μέγιστο δε που θα μπορούσε να απαιτηθεί από την εφεσίβλητη 2, ήταν η επιστροφή του ανταλλάγματος που αυτή είχε πάρει, δηλαδή των μετοχών της εφεσίβλητης 1, θεραπεία που, εν πάση περιπτώσει, δεν ζητήθηκε από το Δικαστήριο.

 

  7. Περαιτέρω η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο εφεσείων δεν μπορούσε να προωθήσει την απαίτηση του στη βάση του Ν.168(Ι)/2002 λόγω αντισυνταγματικότητας του Νόμου, ήταν εσφαλμένη.

 

  8. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη 1 εισέπραξε χρήματα στις 29.5.2000, δηλαδή πριν από την 1.3.2002 που προβλέπει ο Νόμος, με την προοπτική και με παραστάσεις εισαγωγής της στο ΧΑΚ. Περαιτέρω, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν.168(Ι)/2002, δηλαδή 9.8.2002, οι τίτλοι της εφεσίβλητης 1 δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ.

 

  9. Όλες οι επιστολές, «απαιτήσεις» του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη 1, αποστάληκαν πριν ακόμα τεθεί σε ισχύ ο εν λόγω Νόμος. Η νομολογία είναι πάγια πως Νόμος δεν ερμηνεύεται ότι έχει αναδρομική ισχύ εάν δεν περιέχει ρητή πρόνοια ή δεν συνάγεται από το λεκτικό του ότι ο Νομοθέτης είχε σκοπό την αναδρομικότητά του.

 

10. Ορθή, επομένως, ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν υπέβαλε απαίτηση προς την εφεσίβλητη 1 μέχρι την 31.1.2003 ως προνοείται από το Άρθρο 9 του Νόμου, με αποτέλεσμα η απαίτηση του εναντίον της να μη βρίσκει έρεισμα στις πρόνοιες του Ν. 168(1)/2002.

 

11. Ο εφεσείων αξίωσε την επιστροφή του ποσού των £30.000 από την εφεσίβλητη 2 βάσει των Άρθρων 3 και 8 του εν λόγω Νόμου. Το Άρθρο 3 δεν ετύγχανε εφαρμογής διότι η υποχρέωση της εφεσίβλητης 2, ως εκδότρια δυνάμει του εν λόγω άρθρου, είναι για επιστροφή των χρηματικών ποσών ή άλλων ανταλλαγμάτων που αυτή εισέπραξε από τον εφεσείοντα, δηλαδή τις μετοχές του στην εφεσίβλητη 1 που αντηλλάγησαν με μετοχές της εφεσίβλητης 2.

 

12. Περαιτέρω προέκυπτε ότι ικανοποιείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 8 για «εξαγορά εκδότη» οι τίτλοι του οποίου δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ, δηλαδή της εφεσίβλητης 1. Ωστόσο, δεν μπορούσε να υπάρξει υποχρέωση δυνάμει του Άρθρου 8 εκ μέρους του εκδότη που εξαγοράζει τους τίτλους, δηλαδή της εφεσίβλητης 2, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση, δυνάμει των προνοιών του Νόμου, εκ μέρους του εκδότη του οποίου οι τίτλοι εξαγοράζονται, δηλαδή της εφεσίβλητης 1.

 

13.  Αυτό  προκύπτει με σαφήνεια από το λεκτικό του εν λόγω άρθρου. Αυτή η θεώρηση συνάδει, και με τη διατύπωση ύπαρξης υποχρέωσης, στο Άρθρο 8, εκ μέρους του αρχικού εκδότη, δηλαδή ως αποκρυσταλλωμένο γεγονός.

 

14.  Ο εφεσείων δεν φαίνεται να επεδίωξε την ακύρωση της συμφωνίας αγοράς μετοχών με την εφεσίβλητη 1 μετά την παρέλευση του χρόνου που προέβλεπε το ενημερωτικό δελτίο για την εισαγωγή των μετοχών της εφεσίβλητης 1 στο ΧΑΚ και την επιστροφή του ποσού των £30.000, παρά μόνο συνέχισε να κατέχει τις εν λόγω μετοχές, προβαίνοντας μάλιστα σε ενέργειες επιβεβαιωτικές της ιδιοκτησίας του των μετοχών και της διατήρησης της συμβατικής του σχέσης με την εφεσίβλητη 1, όπως η αποδοχή της πρότασης της εφεσίβλητης 2 για εξαγορά των μετοχών του.

 

15.  Ορθή δε ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ανταλλαγή των μετοχών σημάδευσε και το τέλος της συμβατικής σχέσης του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη 1, όπως και η κατάληξη του ότι η επιστροφή του ποσού των £30.000 υπό μορφή αποζημιώσεων δεν ήταν εφικτή, εν πάση περιπτώσει, αφού ο εφεσείων δεν απέδειξε, ως είχε καθήκον, την ισχυριζόμενη ζημιά.

 

16.  Περαιτέρω δεν συνέτρεχε λόγος παρέμβασης στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως η μαρτυρία δεν υποστήριζε την ύπαρξη οποιασδήποτε δέσμευσης εκ μέρους της για εισαγωγή των νέων μετοχών της στο ΧΑΚ σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

 

17.  Αποτελούσε κοινό έδαφος και εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι νέες μετοχές της εφεσίβλητης 2 εισήχθηκαν στο ΧΑΚ το Σεπτέμβριο του 2004, πριν από την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Investylia Ltd. v. Livadiotis Bros (2005) 1 A.A.Δ. 704,

 

Κωνσταντίνου κ.ά v. Karaolis Group Limited (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 756,

 

Μακρίδης v. Cyber Group Ltd (2005) 2 Α.Α.Δ. 57,

 

CAF Computers Ltd v. Παττίχη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815,

 

Harvest Capital Management v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683,

 

Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691,

 

Investylia Ltd v. Ταμπούρη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1325,

 

Young v. Hamilton [2011] NICh 19,

 

Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co Ex p Briggs [1866] L. R. 1 Eq. 483,

 

Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Ζαβρού (2004) 1 Α.Α.Δ. 1261.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καουτζάνη, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6373/04), ημερoμηνίας 30/1/09.

 

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..

 

Μετά από πρόσκληση για εγγραφή της εταιρείας A.L. Pro Choice Ventures Ltd, εφεσίβλητης 1, ο εφεσείων αγόρασε 60.000 μετοχές της, καταβάλλοντας σ' αυτήν, το ποσό των £30.000. Ακολούθησε πρόταση της C.P.I. Enterprises Development Ltd, εφεσίβλητης 2, προς την εφεσίβλητη 1, για την εξαγορά ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου της τελευταίας με αντιπαροχή την έκδοση και παραχώρηση μετοχών στην εφεσίβλητη 2. Αφού του κοινοποιήθηκε, ο εφεσείων στις 10.1.2001 αποδέχτηκε την πρόταση και οι 60.000 μετοχές που αυτός κατείχε στην εφεσίβλητη 1 αντηλλάγησαν με 20.000 μετοχές στην εφεσίβλητη 2, οι οποίες στη συνέχεια υποδιαιρέθηκαν με αποτέλεσμα ο εφεσείων να καταστεί ιδιοκτήτης 50.000 μετοχών της εφεσίβλητης 2 αξίας £0.60 εκάστη.

 

Τον Ιανουάριο 2001 υπεβλήθη αίτηση από την  εφεσίβλητη 2 για εισαγωγή των νέων μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (στο εξής «ΧΑΚ»), με αποτέλεσμα να εισαχθούν τον Σεπτέμβριο 2004. Στο μεταξύ, ο εφεσείων, με επιστολή του ημερομηνίας 1.7.2002 απαίτησε από την εφεσίβλητη 1 την επιστροφή του ποσού των £30.000 που της είχε καταβάλει, αίτημα το οποία επανέλαβε και με επιστολές του ημερομηνίας 12 και 31.7.2002. Παρόμοια απαίτηση υπέβαλε και προς την εφεσίβλητη 2, με επιστολή του ημερομηνίας 19.9.2002. Η απαίτηση του εφεσείοντα όμως δεν ικανοποιήθηκε.

 

Έτσι με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους το ποσό των £30.000 πλέον τόκο προς 7% από την 23.3.2000, την οποία θεωρούσε ως την ημερομηνία είσπραξης του ποσού από την εφεσίβλητη 1, δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Τροποποιητικού Αρ.4 Νόμου του 2000, Ν.42(Ι)/2000 (στο εξής «Ν.42(Ι)/2000») και του Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμο του 2002, Ν.168(Ι)/2002 (στο εξής «Ν.168(Ι)/2002). Αξίωσε παράλληλα αποζημιώσεις έναντι όλων των εφεσιβλήτων, ισχυριζόμενος ότι η εφεσίβλητη 1 «δημοσίευσε με δόλο και/ή με απάτη και/ή με πρόθεση εξαπάτησης» του εφεσείοντα, αναληθείς δηλώσεις στην πρόσκληση της για εγγραφή, επί των οποίων ο εφεσείων στηρίχθηκε για αγορά των επίδικων μετοχών με αποτέλεσμα η μεταξύ τους συμφωνία να είναι άκυρη. Ισχυρίστηκε επίσης ότι κατέβαλε το ως άνω ποσό στην εφεσίβλητη 1 κατόπιν παραστάσεων της, μέσω του διοικητικού συμβούλου της, εφεσίβλητου 3, ενεργούντος για λογαριασμό της, ότι θα εισήγαγε τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (στο εξής «ΧΑΚ») εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2000 και θα υπέβαλλε σχετική αίτηση στο ΧΑΚ, ενώ η εξαγορά των μετοχών αυτών από την εφεσίβλητη 2, έγινε μετά από εξώθηση των εφεσιβλήτων, «με παραστάσεις και/ή με προοπτική εισαγωγή τους στο ΧΑΚ». Εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 αξίωσε και αποζημιώσεις λόγω παράβασης της μεταξύ τους συμφωνίας για εισαγωγή των πιο πάνω τίτλων στο ΧΑΚ.

 

Οι εφεσίβλητοι απέρριψαν τις θέσεις του ενάγοντα ισχυριζόμενοι ότι κατά ή περί τις 10.1.2001, ο εφεσείων αποδέχτηκε αμετάκλητα τη δημόσια πρόταση των εφεσιβλήτων 2 για ανταλλαγή των μετοχών που κατείχε στην εφεσίβλητη 1 με μετοχές των εφεσιβλήτων 2, οι οποίες και εισήχθηκαν στο ΧΑΚ κατά ή περί των Σεπτέμβριο 2004. Ισχυρίστηκαν διαζευκτικά πως η νομοθεσία στην οποία στηρίχθηκε η απαίτηση του εφεσείοντα αντιβαίνει σε συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος.

 

Μοναδικοί μάρτυρες στην υπόθεση ήταν ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος 3. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι παραπλανημένος από τις δηλώσεις του εφεσίβλητου 3 προέβη στην αγορά των 60.000 μετοχών στην εφεσίβλητη 1. Αυτό με βάση τα γεγονότα, όπως τα εξιστόρησε ο εφεσίβλητος 3, τη μαρτυρία του οποίου αποδέχτηκε απορρίπτοντας, στα σημεία διαφοράς, τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Δεδομένης δε της αποξένωσης των μετοχών που ο εφεσείων είχε αγοράσει από την εφεσίβλητη 1, έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο να απαιτεί αποζημιώσεις για την μη υποβολή αίτησης για την εισαγωγή των μετοχών της τελευταίας στο ΧΑΚ, ενώ σε σχέση με την εφεσίβλητη 2 δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε δέσμευσης εκ μέρους της ως προς το χρόνο  εισαγωγής των δικών της μετοχών στο ΧΑΚ. Έκρινε επίσης πως ούτε δυνάμει των Ν.42(Ι)/2000 και Ν.168(Ι)/2002 θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη η απαίτηση του εφεσείοντα. Υπό το φως των διαπιστώσεων και ευρημάτων του, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του και απέρριψε την αγωγή.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης και με τους συναφείς λόγους 2, 3 και 6, ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στους Νόμους 42(Ι)/2000 και 168(Ι)/2002 για επιστροφή του επίδικου ποσού και ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τόσο τη σχετική επί του θέματος νομοθεσία όσο και τη νομολογία. Ο 4ος λόγος στρέφεται εναντίον του ευρήματος του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν υπέβαλε απαίτηση στην εφεσίβλητη 1 για επιστροφή του επίδικου ποσού μέχρι την 31.1.2003 ως προνοείται από το Άρθρο 9 του Ν.168(Ι)/2002, ενώ με τον 5ο λόγο αμφισβητείται το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν προέβησαν σε αναληθείς δηλώσεις στις οποίες ο εφεσείων βασίστηκε. Οι λόγοι 1-4 και 6 μπορούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, να εξεταστούν μαζί.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις επίμαχες πρόνοιες του Ν. 42(I)/2000. Σύμφωνα με το Άρθρο 58Α (3)(β):

«Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές:

 

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων του στο Χρηματιστήριο.»

 

Το Άρθρο 3(3) προέβλεπε ότι:-

 

«3(3) Οποιοσδήποτε εκδότης ή εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από πώληση ή προσφορά προς πώληση ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων για λογαριασμό υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2000, με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, υποχρεούται εάν οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν για οποιοδήποτε λόγο στο Χρηματιστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, και εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα σ' αυτούς που τα κατέβαλαν εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων:

 

Νοείται, ότι εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της αίτησης και ότι η καθυστέρηση για έγκριση δεν οφείλεται στον αιτητή, δύναται να παρέχει λογική παράταση χρόνου στον αιτητή όσον αφορά την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών.»

 

Παρόλο που η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών του Ν.42(1)/2000 σε σχέση με την εφεσίβλητη 1 στηρίχθηκε στο ότι η αντιπαροχή για την αγορά των μετοχών της κατεβλήθη από τον εφεσείοντα τον Μάρτη του 2000, με την έφεση δεν αμφισβητείται η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι  αυτή κατεβλήθη μετά από σχετική αποκοπή στις 29.5.2000 από το trading account που ο εφεσείων διατηρούσε με τη χρηματιστηριακή εταιρεία A.L. Prochoice Ltd, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Νόμου στις 7.4.2000. Άλλωστε, αυτό κατέθεσε ενόρκως και ο εφεσείων ενώπιον του πρωτόδικου δκαστηρίου. Συνεπώς, το Άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000 δεν ισχύει. Στις περιπτώσεις όπου η αντιπαροχή για την αγορά των τίτλων καταβλήθηκε μετά από την έναρξη ισχύος του εν λόγω Νόμου, εφαρμόζεται το Άρθρο 58Α(3)(β) του Νόμου (Βλ. Investylia Ltd. v. Livadiotis Bros (2005) 1 A.A.Δ. 704, στις σελ. 707-708).

 

Επομένως, παρά τη μη εφαρμογή του Άρθρου 3(3), θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο τα αιτήματα που ο εφεσείων υπέβαλε με τις επιστολές του ημερομηνίας 1,12 και 31.7.2002 προς την εφεσίβλητη 1 και ημερομηνίας 19.9.2002 προς την εφεσίβλητη 2, για επιστροφή των χρημάτων που αυτός κατάβαλε, θα μπορούσαν να στηριχθούν στο Άρθρο 58Α (3)(Β) του Ν.42(Ι)/2000. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρά τη δεδηλωμένη της πρόθεση να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ εντός του πρώτου εξαμήνου του 2000, η εφεσίβλητη 1 ουδέποτε υπέβαλε τέτοια αίτηση, γεγονός που επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, χωρίς ωστόσο να το απασχολήσει περαιτέρω και ειδικότερα κατά πόσο, το γεγονός αυτό δημιουργούσε εμπόδιο για τον εφεσείοντα στην προώθηση της απαίτησης του με βάση τα Άρθρα 3(3) ή 58Α (3)(β). Ούτε ποιο από τα δύο άρθρα ίσχυε στην περίπτωση του εφεσείοντα απασχόλησε το δικαστήριο. Παρακάμπτοντας τα ζητήματα αυτά, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί με βάση τις πρόνοιες των εν λόγω άρθρων και την «ερμηνεία που τους αποδίδεται» ότι δημιουργήθηκε δικαίωμα στον εφεσείοντα για επιστροφή του απαιτούμενου ποσού. Αυτό επειδή ο εφεσείων είχε αποδεχθεί αυτόβουλα στις 10.1.2001 την ανταλλαγή των 60.000 μετοχών που κατείχε στην εφεσίβλητη 1 με μετοχές στην εφεσίβλητη 2, επιλέγοντας έτσι «να μην ασκήσει το δικαίωμα του βάσει του Ν.42(Ι)/00» να απαιτήσει επιστροφή του τιμήματος αγοράς των μετοχών κατά το χρόνο εκείνο και πριν από την ανταλλαγή. Το δικαστήριο θεώρησε ότι έρεισμα για τη θέση αυτή παρείχε ο λόγος της Κωνσταντίνου κ.ά ν Karaolis Group Limited (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 756 στην οποία εκρίθη ότι ο εκεί εφεσείοντας 1, ο οποίος είχε δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων που είχε καταβάλει για την απόκτηση μετοχών με την πάροδο τριών μηνών από την υποβολή αίτησης για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ, εφόσον αυτή δεν γινόταν δεκτή, έχασε το περιορισμένο αυτό του δικαίωμα όταν πριν από την υποβολή τέτοιας αίτησης, έπαυσε να είναι ιδιοκτήτης των μετοχών.

 

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε ορθή καθοδήγηση από την Κωνσταντίνου. Τα όποια δικαιώματα παρέχονταν στον εφεσείοντα δυνάμει του Άρθρου 58Α (3)(β) του Ν.42(Ι)/2000, για επιστροφή των χρημάτων που είχε καταβάλει στην εφεσίβλητη 1 υφίσταντο ενόσω αυτός παρέμενε ιδιοκτήτης των μετοχών. Παρατηρείται συναφώς στην Κωνσταντίνου πως το Άρθρο 58Α(3)(β) εκφράζεται με όρους που εννοούν ότι ο «ενδιαφερόμενος αγοραστής» παραμείνει ιδιοκτήτης των μετοχών όταν αποκρυσταλλώνεται το δικαίωμα. Τέτοιο, για παράδειγμα, θεωρούμε την υποχρέωση του ενδιαφερόμενου αγοραστή ταυτόχρονα με την εξόφληση του ποσού, να επιστρέψει τους τίτλους που του έχουν εκδοθεί.  Κατ' ακολουθία, η ανταλλαγή των μετοχών που ο εφεσείων είχε αγοράσει και κατείχε στην εφεσίβλητη 1 με μετοχές στην εφεσίβλητη 2, τερμάτισε τα όποια δικαιώματα είχε έναντι της πρώτης δυνάμει του Άρθρου 58Α (3)(β).

 

Ορθή είναι και η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου για «επιστροφή» του εν λόγω ποσού από την εφεσίβλητη 2. Κατ' αρχάς, ο εφεσείων ουδέποτε υπέβαλε αίτημα στην εφεσίβλητη 2 βάσει του εν λόγω Νόμου για επιστροφή του ποσού που είχε καταβάλει στην εφεσίβλητη 1. Ούτε βέβαια είχε εισπραχθεί το ποσό των £30.000 από την εφεσίβλητη 2 ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί δικαίωμα στον εφεσείοντα να απαιτήσει το ποσό από την ίδια και υποχρέωση της τελευταίας να το επιστρέψει. Το μέγιστο δε που θα μπορούσε να απαιτηθεί από την εφεσίβλητη 2 είναι η επιστροφή του ανταλλάγματος που αυτή είχε πάρει, δηλαδή των μετοχών της εφεσίβλητης 1, θεραπεία που,  εν πάση περιπτώσει,  δεν ζητήθηκε από το Δικαστήριο.

 

Εξετάζοντας την απαίτηση του εφεσείοντα στη βάση του Ν.168(Ι)/2002, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως δεσμευόταν από την κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μακρίδης ν Cyber Group Ltd (2005) 2 Α.Α.Δ. 57, ότι ο υπό αναφορά Νόμος είναι αντισυνταγματικός, κρίση που προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης. Έκρινε περαιτέρω πως ακόμα και αν θεωρείτο συνταγματικός ο Νόμος, δεν είχε υποβληθεί απαίτηση προς την εφεσίβλητη 1 μέχρι την 31.1.2003, όπως προνοείται από το Άρθρο 9 του εν λόγω Νόμου. Έστρεψε την προσοχή του και στις «προϋποθέσεις επιστροφής» που τίθενται στο Άρθρο 8 του εν λόγω Νόμου και ειδικότερα στο ερώτημα κατά πόσο «στην προκείμενη υπόθεση πρόκειται περί εξαγοράς» της εφεσίβλητης 1 από την εφεσίβλητη 2, παρατηρώντας συναφώς πως δεν είχε διευκρινιστεί αν εν τέλει είχε πραγματοποιηθεί η πρόθεση αυτή, ενώ σημείωσε παράλληλα πως η μαρτυρία που προσφέρθηκε έδειχνε πως δεν είχε εξαγοραστεί το 100% του μετοχικού κεφαλαίου.

 

Θεωρούμε ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ο εφεσείων δεν μπορούσε να προωθήσει την απαίτηση του στη βάση του Ν.168(Ι)/2002 λόγω αντισυνταγματικότητας του Νόμου, είναι εσφαλμένη. Η απαίτηση του εφεσείοντα σε σχέση με την εφεσίβλητη 1 βασιζόταν στο Άρθρο 3 του Ν. 168(I)/2002. Ο υπό αναφορά Νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στην Μακρίδης στο βαθμό που το Άρθρο 5 του Νόμου ποινικοποιούσε τη μη επιστροφή χρημάτων με αποτέλεσμα να αντιμάχεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Όπως, όμως, αναφέρεται στην CAF Computers Ltd v. Παττίχη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815, η Μακρίδης άφησε ανέπαφη την υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/2002, να επιστρέψει χρήματα που εισέπραξε με προοπτική την ένταξη των τίτλων στο ΧΑΚ, προσέγγιση που συνάδει και με τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Harvest Capital Management ν Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683, Anaptixis Group Ltd v Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691 και Investylia Ltd v Ταμπούρη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1325 στις οποίες η αντίστοιχη πρόνοια στο Άρθρο 58(3)(β) του Ν.42(Ι)/2000 για επιστροφή χρημάτων, κρίθηκε συνταγματική.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ν. 168(I)/2002:-

 

«3.-(1) Εκδότης, ο οποίος εισέπραξε χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων και με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, έχει υποχρέωση να επιστρέψει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή γραπτής απαίτησης προς τούτο, με τόκο προς επτά τοις εκατόν (7%) από την ημερομηνία εισπράξεως τους, τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα, εφόσον-

 

(α) Ο εκδότης εισέπραξε τα χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα προ της 1ης Μαρτίου, 2002· και

 

(β) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι τίτλοι του δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, υποβολή γραπτής απαίτησης, επιπροσθέτως οποιουδήποτε άλλου τρόπου ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου, σημαίνει τη δια προσωπικής επίδοσης σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη ή τη διά διπλοσυστημένης επιστολής αποστολή της στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του εκδότη, στον τόπο που καθορίζεται στο Άρθρο 102(1) του περί Εταιρειών Νόμου· σε περίπτωση ισχυρισμού του εκδότη περί μη παραλαβής της γραπτής απαίτησης τεκμαίρεται ότι αυτή υποβλήθηκε νόμιμα και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η προθεσμία των τριάντα ημερών αρχίζει μετά παρέλευση τριών ημερών από την ημερομηνία αποστολής της:

 

Νοείται ότι ο δικαιούχος επιστροφής, αμέσως μετά την επιστροφή των χρημάτων ή των άλλων ανταλλαγμάτων, υποχρεούται να επιστρέψει στον εκδότη τους σχετικούς τίτλους και να τους μεταβιβάσει επ' ονόματι του εκδότη υπογράφοντας κάθε αναγκαίο προς τούτο έγγραφο.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη 1 εισέπραξε χρήματα στις 29.5.2000, δηλαδή πριν από την 1.3.2002 που προβλέπει ο Νόμος, με την προοπτική και με παραστάσεις εισαγωγής της στο ΧΑΚ. Γεγονός που καταδεικνύεται και από τη δήλωση της εφεσίβλητης 1 στην πρόταση για εγγραφή ότι θα υπέβαλλε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο ΧΑΚ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2000. Περαιτέρω, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν.168(Ι)/2002, δηλαδή 9.8.2002, οι τίτλοι της εφεσίβλητης 1 δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται ότι ικανοποιείται και η προϋπόθεση για γραπτή απαίτηση της επιστροφής των χρημάτων, υποστηρίζοντας πως η περί του αντιθέτου διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι εσφαλμένη.

 

Εκείνο που εδώ απασχολεί είναι το γεγονός ότι όλες οι επιστολές, «απαιτήσεις» του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη 1, αποστάληκαν πριν ακόμα τεθεί σε ισχύ ο εν λόγω Νόμος. Η νομολογία μας είναι πάγια πως Νόμος δεν ερμηνεύεται ότι έχει αναδρομική ισχύ εάν δεν περιέχει ρητή πρόνοια ή δεν συνάγεται από το λεκτικό του ότι ο Νομοθέτης είχε σκοπό την αναδρομικότητά του. Παρατηρούμε πως τίποτε δεν υπάρχει στο Νόμο Ν.168(Ι)/2002 από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί σαφής πρόθεση του νομοθέτη να προσδώσει αναδρομική εφαρμογή στην προϋπόθεση του Άρθρου 3(1) για γραπτή απαίτηση επιστροφής του εισπραχθέντος ποσού ή ανταλλάγματος, ώστε να καταστεί ενεργή  απαίτηση που υποβλήθηκε πριν από τη θέσπιση του και αναδρομικά υπεύθυνος για την επιστροφή μέσα σε τριάντα μέρες από την υποβολή της γραπτής απαίτησης, ο εκδότης. Ο Νόμος, σε ό, τι αφορά το ζήτημα αυτό, έχει μελλοντική ισχύ, γεγονός που φαίνεται και από τη διατύπωση του Άρθρου 9 του Νόμου* ως προς την προθεσμία υποβολής της απαίτησης, η οποία παραπέμπει στην υποβολή απαιτήσεων σε μέλλοντα χρόνο. Ορθή, επομένως, είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν υπέβαλε απαίτηση προς την εφεσίβλητη 1 μέχρι την 31.1.2003 ως προνοείται από το Άρθρο 9 του Νόμου, με αποτέλεσμα η απαίτηση του εναντίον της να μη βρίσκει έρεισμα στις πρόνοιες του Ν. 168(1)/2002.

 

Ο εφεσείων αξίωσε την επιστροφή του ποσού των £30.000 από την εφεσίβλητη 2 βάσει των Άρθρων 3 και 8 του εν λόγω Νόμου. Παρατηρούμε πως το Άρθρο 3 δεν βοηθά τον εφεσείοντα διότι η υποχρέωση της εφεσίβλητης 2, ως εκδότρια δυνάμει του εν λόγω άρθρου, είναι για επιστροφή των χρηματικών ποσών ή άλλων ανταλλαγμάτων που αυτή εισέπραξε από τον εφεσείοντα, δηλαδή τις μετοχές του στην εφεσίβλητη 1 που ανταλλάγηκαν με μετοχές της εφεσίβλητης 2.

 

Το Άρθρο 8 του εν λόγω Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«8.- Σε περίπτωση εξαγοράς εκδότη, οι τίτλοι του οποίου δεν εισήχθηκαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, από εκδότη του οποίου οι τίτλοι είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου κατά το χρόνο της εξαγοράς, την υποχρέωση επιστροφής χρηματικών ποσών ή άλλων ανταλλαγμάτων, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, υπέχει τόσο ο αρχικός εκδότης που εισέπραξε τα χρηματικά ποσά ή τα άλλα ανταλλάγματα, όσο και ο εκδότης που εξαγόρασε τους τίτλους του πρώτου.»

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως η εφεσίβλητη 2 δεν εξαγόρασε την εφεσίβλητη 1, ώστε να εφαρμόζεται το Άρθρο 8 του Νόμου, τούτο γιατί παρά τη πρόταση της εφεσίβλητης 2 για εξαγορά του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης 1, δεν έγινε εξαγορά του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της. Εισηγείται ο εφεσείων ότι το ζήτημα της εξαγοράς δεν ήταν επίδικο ενόψει της αναφοράς στην παράγραφο 14 της Υπεράσπισης ότι έγινε η αποδοχή της πρότασης εξαγοράς και η ανταλλαγή μετοχών. Συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Στην παράγραφο 14 (β) της Υπεράσπισης, οι εφεσίβλητες διατείνονται ότι με την αποδοχή της πρότασης της εφεσίβλητης 2 και την ανταλλαγή των μετοχών της εφεσίβλητης 1 με μετοχές της εφεσίβλητης 2, ο εφεσείων έπαυσε να είναι μέτοχος της εφεσίβλητης 1, ενώ στην παράγραφο 14(β) της Υπεράσπισης γίνεται αναφορά στην αποδοχή «από μεγάλη πλειοψηφία των μετόχων» της εφεσίβλητης 1 της δημόσιας πρότασης εξαγοράς της εφεσίβλητης 2.  Άλλωστε, η εξαγορά μιας εταιρείας δεν επιτυγχάνεται μόνο στην περίπτωση εξαγοράς του συνόλου των τίτλων της αλλά μπορεί να επιτύχει με την απόκτηση του πλειοψηφικού μέρους των τίτλων της με την αγορά/ανταλλαγή μετοχών. Συνεπώς,  θεωρούμε πως ικανοποιείται η προϋπόθεση του Άρθρου 8 για «εξαγορά εκδότη» οι τίτλοι του οποίου δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ, δηλαδή της εφεσίβλητης 1.

 

Ωστόσο, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει υποχρέωση δυνάμει του Άρθρου 8 εκ μέρους του  εκδότη που εξαγοράζει τους τίτλους, δηλαδή της εφεσίβλητης 2, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση, δυνάμει των προνοιών του Νόμου, εκ μέρους του εκδότη του οποίου οι τίτλοι εξαγοράζονται, δηλαδή της εφεσίβλητης 1. Αυτό κατά την άποψη μας προκύπτει με σαφήνεια από το λεκτικό του εν λόγω άρθρου το οποίο καθιστά τόσο τον αρχικό εκδότη όσο και τον εκδότη που εξαγοράζει τους τίτλους του πρώτου ως υπέχοντες «την υποχρέωση επιστροφής χρηματικών ποσών ή άλλων ανταλλαγμάτων, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο» (η υπογράμμιση είναι δική μας), παραπέμποντας ουσιαστικά στο Άρθρο 3 του Νόμου το οποίο δημιουργεί υποχρέωση στον εκδότη για επιστροφή υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εν λόγω άρθρο. Αυτή η θεώρηση συνάδει, κατά την άποψη μας και με τη διατύπωση ύπαρξης υποχρέωσης, στο Άρθρο 8, εκ μέρους του αρχικού εκδότη, δηλαδή ως αποκρυσταλλωμένο γεγονός.

Οι λόγοι 1-4 και 6 δεν ευσταθούν.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναιτιολόγητα και αυθαίρετα συμπέρανε πως η μόνη δήλωση της εφεσίβλητης 1 προς τον ίδιο ήταν σχετικά με την εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ.  Διέλαθαν, υποστηρίζει, της προσοχής του δικαστηρίου οι αναληθείς δηλώσεις της εφεσίβλητης που περιλαμβάνονταν στην πρόσκληση για εγγραφή (Τεκμήριο 1) και στην κοινοποίηση της πρότασης για εξαγορά (Τεκμήριο 3) καθώς και οι διαβεβαιώσεις του εφεσίβλητου 3, ως διευθύνοντος συμβούλου της εφεσίβλητης 1, στις οποίες ο εφεσείων στηρίχθηκε και οι σχετικές επί του  θέματος δικογραφημένες θέσεις και μαρτυρία του εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε σφαιρικά τον  ισχυρισμό του εφεσείοντα για αναληθείς και/ή παραπλανητικές δηλώσεις στην πρόσκληση για εγγραφή της εφεσίβλητης 1, με αναφορά στις δικογραφημένες λεπτομέρειες του ισχυρισμού, προφανώς επειδή η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν το επέβαλλε. Έκρινε δε πως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για παράβαση συμφωνίας και αναληθείς δηλώσεις ή ψευδείς παραστάσεις δεν μπορούν να ευσταθήσουν δεδομένου ότι, πέραν από τις «λοιπές αναφορές για τις επενδύσεις» της, η μόνη δήλωση της εφεσίβλητης 1 σχετικά με την εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ σύμφωνα με την πρόσκληση για εγγραφή, ήταν ότι θα υπέβαλε αίτηση για την εισαγωγή των μετοχών της μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2000. Κατέληξε δε το δικαστήριο ότι παρόλο που η εφεσίβλητη 1 δεν υπέβαλε αίτηση στο ΧΑΚ, ο εφεσείων δεν δικαιολογείτο να απαιτεί αποζημιώσεις καθότι αυτόβουλα αποδεσμεύθηκε από οποιαδήποτε συμβατική σχέση είχε με την εφεσίβλητη 1 με την ανταλλαγή των μετοχών που είχε στην τελευταία με μετοχές στην εφεσίβλητη 2.  Περαιτέρω, δεν απέδειξε το ύψος της ισχυριζόμενης ζημιάς του.

 

Παρατηρούμε πως η επί του προκειμένου μαρτυρία του εφεσείοντα δεν επεκτάθηκε πέραν της συγκεκριμένης δήλωσης που σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο και της γενικής αναφοράς ότι στηρίχθηκε και πείσθηκε για να υποβάλει αίτηση για απόκτηση 60.000 μετοχών της εφεσίβλητης 1 και στο περιεχόμενο της Πρόσκλησης για Εγγραφή. Αντεξεταζόμενος, δε, δήλωσε απερίφραστα πως ο λόγος που υπέβαλε την αίτηση ήταν επειδή η εφεσίβλητη 1 «θα εισάγετο σε σύντομο χρονικό διάστημα στο Χρηματιστήριο» και θα επωφελείτο από τα κέρδη, αφήνοντας έτσι μετέωρο οποιοδήποτε άλλο ισχυρισμό σε σχέση με το περιεχόμενο της Πρότασης για Εγγραφή.  Ούτε προώθησε με τη μαρτυρία του τις δικογραφημένες θέσεις του σε σχέση με το περιεχόμενο της κοινοποίησης της πρότασης για εξαγορά (Τεκμήριο 3).

 

Ο εφεσείων δεν φαίνεται να επεδίωξε την ακύρωση της συμφωνίας αγοράς μετοχών με την εφεσίβλητη 1 μετά την παρέλευση του χρόνου που προέβλεπε το ενημερωτικό δελτίο για την εισαγωγή των μετοχών της εφεσίβλητης 1 στο ΧΑΚ και την επιστροφή του ποσού των £30.000, παρά μόνο συνέχισε να κατέχει τις εν λόγω μετοχές, προβαίνοντας μάλιστα σε ενέργειες επιβεβαιωτικές της ιδιοκτησίας του των μετοχών και της διατήρησης της συμβατικής του σχέσης με την εφεσίβλητη 1, όπως η αποδοχή της πρότασης της εφεσίβλητης 2 για εξαγορά των μετοχών του (βλ. Young v. Hamilton [2011] NICh 19 και Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co Ex p Briggs [1866] L. R. 1 Eq. 483). Ορθή δε είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ανταλλαγή των μετοχών σημάδευσε και το τέλος της συμβατικής σχέσης του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη 1, όπως και η κατάληξη του με αναφορά στη Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Ζαβρού (2004) 1 Α.Α.Δ. 1261 ότι η επιστροφή του ποσού των £30.000 υπό μορφή αποζημιώσεων δεν ήταν εφικτή, εν πάση περιπτώσει, αφού ο εφεσείων δεν απέδειξε, ως είχε καθήκον, την ισχυριζόμενη ζημιά.

 

Ως προς την εφεσίβλητη 2, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε πως η μαρτυρία δεν υποστήριζε την ύπαρξη οποιασδήποτε δέσμευσης εκ μέρους της για εισαγωγή των νέων μετοχών της στο ΧΑΚ σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ούτε, παρατηρούμε, ότι οι μετοχές αυτές δεν είχαν εισαχθεί «μέχρι σήμερα», δηλαδή μέχρι την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, όπως ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα. Αντιθέτως, αποτελούσε κοινό  έδαφος και εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι νέες μετοχές της εφεσίβλητης 2 εισήχθηκαν στο ΧΑΚ το Σεπτέμβριο του 2004, πριν από την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης.

 

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος επέμβασης μας στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο